Πριν από μερικές μέρες, συγκεκριμένα την τελευταία του Μαρτίου, ολοκληρώθηκε η πρώτη φάση της μαζικής εγκατάστασης Αμερικανών πολιτών χωρίς σπίτι και οικογενειών σε στεγαστική επισφάλεια στον πρώτο επίσημα και κατοχυρωμένα κοινοτικό χώρο στέγασης στις Ηνωμένες Πολιτείες, στις βόρειες συνοικίες της Φιλαδέλφειας. Έπειτα από έναν πολυετή και μαχητικό αγώνα για το δικαίωμα στην αξιοπρεπή κατοικία, η 34χρονη άνεργη δημοσιογράφος και μητέρα δυο παιδιών, Τζένιφερ Μπένετς μπορούσε να χαμογελάσει ικανοποιημένη. Πολλές αν όχι όλες οι αρχικές προσδοκίες της είχαν εκπληρωθεί και πρώτα ο δήμος και κατόπιν και κυρίως η τοπική Δημόσια Υπηρεσία για τη Στέγαση (Public Housing Agency, PHA) είχαν υποχωρήσει στα αιτήματα και τις διεκδικήσεις του κινήματος που εμπνεύστηκε και καθοδήγησε η ίδια για κατοικία και στέγη για όλους τους αναξιοπαθούντες της πόλης της.
Η μουσουλμάνα στο θρήσκευμα, Μπένετς θα μπορούσε να θεωρείται μία από τις κορυφαίες γυναίκες της περασμένης και της τρέχουσας χρονιάς, αν τα φώτα της συστημικής ενημέρωσης και δημοσιότητας δεν έπεφταν κατά αποκλειστικότητα κυρίως σε περιπτώσεις όπως εκείνη της αντιπροέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, Κάμαλα Χάρις. Και αυτό, γιατί η Μπένετς πέτυχε πάρα πολλά, ίσως και τα πάντα ακριβώς εκεί που άλλα κινήματα για τη στέγαση και τη φροντίδα των φτωχών είτε απέτυχαν είτε παλινδρόμησαν, ενώ έδωσε άμεσες, πρακτικές και εφαρμόσιμες λύσεις σε έναν από τους μεγαλύτερους εφιάλτες της σύγχρονης Αμερικής, τη φθηνή, αξιοπρεπή και λειτουργική κατοικία για τους Αμερικανούς του περιθωρίου με τον πλέον ρηξικέλευθο τρόπο: τα σπίτια και τα διαμερίσματα στα οποία εγκαταστάθηκαν οι πρώτες 60 οικογένειες, θα ανήκουν στη δική τους συλλογική και κοινοτική διοίκηση και μέριμνα. Ποιος είπε ότι ο “κομμουνισμός” έχει πεθάνει στην Αμερική; Για να φθάσουμε όμως σε αυτό το νικηφόρο σημείο, χρειάστηκαν πολυετείς αγώνες, μαχητικές κινητοποιήσεις, αταλάντευτες πιέσεις προς πάσα κατεύθυνση και μια προσωπική μάχη της Μπένετς κόντρα στην PHA της Φιλαδέλφειας που έμοιαζε αρχικά με ένα χαμένο από χέρι κυνήγι ανεμόμυλων.
