Είναι από εκείνες τις φορές που για αλλού ξεκινάει μια έρευνα και αλλού καταλήγει, ενίοτε με εξωφρενικά και συνάμα τόσο αποκαλυπτικά αποτελέσματα. Πριν από δύο χρόνια, στις Κάτω Χώρες και έπειτα από σχετική κοινή αίτηση των υπουργείων Δικαιοσύνης και Εσωτερικής Ασφάλειας και Εκπαίδευσης, Πολιτισμού και Επιστημών, μια μεικτή ομάδα καθηγητών και ερευνητών από τα πανεπιστήμια του Γκρόνιγκεν, του Λέιντεν και του Στέντεν συνέστησαν μια ανεξάρτητη επιτροπή με σκοπό να διερευνηθεί αν το ολλανδικό κράτος, στο σύνολο των φορέων και οργανισμών του και κυρίως στην αστυνομία, συμμορφώνεται με τους θεσπισμένους κανόνες και σέβεται την ιδιωτικότητα των Ολλανδών και μεταναστών κατοίκων της χώρας στο διαδίκτυο.
Το πόρισμα δημοσιεύτηκε εν μέρει χθες και ήταν κόλαφος όχι για την αστυνομία ή τις υπηρεσίες του κεντρικού κράτους όπως πολλοί προϋπολόγιζαν, αλλά για τις αποκεντρωμένες διοικήσεις και τους δήμους της χώρας. Εκατομμύρια Ολλανδοί, αλλά και μετανάστες έχουν πέσει θύματα μαζικής και εκτεταμένης παρακολούθησης εν αγνοία τους. Οι δήμοι των Κάτω Χωρών έχουν συστήσει ομάδες από υπαλλήλους οι οποίοι παρακολουθούν, συλλέγουν και αρχειοθετούν παράνομα τη διαδικτυακή δραστηριότητα των δημοτών τους ή των μεταναστών που διαμένουν στην Ολλανδία ανεξάρτητα από το καθεστώς το οποίο διέπει την παραμονή τους αυτή.
Σύμφωνα με τον επικεφαλής της ανεξάρτητης επιτροπής, καθηγητή Νομικής στο Λέιντεν και εξειδικευμένο στα ψηφιακά δικαιώματα, Μπαρτ Κάστερς, τουλάχιστον 156 από τους 352 δήμους της Ολλανδίας παρακολουθούν παράνομα τους πολίτες τους στο διαδίκτυο. Σε όλες τις περιπτώσεις, το καθήκον αυτό έχει ανατεθεί σε ομάδες των δέκα-δώδεκα μόνιμων υπαλλήλων που είναι επιφορτισμένοι να ξέρουν ανά πάσα στιγμή τι συμβαίνει με τη διαδικτυακή συμπεριφορά και καθημερινότητα των δημοτών και όσων μεταναστών διαμένουν στα όρια του κάθε δήμου. Οι υπάλληλοι αυτοί έχουν συνήθως φτιάξει πολλά και διαφορετικά ψεύτικα προφίλ στο Facebook, το Twitter ή το Instagram και κάθε μέρα απασχολούνται αποκλειστικά με την παρακολούθηση, την συλλογή και την αρχειοθέτηση των δεδομένων από τους δημότες που έχουν τεθεί ‘’κατά προτεραιότητα’’ υπό παρακολούθηση και είναι οι κατά τα άλλα, ανύποπτοι διαδικτυακοί τους φίλοι και συνομιλητές.
Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι που χωρίς να το ξέρουν έχουν μπει στο κατασκοπευτικό μικροσκόπιο των δημοτικών αρχών της περιοχής τους; Ο Κάστερς αρνήθηκε να κατονομάσει εξαντλητικά τις κοινωνικές ή ηλικιακές ομάδες ‘’υψηλού κατασκοπευτικού ενδιαφέροντος’’ προκειμένου αντίστοιχα να μην τεθεί ζήτημα αποκάλυψης των δήμων που έχουν προχωρήσει σε αυτήν την παράνομη πρακτική (η επιτροπή έδωσε το πόρισμα πλήρες μόνο στα υπουργεία). Πάντως, από τις σελίδες του δημοσιευμένου επιλεκτικά πορίσματος προκύπτει ότι τα τελευταία δύο χρόνια που είναι και η περίοδος αναφοράς της έρευνας, οι δήμοι της Ολλανδίας αποφάσισαν να παρακολουθούν ‘’κατά προτεραιότητα’’ στο διαδίκτυο ‘’όσους θα μπορούσαν να είναι είτε ύποπτοι είτε ικανοί για τη διάπραξη βιαιοπραγιών και καταστροφών σε χώρους ευθύνης της δημοτικής διοίκησης’’.
