ΑΘΗΝΑ
12:05
|
22.11.2024
Επιστήμονες σε ολόκληρο τον κόσμο προσπαθούν να βρουν την απάντηση στο πιο αγωνιώδες ερώτημα της επόμενης μέρας.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Για πρώτη φορά μετά από έναν πολύ σκληρό μήνα κάποιες αισιόδοξες ειδήσεις κάνουν δειλά – δειλά την εμφάνισή τους στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, στα sites και στα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων. Τα πρώτα εμβόλια δοκιμάζονται σε ανθρώπους. Μία – μία οι χώρες της Ευρώπης χαλαρώνουν τo lockdown. Η συζήτηση των ημερών είναι η συζήτηση για την επόμενη μέρα. 

Μεγάλο μερίδιο της συζήτησης έχουν κερδίσει τα περίφημα τεστ αντισωμάτων. Ποντάρουμε σ’ αυτά γιατί ελπίζουμε ότι θα μας βοηθήσουν -γρήγορα και σε μαζικούς αριθμούς- να εντοπίσουμε ποιοι έχουν προσβληθεί και θεραπευθεί από τον κορονοϊό, οπότε έχουν αναπτύξει ανοσία, άρα μπορούν να επιστρέψουν στις δουλειές τους και στην κανονική τους ζωή. 

Το σχέδιο ακούγεται λογικό (και παρήγορο), αλλά για να τεθεί σε εφαρμογή επιτυχώς, πρέπει να ικανοποιηθούν αρκετές προϋποθέσεις. Η πρώτη, φυσικά, είναι να βρεθεί ένα αξιόπιστο τεστ αντισωμάτων.  

Πόσο αξιόπιστα είναι, λοιπόν, τα τεστ αντισωμάτων;

Τα αντισώματα είναι πρωτεΐνες που παράγονται από το ανοσοποιητικό μας σύστημα με σκοπό των αντιμετώπιση ιών, βακτηρίων και άλλων παθογενειών. Όταν το καταφέρουν, παραμένουν προληπτικά σε μεγάλους αριθμούς στο αίμα μας, προκειμένου να επέμβουν άμεσα σε περίπτωση που ο ιός επιστρέψει. Αν όντως συμβεί κάτι τέτοιο, η αντίδρασή τους είναι τόσο γρήγορη που η δεύτερη μόλυνση δεν προλαβαίνει να εκδηλωθεί. Πρακτικά, λοιπόν, όσοι έχουν ήδη νοσήσει έχουν αποκτήσει μια ασπίδα προστασίας που τους προφυλάσσει από μια δεύτερη μόλυνση. 

Δυστυχώς, όμως, στην περίπτωση του Covid-19 τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας έχει προειδοποιήσει ότι ο νέος κορονοϊός μπορεί να αποδειχθεί πολύ απρόβλεπτος. Είναι η πρώτη φορά, άλλωστε, που ο συγκεκριμένος ιός προσβάλλει ανθρώπους, οπότε δεν υπάρχουν βεβαιότητες ή ιστορικά προηγούμενα στην επιστημονική έρευνα. 

“Κάθε μέρα συλλέγουμε στοιχεία και μαθαίνουμε περισσότερα για τη συμπεριφορά του ιού και της νόσου που προκαλεί”, εξηγεί η Κατρίνα Πόλοκ (Katrina Pollock), κλινική ερευνήτρια εμβολιολογίας στο Κέντρο Ερευνών του Imperial College, στο Λονδίνο. 

“Οι πρώτες ερωτήσεις που καλούμαστε να απαντήσουμε είναι το ποιοι και γιατί μολύνονται από τον συγκεκριμένο ιό”, υπογραμμίζει η Πόλοκ. “Όταν ένας οργανισμός εκτίθεται για πρώτη φορά σε κάποιον ιό, το ανοσοποιητικό του σύστημα ενεργοποιείται γρήγορα, αλλά οι αντιδράσεις του δεν είναι στοχευμένες. Επιστρατεύει ό,τι διαθέτει προκειμένου να περιορίσει άμεσα τη μόλυνση. Το αποτέλεσμα αυτής της πρώτης αντίδρασης εξαρτάται από το πόσο ισχυρή ήταν δόση του ιού προσέβαλε τον οργανισμό, από το γονιδιακό background και από τη δυναμική του ανοσοποιητικού συστήματος του οργανισμού. Όλα αυτά επηρεάζονται από τη συνολική κατάσταση της υγείας ενός ανθρώπου, αλλά και από την ηλικία του”. 