Η PHA αποτελεί ένα ιδιωτικοποιημένο και νεοφιλελεύθερο πια απομεινάρι της “χρυσής εποχής” του New Deal. Η ίδρυση της σε παναμερικανικό επίπεδο το 1937 υποτίθεται ότι θα έφερνε τη στεγαστική επανάσταση στη χώρα, καθώς το ομοσπονδιακό κράτος εγγυόταν και κατασκεύαζε με δημόσια κεφάλαια την προσιτή και κάτι περισσότερο από ικανοποιητική στέγαση για όλους τους Αμερικανούς των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, προκειμένου να επιλυθούν οι βαριές και καταστροφικές κληρονομιές της Μεγάλης Ύφεσης και να εκτονωθεί η κοινωνική ένταση που σιγόβραζε στις παραγκουπόλεις των άνεργων και άστεγων. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1950, αυτή η τακτική σε γενικές γραμμές απέδωσε και όντως, ακόμη και οι φτωχότεροι των φτωχών Αμερικανών μπορούσαν να διαθέτουν το δικό τους σπίτι, συνήθως με ένα πολύ ελκυστικό δάνειο, που είτε παραχωρούσε με χαμηλά επιτόκια η ίδια η ΡΗΑ είτε συνδιαμόρφωνε με τον δικαιούχο ως τριτεγγυήτρια υπηρεσία απέναντι στις τράπεζες. Μέχρι τα τέλη του 1970, στις περισσότερες πόλεις της Αμερικής και οπωσδήποτε τη Φιλαδέλφεια, τα ομοσπονδιακά γραφεία της PHA, αφού είχαν υποτίθεται ολοκληρώσει το έργο και είχαν κλείσει τον κύκλο τους, είτε ανέστειλαν τη λειτουργία τους, είτε μετατράπηκαν σε δημοτικές υπηρεσίες δεύτερης διαλογής, που διαχειρίζονταν όλο και λιγότερα χρήματα για όλο και πιο απαρχαιωμένες και υποτιμημένες δημοτικές ακίνητες περιουσίες, είτε, όπως στην περίπτωση της Φιλαδέλφειας, μεταμορφώθηκαν σε ιδιωτικές επιχειρήσεις διαχείρισης ακίνητης περιουσίας με σκοπό να προσποριστούν τα στελέχη τους όλο και μεγαλύτερα κέρδη από τα χαρτοφυλάκια που είχαν στην κατοχή τους.
Η κατάσταση αυτή οδήγησε σε αλλεπάλληλες κρίσεις στέγασης στη Φιλαδέλφεια, από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και μετά το 2011, όταν περίπου 14.000 δικαιούχοι στεγαστικής μέριμνας εξέπεσαν από το προστατευτικό καθεστώς δανειοδότησης και υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, αναζητώντας προσωρινές λύσεις στο ενοίκιο, τον δρόμο ή τις δημοτικές εγκαταστάσεις προσωρινής φιλοξενίας. Την ίδια χρονιά, ο τότε εκτελεστικός διευθυντής της PHA, Καρλ Γκριν αποφάσισε να ξεπουλήσει σχεδόν το σύνολο των ακινήτων και των κατοικιών που διέθετε η PHA προκειμένου τάχα να ορθοποδήσει η εταιρεία – και ο ίδιος να γίνει ζάπλουτος. Ένα σκάνδαλο σεξουαλικής παρενόχλησης και ορισμένες βαρύτατες κατηγορίες για υπεξαίρεση πολλών εκατομμυρίων ευρώ οδήγησαν τον Γκριν στην έξοδο από την ΡΗΑ και την είσοδο στην αίθουσα των δικαστηρίων, αλλά ο διάδοχος του, Κέλβιν Τζερεμάια, δεν άλλαξε γραμμή πλεύσης, παρά το γεγονός πως διαβεβαίωνε τους δικαιούχους στέγασης από τη ΡΗΑ πως θα πάγωνε τις εκποιήσεις.
Από το 2013, η ΡΗΑ αρνείται σταθερά να παραλάβει νέες αιτήσεις δικαιούχων φθηνής κατοικίας, ενώ ταυτόχρονα ξεκίνησε το πρόγραμμα πώλησης, ‘’εκμίσθωσης’’ και ανακαίνισης ακινήτων προκειμένου να προσελκύσει νέους και πλουσιότερους πελάτες και αγοραστές ειδικά στον σχεδιασμό της “επανοικειοποίησης” του κέντρου της Φιλαδέλφειας.
