Η διαρκώς επιδεινούμενη σχέση μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας έχει εξελιχθεί στο μεγάλο γεωπολιτικό ερώτημα του νέου αιώνα πολύ πριν τον εμπορικό “πόλεμο” και την υφιστάμενη πανδημική κρίση. Ήδη από τα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας ο παραλληλισμός από τη μια πλευρά της κατάρρευσης της Lehman Brothers και της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης που ακολούθησε με την επιτυχημένη διοργάνωση από την άλλη πλευρά των Ολυμπιακών Αγώνων του Πεκίνου και τον κομβικό ρόλο της κινεζικής οικονομίας στην επανάκαμψη της διεθνούς οικονομίας θεωρήθηκε προφητικός των μελλοντικών τάσεων. Πλέον της μιας δεκαετίας εξάλλου μαίνεται μια διαμάχη εντός του ακαδημαϊκού και δημοσιογραφικού κόσμου για το αν η Κίνα αποτελεί όντως απειλή για τις ΗΠΑ και αν η απευκταία με οικονομικούς και στρατιωτικούς όρους σύγκρουση είναι προδιαγεγραμμένη, με αρκετούς να καταδεικνύουν το αδιέξοδο της μη συνεννόησης, αναλυτές παγκόσμια εμβέλειας όπως ο Γκράχαμ Άλισον και Τζον Μιρσχάιμερνα δίνουν μια ντετερμινιστική διάσταση στον ανταγωνισμό των δύο χωρών, ορισμένους να μιλούν για προβάδισμα της Κίνας, ενώ άλλοι να εμφανίζονται πιο πιο συγκρατημένοι.
Η διεύρυνση της οικονομικής παρουσίας του Πεκίνου στην αμερικανική οικονομία και οι πρωτοβουλίες τύπου ΤPP (Trans-Pacific Partnership) της Ουάσιγκτον στο πλαίσιο της πολιτικής ενδυνάμωσης των εμπορικών και στρατιωτικών συμμαχιών και με απώτερο στόχο τον περιορισμό της κινεζικής επιρροής (το διαβόητο Pivot to Asia) φαινόταν πως επιβεβαίωναν μια προδιαγεγραμμένη πορεία έντασης στο μέτωπο του Ειρηνικού. Η ανάδειξη του Σι Τζινπίνγκ στην ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας και οι φιλόδοξοι στόχοι που έθετε για την Κίνα του μέλλοντος όπως συνοψίζονταν στη φράση“το Κινεζικό Όνειρο” ήταν μια πρώτη προειδοποίηση για την αυτοπεποίθηση, η οποία χαρακτήριζε πια το Πεκίνο. Η εκλογή όμως του Ντόναλντ Τραμπ στην Προεδρία της μέχρι τούδε μοναδικής υπερδύναμης ήρθε να επιταχύνει απότομα τις εξελίξεις.
Σήμερα, με τις σχέσεις των δύο χωρών να έχουν μπεί σε περίοδο μεγάλης κρίσης η συζήτηση γύρω από το αν βιώνουμε έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο με πρωταγωνιστές τις δύο χώρες μοιάζει πλέον παρωχημένη. Το πιστοποιούν άλλωστε και μια σειρά από διαδοχικές ενέργειες εκατέρωθεν του Ειρηνικού, σε περισσότερα του ενός μέτωπα και σε ευρύ γεωγραφικό εύρος, με την τεχνολογική καινοτομία να διαπλέκεται με την ασφάλεια και το εμπόριο με την γεωπολιτική.
Στις ΗΠΑ, η απόφαση της αμερικανικής Γερουσίας να αυστηροποιήσει το νομικό πλαίσιο για το καθεστώς των εισηγμένων στο Χρηματιστήριο ξένων εταιρειών, με τις τελευταίες να καλούνται να αποδείξουν πως δεν ελέγχονται από ξένες κυβερνήσεις, αν και δεν κάνει ιδιαίτερη μνεία σε καμία χώρα συγκεκριμένα “φωτογραφίζει” τις κινεζικές επιχειρήσεις. Οι δηλώσεις μάλιστα Γερουσιαστών, όπως του εισηγητή του νομοσχεδίου Ρεπουμπλικάνου Γερουσιαστή της Λουιζιάνα και μέλους της Επιτροπής του νομοθετικού σώματος, Τζον Κένεντι, περί κινεζικών εταιρειών που εκμεταλλεύονται τους σκληρά εργαζόμενους Αμερικανούς δεν αφήνουν περιθώριο παρεξήγησης. Λίγες μέρες πριν είχαν προηγηθεί ισχυρές πιέσεις του Προέδρου Τραμπ και του Υπουργού Εργασίας Γιουτζίν Σκαλία στο Ομοσπονδιακό Συνταξιοδοτικό Επενδυτικό Συμβούλιο (Federal Retirement Thrift Investment Board), ένα από τα πλουσιότερα συνταξιοδοτικά ταμεία το οποίο διαχειρίζεται αποταμιεύσεις ομοσπονδιακών υπαλλήλων, να ακυρώσει προγραμματισμένες επενδύσεις σε εταιρείες κινεζικών συμφερόντων.