Σε γενικές γραμμές, όταν ‘κολλάμε’ έναν ιό του αναπνευστικού εμφανίζουμε συμπτώματα γρίπης. Ανεβάζουμε πυρετό, αισθανόμαστε σωματικούς πόνους και κόπωση, παράγουμε βλέννα. Όλα αυτά είναι στρατηγικές που αναπτύσσει το σώμα μας προκειμένου να περιορίσει τη μόλυνση. Αυτό που επιδιώκει το ανοσοποιητικό μας σύστημα είναι να δημιουργήσει ένα εχθρικό περιβάλλον που θα δυσκολέψει την αναπαραγωγή των κυττάρων του ιού. 

“Ταυτόχρονα, το ανοσοποιητικό μας συλλέγει στοιχεία και επαναπρογραμματίζεται έτσι ώστε μετά την αρχική αντίδραση να μπορέσει να αναπτύξει πιο συγκεκριμένες στρατηγικές προσαρμοσμένες στον ιό”, αναλύει η Πόλοκ. Αυτή η δεύτερη αντίδραση στοχεύει στην ολική εξουδετέρωση της μόλυνσης. “Και συνήθως πετυχαίνει τον στόχο της”. 

Η θεωρία, λοιπόν, είναι με το μέρος μας. Μπορούμε να αισιοδοξούμε ότι όσοι έχουν ήδη προσβληθεί από τον SARS-CoV-2 θα αναπτύξουν αντισώματα που στο εξής θα τους καθιστούν απρόσβλητους. Αυτό, όμως, είναι κάτι που πρέπει να επαληθευτεί και στην πράξη. 

Ένα πρόσφατο πείραμα σε πιθήκους κατέληξε στο συμπέρασμα ότι από τη στιγμή που προσβάλλονται άπαξ από τον ιό, δεν μπορούν να τον ξανακολλήσουν. Οι συμπαθείς μακάκες, όμως, που χρησιμοποιήθηκαν ως πειραματόζωα, εκτέθηκαν σε συγκεκριμένη δοσολογία του ιού. Οι ερευνητές είχαν προκαθορίσει την ένταση της μόλυνσης. Εκτός εργαστηρίου, η δοσολογία ποικίλλει. Κάποιος μπορεί να κολλήσει τον ιό εισπνέοντας αιωρούμενα σταγονίδια. Κάποιος άλλος μπορεί να αγγίξει μια μολυσμένη επιφάνεια και αμέσως μετά να τρίψει τα μάτια του. Η μόλυνση είναι ισχυρότερη όταν ο ιός μεταφέρεται απευθείας από άνθρωπο σε άνθρωπο και λιγότερο ισχυρή όταν μεταφέρεται μέσω σταγονιδίων που έχουν παραμείνει για ώρα ή για ώρες στην ατμόσφαιρα ή σε κάποια σκληρή επιφάνεια.  

Αν κάποιος, λοιπόν, εκτέθηκε αρχικά σε μια μικρή δόση του ιού, αυτήν τη στιγμή δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε πώς θα αντιδράσει αν εκτεθεί σε μια δεύτερη, μεγαλύτερη δόση. 

“Δεν ξέρουμε γιατί κάποιοι εμφανίζουν πιο ήπιες μολύνσεις”, παραδέχεται ο Αϊκίκο Ιβαζάκι (Aikiko Iwasaki), καθηγητής ανοσοβιολογίας στο πανεπιστήμιο του Γέιλ. “Είναι πιθανό ή ένταση των συμπτωμάτων να σχετίζεται με τον βαθμό της έκθεσης στον ιό. Τα πειράματα που έχουμε κάνει στο παρελθόν για τον ιό της γρίπης σε ποντίκια, έχουν δείξει ότι όταν, πχ, εισαγάγουμε στον οργανισμό τους 10 σωματίδια του ιού, τα τρωκτικά παραμένουν ασυμπτωματικά και δεν αναπτύσσουν ανοσία. Αντιστοίχως, ένα εκατομμύριο σωματίδια προκαλούν την παραγωγή αντισωμάτων. Η ανάπτυξη ανοσίας, λοιπόν, σχετίζεται με τη δόση”. 

Η πρώτη σχετική έρευνα, ανάμεσα σε ασθενείς που είχαν νοσήσει και ιαθεί από τον Covid-19, έγινε στην Κίνα κι έδειξε ότι ο ένας στους τρεις είχαν ελάχιστα ή και καθόλου αντισώματα στο αίμα τους. Εξουδετέρωσαν τον ιό με την αρχική αντίδραση του ανοσοποιητικού τους, χωρίς να χρειαστεί η παραγωγή αντισωμάτων. Οι περισσότεροι από αυτούς που εμφάνισαν χαμηλά επίπεδα αντισωμάτων ήταν νέοι σε ηλικία. 

Τα αντισώματα δεν είναι η μόνη απάντηση”, εξηγεί ο Ιβαζάκι. “Δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα γιατί αυτοί οι άνθρωποι ανάρρωσαν, αλλά υποψιάζομαι ότι τα σώματά τους είχαν πολύ καλή πρώτη αντίδραση”.

Σε κάθε περίπτωση, το δείγμα της συγκεκριμένης έρευνας ήταν μικρό. Οι παρατηρήσεις των ερευνητών είναι χρήσιμες, αλλά δεν είναι σίγουρο ότι θα υπάρξουν παρόμοιες αναλογίες σε μεγαλύτερη πληθυσμιακή κλίμακα. 

Η πλασματική εικόνα για τις μεταγγίσεις πλάσματος

Αν, πάντως, ισχύει ότι κάποιοι ασθενείς μπορούν να αναρρώσουν από τον Covid-19 χωρίς να αναπτύξουν αντισώματα, αυτομάτως τίθεται εν αμφιβόλω η αποτελεσματικότητα της θεραπείας μέσω μετάγγισης αίματος που ήδη εφαρμόζεται σε αρκετές χώρες. 

Η πρακτική της μετάγγισης ορού αίματος που περιέχει αντισώματα εφαρμόζεται εδώ και πάρα πολλά χρόνια για τη θεραπεία λοιμώξεων. Για την ακρίβεια, το πρώτο Νόμπελ ιατρικής απονεμήθηκε το 1901 στον Γερμανό Εμίλ Άντολφ φον Μπέρινγκ για την ανάπτυξη ενός αντίστοιχου ορού για τη θεραπεία της διφθερίτιδας. Η συγκεκριμένη μέθοδος, βέβαια, έχει ένα σημαντικό μειονέκτημα: αποτελεί ίσως μια βραχυπρόθεσμη λύση, αλλά -αντίθετα με τα εμβόλια- δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ευρεία κλίμακα, να θωρακίσει πχ ολόκληρο τον πληθυσμό μιας χώρας. Αυτό, γιατί ένας ασθενής μπορεί να δωρίσει 200-500 ml πλάσματος κάθε φορά και, όπως συμβαίνει και με τη συμβατική αιμοδοσία, ο οργανισμός χρειάζεται ένα διάστημα αποκατάστασης πριν την επόμενη αιμοληψία. 

“Ακόμα και τα 200 – 500 ml είναι πολύ μεγάλη ποσότητα πλάσματος, όταν προέρχεται από έναν και μόνο δότη και φτάνει για την παρασκευή ορού για δύο το πολύ ακόμα ασθενείς”, εξηγεί ο Ιβαζάκι. Επιπλέον, τα αντισώματα του ορού ελαττώνονται με την πάροδο του χρόνου, ενώ αν ισχύει ότι μόλις το 70% των νοσούντων αναπτύσσουν αντισώματα, αυτομάτως η δεξαμενή των πιθανών δοτών πλάσματος περιορίζεται δραματικά. Είναι σίγουρα μια καλή θεραπεία για ασθενείς που νοσηλεύονται (γύρω τους υπάρχει πληθώρα δοτών), αλλά δεν μπορεί εύκολα να εφαρμοστεί σε ανθρώπους που νοσούν και δεν είναι στο νοσοκομείο, αλλά στα σπίτια τους, σε μικρές περιφερειακές κλινικές, σε οίκους ευγηρίας ή σε κάποιο άλλο ίδρυμα. 