Αυτή όμως η αποστολή είναι καταρχήν καθήκον της αστυνομίας η οποία μόνο για συγκεκριμένα αδικήματα, όπως για παράδειγμα είναι εκείνα της τρομοκρατίας, της απόπειρας ανθρωποκτονίας ή αυτοκτονίας, της σεξουαλικής εκμετάλλευσης και κακοποίησης ή της εμπορίας ανθρώπων, και μόνο έπειτα από αυστηρά προσδιορισμένη στον χρόνο, τον τόπο και το είδος των δεδομένων που αναμένεται να συλλεχθούν άδεια της εισαγγελίας μπορεί να παρακολουθήσει λογαριασμούς, δραστηριότητες και καθημερινή παρουσία στο διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ακόμη και τότε, οι αστυνομικοί που αναλαμβάνουν την παρακολούθηση στο διαδίκτυο, λογοδοτούν απευθείας σε έναν δικαστικό, που έχει εκπαιδευτεί σε ζητήματα ιδιωτικότητας και προστασίας δεδομένων στον ψηφιακό χώρο και είναι ο μόνος που μπορεί να εγκρίνει ή να απορρίψει αιτήματα συλλογής και αποθήκευσης προσωπικών δεδομένων. Ο εκάστοτε δήμαρχος, πώς νοσφίζεται την εξουσία της αστυνομίας ή των δικαστικών; Με ποια απίθανη παράδοξη και σαφώς παράνομη και απαράδεκτη δικαιολογία, δημοτικοί υπάλληλοι παρακολουθούν τους συμπολίτες τους;
Οι μέχρι στιγμής απαντήσεις που διαθέτουμε και έχουν προκύψει είτε από τις ανακοινώσεις του ίδιου του Κάστερς είτε από τις ‘’πίσω από τις γραμμές’’ αναγνώσεις του, το τονίζουμε εκ νέου, επιλεκτικά δημοσιευμένου πορίσματος είναι πως οι δήμαρχοι και τα δημοτικά συμβούλια που ενέκριναν μια τέτοια παρακολούθηση αναθέτοντας την, αυθαίρετα και παράνομα, σε ειδικές ομάδες υπαλλήλων, ‘’ανησυχούσαν’’ για τη δράση, τις κινητοποιήσεις, τις διαδηλώσεις ή τις διαμαρτυρίες κυρίως της ολλανδικής νεολαίας και των μεταναστών. Είναι γεγονός ότι παρά τον καλλιεργημένο μύθο της ‘’πλούσιας’’ και ‘’οικονομικά δυναμικής’’ Ολλανδίας, η καπιταλιστική κρίση και η βίαιη δημοσιονομική αναδιάρθρωση με μόνιμη εφαρμοσμένη συνταγή τις περικοπές, τη συρρίκνωση και ιδιωτικοποίηση του κοινωνικού κράτους και την εξανέμιση των μισθών και των συντάξεων, έχουν αφήσει στα πίσω βαγόνια της εκτροχιασμένης και καρκινοβατούσας ανάπτυξης πολλά κοινωνικά στρώματα ειδικά τη νέα γενιά και τους μετανάστες που έχουν φθάσει τα τελευταία πέντε-έξι χρόνια στη χώρα.
