Όταν τον περασμένο Φεβρουάριο οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους στο NATO υπέγραφαν στην Ντόχα του Κατάρ συμφωνία ειρήνευσης με τους Ταλιμπάν μετά από 18 χρόνια σύγκρουσης, οι ελπίδες για την εξεύρεση λύσης στο Αφγανιστάν, έναν τόπο που επί τέσσερις δεκαετίες βρίσκεται σε κατάσταση πολέμου, αναπτερώνονταν. Δύο μήνες αργότερα και εν τω μέσω της κρισιακής συνθήκης της πανδημικής κρίσης, ο πόλεμος δείχνει να εξαπλώνεται τόσο γρήγορα όσο και ο θανατηφόρος ιός. Με τη διαμάχη για την προεδρία της χώρας να σοβεί ανοικτή, τα βλέμματα όλων στρέφονται στο τι θα πράξει η Ουάσιγκτον.
Μετά την εκεχειρία
Η επίτευξη της ειρηνευτικής συμφωνίας μεταξύ της κυβέρνησης Τραμπ και των Ταλιμπάν, η οποία προέβλεπε τη γενναία μείωση μέρους του στρατιωτικού προσωπικού μέχρι τον Μάιο και ολοκληρωτική αποχώρηση των νατοϊκών δυνάμεων μετά από 14 μήνες, παρά το ότι καλλιέργησε προσδοκίες, ήταν εξ αρχής ολοφάνερα προβληματική. Και αυτό, γιατί, ενώ έλυσε το πρόβλημα σε διμερές επίπεδο, όχι μόνο δεν συμπεριέλαβε στις συνομιλίες τον πιο απαραίτητο για την εφαρμογή της εκεχειρίας δρώντα, την αφγανική κυβέρνηση, αλλά δεσμεύτηκε για οδυνηρές εγγυήσεις, που η τελευταία θα κληθεί να φέρει εις πέρας – με την ανταλλαγή 5000 μαχητών Ταλιμπάν με 1000 κυβερνητικούς στρατιώτες να συνιστά το πιο ακανθώδες ζήτημα.
Ως αποτέλεσμα, στις αρχές του Απριλίου η πλευρά των ισλαμιστών ανταρτών αποσύρθηκε από τις συνομιλίες, κατηγορώντας την κυβέρνηση για παραβίαση της συμφωνίας, η οποία προέβλεπε την ανταλλαγή ήδη από τις 10 Μαρτίου. Ο Αφγανός Πρόεδρος Ασράφ Γάνι δήλωσε πως δεν δεσμεύεται, προχωρώντας στη διαταγή αποφυλάκισης 1500 κρατουμένων υπό όρους και εξαρτώντας την τύχη των υπολοίπων από τις διαπραγματεύσεις. Ωστόσο, λίγες μέρες αργότερα η απελευθέρωση των κρατουμένων αναβλήθηκε και έπρεπε να μεσολαβήσει ένας μήνας και η συνάντηση του επικεφαλής των νατοϊκών δυνάμεων Αμερικανού στρατηγού, Όστιν Σκoτ Μίλερ με την ηγεσία των Ταλιμπάν, ώστε να υπάρξει μια πρώτη εκατέρωθεν ανταλλαγή κρατουμένων, αν και αυτή αφορούσε πολύ μικρότερο αριθμό .
Όσο εξελίσσονταν όμως αυτή η διελκυστίνδα ανάμεσα σε κυβέρνηση και αντάρτες με διαιτητές τους Αμερικανούς, οι Ταλιμπάν φρόντισαν να μην χάσουν χρόνο. Αυτή τη φορά επικεντρώθηκαν σε αγροτικές περιοχές, με τις μεγάλες πόλεις και τα ξένα στρατεύματα να μην βρίσκονται πλέον στο στόχαστρο τους. Το κενό της συμφωνίας (που προέβλεπε εκεχειρία με Αμερικανούς και νατοϊκές δυνάμεις αλλά όχι με τις κυβερνητικής δυνάμεις) έδωσε την ευκαιρία για επιθέσεις σε κυβερνητικούς στόχους. Στις 20 Μάρτη ανακοινώθηκε ο θάνατος 27 στρατιωτών στην επαρχία Ζαμπούλ μετά από επίθεση Ταλιμπάν σε στρατιωτική βάση, ενώ στα τέλη του Μάρτη αστυνομικοί και στρατιώτες έπεφταν νεκροί κατόπιν συγκρούσεων στις επαρχίες Τακχάρ, Ζαμπούλ, Χελμάντ και Μπαγκλάν, με απολογισμό άλλους 27 νεκρούς από την πλευρά των κυβερνητικών δυνάμεων και 13 νεκρούς αντάρτες. Σε απάντηση οι Αμερικανοί διεξήγαγαν λίγες μέρες αργότερα αεροπορική επιδρομή στην Χελμάντ σε μια προσπάθεια να βοηθηθούν οι κυβερνητικές δυνάμεις να αντιμετωπίσουν το κύμα επιθέσεων που κάλυπτε όλη την επικράτεια.
Εκτιμάται πως τις πρώτες 45 μέρες μετά την υπογραφή της συμφωνίας έχουν πραγματοποιηθεί 4.500 επιθέσεις, 70% περισσότερες συγκριτικά με το ίδιο διάστημα πέρσι.
Την κατάσταση δεν κατόρθωσε να εξομαλύνει ούτε ο κίνδυνος του κορονοϊού. Η πρόταση Γάνι στα τέλη Απριλίου (και ενώ η χώρα μετρούσε 1.300 κρούσματα) για εκεχειρία κατά τη διάρκεια του Ραμαζανιού έπεσε στο κενό με τον εκπρόσωπο των Ταλιμπάν (ή του Πολιτικού Γραφείου του Ισλαμικού Εμιράτου του Αφγανιστάν, όπως αυτοπροσδιορίζεται στο πλαίσιο της οργάνωσης) στο Κατάρ, Σουχαήλ Σαχίν να χαρακτηρίζει τις πρωτοβουλίες της κυβέρνησης για κατάπαυση του πυρός μη πειστικές, τη στιγμή που υπάρχουν εμπόδια στην ειρηνευτική διαδικασία και οι ζωές χιλιάδων κρατουμένων τίθενται σε κίνδυνο. Έτσι, οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν με την ίδια ένταση και τις επόμενες μέρες με την επίθεση στην πόλη Κάλα-ε-Νόου, πρωτεύουσα της επαρχίας Μπαγντίς, να είναι η πιο αιματηρή, αφήνοντας πίσω της 13 νεκρούς αστυνομικούς .
Ενδεικτικά, εκτιμάται πως τις πρώτες 45 μέρες μετά την υπογραφή της συμφωνίας 4.500 επιθέσεις έχουν πραγματοποιηθεί, σηματοδοτώντας μια αύξηση της τάξης του 70% συγκριτικά με το ίδιο διάστημα πέρσι. Η αφγανική κυβέρνηση εκτιμά πως υπάρχει σημαντική αύξηση και σε απώλειες προσωπικού, με τους νεκρούς στρατιώτες και αστυνομικούς να ξεπερνούν τους 900, έναντι 520 το 2019, εκ των οποίων 350 μόνο τον μήνα Απρίλιο. Υψηλός παραμένει και ο αριθμός των απωλειών αμάχων, με τον ΟΗΕ να κάνει λόγο για περισσότερους από 500 νεκρούς το πρώτο τετράμηνο του 2020, αν και επισημαίνεται πως ο αριθμός των νεκρών πολιτών είναι 29% ελαττωμένος σε σχέση με τα δεδομένα του περασμένου έτους, αποτελώντας την καλύτερη καταγραφή από το 2012.
Εσωτερική περιπλοκή
Την κατάσταση κάνει ακόμη πιο δύσκολη η έλλειψη συνεννόησης μεταξύ του Προέδρου Γάνι και του ιστορικού αντιπάλου του, του πρώην υπουργού Εξωτερικών επί προεδρίας Καρζάι και υπαρχηγού της κυβέρνησης εθνικής ενότητας που προέκυψε μετά τις αμφιλεγόμενες προεδρικές εκλογές του 2014, Αμπντουλάχ Αμπντουλάχ. Οι σχέσεις των δύο πολιτικών και των παρατάξεών τους βρίσκονται στο χειρότερο δυνατό σημείο μετά τις εκλογές του Σεπτέμβρη, με τη νίκη του Γάνι να μην γίνεται αποδεκτή από τον Αμπντουλάχ, ο οποίος ορκίστηκε ξεχωριστά και σε παράλληλο χρόνο πρόεδρος της χώρας, δημιουργώντας κατόπιν την δική του κυβέρνηση.
Η απουσία κοινής στρατηγικής απέναντι στα δύο καυτά προβλήματα της χώρας, τις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις με τους Ταλιμπάν και την επιδείνωση της υγειονομικής κρίσης, χειροτερεύει μέρα τη μέρα τις προοπτικές επίλυσης αμφότερων των ζητημάτων. Πέρα από την πίεση των φονταμενταλιστών ανταρτών, οι Αφγανοί ηγέτες έχουν να αντιμετωπίσουν το τελεσίγραφο του Προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, που προειδοποιεί για πλήρη και άμεση αποχώρηση όλων των αμερικανικών και συμμαχικών στρατευμάτων, σε περίπτωση που δεν επιλυθούν οι διαφορές μεταξύ Γάνι και Αμπντουλάχ. Προηγήθηκε, εξάλλου, η ανακοίνωση του Υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάικ Πομπέο, για περικοπή ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων από την βοήθεια που χορηγούν στο Αφγανιστάν λόγω της αδυναμίας να συγκροτηθεί κυβέρνηση ενότητας.
Τις τελευταίες μέρες, ωστόσο, οι συνομιλίες μεταξύ των δύο πλευρών, που ξεκίνησαν στα μέσα του Απρίλη έπειτα από προτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Νορβηγού πρέσβη στην Καμπούλ, αφήνουν περιθώρια ελπίδας, με τον ίδιο τον Αμπντουλάχ να κάνει λόγο από τον προσωπικό του λογαριασμό στο Twitter για πρόοδο σε μια σειρά ζητημάτων αρχής και τον δεύτερο αντιπρόεδρο, Σαρβάρ Ντάνις, να επιβεβαιώνει τις φήμες πως ο Αμπντουλάχ σε περίπτωση συμφωνίας θα εξασφαλίσει το 50% σε επίπεδο κυβερνητικής συμμετοχής και θα ηγηθεί των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων με τους Ταλιμπάν .
Ο πόλεμος των tweets και η κατάσταση σήμερα
Πριν λίγες μέρες ο εκπρόσωπος του αμερικανικού στρατού συνταγματάρχης Κόνι Λέτζετ αποκάλυψε μέσω Twitter και στο πλαίσιο συνομιλίας με τον ομόλογό του από την πλευρά των Ταλιμπάν, Ζαμπιχουλάχ Μουτζαχίντ, έναν κρυφό διακανονισμό της συμφωνίας στην Ντόχα, που προέβλεπε την εκατέρωθεν δέσμευση για περιορισμό των εχθροπραξιών σε ποσοστό 80%. Η ανάρτηση συμπληρώθηκε από την προειδοποίηση πως “αν η βία δεν μειωθεί, τότε θα υπάρξουν συνέπειες’’ – σχόλιο που θεωρήθηκε απάντηση μετά την απαίτηση των Ταλιμπάν για περαιτέρω διευκρινίσεις ως προς την δήλωση του στρατηγού Μίλερ πως “αν οι Ταλιμπάν εξακολουθούν να επιτίθενται θα πρέπει να περιμένουν απάντηση’’.
Παράλληλα, ο Λέτζετ αναγνώρισε την επίτευξη προόδου ως προς τη μείωση της βίας εναντίον των μεγάλων πόλεων και εναντίον των συμμαχικών στρατευμάτων, ενώ ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάικ Πομπέο, σε μια μετριοπαθή τοποθέτηση κάλεσε σε τήρηση των δεσμεύσεων.
