ΑΘΗΝΑ
19:03
|
26.04.2024
Για κάποιους ηγέτες, ο Covid-19 παρέχει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για την υπονόμευση των ανεξάρτητων MME.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Η πανδημία του κορονοϊού έχει εξελιχθεί σε μια παγκόσμια υγιειονομική κρίση με άγνωστο το πότε θα τελειώσει και ποιες θα είναι οι επιπτώσεις της σε οικονομικό, πολιτιστικό και κοινωνικό επίπεδο. Για μερικούς ηγέτες όμως, από τους γνώριμους αυταρχικούς υπερασπιστές της “ανελεύθερης δημοκρατίας” έως τους παλιάς κοπής δικτάτορες και μερικούς δημοκρατικά εκλεγμένους ηγέτες, η ραγδαία εξάπλωση του ιού παρέχει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για την υπονόμευση των ανεξάρτητων μέσων ενημέρωσης, σε μια προσπάθεια μεγαλύτερου ή πλήρους ελέγχου του μιντιακού πεδίου στο όνομα του περιορισμού της παραπληροφόρησης.

Ο ιός ως ευκαιρία και ως απάντηση

Στην Ουγγαρία, ο πρωθυπουργός Βίκτορ Όρμπαν κέρδισε, όπως αναμενόταν, την κοινοβουλευτική μάχη και μαζί με αυτή το δικαίωμα να κυβερνά με διατάγματα για όσο χρόνο κρίνει ο ίδιος. Ο επονομαζόμενος από τους πολιτικούς αντιπάλους της κυβέρνησης ως “νόμος της παντοδυναμίας”, που εγκρίθηκε την περασμένη Δευτέρα και προβλέπει την ματαίωση των εκλογών και των δημοψηφισμάτων και την χωρίς όριο μεταβίβαση νομοθετικών αρμοδιοτήτων στην κυβέρνηση, μεριμνά επίσης και για την φυλάκιση μέχρι και πέντε ετών για όσους “διαδίδουν ψευδείς ή διαστρεβλωμένες ειδήσεις”. Η οργάνωση ‘Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα’ (RSF) εκφράζει την ανησυχία της ότι το νέο νομοθέτημα αποτελεί ευθεία προσπάθεια φίμωσης κάθε άσκησης ελέγχου στην κυβέρνηση, καθώς η ίδια θα αποφασίζει για το τι σημαίνει ψευδής είδηση προτού παραπέμψει την υπόθεση στη δικαιοσύνη.

Οι τελευταίες εξελίξεις ωστόσο δεν αποτελούν κεραυνό εν αιθρία όσον αφορά το μιντιακό τοπίο της Ουγγαρίας. Ήδη από το 2016 είχε παρατηρηθεί το φαινόμενο της συγκέντρωσης μέσων ενημέρωσης στα χέρια ολιγαρχών συμμαχικών προς την κυβέρνηση Όρμπαν, με αποκορύφωμα την παύση λειτουργίας της ιστορικής κεντροαριστερής εφημερίδας ‘Ελευθερία του Λαού’ (Népszabadság) από την εκδοτική εταιρία Mediaworks, που αμέσως μετά αποκτήθηκε εν μέρει από τον προσωπικό φίλο και σύμμαχο του Όρμπαν και ολιγάρχη του κατασκευαστικού τομέα, Λόρινκ Μέζαρος. Αλλά και δύο χρόνια αργότερα, τον Νοέμβριο του 2018, 500 ιδιωτικά μέσα (ενημερωτικές ιστοσελίδες, τηλεοπτικοί σταθμοί, εφημερίδες) μεταφέρθηκαν, με τους πρώην ιδιοκτήτες μάλιστα να αρνούνται κάθε είδους χρηματική αποζημίωση, στην κυριότητα του Κεντροευρωπαϊκού Ιδρύματος Τύπου και Ενημέρωσης, ομίλου που είχε ιδρυθεί μόλις δύο μήνες πριν και του οποίου τρία μέλη του διοικητικού συμβουλίου ανήκουν στον στενό κύκλο του Ούγγρου πρωθυπουργού.

Τότε η κυβέρνηση είχε κάνει λόγο για την ανάγκη προστασίας και στήριξης των περιφερειακών μέσων “στρατηγικού χαρακτήρα για το δημόσιο συμφέρον”, ενώ μέλη του διοικητικού συμβουλίου αναφέρθηκαν στην ανάγκη εξισορρόπησης του μιντιακού περιβάλλοντος.