Στην Ολλανδία αυτή η οργή, αυτή η αγανάκτηση για τις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις ξεσπάει συνήθως στα ‘’ραντεβού για ξύλο’’ που δίνουν οι σύλλογοι οργανωμένων οπαδών, οι λεγόμενοι και χούλιγκανς, του Άγιαξ, της Φέγενορντ, της Μπρέντα, της Αϊντχόφεν, κατά κανόνα σε ανοιχτούς χώρους, σε πάρκα ή πλατείες και ανεξάρτητα από τη διεξαγωγή ή όχι ενός ποδοσφαιρικού αγώνα. Παράλληλα, ειδικά πέρυσι και πέρα από την πανδημία του κορονοϊού, αυξήθηκαν οι μαζικές διαμαρτυρίες μεταναστών, που έχουν κάνει ως επί το πλείστον άγονη αίτηση ασύλου, μπροστά στα κέντρα, τα ξενοδοχεία και τους ξενώνες προσωρινής κράτησης τους, καθώς για ‘’φιλοξενία’’ δεν μπορούμε να μιλάμε με ακρίβεια. Ταυτόχρονα, η Ολλανδία συγκλονίστηκε από τις διαδηλώσεις του κινήματος Black Lives Matter που κατέκλυσαν για περίπου δύο εβδομάδες τους δρόμους σχεδόν όλων των πόλεων της χώρας. Και φυσικά, τους περασμένους μήνες, η χώρα έζησε τις μαζικότερες, διαρκέστερες και βιαιότερες διαμαρτυρίες και συγκρούσεις εδώ και σαράντα χρόνια, όταν στο πλαίσιο των περιοριστικών μέτρων για την πανδημία, ανακοινώθηκε η νυχτερινή απαγόρευση κυκλοφορίας, ένα μέτρο ιστορικά και συναισθηματικά φορτισμένο για την ολλανδική κοινωνία καθώς ξύπνησαν μνήμες από τις χειρότερες μέρες της γερμανικής Κατοχής στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Οι δήμαρχοι και οι δημοτικοί υπάλληλοι μπήκαν σε διαδικασία να παρακολουθήσουν παράνομα και ‘’κατά προτεραιότητα’’ αυτούς τους ανθρώπους, αυτές τις κοινωνικές ομάδες στο διαδίκτυο; Τους ενόχλησαν οι μετανάστες που διαμαρτύρονταν για την καθυστέρηση ή την απόρριψη της αίτησης ασύλου τους; Είδαν με κακό μάτι, τις μαζικές κινητοποιήσεις του ολλανδικού Black Lives Matter ; Αποφάσισαν να υπερκεράσουν την αστυνομία και να διαπιστώσουν αν το επόμενο ‘’ραντεβού για ξύλο’’ των χούλιγκανς θα γινόταν στο πάρκο της πόλης τους; Δυσαρεστήθηκαν με τις συγκεντρώσεις εναντίον της απαγόρευσης της κυκλοφορίας και υπεξαίρεσαν διαδικτυακές εκκλήσεις και μηνύματα που αναφέρονταν στην επόμενη διαδήλωση γειτονιάς ή την επόμενη συγκέντρωση δημοτικού διαμερίσματος;
Η απάντηση που μπορεί να δοθεί αυτή τη στιγμή, με το επιλεκτικά και αποσπασματικά δημοσιευμένο πόρισμα, είναι πως, ναι, σε όλες αυτές τις περιπτώσεις υπήρξε εκτεταμένη παρακολούθηση πολιτών στο διαδίκτυο από τις δημοτικές αρχές και υπηρεσίες. Παράνομα, αυθαίρετα, εκτός πλαισίου κάθε έννομης τάξης όπως αυτή σήμερα ισχύει στην Ολλανδία. Η επιλογή των δημάρχων να παρακολουθούν πολίτες και μετανάστες στο διαδίκτυο παραβίασε το κράτος δικαίου και εγκαινίασε ένα γκροτέσκο οργουελικό περιβάλλον δυσπιστίας και καχυποψίας μεταξύ δήμων και δημοτών. Προς τούτο συνηγορεί και η άρνηση της Ένωσης Ολλανδικών Δήμων (VNG, είναι η ΚΕΔΕ των Κάτω Χωρών) να σχολιάσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο το πόρισμα των πανεπιστημιακών.