Στην αρχή της κρίσης της πανδημίας, κάποιοι (αφελώς όπως αποδείχθηκε) θεώρησαν ότι μια νέα εποχή πολυμέρειας, υπό την έννοια της διακρατικής συνεργασίας αλλά και της ενίσχυσης των διεθνών οργανισμών, ανοιγόταν μπροστά μας και ότι η ανθρωπότητα θα ενωνόταν μπροστά στην υγειονομική απειλή.
Μέσα σε λίγες εβδομάδες αποδείχθηκε ότι η πραγματικότητα απέχει πολύ από τα χολιγουντιανά σενάρια. Από τις κατασχέσεις υγειονομικού υλικού έως τις συνεχιζόμενες κυρώσεις ή το μπλοκάρισμα οικονομικής βοήθειας προς κράτη που βρίσκονται σε αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ, κατέστη σαφές πως όποια πολυμέρεια της διεθνούς κοινότητας είχε επιβιώσει από τη κρίση του 2007-2008 και από τις ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις που ακολούθησαν θα κινδύνευε σοβαρά με εκτροχιασμό.
Ο Ντόναλντ Τραμπ ήταν εξ ορισμού ο καταλληλότερος για μια τέτοια συγκυρία: εξελέγη με πρόγραμμα την επαναφορά της διακρατικής και κατά προτίμηση της διμερούς διαπραγμάτευσης με τις ΗΠΑ, ως το ισχυρότερο προφανώς μέρος, θεωρώντας ότι οργανισμοί όπως το ΝΑΤΟ είναι ψυχροπολεμικοί δεινόσαυροι και ότι άλλοι, όπως ο ΟΗΕ και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, οφείλουν να λαμβάνουν σοβαρότερα υπόψη τα συμφέροντα της Ουάσιγκτον και στην πραγματικότητα να υποτάσσονται σε αυτά.
Ο ένοικος του Λευκού Οίκου προφανώς δεν γνωρίζει σε βάθος τη διεθνή σκηνή, καταλαβαίνει ωστόσο ορθώς (αν και με έναν απλουστευτικό τρόπο) ότι η εξουσία των ΗΠΑ πάνω σε έναν τόσο “μεγάλο” και αλληλένδετο κόσμο δεν μπορεί παρά να φθίνει. Ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπιστεί μια τέτοια συνθήκη είναι ή ο κόσμος να “μικρύνει”, βγάζοντας από την εξίσωση μείζονες δυνάμεις, ή οι ΗΠΑ να περιορίσουν το “άνοιγμά” τους σε μια τόσο σύνθετη παγκοσμιότητα ή και ένας συνδυασμός. Επιπλέον, ο νυν πρόεδρος συνειδητοποίησε ότι τόσο η προϋπάρχουσα δομή του κράτους του, όσο και η προαναφερθείσα διεθνής κατάσταση υπονομεύουν και τη δική του εξουσία.
Τα βασανιστικά αυτά ερωτήματα έμοιαζαν να μπορούν να παγώσουν ενόψει προεδρικών εκλογών: η συμφωνία με την Κίνα ήταν ευπώλητη, μεγάλες πολεμικές περιπέτειες δεν φαινόταν στον ορίζοντα χάρη και στην ψυχραιμία του Ιράν, ενώ οι Δημοκρατικοί φαινόταν ότι θα του έκαναν ένα μεγάλο δώρο με την υποψηφιότητα Μπάιντεν.
Και τότε ήρθε ο κορονοϊός. Ο κορονοϊός διαλύει την αμερικανική οικονομία και εκθέτει τις διαχειριστικές αδυναμίες του Λευκού Οίκου: είναι χαρακτηριστικό ότι ήδη το πρώτο πακέτο των 2,5 τρις δολαρίων φαίνεται να ξεμένει από χρήματα για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Είτε γιατί ο ίδιος ο Τραμπ υποτίμησε την κατάσταση, είτε γιατί τον παρέσυρε ο απίθανος συρφετός συμβούλων του, φάνηκε να αποτυγχάνει και να μένει πίσω σε σχέση με άλλους αξιωματούχους. Ακόμα χειρότερα, αναγκάστηκε να αποδεχτεί ότι μια ομάδα γιατρών ρυθμίζει το τι θα γίνει με την οικονομία, δηλαδή με το ισχυρό του χαρτί.
Ένας πρόεδρος λοιπόν με τις συγκεκριμένες προσωπικές ιδιαιτερότητες και ανεπάρκειες, που εκπροσωπεί ένα ρεύμα απόρριψης της πολυμέρειας στις διεθνείς σχέσεις φαίνεται να βρίσκεται εκτεθειμένος μέσα σε μια πρωτοφανή δίνη. Τι πρέπει να κάνει; Να βρει έναν αντίπαλο.
Η Κίνα προσφέρεται για αυτόν το ρόλο. Όχι μόνο γιατί απειλεί την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ εν γένει, αλλά επιπλέον επειδή όντως υπάρχουν σκιές ως προς την εγκυρότητα των στοιχείων που ανακοινώνει γύρω από την πορεία της πανδημίας στο εσωτερικό της. Φυσικά, εν μέσω αυτής της οικονομικής κρίσης θα είναι αυτοκτονικό για τον πρόεδρο Τραμπ να συγκρουστεί ευθέως με την Κίνα. Επομένως από τη μια οι κατηγορίες κατά της Κίνας διατυπώνονται προς μελλοντική χρήση και από την άλλη τα πυρά εκτοξεύονται σε πρώτη φάση εναντίον ενός ανίσχυρου αλλά φέροντα πολλαπλούς συμβολισμούς οργανισμού.
Η διακοπή της χρηματοδότησης προς τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας επομένως έρχεται (διακηρυγμένα άλλωστε) ως πλήγμα προς μια διεθνή γραφειοκρατία που κατά τον Τραμπ απέτυχε να ελέγξει την κατάσταση και ταυτόχρονα ως μήνυμα προς την Κίνα ότι μπορεί να αποτελέσει αποδιοπομπαίο τράγο, αν τα πράγματα γίνουν χειρότερα για τον Αμερικανό πρόεδρο εσωτερικά. Παραλλήλως, ο Λευκός Οίκος κλείνει το μάτι σε ένα εκλογικό ακροατήριο που δεν καταλαβαίνει γιατί οι ΗΠΑ πρέπει να χρηματοδοτούν δράσεις σε μέρη του κόσμου των οποίων την ύπαρξη πολλοί Αμερικανοί πολίτες αγνοούν, τη στιγμή που οι ίδιοι οι ψηφοφόροι στερεύουν από χρήματα.
Η μια επίπτωση αυτής της πολιτικής είναι πως προφανώς οι δράσεις εναντίον της πανδημίας θα πληγούν. Αυτό θα κοστίσει σε ανθρώπινες ζωές, κυρίως στις ασθενέστερες οικονομίες, οξύνοντας κατά ένα μέρος τις ήδη χαοτικές ανισότητες διεθνώς. Η άλλη είναι ότι οι ΗΠΑ επιταχύνουν την αποσυναρμολόγηση της όποιας αρχιτεκτονικής διεθνούς συνεννόησης έχει απομείνει. Το τέλος αυτού του δρόμου είναι οι εμπορικοί και όχι μόνο πόλεμοι. Τα μαχαίρια βρίσκονται πάνω στο τραπέζι και μένει να δούμε πώς και πότε θα χρησιμοποιηθούν.