Σήμερα η ανάγκη της δημοσιογραφικής κάλυψης έδωσε την ευκαιρία σε φιλοκυβερνητικά μέσα να επιτεθούν σε ανεξάρτητες πηγές ενημέρωσης που ανέδειξαν τα κυβερνητικά λάθη στον χειρισμό της υγειονομικής κρίσης, κατηγορώντας τες για διασπορά ψευδών ειδήσεων και προετοιμάζοντας το έδαφος για την επικείμενη νομοθετική παρέμβαση.

Πέρα από τους ‘συνήθεις υπόπτους’ της ανελεύθερης δημοκρατίας και των κλασικού τύπου δικτατοριών οι ώριμες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες παρουσιάζουν επίσης καθοδική πορεία σχετικά με την ελευθερία του τύπου.

Στην Ρωσία αίσθηση έχει προκαλέσει η σύλληψη της γιατρού Αναστασίας Βασιλίγιεβα, η οποία προέβη σε αποκαλύψεις για την ανεπάρκεια του κρατικού μηχανισμού σχετικά με την αντιμετώπιση του θανάσιμου ιού. Η Διεθνής Αμνηστία ζήτησε την άμεση αποφυλάκισή της και την διεξαγωγή έρευνας για τις συνθήκες κράτησής της. Από κοντά και η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης, το ανώτατο διπλωματικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ισχυρίστηκε σε έκθεσή της πως φιλικά προς το Κρεμλίνο μέσα ενημέωσης πρωτοστάτησαν σε καμπάνιες παραπληροφόρησης που επιχειρούσαν παραλληλισμούς ανάμεσα στον νέο ιό και τους Πολέμους του Οπίου, κάνοντας πλαγίως ή ευθέως αναφορές για βιολογικό όπλο των ΗΠΑ.

Στην άλλη πλευρά της υφηλίου, ο Πρόεδρος των Φιλιππίνων Ροντρίγκο Ντουτέρτε ενέκρινε στα τέλη του προηγούμενου μήνα το νομοσχέδιο του Κογκρέσου, που του παρέχει επιπλέον εξουσίες με σκοπό την αντιμετώπιση του κορονοϊού στη χώρα. Ανάμεσα σε αυτές τις έκτακτες αρμοδιότητες γίνεται πρόβλεψη για φυλάκιση έως δύο μήνες και πρόστιμο που φτάνει μέχρι ένα εκατομμύριο φιλιππινέζικα πέσο (δηλαδή 20.000 δολαρίων ΗΠΑ) για όσους δημιουργούν ή διαδίδουν ψευδείς πληροφορίες σχετικά με τον ιό και την αντιμετώπισή του. Ο Φιλιππινέζος ηγέτης έχει δεχθεί επικρίσεις από εγχώρια, διεθνή μέσα και ανθρωπιστικές οργανώσεις για στοχοποίηση και διώξεις δημοσιογράφων που του άσκησαν κριτική κατά τη διάρκεια του αμφίβολης αποτελεσματικότητας Πολέμου κατά των Ναρκωτικών που έχει εξαπολύσει από όταν εκλέχθηκε το 2016, με διασημότερη περίπτωση εκείνη της συνιδρύτριας της ενημερωτικής ιστοσελίδας Rappler, Μαρία Ρέσα.

Ακτιβιστές υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και πολιτικοί της αντιπολίτευσης όπως η Άρλεν Μπρόζας του αριστερού φεμινιστικού κόμματος Gabriela εκφράζουν την ανησυχία τους, υπογραμμίζοντας τον κίνδυνο να επεκταθούν τα μέτρα και στα κοινωνικά δίκτυα εν τω μέσω αυστηρών επικρίσεων για τους χειρισμούς της κυβέρνησης. Παράλληλα τονίζουν πως θα είναι δύσκολο ακόμη και για τις τοπικές κυβερνήσεις να εκφράζουν την διαφωνία τους σχετικά με τις μεθόδους αντιμετώπισης του ιού, ενώ η πρόσφατη δήλωση του ίδιου του Ντουτέρτε πως “η αστυνομία και ο στρατός έχουν τη δικαιοδοσία να πυροβολήσουν όσους αγνοούν την καραντίνα” μόνο ευχάριστα νέα δεν είναι για την υπόθεση της ελευθεροτυπίας.

Στο θεοκρατικό αλλά και πολιτικά συμμετοχικό (για τα δεδομένα της Μέσης Ανατολής) Ιράν, όπου η κυβέρνηση δέχεται σφοδρότατη κριτική σχετικά με τον χειρισμό της κρίσης και τα αντικρουόμενα μηνύματα που εξέπεμψε, οι αρχές προσπαθούν να θέσουν υπό τον έλεγχό τους κάθε ανεξάρτητη ανταπόκριση σχετικά με την κατάσταση στη χώρα. Δημοσιογράφοι που αμφισβήτησαν τις κυβερνητικές ανακοινώσεις σχετικά με την εξάπλωση του ιού ή τον αριθμό των θυμάτων ανακρίθηκαν ή προφυλακίστηκαν. Στην Ραστ, μια από τις πόλεις που χτυπήθηκαν με τον χειρότερο τρόπο από τον ιό, δύο δημοσιογράφοι κλήθηκαν σε απολογία από αξιωματούχους της υπηρεσίας πληροφοριών των Φρουρών της Επανάστασης για τη δημοσίευση πληροφοριών σχετικά με την τραγική κατάσταση στην περιοχή, ενώ στην πρωτεύουσα Τεχεράνη 4 δημοσιογράφοι, ανάμεσά τους ο Μοστάφα Φαχίχι, ιδρυτής της ιστοσελίδας ‘Επιλογή’ (Entekhab) και ο ντοκιμαντερίστας Χουσέιν Ντεχμπασί κλήθηκαν σε απολογία από τον εισαγγελέα για δημόσια αμφισβήτηση επίσημων πληροφοριών σχετικά με την επιδημία. Παράλληλα ανακοινώθηκε πως όποιος δημοσιοποιήσει στατιστικά στοιχεία που αντικρούουν τα επίσημα θα συλλαμβάνεται, ενώ εκδόθηκαν εντολές λογοκρισίας για τα δελτία ειδήσεων.

Στην απελευθερωμένη από δημοκρατικούς ενδοιασμούς Αίγυπτο η δημοσιογράφος Ρούθ Μάικλσον αναγκάστηκε από τις αρχές να εγκαταλείψει από τη χώρα, όταν, μετά από αναφορά σε επιστημονική μελέτη του Πανεπιστημίου του Τορόντο και στο πλαίσιο άρθρου της για τη βρετανική εφημερίδα Guardian, έγινε γνωστό πως ο αριθμός των θυμάτων ενδέχεται να είναι πολλαπλάσιος όσων ανακοινώνονται από επίσημα χείλη. Επιπλέον, ο επικεφαλής του γραφείου των New York Times, Ντέκλαν Γουόλς, δέχθηκε επίπληξη για την αναδημοσίευση της μελέτης στο Twitter.

Την ίδια στιγμή στην γειτονική μας Τουρκία τα πράγματα δεν είναι πολύ καλύτερα. Το Ανώτατο Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης (RTÜK) επέβαλλε πρόστιμα σε 3 τηλεοπτικούς σταθμούς για το ρεπορτάζ τους στο θέμα του κορονοϊού και οκτώ δημοσιογράφοι οδηγήθηκαν σε ανάκριση ή προφυλάκιση για άρθρα τους ή αναρτήσεις τους στα κοινωνικά δίκτυα σχετικά με τον ιό και τους χειρισμούς της κυβέρνησης. Ανάμεσά τους η γνωστή ακτιβίστρια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και συγγραφέας Νουρτζάν Μπεϊζάλ. Όλα αυτά, όταν στις 25 Μαρτίου είχε προηγηθεί η ανακοίνωση του υπουργού Εσωτερικών Σουλεϊμάν Σοϊλού πως 2000 λογαριασμοί κοινωνικών δικτύων ταυτοποιήθηκαν και οδήγησαν στην προφυλάκιση 410 Τούρκων πολιτών, την πλειονότητα των οποίων συνέδεσε με τη δράση αντιπολιτευτικών ακτιβιστικών ομάδων, δίχως να δώσει περισσότερες πληροφορίες.

Πέρα όμως από τους ‘συνήθεις υπόπτους’ της ανελεύθερης δημοκρατίας και των κλασικού τύπου δικτατοριών οι ώριμες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες παρουσιάζουν επίσης καθοδική πορεία σχετικά με την ελευθερία του τύπου. Στις ΗΠΑ, ο Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ σε πρόσφατη συνέντευξη στον οικείο του τηλεοπτικό σταθμό Fox θεώρησε ήσσονος σημασίας την κατηγορία που απευθύνεται σε μια σειρά χωρών και κυρίως στην Κίνα για συνειδητή διάδοση ψευδών ειδήσεων σχετικά με την προέλευση του ιού. “Το κάνουν και το κάνουμε” είπε και πέρασε στην επίθεση, κατηγορώντας την Washington Post για καμπάνια παραπληροφόρησης, υποστηρίζοντας (δίχως να προχωρά σε περαιτέρω διευκρινήσεις) πως η γνωστή εφημερίδα διαδίδει ψεύτικες πληροφορίες.

Αλλά και ο ‘τροπικός Τραμπ’, πρόεδρος της Βραζιλίζας Ζαΐχ Μπολσονάρου επιτέθηκε στα ΜΜΕ κατηγορώντας τα ότι προκαλούν υστερία για “μια μικρή γρίπη” γεγονός που δεν προκαλεί έκπληξη, αν κανείς σκεφτεί πως είχε χαρακτηρίσει τον ιό “κόλπο των μίντια”.

Διαφορές και ιδιαιτερότητες

Παρά τις αναλογίες μεταξύ των παραπάνω περιπτώσεων αξίζει να εντοπίσει κανείς μια σειρά από διαφορές. Από τη μια βλέπουμε περιπτώσεις πολιτικών ηγεσιών που αξιοποιούν την πρωτοφανή απειλή του κορονοϊού για να τιθασεύσουν τα (λίγα) μέσα ενημέρωσης που αντιστέκονται και να ελέγξουν πλήρως το μιντιακό τοπίο. Στις περιπτώσεις των Φιλιππίνων με την χρόνια δυσανεξία απέναντι στον ανεξάρτητο τύπο και της Ουγγαρίας και την επιδίωξη της συγκέντρωσης των μέσων ενημέρωσης στα χέρια φίλων και συνεργατών του Όρμπαν να αποτελούν κομμάτι μιας στρατηγικής σταδιακής αποφιλελευθεροποίησης των δημοκρατικών θεσμών, η επιλογή της αυξημένης πίεσης στον αντιπολιτευτικό τύπο έχει ορίζοντα την περαιτέρω συρρίκνωση της επιρροής των πολιτικών αντιπάλων.

Αντιθέτως, για τις ηγεσίες όπως το Ιράν και η Αίγυπτος ο πάγιος καθεστωτικός αυταρχισμός συνδυάζεται με την ανάγκη αφενός να καλυφθούν οι κάκιστοι κυβερνητικοί χειρισμοί στο θέμα της αντιμετώπισης των συνεπειών του ιού και αφετέρου με την ανάγκη η δοκιμαζόμενη οικονομία να μην βάλει πλήρως λουκέτο. Εν προκειμένω, πέρα από το καίριο πλήγμα στην εικόνα της Ισλαμικής Δημοκρατίας στο εσωτερικό ως προς τη διαχείριση κρίσεων και την προστασία του πληθυσμού και τον αντίκτυπο που θα είχαν οι εξελίξεις στις κοινοβουλευτικές εκλογές της 21ης Φεβρουαρίου, εκτιμάται πως ο κύριος λόγος της απόκρυψης των κρουσμάτων δεν είναι άλλος από την εξάρτηση της χώρας από Κίνα για επενδύσεις και τους στενούς εμπορικούς δεσμούς των δύο χωρών που αποτελούν πολύτιμο σωσίβιο για την ιρανική οικονομία εν τω μέσω σκληρών αμερικανικών κυρώσεων. Όσο για την Αίγυπτο, το ρίσκο μιας κατάρρευσης του τουρισμού, του ακρογωνιαίου λίθου της -ασθενικής κατά τα άλλα- οικονομίας φαίνεται πως συνιστά μεγαλύτερο κακό από την εξάπλωση του επικίνδυνου ιού για τους ιθύνοντες.