Ένα άλλο μεγάλο ζήτημα είναι η διάρκεια της ανοσίας. Το διάστημα, δηλαδή, κατά το οποίο μπορεί κάποιος να παραμείνει απρόσβλητος από τον ιό. Τα εμβόλια της γρίπης πχ πρέπει να επαναλαμβάνονται κάθε χρόνο (ο αριθμός των αντισωμάτων ελαττώνεται στην πάροδο του χρόνου). Οι περισσότεροι από εμάς διαθέτουμε πάντα πολλά αντισώματα κατά του κοινού κρυολογήματος, γιατί έχουμε εκτεθεί επανειλημμένως στον συγκεκριμένο ιό. Αν, παρόλα αυτά, περάσει ένα εύλογο διάστημα χωρίς να ‘κρυώσουμε’, στο επόμενο κρυολόγημα τα συμπτώματα θα κάνουν δυναμικά την επανεμφάνισή τους. “Η επανέκθεση στον ιό λειτουργεί σαν υπενθύμιση για το ανοσοποιητικό μας, που σπεύδει να αναπληρώσει τα αντισώματα”. 

Δεν έχουμε λόγο να μην πιστέψουμε ότι και με τον Covid-19 θα ισχύσει κάτι αντίστοιχο – θα τον αποφεύγουμε όταν τα αντισώματα του οργανισμού μας είναι σε υψηλά επίπεδα και θα εμφανίζουμε συμπτώματα όταν -μακροπρόθεσμα- ο αριθμός τους θα έχει ελαττωθεί ή όταν το ανοσοποιητικό μας σύστημα θα είναι πιο ευάλωτο. 

Τίποτα απ’ όλα αυτά όμως δεν μπορεί να ειπωθεί μετά βεβαιότητος αυτή τη στιγμή. Κι αυτό είναι κάτι στο οποίο συμφωνούν, τόσο ο Ιβαζάκι όσο και η Πόλοκ. Τα συμπεράσματα που συναγάγουμε από τις μελέτες άλλων κορονοϊών είναι χρήσιμα, αλλά μέχρι ενός σημείου. Ακόμα, άλλωστε, δεν έχουμε στα χέρια μας αποτελεσματικά εμβόλια για τον Mers ή τον Sars. 

Οριστικές απαντήσεις δεν υπάρχουν (ακόμα)

Το ερώτημα της επόμενης μέρας είναι το πότε ένας ανανήψας ασθενής μπορεί να επιστρέψει στην κοινωνική του ζωή και στη δουλειά του. Ούτε αυτό είναι εύκολο να απαντηθεί. Όπως εξηγεί η Πόλοκ: “Τα τεστ PCR που θεωρούνται τα πιο αξιόπιστα (βασίζονται στον εντοπισμό του γενετικού υλικού του ιού και δεν μπορούν να γίνουν εκτός εργαστηρίου), δεν μας επιτρέπουν να διαγνώσουμε αν τα κύτταρα του ιού που εντοπίζονται στο δείγμα είναι ενεργά ή νεκρά”. Τα νεκρά κύτταρα θα αποβληθούν σύντομα από τον οργανισμό, αλλά μέχρι τότε, τα τεστ θα τον βγάζουν θετικό. 

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας έχει επανειλημμένα εκφράσει αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητα των τεστ αντισωμάτων. “Είναι προβληματικά”, συμφωνεί ο Ιβαζάκι, γιατί “δεν μπορούν να ανιχνεύσουν περιορισμένους αριθμούς αντισωμάτων, ενώ επιπλέον έχει παρατηρηθεί ότι το 30% των ασθενών δεν αναπτύσσουν καθόλου αντισώματα. Έτσι κι αλλιώς, η ύπαρξη αντισωμάτων δεν αποτελεί απόδειξη ανοσίας – είναι μία από τις αναγκαίες παραμέτρους”. 

Όλα αυτά έρχονται να επιδεινώσουν το βασικό, το θεμελιώδες πρόβλημα που αντιμετωπίζει η επιστημονική κοινότητα και περιγράφει συνοπτικά η Πόλοκ: “Δυστυχώς, η έρευνα διεξάγεται παράλληλα με την εξάπλωση της πανδημίας. Δεν έχουμε αρκετά στοιχεία στη διάθεσή μας, αλλά δεν έχουμε και χρόνο να τα συλλέξουμε και να τα αναλύσουμε διεξοδικά. Ο κόσμος ζητά απαντήσεις, αλλά εμείς δεν είμαστε σε θέση να τους τις δώσουμε άμεσα”.

Πηγή: BBC Future.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα