Η Εργατική Πρωτομαγιά ως γιορτή και απεργιακή κινητοποίηση ταυτόχρονα είναι συνυφασμένη, από το ίδιο το αντικείμενο του εορτασμού της, με την σκληρή μάχη ανάμεσα στο εργατικό κίνημα και στον κρατικό κατασταλτικό μηχανισμό. Διατρέχοντας τον χρόνο από το 1886 και την σφαγή στην πλατεία Χέιμαρκετ του Σικάγο, είναι δύσκολο να βρούμε πρωτομαγιάτικη κινητοποίηση που να μην δέχτηκε μιας κάποιας μορφή επίθεση (ή έστω παρενόχληση) από τις αστυνομικές δυνάμεις. Πολλές φορές μάλιστα, όταν οι επιφορτισμένοι με την πρακτική εξάσκηση του κρατικού μονοπωλίου της βίας δημόσιοι λειτουργοί δεν επαρκούν, επιστρατεύονται ‘πρόθυμοι’ να συνδράμουν εθελοντικά, από τις μυστικές υπηρεσίες, έως διάφορες εξτρεμιστικές ομάδες και ομαδοποιήσεις της ακροδεξιάς, με αποτέλεσμα της δράσης τους συνήθως δεκάδες ή εκατοντάδες νεκρούς. Μια τέτοια περίπτωση είναι και εκείνη της Τουρκίας του 1977.
Το χρονικό
Το πρωί της 1ης του Μάη του 1977, ημέρα Κυριακή, ένα τεράστιο σε όγκο (υπολογίζεται μισό εκατομμύριο) πλήθος διαδηλωτών από όλη την Τουρκία συνέρρεαν στην Πλατεία Ταξίμ της Κωνσταντινούπολης για να συμμετάσχουν στις εορταστικές εκδηλώσεις της Εργατικής Πρωτομαγιάς που είχαν οργανωθεί από την Επαναστατική Συνομοσπονδία Εργατικών Συνδικάτων (DISK).
Στην χώρα δεν είχε οργανωθεί εορτασμός για την Εργατική Πρωτομαγιά ως τέτοια από το 1923, ενώ μόλις το 1976 η DISK πραγματοποίησε συγκέντρωση στην Ταξίμ.
Τις προηγούμενες μέρες είχαν προηγηθεί δημοσιεύματα που ήθελαν την επικείμενη Πρωτομαγιά αιματηρή, δημιουργώντας κλίμα έντασης στους διαδηλωτές και προετοιμάζοντας το έδαφος για ό,τι επρόκειτο να ακολουθήσει. Την ίδια στιγμή, κανείς δεν είχε συνειδητοποιήσει πως ένοπλοι είχαν λάβει θέσεις στα γύρω κτήρια, με μερικούς να είναι εγκατεστημένοι, με πλεονεκτική θέση για την επόπτευση της πλατείας, στο ξενοδοχείο Intercontinental (το σημερινό Marmara Taksim), άλλους να βρίσκονται στην οροφή του ξενοδοχείου Sheraton και ορισμένους στο κτίριο της Εταιρίας Ύδρευσης. Καθώς ο Πρόεδρος της Συνομοσπονδίας Κεμάλ Τουρκλέρ εκφωνούσε την ομιλία του, οι διαδηλωτές που συγκεντρώνονταν με κατεύθυνση την πλατεία από τις συνοικίες Μπεσίκτας και Ταρλάμπασι γέμιζαν την πλατεία. Αν και μικρές αψιμαχίες μεταξύ διαδηλωτών δεν απεφεύχθησαν, η συγκέντρωση εξελισσόταν καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας ειρηνικά.
Αργά το απόγευμα, ενώ τα τελευταία τμήματα του κόσμου είχαν καταφθάσει και ο Τουρκλέρ επρόκειτο να τελειώσει από στιγμή σε στιγμή τον λόγο του, ακούστηκαν διαδοχικοί πυροβολισμοί που προκάλεσαν αληθινό πανδαιμόνιο. Οι σφαίρες έπεφταν βροχή πάνω από τα κεφάλια των διαδηλωτών από την κατεύθυνση της Εταιρίας Ύδρευσης και του Intercontinental και προς την πλατφόρμα όπου μιλούσαν οι ηγέτες των συνδικάτων, με αποτέλεσμα την επέμβαση των δυνάμεων ασφαλείας με τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού. Σε συνδυασμό με τους πυροβολισμούς οι ηχητικές βόμβες και οι σειρήνες διαμόρφωναν ένα πεδίο μάχης.