Σε αυτή την συνομοταξία των χωρών με μικρή αξιοπιστία και μεγάλη ανάγκη για συνέχιση της παραγωγικής διαδικασίας θα μπορούσε να ενταχθεί και η Τουρκία, με τον ίδιο τον Πρόεδρο Ερντογάν να δηλώνει πως “οι τροχοί πρέπει να συνεχίζουν να γυρίζουν”.

Για αυτές τις χώρες ο ασφυκτικός έλεγχος στην πληροφόρηση ή η επιβολή λογοκρισίας δεν αποτελεί ποιοτική διαφορά ούτε εντάσσεται τόσο σε κάποιο σχέδιο επιβολής κράτους έκτακτης ανάγκης, αλλά είναι μια προληπτικού χαρακτήρα θέση απέναντι στα πράγματα, μια διαχείριση κόστους που υπολογίζει πως η κοινωνική δυσφορία θα υποχωρήσει μπροστά στην αναγκαιότητα της βιωσιμότητας των οικονομικών μεγεθών η οποία προτάσσεται ως κύριο ζητούμενο.

Μία στις πέντε χώρες του κόσμου έχει πτωτικές τάσεις ως προς την ελευθεροτυπία ακόμη και σε κοινοβουλευτικές δημοκρατίες.

Για την Ρωσία, όπου η προεδρία Πούτιν έχει ταυτιστεί με την μιντιακή κυριαρχία του κυβερνώντος κόμματος, η μείωση του οικονομικού αντίκτυπου μιας κρίσης, με την τιμή και τη ζήτηση του πετρελαίου να κατρακυλά, καθώς και η ανάγκη της στήριξης του στιβαρού προεδρικού μοντέλου υπερβαίνει κάθε άλλη έγνοια. Έχοντας αρκετά καλύτερη εικόνα ως προς τον αριθμό κρουσμάτων και νεκρών σχετικά με άλλες χώρες, η κακή σχέση των ρωσικών αρχών με τον δημοσιογραφικό κόσμο έχει εξελιχθεί σε πάγιο αντανακλαστικό της εγχώριας πολιτικής ζωής και δεν μπορεί να αποδοθεί στην πιεστική επικαιρότητα της πανδημίας.

Κάπου ανάμεσα στις δύο προσεγγίσεις βρίσκονται προσωπικότητες σαν τον Ντόναλντ Τραμπ, και τον Ζαΐχ Μπολσονάρου, όπου η προσωπική ιδιοσυγκρασία διαπλέκεται με την αντιθεσμική συμπεριφορά. Οι αντιδράσεις έχουν αμυντικό χαρακτήρα απέναντι στις κατηγορίες για ανεπαρκή μέτρα προστασίας και η προτεραιοποίηση της οικονομίας καλά κρατεί, αλλά παρά την στοχοποίηση –συχνά γκροτέσκα και προκλητική- δημοσιογράφων η απαξίωση του Τύπου είναι (ακόμη) σε επίπεδο ρητορικής και δεν συνοδεύεται από επιθετικές συμπεριφορές.

Από την άλλη πλευρά ωστόσο, το γεγονός της υπονόμευσης των ελευθεριών του Τύπου, που πριν λίγα χρόνια συνιστούσαν διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στα δημοκρατικά και μη δημοκρατικά καθεστώτα διαπερνά σήμερα μια σειρά κρατών με εντελώς διαφορετικά πολιτειακά γνωρίσματα. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου πως η επιφορτισμένη με την υπεράσπιση των πολιτικών ελευθεριών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μη κυβερνητική οργάνωσης (ΜΚΟ) Freedom House στην ετήσια έκθεσή της για το 2019 κατέληξε πως 1 στις 5 χώρες του κόσμου έχει πτωτικές τάσεις ως προς την ελευθεροτυπία ακόμη και σε κοινοβουλευτικές δημοκρατίες. Με το διαδίκτυο και συγκεκριμένα τα κοινωνικά δίκτυα να εξελίσσεται σε όπλο των κυβερνώντων με σκοπό την παρακολούθηση των πολιτών και τη διαρροή ψευδών ειδήσεων η δουλειά του δημοσιογράφου παραμένει μια από τις δυσκολότερες και πλέον επικίνδυνες στον πλανήτη.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα