Η πρόσφατη ανταλλαγή “ένθερμων χαιρετισμών” μεταξύ Ινδών και Κινέζων συνοριοφυλάκων στη λίμνη Πανγκόνγκ της ομοσπονδιακής περιοχής Λαντάκ σε υψόμετρο 4500 μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας και στο συνοριακό πέρασμα Νάκου Λα της επαρχίας του Βορείου Σίκιμ στις αρχές του Μαΐου, ξύπνησε μνήμες από τον σύντομο Ινδοκινεζικό Πόλεμο του 1962 και αντιμετωπίστηκε διεθνώς ως μια ακόμη ανεπιθύμητη εστία ανάφλεξης για την φορτωμένη τα τελευταία χρόνια από εντάσεις περιοχή της Νοτιοανατολικής Ασίας. Αν και ορισμένοι έσπευσαν να κάνουν λόγο για τον κίνδυνο στρατιωτικής κλιμάκωσης, δείχνοντας ως μοναδικό ή κύριο υπαίτιο την Κίνα για μια τέτοια εξέλιξη, τα πράγματα ως συνήθως είναι πιο σύνθετα.
Οι συμπλοκές έλαβαν χώρα στις διαφιλονικούμενες περιοχές στις 9 Μαΐου. Στην πρώτη περίπτωση αν και δεν είναι ξεκάθαρο το πώς ξεκίνησε η σύγκρουση, ενεπλάκησαν 250 στρατιώτες με αποτέλεσμα να τραυματιστούν 100, ενώ η σύγκρουση έληξε κατόπιν συνεννόησης των τοπικών διοικητών. Στη περίπτωση της δεύτερης αψιμαχίας κατά την οποία οι Κινέζοι στρατιώτες φέρεται πως προκάλεσαν λεκτικά τις ινδικές δυνάμεις, oι άνδρες που ενεπλάκησαν υπολογίζονται περίπου σε 150 και τραυματίστηκαν 4 Ινδοί και 7 Κινέζοι. Το ρεπερτόριο των δύο συμπλοκών περιλάμβανε γροθιές, κλωτσιές, πέτρες και ξύλα, δίχως να υπάρξει πυροβολισμός. Έκτοτε υπάρχουν αναφορές για διείσδυση κινεζικών στρατευμάτων στην Κοιλάδα Τσάνγκ Τσέμνο και στο χωριό Ντέμτσοκ στο Λαντάκ.
Αυτού του είδους οι συμπλοκές δεν είναι πρωτοφανείς για την περιοχή και πάνε στο όχι πολύ μακρινό παρελθόν, ακολουθούν δε το τόσο γνώριμο (για τη βρετανική αποικιοκρατία) υπόδειγμα της χάραξης συνόρων από Άγγλους στρατιωτικούς και διπλωμάτες. Εν προκειμένω η διαβόητη γραμμή ΜακΜάχον αποτελεί μέχρι σήμερα το ισχύων ανατολικό σύνορο των δύο κρατών (κάτι που αμφισβητείται από τις κινεζικές κυβερνήσεις). Αλλά και οι πάγιες διεκδικήσεις των κυβερνήσεων Κίνας και Ινδίας για τα δυτικά σύνορα, παρότι η Γραμμή Πραγματικού Ελέγχου η οποία απέκτησε νομική υπόσταση με την Συμφωνία Ειρήνης και Γαλήνης του 1993 συνιστά το de facto σύνορο των δύο χωρών, έχουν ως βάση τους τις προτεινόμενες από τον 19ο αιώνα γραμμές Τζόνσον και ΜακΚάρτνεϋ-ΜακΝτόναλντ.
Στο πέρασμα του χρόνου δεν απουσίαζαν οι αιματηρές αντιπαραθέσεις, τα θερμά επεισόδια (όπως τα πιο πρόσφατα) και οι εικονικές συγκρούσεις. Η πρώτη αψιμαχία μεταξύ των δύο ασιατικών γιγάντων χρονολογείται από το 1959, όταν προηγηθείσας της θιβετιανής εξέγερσης του Μαρτίου και με την παρότρυνση της Ινδικής Υπηρεσίας Πληροφοριών αξιωματικοί περιπολίας των συνόρων πέρασαν τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς σε κινεζικό έδαφος με αποτέλεσμα τον θάνατο, τον τραυματισμό και τη σύλληψη Ινδών συνοριοφυλάκων. Ο πόλεμος του 1962 τελείωσε με μια εμφατικότερη ήττα της ινδικής πλευράς και θεωρήθηκε γεγονός κομβικής σημασίας, καθώς με την προσάρτηση της περιοχής του Ακσάι Τσιν το ζήτημα της χάραξης του δυτικού σκέλους των ινδοκινεζικών συνόρων ουσιαστικά επιλύθηκε, με τις ειρηνευτικές συνομιλίες που έλαβαν χώρα τη δεκαετία του ΄90 (και περιλάμβαναν και την οικοδόμηση μέτρων εμπιστοσύνης στο στρατιωτικό πεδίο) να θέτουν τέλος στο “πάγωμα” των σχέσεων ανάμεσα σε Νέο Δελχί και Πεκίνο.
Έκτοτε έχουν σημειωθεί περιστατικά σαν αυτά του 2013, όταν αναπτύχθηκαν στρατιωτικές δυνάμεις σε απόσταση 300 μέτρων η μία από την άλλη κατά μήκος της Γραμμής Πραγματικού Ελέγχου και του 2017, όπου υπήρξε αναίμακτη αντιπαράθεση για 72 μέρες, όταν ινδικά στρατεύματα κλήθηκαν από το συμμαχικό Μπουτάν να αναχαιτίσουν την κίνηση κινεζικών δυνάμεων σε ό,τι θεωρήθηκε απόπειρα της κινεζικής πλευράς να επεκτείνει τον έλεγχό της στη διαφιλονικούμενη με το μικρό γειτονικό κράτος περιοχή του Ντόκλαμ.
Πέραν όμως του πλούσιου ιστορικού αντιπαράθεσης τα αίτια της τωρινής διένεξης θα πρέπει να αναζητηθούν στο πρόσφατο παρελθόν. Η εκλογή το 2014 του Ναρέντρα Μόντι στην πρωθυπουργία της Ινδίας σήμανε την αρχή της επιδείνωσης των ινδο-κινεζικών σχέσεων και την στενότερη προσέγγιση με τις ΗΠΑ, μια περίοδο κατά την οποία ο νέος Πρόεδρος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, Σι Ζινπίνγκ, είχε δείξει την πρόθεσή του να επιταχύνει τις διαδικασίες επίλυσης των συνοριακών διαφορών. Η υπογραφή τριών αμυντικών συμφωνιών με τις ΗΠΑ, η ευθυγράμμισή με την αμερικανική πλευρά στο κρίσιμο ζήτημα της ελεύθερης ναυσιπλοΐας στη Νότια Θάλασσα και η μη συμμετοχή στην Πρωτοβουλία “Ζώνη και Οδός” (Belt and Road Initiative, BRI) ανησύχησαν την κινεζική ηγεσία συγκέντρωσαν πολλά σύννεφα στις σχέσεις των δύο χωρών.
Η ελπίδα της κινεζικής πλευράς για αλλαγή ηγεσίας διαψεύστηκαν από την επικράτηση του κυβερνώντος εθνικιστικού κόμματος Μπαρατίγια Τζανάτα (BJP) και τη δεύτερη θητεία Μόντι, γεγονός που έστρεψε το Πεκίνο στην υιοθέτηση εναλλακτικών πολιτικών και μεθόδων ως προς την Ινδία, στο πλαίσιο της οποίας θα πρέπει να ειδωθούν και τα τελευταία γεγονότα.
Αλλά και η επιλογή του Λαντάκ ως κύριου πεδίου αντιπαράθεσης μόνο τυχαία δεν ήταν, καθώς αποτελεί τη μοναδική περιοχή που παρέχει πρόσβαση στο Ακσάι Τσιν μέσω Ινδίας. Η λίμνη Πανγκόνγκ αποτελεί σημείο αφετηρίας για το οδικό δίκτυο που ολοκλήρωσε η Ινδία προ διετίας και διατρέχει τον ποταμό Σιόκ έως τη συμβολή του με τον ποταμό Γκαλουάν, του οποίου η πηγή βρίσκεται στην κινεζική επαρχία της Σιντσιάνγκ. Μέσω της Κοιλάδας της Νούμπρα στην οποία συναντιούνται οι δύο ποταμοί ο δρόμος καθίσταται μια απόλυτα προσβάσιμη διαδρομή μεταξύ της Σιντσιάνγκ και του (διεκδικούμενου από το Πεκίνο) Λαντάκ, το οποίο κηρύχθηκε ομοσπονδιακή επικράτεια τον περασμένο Οκτώβριο. Άξιο αναφοράς είναι πως η συγκεκριμένη τοποθεσία αποτέλεσε το σκηνικό του πολέμου του 1962.
Δέον να σημειωθεί πως αν και μια ακατοίκητη και απομονωμένη περιοχή η (αναγνωρισμένη ως έδαφος της Ινδίας στους ινδικούς χάρτες) περιοχή Ακσάι Τσιν είναι στρατηγικής σημασίας για την Κίνα, καθώς συνδέει τη χώρα με το Πακιστάν μέσω του Αυτοκινητόδρομου Καρακοράμ (ή Αυτοκινητόδρομο Φιλίας Κίνας-Πακιστάν), ο οποίος εκτεινόμενος σε υψόμετρο σε μήκος 1300 χιλιομέτρων και φτάνει σε μέγιστο υψόμετρο 4714 μέτρων.
Και τώρα τι;
Μετά τα περιστατικά σε Πανγκόνγκ και Νάκου Λα, οι τόνοι ανέβηκαν και από τις δύο πλευρές. Η απηχούσα την εθνικιστική γραμμή εντός Κίνας σκληροπυρηνική εφημερίδα Global Times κατηγόρησε την Ινδία για παράνομη κατασκευή αμυντικών εγκαταστάσεων, ενώ λόγος έγινε για σχεδιασμένη κίνηση της ινδικής κυβέρνησης. Σκόπιμα έγινε επίσης αναφορά και στον συσχετισμό δύναμης των δύο πλευρών, με την υπενθύμιση πως σε σχέση με το 1962 και την τότε σύρραξη η Κίνα είναι ισχυρότερη με όρους τόσο οικονομικούς όσο και σε επίπεδο ευνοϊκού διεθνούς περιβάλλοντος.
Από την άλλη πλευρά, τα ινδικά μέσα ενημέρωσης, συμπεριλαμβανόμενων των δημοφιλών India Today και Hindustan Times, αφήνουν να εννοηθεί πως η επιθετικότητα της Κίνας δεν είναι τίποτα παραπάνω από αντιπερισπασμό για τα οξυμένα εσωτερικά προβλήματα που αντιμετωπίζει το κυβερνών κόμμα. Μερίδα ωστόσο του διπλωματικού και στρατιωτικού κόσμου της χώρας υποστηρίζει πως το πολλαπλό μέτωπο δράσης των κινεζικών δυνάμεων συνιστά ποιοτική διαφορά ενόψει του νέου ψυχρού πολέμου μεταξύ Πεκίνου και Ουάσιγκτον, με την στρατιωτική πίεση να λαμβάνει μορφή προειδοποίησης στην περίπτωση εναγκαλισμού με τις ΗΠΑ.
Η σημερινή κόντρα δεν άργησε να μεταφερθεί σε επίπεδο πολιτικής ηγεσίας. Ο Κινέζος Πρόεδρος, Σι Τζινπίνγκ, στο πλαίσιο της ετήσιας σύγκλισης του Εθνικού Λαϊκού Κογκρέσου και σε συνάντηση με εκπροσώπους του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού στις 26 Μαΐου αναφέρθηκε στην ανάγκη “να ενταθεί η πολεμική προετοιμασία”, κίνηση που θεωρήθηκε μήνυμα με παραλήπτη (ανάμεσα σε άλλους) την ινδική πλευρά.
Αλλά και ο Ινδός Πρωθυπουργός, Ναρέντρα Μόντι, είχε σύσκεψη την περασμένη Τρίτη με τον Σύμβουλο Ασφαλείας, Άτζιτ Ντοβάλ, τον επικεφαλή των ενόπλων δυνάμεων, Μπίπιν Ραβάτ, και άλλους αξιωματούχους με θέμα(σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές) “την ικανότητα της Ινδίας να ανταπεξέρχεται σε προκλήσεις εξωτερικής ασφάλειας”.
Όμως παρά την πρόσφατη κλιμάκωση κατά μήκος της Γραμμής Πραγματικού Ελέγχου που λειτουργεί διαχωριστικά για την επικράτεια των δύο χωρών και την ανάπτυξη χιλιάδων στρατιωτών και στρατιωτικού εξοπλισμού εκατέρωθεν των συνόρων και από τις δύο πλευρές το σενάριο μιας απρόβλεπτης κλιμάκωσης συγκεντρώνει λίγες πιθανότητες. Χαρακτηριστική είναι η άρνηση και των δύο εμπλεκόμενων πλευρών στην πρόταση του Αμερικανού προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ για διαμεσολάβηση στη διένεξη. Τόσο ο εκπρόσωπος του Υπουργείου Εξωτερικών της Κίνας, Ζάο Λιτζιάν, όσο και ο ομόλογος του, Ανουράγκ Σριβαστάβα, δήλωσαν πως Ινδία και Kίνα εργάζονται από κοινού και ειρηνικά για την επίλυση του προβλήματος, αξιοποιώντας τους υπάρχοντες μηχανισμούς επίλυσης και τα υφιστάμενα κανάλια επικοινωνίας. Στον ίδιο τόνο κινήθηκε και ο Υπουργός Άμυνας, Ρεν Γκουοτσιάνγκ, ο οποίος επανέλαβε την δέσμευση των κινεζικών στρατευμάτων στη διατήρηση της ειρήνης.
Αυτή η πρόθεση να διατηρηθεί σε διμερές επίπεδο η διαμάχη, περιγράφει αφενός τον υφιστάμενο συσχετισμό δύναμης και αφετέρου τις επιλογές αμφότερων των δρώντων. Για την κυβέρνηση του Ναρέντρα Μόντι η υψηλή εξάρτηση της ινδικής οικονομίας (το εμπορικό έλλειμμα προς την Κίνα ανέρχεται στα 53 δισεκατομμύρια δολάρια) είναι μια σημαντική παράμετρος που θα πρέπει να υπολογιστεί. Και παρά το ότι η Ινδία δεν βρίσκεται στην κατάσταση του 1962 από σκοπιά οικονομικής ή στρατιωτικής δύναμης, το ίδιο σε (πολύ) μεγαλύτερο βαθμό ισχύει για την Κίνα. Δεδομένης επιπλέον της μακρόχρονης παράδοσης ανεξαρτησίας της ινδικής εξωτερικής πολιτικής (ιδρυτικού μέλους του Κινήματος των Αδεσμεύτων) να αποφεύγει τις στενές συμμαχίες με οποιαδήποτε παγκόσμια δύναμη, το Νέο Δελχί αναμένεται να ακολουθήσει στο τέλος της ημέρας την γνώριμη τακτική των ίσων αποστάσεων στην σύγκρουση Ουάσιγκτον και Πεκίνου.
Η κρισιακή συνθήκη της πανδημίας του κορονοϊού είναι ακόμη ένας ανασταλτικός παράγοντας που επηρεάζει τις προτεραιότητες και της Κίνας που καλείται να ανταπεξέλθει σε ένα νέο περιβάλλον πολλαπλών προκλήσεων (Χονγκ-Κονγκ, Ταϊβάν, οικονομική ύφεση, διαρκής όξυνση των σχέσεων με ΗΠΑ) εντός του οποίου δεν περιλαμβάνεται η σύγκρουση με τον γειτονικό “γίγαντα” και τρίτο μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο.
Υπό αυτή την έννοια, η αύξηση της έντασης από κινεζικής μεριάς παίρνει μάλλον διάθεση “σωφρονισμού” παρά ουσιαστικής απειλής προς την Ινδία.
Μένει να δούμε αν η συνοριακή διαμάχη θα υπερβεί χρονικά εκείνη του 2017 ή θα εξελιχθεί σε κάτι σοβαρότερο. Κατά παράδοξο τρόπο όμως το πιθανότερο είναι πως μεσοπρόθεσμα θα “σπρώξει” την ινδική τίγρη μακριά από την αντιπαράθεση με τον κινεζικό δράκο, επαναφέροντάς την στην συνηθισμένη ουδετερότητα. Για πιο μακροπρόθεσμους σχεδιασμούς, ελέω και των ψυχροπολεμικών συνειρμών υπάρχει η ρήση του Μαρκ Τουέιν πως “η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται, κάνει όμως ομοιοκαταληξίες”.