Την ίδια στιγμή, ένοπλοι από ένα λευκό Renault που εισχώρησε στην πλατεία άρχισαν να πυροβολούν αδιάκριτα προς τη μεριά του πλήθους. Στην προσπάθειά τους να διαφύγουν οι διαδηλωτές κατευθύνθηκαν στην πολύ στενή οδό Καζαντζί, στην είσοδο της οποίας είχε σταθμεύσει ένα φορτηγό, κάνοντας την ακόμη στενότερη, με αποτέλεσμα 28 άνθρωποι να πεθάνουν από ασφυξία ή να συνθλιβούν φτιάχνοντας έναν ανατριχιαστικό σωρό θανάτου. Μαζί με άλλους 5 που πέθαναν από πυροβολισμούς και μια γυναίκα που πέθανε αφού ισοπεδώθηκε από τεθωρακισμένο, ο απολογισμός των νεκρών ανήλθε σε 34, αν και αργότερα η DISK σε δικό της απολογισμό κατέληξε πως τα θύματα ανέρχονταν σε 42. Ως προς τους τραυματίες υπάρχει επίσης διάσταση απόψεων με τον Ραδιοφωνικό Σταθμό Κωνσταντινούπολης να υπολογίζει την ίδια μέρα 126 τραυματίες και τα συνδικάτα να κάνουν λόγο για 220.
Γκρίζες ζώνες και βαθύ κράτος
H διαλεύκανση της υπόθεσης υπήρξε ένα ανεπίλυτο μυστήριο για την τουρκική Δικαιοσύνη. Αν και η Αστυνομία προέβη σε 470 συλλήψεις και αποδόθηκαν κατηγορίες σε 98 άτομα ως υπεύθυνα για το μακελειό, για κανέναν δεν αποδείχθηκε το παραμικρό και λίγο μετά την πρώτη ακροαματική διαδικασία της 7ης Ιουλίου όλοι τους είχαν αφεθεί ελεύθεροι.
Ο εισαγγελέας που ανέλαβε την υπόθεση, Τσετίν Γιετκίν ισχυρίστηκε πως η Χωροφυλακή παρέδωσε 20 σκοπευτές στην Αστυνομία, αναφέροντας συγκεκριμένα πως ο υπολοχαγός Αμπντουλάχ Ερίμ ηγήθηκε των συλλήψεων και παρέδωσε τους κρατούμενους στους αστυνομικούς Μουχσίν Μπόντουρ και Μετέ Αλτάν. Κανείς όμως από τους συλληφθέντες δεν εμφανίστηκε στα αστυνομικά αρχεία και οι Μπόντουρ και Αλτάν διέψευσαν τους ισχυρισμούς.
Η πορεία που ακολούθησαν οι πρωταγωνιστές της υπόθεσης γέννησε επίσης υποψίες, με τους δύο συγκεκριμένους αστυνομικούς να εργάζονται μετά το πραξικόπημα του 1980 στο πολιτικό τμήμα του Αρχηγείου της Αστυνομίας της Κωνσταντινούπολης, ενώ ο Γιετκίν μετά τρείς μήνες έρευνας μετατέθηκε και αργότερα παραιτήθηκε.
Ως προς το πολιτικό σκέλος, τμήμα του παραδοσιακού αστικού τύπου και κύκλοι της Αστυνομίας έσπευσαν να στηρίξουν το σενάριο της ακροαριστερής βίας, βασισμένοι στο σκεπτικό που ήθελε την Συνομοσπονδία να έχει αρνηθεί την συμμετοχή σε παρατάξεις μαοϊκού χαρακτήρα. Το όλο αφήγημα περί μαοϊκών εξτρεμιστών φαινόταν εκ πρώτης όψεως λογικό, αν σκεφτεί κανείς πως η Τουρκία βρισκόταν από τις αρχές της δεκαετίας σε καθεστώς ενός χαλαρής μορφής εμφυλίου πολέμου μεταξύ επαναστατικής Αριστεράς, με πρωταγωνιστικό τον ρόλο μαοϊκών οργανώσεων όπως το ΚΚΤ-ΜΛ, και ακροδεξιών τρομοκρατών όπως οι διαβόητοι Γκρίζοι Λύκοι .
Ωστόσο, ο Πρόεδρος του συνδικάτου των ξενοδόχων Αλί Κοτσαμάν δήλωσε ότι πληροφορήθηκε από το προσωπικό του Intercontinental πως ήδη 3 μέρες πριν τα γεγονότα ο τρίτος, τέταρτος και πέμπτος όροφος είχαν αδειάσει και είχαν τεθεί υπό αστυνομικό έλεγχο, ενώ οι Αμερικανοί που εγκαταστάθηκαν στους ορόφους εγκατέλειψαν το ξενοδοχείο μετά την σφαγή. Ο μετέπειτα Πρωθυπουργός της χώρας Μπουλέντ Ετσεβίτ λίγες μέρες μετά, σε εκδήλωση στη Σμύρνη έκανε λόγο για δάκτυλο ακροδεξιών ομάδων ονόματι Αντιαντάρτες (Kontrgerilla). Η πεποίθηση για την ανάμειξη παρακρατικών ενισχύθηκε από την δήλωση δέκα χρόνια αργότερα του πρώην αναπληρωτή πρωθυπουργού Σάντι Κοτσάς στο πλαίσιο ρεπορτάζ της εφημερίδας Hurriyet πως ομάδες κομάντο με την ονομασία Αντιαντάρτες δραστηριοποιούνταν ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 ως τμήμα της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών της χώρας και πιθανότατα είχαν ανάμειξη στα γεγονότα της Πρωτομαγιάς.
Τις υποψίες περί επίθεσης ενορχηστρωμένης από τη CIA, ακροδεξιές ομάδες (ανάμεσά τους οι Γκρίζοι Λύκοι) και τουρκικές μυστικές υπηρεσίες ήρθε να επιβεβαιώσει το βιβλίο του Ελβετού ιστορικού Ντανιέλε Γκάνζερ “Οι μυστικοί στρατοί του NATO’’, το οποίο αναδεικνύει τον ρόλο του υπαρχηγού της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών της Υπηρεσίας, παρόντος την συγκεκριμένη ημέρα στον τόπο του μακελειού, Χιράμ Αμπάς. Στον εν λόγω βιβλίο γίνεται αναφορά στην συνεργασία του Αμπάς με την CIA και τη Μοσάντ κατά αριστερών Παλαιστινίων στα προσφυγικά στρατόπεδα του Λιβάνου, ενώ καταγράφεται και η συνεργασία της ιδιοκτήτριας εταιρία του Intercontinental, ITT με την CIA στην ανατροπή της κυβέρνησης Αλιέντε στη Χιλή, αλλά και η οργανική σχέση των Αντιανταρτών με την Νατοϊκής έμπνευσης Επιχείρηση “Γκλάντιο” .
Η Πρωτομαγιά στην Ταξίμ σήμερα
Παρεμβαλλόμενης της χούντας του Εβρέν δυόμιση χρόνια αργότερα, η υπόθεση της σφαγής στην πλατεία Ταξίμ μπήκε ουσιαστικά στο αρχείο, κλείνοντας οριστικά τον Οκτώβρη του 1989. Προσπαθώντας να ξαναβρεί τον βηματισμό του, το πιο ριζοσπαστικό κομμάτι του συνδικαλιστικού κινήματος είχε ως πάγιο αίτημα, εκτός της τιμωρίας των ενόχων, την επανοικειοποίηση της πλατείας ως δημόσιου χώρου, εξέλιξη που συχνά έβρισκε απέναντί της τις ειδικές δυνάμεις του αστυνομικού σώματος.
Τελικά το 2010 θα ήταν η χρονιά που πάλι μέλη συνδικάτων και αριστερών οργανώσεων συγκεντρώθηκαν και πάλι στην πλατεία, τιμώντας τους νεκρούς με τεράστιες αφίσες που αποτύπωναν τα πρόσωπά τους .
Τις επόμενες χρονιές οι εορτασμοί εξελίχθηκαν κανονικά έως και το 2013, οπότε η κυβέρνηση επικαλέστηκε οικοδομικές εργασίες, σηματοδοτώντας έτσι κατά τραγική ειρωνεία την αρχή των διαδηλώσεων στο Πάρκο Γκεζί.
Μετά το 2013 η κατάσταση εξακολούθησε να σημαδεύεται από συγκρούσεις ανάμεσα σε μέλη των συνδικάτων και τις δυνάμεις ασφαλείας, για να καταλήξει πέρυσι σε παρουσία μικρών αντιπροσωπειών συνδικάτων, που απέτισαν φόρο τιμής στους πεσόντες στο Μνημείο Δημοκρατίας, καταθέτοντας στεφάνια και φωνάζοντας συνθήματα.
Φέτος, ο εορτασμός της Πρωτομαγιάς αναβλήθηκε κατόπιν διαγγέλματος του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ωστόσο τα συνδικάτα και ο κόσμος της εργασίας δεν πρόκειται με την λήξη της καραντίνας να αρκεστούν σε εορτασμούς, σε μια χρονιά που η ήδη τραυματισμένη οικονομία αναμένεται να αφήσει πίσω της έως και 6,5 εκατομμύρια ανέργους, λόγω της αναπτυξιακής συρρίκνωσης που προκαλεί η πανδημική κρίση. Έτσι, αν και η Ταξίμ θα είναι κατά πάσα πιθανότητα πιο ήσυχη από ποτέ, οι επόμενοι μήνες, που προμηνύονται εξαιρετικά ανήσυχοι και κρίσιμοι σε κάθε επίπεδο, είναι σχεδόν αδύνατο να μην περιλαμβάνουν γεωγραφικά ένα τοπόσημο τόσο κομβικό για την υπόθεση του εργατικού κινήματος και της ταξικής πάλης.