Με την εκλογή του Τραμπ ως επόμενου προέδρου των ΗΠΑ και με την πολιτική που φαίνεται να υιοθετεί προς την κατεύθυνση του να αποσυρθούν οι ΗΠΑ από τη στήριξη της Ουκρανίας και να συνεννοηθούν με τη Ρωσία για έναρξη διπλωματικών διαπραγματεύσεων για τη λήξη του πολέμου, δημιουργείται ένα κλίμα αισιοδοξίας στην ανθρωπότητα.
Την αντίθεσή τους προς την πολιτική αυτή προβλέπεται ότι θα υποστηρίξουν σθεναρά το Ηνωμένο Βασίλειο, η Πολωνία και οι Βαλτικές Χώρες που αποτελούν τον σκληρό πυρήνα του ΝΑΤΟ. Η Γαλλία και η Γερμανία, αντιθέτως, έχουν δείξει ότι μπορούν να υποστηρίξουν μια διπλωματική προσέγγιση για την ειρηνική επίλυση του Ουκρανικού.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, από την άλλη, μένει αναποφάσιστη ως προς το θέμα αυτό παραβλέποντας το γεγονός ότι η εκλογή Τραμπ τής προσφέρει μια χρυσή ευκαιρία να δημιουργήσει μια πολιτική καθαρά ευρωπαϊκή κι όχι υπαγόμενη στις διαταγές των ΗΠΑ, κάτι που φαίνεται να επιλέγει και ο ίδιος ο Τραμπ. Το πρόβλημα με την Ε.Ε. είναι επίσης ότι τα πολιτικά πρόσωπα που τη διευθύνουν έχουν εκτεθεί πολύ σε ένα αντιρωσικό μένος, το οποίο ή θα πρέπει ν’ αποβάλουν και ν’ αλλάξουν τακτική ή να προσαρμοστούν όπως έκανε σήμερα ο Γερμανός καγκελάριος Σολτς συνομιλώντας για δύο ώρες με τον Πούτιν, παρά την απαγόρευση επικοινωνίας με τον Ρώσο πρόεδρο που έχει επιβάλει η Ε.Ε.. Σημειώνεται η υποκρισία της Ε.Ε. στο θέμα αυτό καθώς, όταν συναντήθηκε ο Όρμπαν με τον Πούτιν στη Μόσχα μόνο που δεν τον αφόρισαν. Στη Γερμανία ίσως σημειωθεί μια πολιτική αλλαγή με τις επικείμενες εκλογές. Αλλαγές μπορεί να σημειωθούν και σε άλλα κράτη-μέλη, όπως π.χ. στη Γαλλία, ώστε να μπορέσει κάποια στιγμή η Ε.Ε. ν’ απαλλαγεί από την εξάρτησή της από τις ΗΠΑ.
Οι διαπραγματεύσεις για τη λήξη του πολέμου θα πρέπει να γίνουν μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, αφού προηγουμένως σταματήσουν οι εχθροπραξίες. Η Συμφωνία θα πρέπει οπωσδήποτε να αποκλείει την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, καθώς αυτό το ζήτημα προκάλεσε εν πολλοίς και τον πόλεμο. Το δύσκολο σημείο θα είναι το εδαφικό, καθώς θα πρέπει να προσδιοριστούν τα ουκρανικά εδάφη που θα προσαρτήσει η Ρωσία. Πριν από την έναρξη των διαπραγματεύσεων θα πρέπει να έχουν αρθεί οι κυρώσεις της Δύσης εναντίον της Ρωσίας, γεγονός που θα βοηθήσει την οικονομία πολλών κρατών-μελών της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ που υποφέρουν εξαιτίας τους.
Για την εμπέδωση της Ειρήνης θα πρέπει να υπογραφεί συγχρόνως και Συμφωνία μεταξύ Ρωσίας και ΝΑΤΟ η οποία θα περιέχει στοιχεία των ρωσικών προτάσεων της 17ης Δεκεμβρίου του 2021 που απέρριψε τότε αβλεπεί το ΝΑΤΟ. Οι προτάσεις αυτές προέβλεπαν, μεταξύ άλλων, μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης, περιορισμό των εξοπλισμών στην Ευρώπη, επαναλειτουργία του Συμβουλίου ΝΑΤΟ-Ρωσίας και μη περαιτέρω διεύρυνση του ΝΑΤΟ.
Μια ριζοσπαστική λύση που θα έλυνε το ουκρανικό πρόβλημα θα ήταν η ταυτόχρονη ένταξη της Ρωσίας και της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ. Μια τέτοια πρόταση ωστόσο δεν πρόκειται, κατά πάσα πιθανότητα, να γίνει αποδεκτή ούτε από την περιορισμένη αντίληψη της Δύσης ούτε κι από τη Ρωσία που έχει χάσει κάθε εμπιστοσύνη προς το ΝΑΤΟ. Ωστόσο, σημειώνεται ότι στις αρχές του 2000 η Μόσχα δεν είχε αποκλείσει το ενδεχόμενο ένταξής της στο ΝΑΤΟ. Προς το παρόν, ας κρατήσουμε εις τα υπόψιν την εξέλιξη αυτή, για όταν οι συνθήκες στο μέλλον θα έχουν βελτιωθεί και το κλίμα εμπιστοσύνης μεταξύ Δύσης και Ρωσίας θα έχει αποκατασταθεί.