“Ελληνικό σκληροπυρηνικό hip hop; Βρώμικη δουλειά, μα κάποιος πρέπει να την κάνει”.
Αυτόν τον αμερικανόφερτο, ίσως και κάπως κιτς, αφορισμό διάλεξαν το 1999 οι Terror X Crew ως γενικό μόττο για τον τρίτο τους δίσκο, που θα γινόταν πολύ γρήγορα χρυσός, ξεπερνώντας τις 20.000 κόπιες, και θέτοντας πολύ ψηλά τον πήχη σε όλα τα επίπεδα για ό,τι έμελλε να ακολουθήσει στην εγχώρια ραπ σκηνή. Επρόκειτο, ωστόσο, για μια από εκείνες τις περιπτώσεις όπου η αλήθεια της δήλωσης υπερβαίνει τα προβλήματα ή τις αστοχίες της εκφοράς. Και αυτό γιατί ο προσδιορισμός “σκληροπυρηνικό” ερχόταν εδώ να ονομάσει μια μορφή λόγου (και μουσικής) που εναντιωνόταν στον κυρίαρχο πολιτισμό, επιλέγοντας να πει τα πράγματα ως έχουν, με επιθετικό τρόπο, και παίρνοντας την ευθύνη αυτής της στάσης. Ευθύνη όχι μικρή, καθώς δεν πρέπει να ξεχνάμε πως στην “Ισχυρή Ελλάδα” της εποχής, δύο χρόνια πριν τη θριαμβευτική είσοδο στην ευρωζώνη, τα τάγματα εφόδου των ναζιστών δρούσαν δολοφονικά ανενόχλητα, ενώ οι εκσυγχρονιστές σοσιαλιστές υπουργοί μιλούσαν χωρίς ντροπή για “συγκρούσεις ακροκινούμενων ομάδων”. Πολιτισμική και πολιτική ευθύνη λοιπόν όχι μικρή, και όχι χωρίς κινδύνους, εξού και “βρώμικη δουλειά”, δηλαδή επικίνδυνη, για αυτό ακριβώς όμως και αναγκαία.
Η γρήγορη, όσο και σαρωτική στους κόλπους της νεολαίας, επιτυχία των Terror X Crew και όλων των άλλων ελληνικών hip hop συγκροτημάτων της δεκαετίας του 1990 και του 2000 οφειλόταν, μεταξύ άλλων, και σε αυτό το μορφολογικό στοιχείο που έτυχε να ονομαστεί “σκληροπυρηνικό”. Πέρα από τις εξειδικευμένες ειδολογικές κατηγοριοποιήσεις στο εσωτερικό της ραπ μουσικής, ο προσδιορισμός αυτός έφερνε στην επιφάνεια κάτι πολύ σημαντικότερο και δυναμικότερο, πολιτισμικά και κοινωνικά. Ήταν μια συγκεκριμένη “δομή αισθήματος”, για να θυμηθούμε και τον Raymond Williams, μια μορφική σύμβαση λόγου (και μουσικής) η οποία ανταποκρινόταν σε μια συγκεκριμένη συνείδηση του παρόντος, πρακτική και βιωματική, που με τη σειρά της (συνειδητά ή ασυνείδητα) πρότεινε μια νέα, “αναδυόμενη” εκείνη τη στιγμή, πολιτιστική πρόταση για την ελληνική νεολαία.
Τα κακώς κείμενα της ελληνικής κοινωνίας θα εκτίθονταν από δω και πέρα ωμά και με ένα ρεαλισμό για δεκαετίες χαμένο από ό, τι είχε απομείνει να αποκαλείται “λαϊκό τραγούδι”. Η πολιτική διαμαρτυρία θα εκφραζόταν επιθετικά και αδιαμεσολάβητα, μέσα από κανάλια σχεδόν άγνωστα στο πολιτικό τραγούδι της μεταπολίτευσης. Τα θέματα της ζωής της γειτονιάς, των περιπετειών των φτωχοδιάβολων και των αμέτρητων προσωπικών και κοινωνικών προβλημάτων των ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων θα έμπαιναν στο προσκήνιο ξανά, με μια ένταση που θύμιζε το ρεμπέτικο του Μεσοπολέμου και το λαϊκό της δεκαετίας του 1950.