Η διπλή αυτή “καταιγίδα” έπληξε τους φτωχότερους κατοίκους της πόλης που στα χαρτιά ανήκαν σε εκείνους που όφειλε ακόμη και ως ιδιωτική επιχείρηση η ΡΗΑ να φροντίζει, να στεγάζει και να παρέχει νερό και ηλεκτρικό ρεύμα σε πολύ χαμηλές τιμές. Και κάπως έτσι, η πόλη του 1,51 εκατομμυρίου κατοίκων, η πέμπτη μεγαλύτερη από άποψη πληθυσμού στις Ηνωμένες Πολιτείες, έχει φτάσει στο σημείο να βλέπει σήμερα περίπου 400.000 κατοίκους της να ζουν είτε με την απειλή έξωσης, είτε σε ακατάλληλες κατοικίες, είτε στην επισφάλεια ενός μηδέποτε εξυπηρετούμενου τραπεζικού δανείου, καθώς το μέσο ετήσιο οικογενειακό τους εισόδημα είναι μικρότερο των 30.000 δολαρίων, με έτος αναφοράς το 2019, και το 1/3 από αυτό το εισόδημα προορίζεται για το ενοίκιο ή τη δόση του στεγαστικού δανείου. Παράλληλα, σε 8.600 υπολογίζονται οι άστεγοι και όσοι ζούσαν έως την άνοιξη του 2020, σε δημοτικούς ξενώνες στέγασης ανθρώπων χωρίς μόνιμη κατοικία.
Πάνω από 47.000 οικογένειες, κυρίως μονογονεϊκές και πολύτεκνες, είναι από το 2013 στη λίστα αναμονής για την παραχώρηση ενός διαμερίσματος τουλάχιστον 48 τ.μ. από την ΡΗΑ, ενώ ο εκτιμώμενος χρόνος για την τελική διευθέτηση του αιτήματος τους παραπέμπει στον Ιανουάριο του 2026 για όσους έχουν κάνει αίτηση έως το 2009 και τον Ιούνιο του 2031 για όσους έχουν κάνει αίτηση έως το 2013, τελευταίο έτος σχετικών καταχωρίσεων και εφόσον εν τω μεταξύ η ακίνητη περιουσία της ΡΗΑ δεν περάσει εξολοκλήρου σε τρίτα ιδιοκτησιακά και επιχειρηματικά χέρια. Ας τονιστεί ότι περίπου το 65% αυτών των αριθμών αντιστοιχεί σε Αφροαμερικανούς ή Ισπανόφωνους μετανάστες, τις αντικειμενικά πιο ευάλωτες στις κοινωνικές διακρίσεις και τη φτώχεια πληθυσμιακές ομάδες της Αμερικής. Την ίδια στιγμή, και λίγες μέρες προτού ξεσπάσει η υγειονομική κρίση της Covid-19, η ΡΗΑ μεταφέρθηκε στα καινούργια πολυτελή γραφεία της που στοίχισαν 47 εκατομμύρια δολάρια, προχώρησε στην πώληση 320 μονοκατοικιών και συγκροτημάτων διαμερισμάτων στην εξευτελιστική τιμή των 6,4 εκατομμυρίων δολαρίων, ενώ ολοκληρώθηκαν και οι νομικές προεργασίες για ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο ανακατασκευής και μετατροπής κατοικιών και υπαίθριων χώρων στάθμευσης σε εμπορικά κέντρα διαστάσεων mall, συνολικού εκτιμωμένου κόστους 352 εκατομμυρίων δολαρίων.
Η Τζένιφερ Μπένετς είναι ένα παιδί του αμερικανικού συστήματος πρόνοιας. Προερχόμενη από μια διαλυμένη από τη φτώχεια και τον αλκοολισμό οικογένεια, έζησε για επτά χρόνια ως άστεγη, άλλα τόσα κάτω από την επίβλεψη κοινωνικού λειτουργού και κρατικής κηδεμονίας, όταν και διαπίστωσε από μέσα τη ραγδαία ιδιωτικοποίηση πρώτα του συστήματος κοινωνικής μέριμνας για τους ανηλίκους και κατόπιν την καταστροφή της δημόσιας πολιτικής για στέγη όπως αυτή εκπροσωπούταν από την ΡΗΑ. Όντας αυτή και ο σύζυγος της, άνεργοι από το 2014, έκαναν διάφορες δουλειές του ποδαριού με αποκορύφωμα τη συλλογή μεταλλικών αντικειμένων από τους κάδους και τους δρόμους που τα πουλούσαν κατόπιν σε εταιρείες ανακύκλωσης ή σε χυτήρια.
Το 2016, η ΡΗΑ χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού της Μπένετς στην περιοχή του Σάρσγουντ, στα βόρεια προάστια της Φιλαδέλφειας, με διπλή αφορμή και τελικό σκοπό την έξωση της οικογένειας από το σπίτι που ο σύζυγος της Μπένετς, Τζέραλντ Γουίλιαμς-Μπέι είχε κληρονομήσει από τους γονείς του, παλιούς δικαιούχους των δημόσιων προγραμμάτων φθηνής και μαζικής στέγης. Οι γείτονες διαμαρτύρονταν επειδή η αυλή του σπιτιού είχε γίνει “σκουπιδότοπος” από τα μεταλλικά αντικείμενα που η Μπένετς πουλούσε για να ζήσει. Στην πραγματικότητα υπέφωσκε φυλετικό και θρησκευτικό μίσος πίσω από τις άναρθρες καταγγελίες τους, καθώς η οικογένεια της 34χρονης ακτιβίστριας είναι μουσουλμάνοι και μιγάδες. Παράλληλα η ΡΗΑ απαιτούσε την είσπραξη αναδρομικών τόκων και προσαυξήσεων στο προ τριακονταετίας δάνειο που υποτίθεται ότι δεν είχε εξοφληθεί “εγκαίρως” από τους γονείς του Γουίλιαμς-Μπέι.
Το εντυπωσιακό στοιχείο στην όλη υπόθεση ήταν πως τις οχλήσεις προς την οικογένεια της Μπένετς έκανε ένα ειδικό και έως εκείνη τη στιγμή κάπως άγνωστο αστυνομικό σώμα, η ιδιωτική αστυνομία της ΡΗΑ που είναι ένα μοναδικό φαινόμενο σε όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες. Σε καμία άλλη πολιτεία ή πόλη δεν υπάρχει ιδιωτικό αστυνομικό σώμα που να επιβάλει τον “νόμο” μιας ιδιωτικής πια εταιρείας διαχείρισης ακινήτων και real estate στους ενοίκους των σπιτιών και δικαιούχους των υπηρεσιών της. Η Μπένετς δεν υπέκυψε στις πιέσεις της ΡΗΑ, δεν άφησε το σπίτι της στις προθεσμίες που είχαν τεθεί και κάπως έτσι ξεκίνησε ο προσωπικός της αγώνας για αξιοπρεπή διαβίωση και στέγη που σύντομα εξελίχθηκε σε πάλη όλων των αναξιοπαθούντων Αμερικανών της Φιλαδέλφειας που δεν έχουν ή απειλούνται να μην έχουν μόνιμη κατοικία και ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι τους.