Η είδηση όμως πως στην συμφωνία δεν περιλήφθηκε η απελευθέρωση δύο Αμερικανών ομήρων οι οποίοι είναι ακόμη αιχμάλωτοι του δικτύου Χακάνι, που θεωρείται το πιο φονικό σκέλος των ανταρτών, αναζωπύρωσε την κουβέντα που ξεκίνησε από τις πρώτες μέρες μετά την υπογραφή της συμφωνίας στο έδαφος των ΗΠΑ για την ύπαρξη κρυφών παραρτημάτων και τις εγγυήσεις που προκύπτουν από τη συμφωνία σχετικά με το χρονοδιάγραμμα της αποχώρησης, τον μηχανισμό συμμόρφωσης των Ταλιμπάν και την κατάσταση που θα αφήσει μια αποχώρηση των συμμαχικών στρατευμάτων πίσω της. Άλλοι πάλι επισήμαναν πόσο κρίσιμη είναι η αμερικανική οικονομική βοήθεια για την Καμπούλ, συνδέοντάς την άμεσα με την όποια τύχη της αφγανικής δημοκρατίας και θυμίζοντας πως το φιλοσοβιετικό καθεστώς Νατζιμπουλάχ εγκαθιδρύθηκε το 1989, για να καταρρεύσει το 1992, όταν η διάλυση της ΕΣΣΔ σταμάτησε τη ροή κάθε είδους βοήθειας.
Οι κυνικότεροι δεν αντιστέκονται στον πειρασμό να κατηγορήσουν τους Ταλιμπάν για εργαλειοποίηση της πανδημίας.
Την ίδια στιγμή η απειλή του κορονοϊού απειλεί το ήδη βαριά τραυματισμένο σύστημα υγείας της χώρας, με το υγειονομικό προσωπικό απόλυτα εκτεθειμένο στον ιό, πολλές νοσοκομειακές μονάδες κατεστραμμένες από δεκαετίες συνεχών πολεμικών συγκρούσεων, την διενέργεια διαγνωστικών τεστ να προχωρά με εξαιρετικά αργούς ρυθμούς, την στρατιωτική σύγκρουση να καθιστά την τήρηση κανόνων κοινωνικής αποστασιοποίησης αδύνατη και την (υπο)χρηματοδότηση της δημόσιας υγείας να εξαρτάται από ξένες δωρεές, συνθέτοντας ένα ζοφερό σκηνικό για τους πολίτες. Σήμερα ο αριθμός των προσβεβλημένων από τον κορονοϊό φτάνουν τις 3224 και των νεκρών τους 95. Η αφγανική κυβέρνηση επέκτεινε την ισχύ του lockdown έως τις 24 Μάη για όλη την επικράτεια.
Εν τω μεταξύ και εν μέσω της κρισιακής συνθήκης του κορονοϊού, οι Ταλιμπάν δεν χάνουν χρόνο να εξαπολύσουν καμπάνια ευαισθητοποίησης του πληθυσμού κατόπιν οδηγιών των Γενικής Επιτροπής Δημόσιας Υγείας της οργάνωσης, κίνηση που χαιρέτησε και το Υπουργείο Υγείας. Φορώντας μάσκες, κρατώντας αντισηπτικά σκευάσματα και μοιράζοντας φυλλάδια, αλλά και με κρεμασμένα όπλα στους ώμους τους και την σημαία της οργάνωσης πάντα παρούσα, οι μαχητές του σουνιτικού φονταμενταλιστικού κινήματος φαίνεται πως έχουν βαλθεί να υποκαταστήσουν μια σειρά λειτουργιών του αναποτελεσματικού κρατικού μηχανισμού.
Οι κυνικότεροι δεν αντιστέκονται στον πειρασμό να κατηγορήσουν τους Ταλιμπάν για εργαλειοποίηση της πανδημίας, σε μια προσπάθεια να χτιστεί το προφίλ μιας οργάνωσης εθνικού χαρακτήρα, έτοιμης να αναλάβει τα ηνία ύστερα από την φυγή των ξένων στρατευμάτων. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως στο πλαίσιο μιας νέας στρατηγικής διεύρυνσης οι Ταλιμπάν διόρισαν διοικητή για πρώτη φορά Σιίτη προερχόμενο από την φυλή των Χαζάρα, γεγονός ιδιαίτερης σημασίας αν σκεφτεί κανείς πως διεξήγαγαν ανά περιόδους και επί μια εικοσαετία φονικές επιθέσεις σε μειονοτικές ομάδες. Τα τελευταία χρόνια εξάλλου οι φονταμενταλιστές αντάρτες, που είχαν ως κύρια βάση στρατολόγησης μαχητών την φυλή των Παστούν, με την οποία τους συνέδεαν στενοί δεσμοί, προχώρησαν στην στρατολόγηση Τατζίκων και Ουζμπέκων, προσπαθώντας να εδραιώσουν την εικόνα εθνικού κινήματος.
Και ο αμερικανικός παράγοντας;
Αποτελεί ωστόσο κοινό τόπο πως το μέλλον της συμφωνίας αρχικά και της ειρηνευτικής διαδικασίας στη συνέχεια, θα κριθεί εκτός των πεδίων των μαχών στο Αφγανιστάν και από τον ένοικο του Οβάλ Γραφείου. Με διαδεδομένη την πεποίθηση πως η συμφωνία ΗΠΑ και Ταλιμπάν είναι περισσότερο μια συμφωνία εξόδου, παρά μια ειρηνευτική συμφωνία, και με ορίζοντα τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου, είναι βέβαιο πως ο πρόεδρος Τραμπ θα επιμείνει στην εφαρμογή της θέλοντας ως τμήμα του αφηγήματός του το κλείσιμο ενός δυσάρεστου για την αμερικανική κοινωνία κεφαλαίου. Η προσπάθεια να συμπεριληφθούν περιφερειακές δυνάμεις όπως το Πακιστάν και η Ινδία στις διαπραγματεύσεις πρέπει να ειδωθεί ακριβώς ως μέρος αυτής της επιλογής.
Η κρίση του κορονοϊού όμως, με τις απρόβλεπτες συνέπειές της σε οικονομικό επίπεδο, δημιουργεί νέα δεδομένα, καθιστώντας πάλι πιθανή την επάνοδο των Δημοκρατικών στον Λευκό Οίκο, γεγονός που ίσως θέσει σε κίνδυνο την ισχύ της συμφωνίας. Υπάρχουν βέβαια και φωνές που
καλούν την αμερικανική ηγεσία, ανεξαρτήτως του ποιος υποψήφιος θα κερδίσει, να στρέψει την προσοχή της στην οικοδόμηση της ειρήνης μέσα από την παροχή διπλωματικής καθοδήγησης και οικονομικής βοήθειας, θεωρώντας πως η στρατιωτική παρουσία των αμερικανικών και συμμαχικών δυνάμεων έχει εκπληρώσει προ πολλού την αποστολή της.
Όπως και να εξελιχθούν οι προεδρικές εκλογές, φαίνεται πως ακόμη και μια αλλαγή σε επίπεδο πολιτικής κορυφής δεν θα σηματοδοτήσει την άμεση επιστροφή σε μια παλαιάς κοπής εξωτερική πολιτική στην περίπτωση του Αφγανιστάν. Το βαθύ τραύμα των επεμβάσεων σε Αφγανιστάν και (κυρίως) σε Ιράκ, η σταθερή τα τελευταία χρόνια επιθυμία της μεγάλης πλειοψηφίας της κοινής γνώμης για μείωση των στρατιωτικών εξοπλισμών, οι οικονομικοί περιορισμοί που θέτει η ύφεση που επίκειται και η γενικότερη στροφή των Αμερικάνων πολιτών σε ζητήματα εσωτερικής πολιτικής, προδιαθέτουν για το πλαίσιο εντός του οποίου θα ασκηθεί η εξωτερική πολιτικών των επόμενων ετών. Προς το παρόν η μοίρα των εθνών μπορεί να καθορίζεται μέσω tweets.