Ένας αντισυμβατικός, παθιασμένος ποδοσφαιράνθρωπος. Αυτό ήταν ο Νίκος Αλέφαντος κι όλα τα υπόλοιπα είναι παραφιλολογία που θολώνει τον μύθο του. Γιατί ο Αλέφαντος είναι μύθος και ως τέτοιος θα κοσμεί πλέον τα βιβλία της ιστορίας.
Ξέρεις γιατί; Επειδή ο Αλέφαντος «έζησε με το σπαθί και πέθανε με το σπαθί». Από το 1952, όταν 13χρονο παιδάκι ακόμα πήγε στα τσικό του Αστέρα Εξαρχείων μέχρι το 2020, όταν επαναλάμβανε τον παλιό του εαυτό στην τηλεόραση, τα στερνά του τιμούσαν τα πρώτα. Γιατί ο Αλέφαντος είχε ένα πρόσωπο για όλους. Το ίδιο ακριβώς θα μιλούσε στον Κόκκαλη ή σε έναν τυχαίο περαστικό στον δρόμο. Γιατί δεν είχε άλλον τρόπο παρά να μιλήσει για μπάλα, με τον τρόπο που αυτός την καταλάβαινε. Γιατί ο Αλέφαντος κοιμόταν, ξυπνούσε, έτρωγε και έπινε μπάλα. Όχι δήθεν, τάχα μου, αλλά πραγματικά. Κι όταν λέμε «μπάλα» μιλάμε για την ουσία του αθλήματος, που ουδεμία σχέση έχει με τις τωρινές κουβέντες γι’ αυτό και τη μορφή του «σύγχρονου ποδοσφαίρου».
Ο επαγγελματικός βίος και η δημόσια παρουσία του Νίκου Αλέφαντου έμοιαζε λίγο με αυτόν του κινηματογραφικού Νίκου Ξανθόπουλου. Τίμιος μα άτυχος, δουλευταράς και ταπεινός, αλλά πάντα καταφρονεμένος. Μια ζωή δίπλα στην πηγή, αλλά ποτέ δεν ξεδίψασε με το νερό της. Ένα Πρωτάθλημα. Αυτό ζητούσε, αυτό έψαχνε, αυτό θα τον ολοκλήρωνε. Όχι τα λεφτά, ούτε η δόξα και η καταξίωση. Ένα Πρωτάθλημα. Έφτασε πολύ κοντά, αλλά φευ! Η Μοίρα τα ‘χε γραμμένα αλλιώς.
Ακόμα κι έτσι, ο Αλέφαντος έγινε τραγούδι, έγινε σύνθημα, είναι αναπόσπαστο κομμάτι της λαογραφίας του ελληνικού ποδοσφάιρου. Μπορεί η αισθητική και η γλώσσα του να παρέμειναν ρετρό μέσα στα χρόνια, η ουσία -όμως- του λόγου του ήταν η αέναη προσπάθεια για ποδοσφαιρική εξέλιξη, είτε είχε ομάδα ή όχι, ένα δονκιχωτικό κυνήγι ανεμόμυλων που καμιά φορά γινόταν πραγματικότητα, ειδικά τις τρεις φορές που ένιωσε βασιλιάς του κόσμου καθήμενος στον πάγκο του Ολυμπιακού.
Ο Νίκος Αλέφαντος ήταν άνθρωπος παλιάς κοπής. Πολύ παλιάς για κάποιους, που τον έβλεπαν ως εξωτικό, γραφικό είδος. Ωστόσο, ακόμα κι η γραφικότητα του Αλέφαντου είχε πάντα κάτι αθώο, κάτι αγνό κι ειλικρινές, μια αφετηρία παιδικού εγωισμού που την έκανε χαριτωμένη. Ασταμάτητος στην κουβέντα, δεινός ποδοσφαιρικός ρήτορας και αναλυτής συστημάτων, άπιαστος στη θεωρία αλλά τρωτός στην πράξη. Πέρα από την εκρηκτική του προσωπικότητα, μας αφήνει γνωσσικό κληροδότημα λεξιπλασίες όπως «μαντουμαδόρος», «γκαζοζέν», «μισοπλέμονος» και τόσες άλλες, που πλέον έχουν περάσει στην καθομιλουμένη και αποτελούν γλωσσικό κτήμα πολλών γενεών.
Η στιγμή που ίσως συνοψίζει την περσόνα «Νίκος Αλέφαντος» ήταν αυτή στο αεροδρόμιο της Φρανκφούρτης, τον Μάιο του 2004. Έχω μόλις προσγειωθεί στο αεροδρόμιο, με σκοπό να καλύψω την επόμενη μέρα τον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ Πόρτο-Μονακό, για λογαριασμό της ΕΡΑ Σπορ. Καθώς περιμένω τη βαλίτσα μου, τον βλέπω να βγαίνει από την αίθουσα αφίξεων. Φορούσε το γνωστό κοντομάνικο κι ένα παντελόνι. Απολύτως φυσικά, σκύβει και βγάζει από την κάλτσα το διαβατήριό του, που είχε μέσα και το εισιτήριο του αγώνα. Τσεκάρει ότι όλα είναι ok και καθώς σηκώνεται, το βλέμμα του διασταυρώνεται με το δικό μου. «Μπαλίτσα ήρθαμε να δούμε», μου λέει χαμογελώντας. Καλά τα λες κυρ-Νίκο, «μπαλίτσα»…