Η Μπένετς έτρεξε και έτρεξε πολύ. Άρχισε να παρενοχλεί με πλακάτ, πανό και μόνιμη παρουσία στις δημόσιες συνεδριάσεις των συμβουλίων όλα τα στελέχη του δήμου και της ΡΗΑ που σχετίζονταν με τη δημόσια πολιτική στέγασης απαιτώντας απαντήσεις και ενέργειες όχι μόνο για την ιδιωτική αστυνομία και το πλαίσιο λειτουργίας και αρμοδιοτήτων της, τις απειλές και την τρομοκρατία της, αλλά για το σύνολο της ακίνητης περιουσίας που διέθεταν τα δύο νομικά πρόσωπα στα χαρτοφυλάκια τους, επιδιώκοντας αν όχι την παραμονή της στο σπίτι της, τη μετεγκατάσταση της σε άλλη κατοικία της ΡΗΑ. Έπαιρνε το ποδήλατο της και κατέγραφε σχεδόν κάθε μέρα όλες τις άδειες, αλλά λειτουργικές κατοικίες και τα εγκαταλειμμένα στην τύχη τους διαμερίσματα σε όλη τη Φιλαδέλφεια, κυρίως στα υποβαθμισμένα βόρεια προάστια όπου έμενε και η ίδια, προκειμένου να αντικρούσει τα ψέματα δήμου και ΡΗΑ πως δεν υπήρχαν αρκετά σπίτια, διαθέσιμα για όλους. Μόνο σε ένα απόγευμα, το 2017, κατέγραψε 64 άδεια αλλά απολύτως λειτουργικά, με νερό και ηλεκτρικό ρεύμα και ενίοτε και έπιπλα, σπίτια, όλα “ξεχασμένες” ιδιοκτησίες της ΡΗΑ στις βόρειες εργατικές συνοικίες της Φιλαδέλφειας.
Η Μπένετς διάβασε και διάβασε πολύ. Για το νομικό καθεστώς της ΡΗΑ ανά τις δεκαετίες, τους τίτλους ιδιοκτησίας της στα υποθηκοφυλακεία, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των ενοίκων δικαιούχων κατοικίας από τη ΡΗΑ, τις ανάλογες προσπάθειες για στέγαση που είχαν αναλάβει, για παράδειγμα, οι Moms 4 Housing στο Όκλαντ. Ακολουθώντας το παράδειγμα τους, ίδρυσε τον Νοέμβριο του 2019, την οργάνωση OccupyRHA, ευθεία αναφορά στο παλιό κίνημα OccupyWallStreet του 2011. Η συστηματική αυτή μελέτη και έρευνα τής έδωσε τη δυνατότητα να μπορεί να ξεχωρίσει τις λεπτές ισορροπίες και τις μεγάλες διαφορές πολιτικής ισχύος και πίεσης μέσα στους διαδρόμους εξουσίας της πόλης της, γνώση πολύτιμη όπως θα αποδειχθεί στη συνέχεια. Τέλος, και επειδή οι ατέρμονες συζητήσεις σε δικαστικές αίθουσες και οι αλλεπάλληλες αναβολές στην ημερήσια διάταξη του νομικού συμβουλίου συμπαράστασης της Φιλαδέλφειας, που δήθεν θα έλυνε το πρόβλημα διαμεσολαβητικά, δεν έδειχναν να οδηγούν πουθενά, ο προσωπικός αγώνας της Μπένετς συντονίστηκε ουσιωδώς με την τραγωδία των Αμερικανών άστεγων της Φιλαδέλφειας την περασμένη άνοιξη, όταν η Covid-19 θέρισε τους δημοτικούς κοιτώνες της πόλης αφήνοντας πίσω της, 87 νεκρούς μέσα σε λίγες μέρες.
