Μετά την κρίση με τις απελάσεις Ρώσων διπλωματών το 2018, που προκάλεσε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και ο τότε υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς σε μια περίοδο αμερικανικών πιέσεων ώστε να περάσει χωρίς πολλές αντιδράσεις η Συμφωνία των Πρεσπών και “να εκδιωχθεί η Ρωσία από τα Βαλκάνια”, η Eλλάδα εμφανίζεται σπάνια σε πολιτικές αναλύσεις στη Ρωσία. Με εξαίρεση, ίσως, δύο επίσης αρνητικές ιστορίες αντιπαράθεσης με τη ρωσική διπλωματία, όταν η Μόσχα ζήτησε να μην εκδώσουμε τον Mr Bitcoin σε άλλη χώρα πλην της πατρίδας του (τον στείλαμε κρυφίως στη Γαλλία) και να μην υποστηρίξουμε ένα βεβιασμένο και αμφιλεγόμενο αυτοκέφαλο, που αποφάσισε να χορηγήσει το Οικουμενικό Πατριαρχείο σε μια νέα, μη κανονική “Εκκλησία” στην Ουκρανία.
Παρότι στη δεύτερη περίπτωση το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών προσπάθησε να “κρυφτεί” πίσω από το αυτοτελές της Εκκλησίας, δύσκολα μπορεί να γίνει πειστικό, όταν είναι προφανές ότι τίποτε σχετικό δεν θα είχε αποφασιστεί, αν η ελληνική διπλωματία ήταν κατηγορηματικά αντίθετη. Πολύ περισσότερο, που η Μόσχα γνωρίζει ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο στηρίζεται παντοιοτρόπως από την Ελλάδα, όπως και ότι ο κατεξοχήν ενδιαφερόμενος για το “αυτοκέφαλο”, που έως και τώρα δεν αναγνωρίζει η πλειονότητα των τοπικών ορθόδοξων Εκκλησιών, πλην Αθήνας και Αλεξάνδρειας, ήταν η αμερικανική Πρεσβεία και προσωπικά ο κ. Πάιατ, ο οποίος ολοκληρώνει κατ’ αυτόν τον τρόπο το project “εμβάθυνση της ρήξης Ουκρανίας – Ρωσίας και Ρωσίας – παγκόσμιας Ορθοδοξίας”.
Για τους παραπάνω λόγους έχει ιδιαίτερη σημασία ότι το κρατικό πρακτορείο ειδήσεων ΡΙΑ-Νόβοστι αφιερώνει στο ενδεχόμενο μιας σύγκρουσης Ελλάδας-Τουρκίας μια από τις κεντρικές αναλύσεις του με την υπογραφή της Ιρίνα Άλξνις και τον χαρακτηριστικό τίτλο “Ελλάδα εναντίον Τουρκίας: η Ουάσιγκτον θα βοηθήσει άραγε την Αθήνα;”. Η σχολιαστής επικρίνει την Αθήνα για τη “σκληρή φιλοαμερικανική τροχιά”, την οποία έχει επιλέξει τα τελευταία χρόνια, καταστρέφοντας την παραδοσιακή ειδική σχέση, που είχε με τη Ρωσία, ακόμη και ως μόνιμο μέλος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ και εκφράζει την έκπληξή της για το τι μπορεί να ελπίζει η ελληνική ηγεσία ποντάροντας όλα της τα χαρτιά σ’ έναν υπό εξασθένηση ηγεμόνα (ΗΠΑ). Επειδή οι ελληνικές κυβερνήσεις των τελευταίων ετών φαίνεται πως καταστρέφουν συστηματικά τις ελληνορωσικές σχέσεις την ίδια ώρα, που διακηρύσσουν στεντόρεια ότι τις αποκαθιστούν (κάτι σαν τις αμερικανικές βάσεις, που φεύγουν, αλλά εντέλει μένουν), θα άξιζε να δούμε πώς μας βλέπουν οι άλλοι, στην περίπτωσή μας φωνές πολύ κοντά στη ρωσική πολιτική και διπλωματική ηγεσία, η οποία δυστυχώς – και με ελληνική ευθύνη – έχει σχεδόν ως αποκλειστικό συνομιλητή για τα θέματά μας, την Τουρκία. Γι’ αυτό και παραθέτουμε όλο το άρθρο, όσο κι αν κάποιες εκφράσεις του μπορεί να μας ακούγονται ενοχλητικές:
“Ο πρεσβευτής της Τουρκίας στην Αθήνα Μπουράκ Οζούγκεργκιν διαβεβαίωσε ότι η χώρα του θέλει σχέσεις καλής γειτονίας με την Ελλάδα, ότι επανειλημμένως πρότεινε να συζητηθούν τα αμφιλεγόμενα ζητήματα, συμπεριλαμβανομένης της οριοθέτησης των θαλάσσιων ζωνών και είναι όπως και πριν διατεθειμένη για διάλογο. Το σχόλιο του διπλωμάτη ήταν απάντηση σε σειρά ακραία έντονων δηλώσεων Ελλήνων και Κυπρίων κυβερνητικών παραγόντων τις τελευταίες ημέρες.
Ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκος Αναστασιάδης δήλωσε ότι η Τουρκία πρέπει εξαιτίας της επιθετικής της πολιτικής να χάσει το καθεστώς της υποψήφιας χώρας για ένταξη στην ΕΕ.
Είναι δύσκολο να πούμε τι είναι πιο κωμικό για την Άγκυρα, η οποία για δεκαετίες κάθεται στον προθάλαμο της ΕΕ: η συγκεκριμένη απειλή ή η πρόσφατη προειδοποίηση του υπουργού Άμυνας της Ελλάδας περί ετοιμότητάς της για μια πολεμική σύγκρουση με τους Τούρκους.
Με τη σειρά τους οι Έλληνες και οι Κύπριοι έχουν σοβαρούς λόγους να ανησυχούν: η Τουρκία συνεχίζει γεωλογικές έρευνες για κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου στην Ανατολική Μεσόγειο, θίγοντας τα συμφέροντα της Αθήνας και της Λευκωσίας. Στα τέλη του 2019 η ΕΕ υπέβαλε μάλιστα κυρώσεις, η αλήθεια είναι καθόλου αυστηρές, για τη διεξαγωγή γεωτρήσεων στην ΑΟΖ της Κύπρου.
Αυτή τη φορά το σκάνδαλο ξέσπασε με τη δημοσίευση αιτήσεων της κρατικής εταιρείας πετρελαίου της Τουρκίας για έκδοση αδειών για διεξαγωγή ερευνών κοντά σε ελληνικά νησιά. Η Αθήνα κατηγόρησε την Άγκυρα για γεωλογικές έρευνες στην υφαλοκρηπίδα της και για προσπάθεια ‘σφετερισμού των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδος’.
Και παρόλο που στα λόγια οι ελληνικές Αρχές απευθύνονται για στήριξη στην Ευρώπη, οι μεγάλες τους ελπίδες για ευνοϊκή επίλυση του προβλήματος συνδέονται αναμφίβολα με τις ΗΠΑ. Ειδικότερα, η δήλωση του υπουργού Άμυνας αποτελεί προσπάθεια να προσελκύσει την προσοχή του ανώτερου εταίρου του ΝΑΤΟ στην κατάσταση που έχει διαμορφωθεί.
Οι εμπειρογνώμονες εκτιμούν ότι οι πιθανότητες να φτάσει μια ελληνο-τουρκική αντιπαράθεση σε θερμή φάση είναι εξαιρετικά μικρές. Και αυτό δεν οφείλεται μόνο στο ότι μια πολεμική σύγκρουση μεταξύ μελών του Βορειοανατολικού Συμφώνου είναι ανεπίτρεπτη. Στο κάτω κάτω αυτό καθόλου δεν βοήθησε το 1974 στην Κύπρο. Ακόμη και σήμερα τα συνοριακά επεισόδια στον αέρα και τη θάλασσα είναι συνηθισμένη υπόθεση μεταξύ των δύο χωρών.
Είναι επίσης σημαντικό ότι η Ελλάδα πρακτικά δεν έχει πιθανότητες εναντίον της Τουρκίας, οι ένοπλες δυνάμεις της οποίας βρίσκονται στην πρώτη δεκάδα των πιο ισχυρών στρατών του κόσμου και μάλιστα μονίμως συμμετέχουν στις πιο ποικίλες πολεμικές επιχειρήσεις. Οι Έλληνες, όμως, έχουν καιρό να πολεμήσουν και αντικειμενικά είναι πιο αδύναμοι από τους Τούρκους από στρατιωτική άποψη.
Γι’ αυτό είναι απόλυτα κατανοητές οι ελπίδες που τρέφουν για βοήθεια από τις ΗΠΑ, οι οποίες θα πρέπει να βάλουν στη θέση του τον εκρηκτικό Ερντογάν.
Το πρόβλημα είναι ότι για τις ΗΠΑ αυτή η ιστορία είναι επίσης εξαιρετικά άβολη και απειλεί να επιφέρει νέες απώλειες, παρά οφέλη.
Έχουν προ πολλού περάσει οι καιροί που η Ουάσιγκτον είχε τη δυνατότητα να πετύχει εύκολα από την Άγκυρα το απαιτούμενο βήμα ή απόφαση, διατάζοντας, παζαρεύοντας ή απλώς χτυπώντας το χέρι στο τραπέζι. Οι τουρκικές Αρχές επανειλημμένως επέδειξαν όχι απλώς κραυγαλέα περιφρόνηση στις εντολές, που ήρθαν από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, αλλά και ετοιμότητα να προκαλέσουν τις ΗΠΑ. Η αγορά των ρωσικών αντιαεροπορικών συστημάτων S-400, παρά τις τεράστιες προσπάθειες των Αμερικανών να ακυρώσουν τη συμφωνία, κάθε άλλο παρά είναι η μόνη απόδειξη για αυτό.
Η σύγχρονη Τουρκία διακρίνεται συνολικά για τη φανερά ανεξάρτητη στάση της και τη φιλοδοξία της, που κατά καιρούς μετατρέπεται σε τυχοδιωκτισμό: πολεμικές επιχειρήσεις στη Συρία και στη Λιβύη, χρησιμοποίηση των μεταναστών ως μοχλό πίεσης στην Ευρώπη, ενεργή και συχνά άκομψη διεκδίκηση ηγεμονίας στη Μέση Ανατολή και τώρα να και οι γεωλογικές έρευνες για πλουτοπαραγωγικές πηγές με ξεκάθαρη πρόκληση των γειτόνων.
Ωστόσο, δεν προχωρούν πάντα όλα για την Άγκυρα ομαλά και κατά το σχέδιό της. Δεν είναι λίγα τα προβλήματα, οι αποτυχίες και η ανάγκη για υποχωρήσεις, εκεί που απλώς θα ήθελε να υπαγορεύσει τη θέλησή της. Είναι αρκετό να θυμηθούμε τα πρόσφατα ξεκαθαρίσματα με τη Ρωσία λόγω του Ιντλίμπ. Παρ’ όλ’ αυτά ο Ερντογάν επιδιώκει να αξιοποιήσει στο μέγιστο βαθμό τη μεγάλη γεωπολιτική ανακατανομή, που εξελίσσεται στον κόσμο, για να αυξήσει την κρατική του ισχύ και την επιρροή της χώρας του. Και η αποφυγή οποιουδήποτε υπονοούμενου παραπέμπει σε σχέσεις υποταγής στις ΗΠΑ είναι το πρώτο του μέλημα.
Επομένως ο εξαναγκασμός της τουρκικής ηγεσίας να υποχωρήσει από τους στόχους που έχει θέσει στην Ανατολική Μεσόγειο, μπορεί να καταστεί για τους Αμερικανούς μια καθόλου απλή υπόθεση. Και λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ΗΠΑ είναι αναγκασμένες παράλληλα να λύνουν πολλά άλλα δυσχερέστατα προβλήματα (και μάλιστα όχι μόνο εξωτερικής, αλλά και εσωτερικής πολιτικής), οι ελπίδες των Ελλήνων στην ενεργή και αποτελεσματική τους βοήθεια, μπορεί και να αποδειχθούν εντελώς μάταιες.
Αυτό, εννοείται, θα καταστεί ένα ακόμη χτύπημα για την εικόνα της Ουάσιγκτον ως μεγάλης δύναμης, όχι όμως και τόσο μοιραίο μέσα στο γενικό πλαίσιο των εξελίξεων, που διαδραματίζονται.
Το πλέον δυσάρεστο περιμένει κυρίως την Αθήνα.
Τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα άλλαξε την ειδική της τοποθέτηση, σύμφωνα με την οποία, η συμμετοχή της στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ συμπληρωνόταν από παραδοσιακά καλές σχέσεις με τη Ρωσία. Η ηγεσία της χώρας υιοθέτησε μια σκληρή φιλοαμερικανική τροχιά (ακόμη και σε βάρος των σχέσεων με την Ευρώπη) και προχώρησε σε αντιπαράθεση με τη Ρωσία. Επομένως τώρα πραγματική βοήθεια, και όχι τυπικά λόγια στήριξης, δεν έχει να περιμένει η Αθήνα από πουθενά στην αντίθεσή της με την Τουρκία.
Η περίεργη επιλογή της ελληνικής κυβέρνησης να ποντάρει χωρίς εναλλακτικές σε έναν ηγεμόνα, που φανερά αποδυναμώνεται σε μια περίοδο μεγάλης κλίμακας αλλαγών παγκοσμίως, μοιάζει ότι θα αποδειχθεί ριψοκίνδυνη και εν δυνάμει αποτυχημένη πολύ περισσότερο από τον κρατικό τυχοδιωκτισμό του Ερντογάν”.