“Δυσανεξία στην αβεβαιότητα” ονόμασε το νέο φαινόμενο του αυτοκαταστροφικού φόβου μπροστά στην πανδημία ο ελληνικής καταγωγής καθηγητής Ιατροδικαστικής στο Βερολίνο και συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων, Μίχαελ Τσόκος, σε τηλεοπτική εκπομπή που προβλήθηκε από την γερμανική κρατική τηλεόραση την περασμένη Δευτέρα.
Οι άνθρωποι που έχουν αυτοκτονήσει άφησαν πίσω τους σημειώματα όπου εκφράζουν το φόβο τους είτε μπροστά στο ενδεχόμενο να νοσήσουν, είτε μπροστά στις ενδεχόμενες προσωπικές και κοινωνικές συνέπειες που είδαν να προβάλλουν εξαιτίας της υγειονομικής, κοινωνικής και οικονομικής κρίσης που έχει προκαλέσει ο κορονοϊός.
Ένας άντρας 39 ετών έπεσε μπροστά σε ένα διερχόμενο τρένο φοβούμενος ότι έχει κολλήσει τον ιό. Ένας νέος 23 ετών πήδηξε από το παράθυρο αφού έμαθε ότι έχασε τη θέση εργασίας του. Ένας τρίτος, 53 ετών, έγραψε στο σημείωμά του “Κράτος υπό καθεστώς του κορονοϊού; Χωρίς εμένα” (εκφράζοντας προφανώς έναν υπαρξιακό φόβο μπροστά σε μια επαπειλούμενη δικτατορία που εγκαθιδρύεται υπό τη μορφή εκτάκτων περιοριστικών ρυθμίσεων σχετικά με τη ζωή των πολιτών) και κρεμάστηκε.
Η τηλεφωνική υπηρεσία ψυχολογικής υποστήριξης του Βερολίνου έχει καταγράψει το τελευταίο δίμηνο 50% αύξηση στις κλήσεις που δέχεται, ενώ το 25% όσων καλούν τηλεφωνικά και αναφέρουν αυτοκτονικές σκέψεις και διαθέσεις δηλώνουν την πανδημία και τις συνέπειές της ως βασική αιτία.
Η Μπετίνα Σβαμπ, ψυχολόγος στην τηλεφωνική υποστήριξη, λέει πως το πρώτο θέμα που προκαλεί σκέψεις και διάθεση για αυτοκτονία είναι η ανεργία, είτε ως πραγματικότητα είτε ως ορατό ενδεχόμενο. Ακολουθούν φόβοι υπαρξιακοί, φόβοι για την υγεία και την ποιότητα ζωής κοντινών προσώπων καθώς και ο φόβος της μοναξιάς και όλα αυτά μαζί δημιουργούν στον παθόντα ή την παθούσα το ερώτημα: “Πως θα φύγουν αυτές οι σκέψεις; Θα φύγουν ποτέ ή θα με συνοδεύουν πλέον εφ’ όρου ζωής;”. Και αυτό είναι επικίνδυνο, αναφέρει η Σβαμπ, καθώς ακριβώς αυτή η αλληλουχία σκέψεων μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο να παραδοθεί και να προχωρήσει στην τραγική πράξη, ειδικά αν το άτομο έχει ήδη προβλήματα ψυχικής υγείας.
Και ενώ κανείς από όσους έχουν αυτοκτονήσει στην γερμανική πρωτεύουσα σε σχέση με την πανδημία δεν είχε προσβληθεί από τον κορονοϊό, όλοι και όλες είχαν πρότερα ζητήματα ψυχικής υγείας. Σημαντικός παράγοντας που δυσχεραίνει την κατάσταση είναι και η διακοπή καθημερινών θεραπευτικών πρακτικών, ψυχοθεραπειών, επισκέψεων στον γιατρό ή τον ψυχολόγο και το κλείσιμο των κλινικών ημέρας. Αυτές οι αλλαγές επιφέρουν σημαντικά πλήγματα στην καθημερινότητα των ψυχικά ασθενών που μπορεί υπό συνθήκες να αποβούν μοιραία.
Ο καθηγητής Τσόκος καταγράφει κοντά στις αυτοκτονίες, που τις χαρακτηρίζει πρωτοφανείς ως προς το αίτιό τους, δηλαδή τον φόβο μπροστά σε μια λοίμωξη, και έξαρση της ενδοοικογενειακής βίας και ανησυχεί. Ονομάζει την ιατροδικαστική ως έναν “σεισμογράφο της κοινωνίας”. Συχνές αυτοκτονίες λόγω του φόβου μπροστά σε μια αρρώστια δεν είχαν παρατηρηθεί στο παρελθόν, ενώ εκφράζει την εκτίμηση πως το μεγαλύτερο κύμα αυτοκτονιών θα έρθει στο δεύτερο μισό του έτους, όταν θα φανούν σε όλο τους το εύρος οι οικονομικές συνέπειες της κρίσης.
Προς το παρόν φαίνεται να πρόκειται για φόβο μπροστά στα σενάρια καταστροφής και “Αποκάλυψης” που κυκλοφορούν στη δημοσιότητα και δημιουργούν έναν φόβο μπροστά στον θάνατο. Ο καθηγητής λέει πως έως τώρα σημειώνονταν κατά κανόνα αυτοκτονίες λόγω φόβου μπροστά στη ζωή και στις συνθήκες της. Τώρα έχουμε κάτι καινούργιο, την αυτοκτονία μπροστά στο φόβο του θανάτου. Ο Τσόκος καλεί τους πολιτικούς και τα μέσα ενημέρωσης να προσέχουν πολύ τον λόγο που εκφέρουν και να μην προκαλούν πανικό, ενώ ζητά υποστήριξη των δομών ψυχικής υγείας και συμφωνεί με τον παρουσιαστή της εκπομπής στο σχόλιό του ότι μέχρι τώρα η κυβέρνηση κοίταξε να διασώσει μεγάλες επιχειρήσεις, όπως η Λουφτχάνσα αλλά δεν έχει σκύψει πραγματικά πάνω στα προβλήματα μικρών επιχειρήσεων, εργαζομένων και απλών πολιτών, ώστε να δημιουργήσει ένα αίσθημα υπαρκτής προστασίας.
Την ίδια στιγμή και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας κρούει τον κώδωνα του κινδύνου σε παγκόσμιο επίπεδο για την ψυχική υγεία κατονομάζοντας τις ίδιες αιτίες που αναφέρουν οι Γερμανοί επιστήμονες. Η ειδικός Ντέβορα Κέστελ αναφέρει πως ιδιαίτερα ευπαθείς σε ψυχολογικές διαταραχές είναι οι εργαζόμενες και εργαζόμενοι στον τομέα της υγείας. Ο ΠΟΥ δημοσίευσε σχετικά και κατονομάζει ως ευαίσθητες ομάδες τα παιδιά και τους νέους που έχουν αποκοπεί από την κοινωνική τους ζωή, καθώς και τους ανήκοντες σε ομάδες που διατρέχουν υψηλό κίνδυνο να νοσήσουν από τον ιό. Την Πέμπτη εξάλλου σε μήνυμά του ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες επισημαίνει τον κίνδυνο μεγάλης εξάπλωσης των ψυχικών νοσημάτων, ακόμα και μετά την παρέλευση της πανδημίας, καθώς οι άνθρωποι λόγω της τωρινής κατάστασης και των οικονομικών και κοινωνικών συνεπειών της αναπτύσσουν άγχος, θλίψη και κατάθλιψη.