Στις 2 Μαΐου 2020, περίπου 200 άστεγοι, κυρίως Αφροαμερικανοί, της Φιλαδέλφειας οδηγημένοι από την Μπένετς εισέβαλαν στα πολυτελή νέα γραφεία της ΡΗΑ και κατέλαβαν διαδοχικά την κεντρική διεύθυνση διαχείρισης ακινήτων και το αστυνομικό τμήμα της υπηρεσίας, απαιτώντας την αποσυμφόρηση των ξενώνων και την άμεση μεταφορά των άστεγων από τους δημοτικούς χώρους φιλοξενίας όπου ο κορονοϊός είχε εξαπλωθεί ανεξέλεγκτα και τη στέγαση τους σε άδεια σπίτια και διαμερίσματα της ΡΗΑ. Την επόμενη μέρα, τρεις καταυλισμοί αστέγων και επισφαλώς δικαιούχων κατοικίας της ΡΗΑ ξεκίνησαν να φτιάχνονται σε κεντρικά σημεία της πόλης, όπως το μεγαλύτερο υπαίθριο πάρκινγκ στη λεωφόρο Μπέντζαμιν Φράνκλιν, μία διόλου τυχαία επιλογή όπως θα δούμε στη συνέχεια, και το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, ενώ οι εισβολείς στο κτήριο της ΡΗΑ, αφού έλυσαν την ολιγόωρη κατάληψη, έστησαν σκηνές και μικροφωνικές εγκαταστάσεις διαμαρτυρίας ακριβώς έξω από τα κεντρικά γραφεία της υπηρεσίας. Συνολικά, και στην κορύφωση της διαμαρτυρίας τον Σεπτέμβριο, πάνω από 5.600 διαμαρτυρόμενοι κατασκηνωτές παρέμεναν στους τρεις καταυλισμούς απαιτώντας την άμεση διάθεση διαμερισμάτων και μονοκατοικιών για τους άστεγους και τους επισφαλώς διαμένοντες της Φιλαδέλφειας και της ΡΗΑ.
Ταυτόχρονα, η Μπένετς μετέφερε πολλές οικογένειες διαμενόντων από τους δημοτικούς ξενώνες, τις εστίες θανάτου και διασποράς της Covid-19, στα 64 άδεια σπίτια της γειτονιάς της, τα οποία από το 2017 παρέμεναν στην ίδια κατάσταση γενικής εγκατάλειψης και υποτυπώδους λειτουργικότητας, όπως ακριβώς τα είχε εντοπίσει, μεγιστοποιώντας έτσι την πίεση και το κύμα καταλήψεων στέγης που οδήγησε αργότερα στην τελική συμφωνία με την ΡΗΑ.
Το κερασάκι όμως στην τούρτα των μεθόδων πάλης και αγωνιστικότητας ήρθε όταν η Μπένετς επέμεινε και σχεδίασε την κατάληψη στο υπαίθριο πάρκινγκ της λεωφόρου Φράνκλιν που φαινομενικά δεν είχε ιδιαίτερη στρατηγική σημασία για το κίνημα κατάληψης στέγης. Όμως ο υπαίθριος αυτός χώρος είχε τεράστια σημασία για τη ΡΗΑ. Οποιαδήποτε παρακώλυση σε αυτόν τον χώρο θα τίναζε στον αέρα το χρονοδιάγραμμα της ΡΗΑ που σχετιζόταν με μία από τις πιο διαφημισμένες επενδύσεις real estate στη Φιλαδέλφεια καθώς στο πάρκινγκ επρόκειτο να ανεγερθεί ένα από τα μεγαλύτερα νέα εμπορικά κέντρα τύπου mall με αρχικό εκτιμώμενο κόστος περίπου στα 52 εκατομμύρια δολάρια. Ως ανελαστική ημερομηνία έναρξης των πρώτων εργασιών είχε οριστεί η 6η Οκτωβρίου 2020 και οποιαδήποτε καθυστέρηση θα σήμαινε την έκπτωση υπεργολαβιών και την ενεργοποίηση ποινικών ρητρών ύψους 40 εκατομμυρίων δολαρίων σε βάρος της ΡΗΑ. Με την κατάληψη στον χώρο από τους άστεγους και την Μπένετς απολύτως ανυποχώρητη στις εκκλήσεις να εγκαταλειφθεί το πάρκινγκ ακόμη και με την απειλή επέμβασης της ιδιωτικής αστυνομίας, η ΡΗΑ και ο επικεφαλής της, Κέλβιν Τζερεμάια βρέθηκαν σε πλήρες αδιέξοδο – αν η κατάληψη δεν έληγε, τα συμβόλαια θα κατέπιπταν και η ΡΗΑ θα αναγκαζόταν να αποζημιώσει αδρά τους εργολάβους της.