Ήταν αυτή ακριβώς η “δομή αισθήματος”, η αβίαστη ένωση του εφηβικού λυρισμού με τον κοινωνικό ρεαλισμό, η αμετακίνητη αντίσταση απέναντι στο κυρίαρχο ψέμα των μέσων ενημέρωσης, η άνευ όρων επίθεση στους γραβατωμένους κυρίαρχους της πολιτικής και κοινωνικής ελίτ που συνετέλεσε τελικά στο να κρατηθεί όρθιο, ηθικά και ψυχολογικά, ένα πολύ μεγάλο τμήμα της ελληνικής νεολαίας στα χρόνια της κρίσης που ακολούθησαν. Η υπεράσπιση της ζωής με το λόγο και η υπεράσπιση του λόγου (σου) με τη ζωή (σου) ήταν η μεγάλη κληρονομιά του ελληνικού hip hop στην ελληνική κοινωνία. Και για αυτό ακριβώς η θρασύδειλη δολοφονική μαχαιριά εκείνης της μαύρης νύχτας του Σεπτέμβρη του 2013 στο Κερατσίνι διαπέρασε σαν ηλεκτρισμός το ίδιο κιόλας βράδυ χιλιάδες, από τον Έβρο ως την Κρήτη, και σηματοδότησε την αρχή του τέλους των Ελλήνων ναζιστών.
Βέβαια, το ελληνικό hip hop δεν υπήρξε “άγιο”. Ούτε ενιαίο και συμπαγές. Όπως σε όλες τις χώρες όπου αναπτύχθηκε η συγκεκριμένη μουσική κουλτούρα, ξεκινώντας από τις ΗΠΑ, πήρε διάφορες μορφές και διάφορες ποιότητες, συναινώντας πολλές φορές στην αναπαραγωγή στερεοτύπων προερχόμενων από την κυρίαρχη κουλτούρα. Σάρκα από τη σάρκα των λαϊκών στρωμάτων, και χωρίς να προϋποθέτει σχεδόν κανένα οικονομικό κόστος για ηχητικό και μουσικό εξοπλισμό, ήταν προορισμένο ως είδος να αντικατοπτρίζει ταυτόχρονα και με αμεσότητα το ζενίθ και το ναδίρ της ταξικής συνειδητοποίησης, τα μεγάλα άλματα αλλά και τις απότομες μεταπτώσεις στη συνείδηση της νεολαίας και στη σχέση της με την κυρίαρχη ιδεολογία.
Αφορμή για τις παραπάνω σκέψεις υπήρξε ένα καινούργιο κομμάτι από ένα βετεράνο της εγχώριας hip hop σκηνής, το οποίο βρίσκεται τελευταία πολύ ψηλά στις “τάσεις” του Youtube. Το “Για ένα καλύτερο αύριο” 12ου Πίθηκου. Τραγούδι διαμαρτυρίας, δίνει τη δική του κατάθεση για τη σημερινή κατάσταση στη χώρα, την αρνείται ως τέτοια, και μέσα από την άρνηση αναζητά μια καλύτερη προοπτική.
Όχι τυχαία, το κομμάτι και το βίντεο κλιπ ξεκινούν με κάποια λόγια του Στέλιου Καζαντζίδη, τονίζοντας με ένα ρητό τρόπο τη σύνδεση που υπάρχει ανάμεσα σε δύο διαφορετικές εκφάνσεις του σύγχρονου ελληνικού λαϊκού πολιτισμού στο πεδίο της μουσικής τέχνης. Διαφορετικές ιστορικές συγκυρίες, διαφορετικές μορφικές αποτυπώσεις του λαϊκού αισθήματος. Όμως ο ρεαλισμός, η αμεσότητα της έκφρασης πέρα από έντεχνες εννοιολογικές αφαιρέσεις, και η αναζήτηση μιας άλλης ριζοσπαστικής προοπτικής για την κοινότητα παραμένουν ίδια, ως ακριβώς τα πάντοτε ειδοποιά στοιχεία της λαϊκής πολιτιστικής παραγωγής. Είναι αυτά που πάντα χρειάζονται για μια, ολοένα νέα, λαϊκή τέχνη που θα διεκδικήσει ένα καλύτερο αύριο.