Στις 24 Σεπτεμβρίου, ο Τζερεμάια κάλεσε την Μπένετς στο προσωπικό της τηλέφωνο και πρότεινε αρχικά τη δωρεάν παραχώρηση εννιά κατοικιών στους άστεγους καταληψίες εφόσον αυτοί τερμάτιζαν τις κινητοποιήσεις τους μέσα στις επόμενες δύο μέρες και η 34χρονη άνεργη δημοσιογράφος έπαυε κάθε ενέργεια του κινήματος εναντίον της ανέγερσης mall εμπορικού κέντρου στο πάρκινγκ Φράνκλιν. Η προσφορά σύντομα ανέβηκε στα 50 διαμερίσματα και μονοκατοικίες και εν συνεχεία στα 79 συμπλέγματα κατοικιών στα οποία συμπεριλαμβάνονται τρία συγκροτήματα διαμερισμάτων και ένα ολόκληρο χωριό στα βόρεια προάστια που ανήκαν στο χαρτοφυλάκιο της ΡΗΑ και θα προσδιορίζονταν ως δωρεά της εταιρείας προς το κοινοτικό ταμείο και τον συνεταιρισμό της OccupyPHA. Η Μπένετς δέχτηκε την τελική προσφορά, οι καταλήψεις διαλύθηκαν μια εβδομάδα αργότερα και η μετεγκατάσταση των πρώτων 60 οικογενειών, μετά την ολοκλήρωση των εργασιών ανακαίνισης, επανασύνδεσης δικτύου νερού, ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού αερίου πήρε σάρκα και οστά πριν από μερικές εβδομάδες.
Η πρωτοτυπία της τελικής έκβασης έγκειται στο γεγονός ότι τα παραχωρημένα κτήρια, ο οικισμός, τα συγκροτήματα κατοικιών δεν ανήκουν πλέον ιδιοκτησιακά στην ΡΗΑ ή τον δήμο της Φιλαδέλφειας, αλλά στους ίδιους τους ενοίκους και τον συνεταιρισμό τους, περίπου 2.800 οργανωμένα άτομα, που αναλαμβάνει και όλες τις λειτουργικές ανάγκες, κάτι που ελάχιστα ενόχλησε τους καταληψίες στέγης ανέργους, καθώς οι περισσότεροι ήταν την περασμένη δεκαετία εργαζόμενοι στον κατασκευαστικό κλάδο, οικοδόμοι, υδραυλικοί, βαφείς, μέχρι τη στιγμή της επαγγελματικής τους εκπαραθύρωσης από το σύστημα. Το επιπλέον αγωνιστικό κέρδος είναι η προσωπική επιμονή της Μπένετς να αξιοποιήσει το κίνημα στο έπακρον τις αντιφάσεις του αμερικανικού καπιταλισμού και κυρίως να χτυπήσει και να απειλήσει ακριβώς τα οικονομικά μεγέθη της ΡΗΑ: αν η κατάληψη στο πάρκινγκ της λεωφόρου Φράνκλιν δεν γινόταν ή φυλλορροούσε μπροστά στην απειλή αστυνομικής βίας και επέμβασης, είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν η Μπένετς και οι καταληψίες θα είχαν πετύχει τους αντικειμενικούς τους στόχους, μια στέγη για όλους, στα δικά τους χέρια. Η επιμονή και η υπομονή, το ευφυές σχέδιο και η αγωνιστική διαθεσιμότητα έφεραν καρπούς και το παράδειγμα που εισηγήθηκε η Μπένετς προετοιμάζει την αναζωογόνηση του κινήματος για τη στέγαση και την αξιοπρεπή κατοικία και διαβίωση στις Ηνωμένες Πολιτείες.