Οι δύο χώρες αντάλλαξαν πυρά και για ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, με την Κίνα μέσω της εκπροσώπου Τύπου του Υπουργείου Εξωτερικών και του κρατικού ειδησεογραφικού πρακτορείου Xinhua να καταγγέλλει τις ΗΠΑ για δύο μέτρα και δύο σταθμά, αναφερόμενη στην καταστολή διαδηλωτών που ακολούθησαν τη δολοφονία του Αφροαμερικανού Τζορτζ Φλόιντ. Η σκληρή γλώσσα θεωρήθηκε απάντηση στις κυρώσεις που επιβλήθηκαν από το αμερικανικό Κογκρέσο σε Κινέζους αξιωματούχους για την καταπίεση των μουσουλμάνων Ουιγούρων.
Και ασφαλώς υπάρχει και το μέτωπο των ασύρματων δικτύων τύπου 5G. Η καταφυγή της αμερικανικής ηγεσίας, μετά από μια διετία εκστρατεία παρεμπόδισης της κινεζικής Huawei, στην λεγόμενη “πυρηνική επιλογή” της απαγόρευσης προμήθειας του κινεζικού κολοσσού με υπολογιστικά τσιπ που εμπεριέχουν συστατικά κατασκευασμένα στις ΗΠΑ, αποκλείοντας έτσι τις εδρεύουσες στην Σίλικον Βάλεϊ LAM και Applied Materials, ενώ αναφέρθηκε ανοικτή η πιθανότητα να επεκταθούν οι κυρώσεις και στην ταϊβανέζικη TSMC, καθιστώντας προφητικά τα προ έτους λόγια του Προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, πως “ο αγώνας για τα δίκτυα 5G είναι ένας αγώνας που η Αμερική πρέπει να νικήσει και θα νικήσει”. Και ενώ Ρεπουμπλικάνοι βουλευτές ετοιμάζουν νομοσχέδιο που θα επιβάλλει κυρώσεις σε ολόκληρο το Πολιτμπιρό της Κίνας, τον δρόμο της Ουάσιγκτον δεν άργησαν να πάρουν οι σύμμαχοί της.
Την απόφαση του Βρετανού Πρωθυπουργού Μπόρις Τζόνσον (κατόπιν ασφυκτικής πίεσης μερίδας βουλευτών του Συντηρητικού Κόμματος) για σταδιακή μείωση της πρόσβασης της Huawei στην βρετανική αγορά σε μηδενικό βαθμό ως το 2023, ακολούθησε το Ισραήλ, όπου πληροφορίες αναφέρουν πως κινεζική εταιρεία έμεινε εκτός του διαγωνισμού για την ανάπτυξη του δικτύου στο εβραϊκό κράτος κατόπιν εισηγήσεως του Υπουργείου Άμυνας. Ή ακριβέστερα, ενός ακόμη διαγωνισμού, αφού είχε προηγηθεί η προτίμηση της ισραηλινής IDE Technologies έναντι της εδρεύουσας στο Χονγκ-Κονγκ Hutchison Water για το νέο εργοστάσιο αφαλάτωσης Sorek 2, ένα επενδυτικό πρόγραμμα ύψους 1,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Στον Καναδά, δύο μεγάλες εταιρίες τηλεπικοινωνιών προτίμησαν Ευρωπαίους προμηθευτές όσο ο πρωθυπουργός της χώρας δέχεται εισηγήσεις από στρατιωτικούς κύκλους σχετικά με την ανάγκη η Huawei να μην έχει ρόλο στα δίκτυα 5G για λόγους εθνικής ασφάλειας. Και φυσικά, μαίνεται η κόντρα μεταξύ καναδικής και κινεζικής κυβέρνησης για την τύχη της Μενγκ Ουάνγκζου, οικονομικής διευθύντριας της εταιρίας, η οποία συνελήφθη τον Δεκέμβριο του 2018 κατόπιν αιτήματος της Ουάσινγκτον που την κατηγορεί για τραπεζική απάτη και προσπάθεια παράκαμψης των αμερικανικών κυρώσεων εναντίον του Ιράν και η οποία προσπαθεί να επιτύχει τη μη έκδοσή της στις ΗΠΑ. Η πρόσφατη απόφαση δικαστηρίου της Βρετανικής Κολούμπια σχετικά με την εκπλήρωση του κριτηρίου του διττού αξιόποινου άνοιξε τον δρόμο για την ακρόαση έκδοσης με την τελική απόφαση να αναμένεται στα τέλη του ερχόμενου φθινοπώρου. Δεν έμεινε αναπάντητη όμως, με την κινεζική δικαιοσύνη να αποδίδει λίγες μέρες αργότερα κατηγορίες κατασκοπείας σε δύο Καναδούς πολίτες που συνελήφθησαν με διαφορά λίγων ημερών από την Ουάνγκζου και έκτοτε παραμένουν στη φυλακή.
Στην Αυστραλία, η πρωτοβουλία του Πεκίνου στις αρχές Μαΐου για απαγόρευση εισαγωγής κόκκινου κρέατος από τέσσερα αυστραλιανά σφαγεία που αντιπροσωπεύουν το 35% των εξαγωγών της Αυστραλίας προς την Κίνα και για την οποία είχε εμμέσως προειδοποιήσει ο Κινέζος πρέσβης στην Καμπέρα, Τσενγκ Ζινγκγιέ, θεωρήθηκε απάντηση στην τοποθέτηση του Αυστραλού πρωθυπουργού Τομ Μόρισον για την ανάγκη διεξαγωγής έρευνας σχετικά με την προέλευση του κορονοϊού στον αρχικό τόπο εμφάνισης του (δηλαδή την πόλη Βουχάν). Και αν ο Μόρισον αναφερόμενος στην πρόσφατη κυβερνοεπίθεση έκανε λόγο για εκλεπτυσμένου χαρακτήρα ενέργεια κρατικής προέλευσης, ειδικοί στον χώρο της κυβερνοασφάλειας περιορίζουν τον κύκλο των υπόπτων σε Ρωσία, Βόρεια Κορέα και Κίνα, με την τελευταία να έχει το ισχυρότερο κίνητρο.
Τα πράγματα δεν είναι εύκολα ούτε για αμερικανικές επιχειρήσεις του διαμετρήματος της Zoom, η οποία προσπαθώντας να ικανοποιήσει Πεκίνο και Ουάσιγκτον αντιμετωπίζει την δυσμένεια αμφότερων των πλευρών. Συγκεκριμένα, ενώ η εταιρία πειθάρχησε στην απαίτηση της κινεζικής κυβέρνησης για απαγόρευση διαδικτυακών συναντήσεων αντιφρονούντων με βάση τις ΗΠΑ και το Χονγκ-Κονγκ, αντιμετώπισε την μήνιν Αμερικάνων γερουσιαστών και καθηγητών που χρησιμοποιούν το Zoom για εξ αποστάσεως μαθήματα και φοβούνται για τυχόν διώξεις φοιτητών τους που βρίσκονται στην Κίνα.
Ο ανταγωνισμός δεν περιορίζεται μόνον στην οικονομική σκακιέρα, αλλά αποκτά σαφέστερη γεωπολιτική διάσταση στην περίπτωση των γειτόνων του Πεκίνου. Μόνο εντός του πλαισίου των πρόσφατων εξελίξεων μπορεί άλλωστε να ερμηνευθεί η σφοδρή αντιπαράθεση Κίνας και Ινδίας στα σύνορα των Ιμαλαΐων. Η σύγκρουση, που έχει στοιχίσει ως τώρα τη ζωή 20 Ινδών στρατιωτών, δεν αποτελεί παρά μια προειδοποιητική βολή του Πεκίνου προς τον γειτονικό “γίγαντα”, ο οποίος τα τελευταία χρόνια προσεγγίζει όλο και περισσότερο τις ΗΠΑ. Αν όμως η ασυμμετρία ισχύος και η μεγάλη παρουσία κινεζικών επενδύσεων στην ινδική αγορά κάνει το Νέο Δελχί σκεπτικό ως προς το το είδος των αντιποίνων που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν, τα όσα συμβαίνουν στα ινδοκινεζικά σύνορα γεμίζουν με φόβο τους ήδη ανήσυχους γείτονες της Κίνας στην Νότια Κινεζική Θάλασσα.
Το Βιετνάμ, ο μεγάλος ωφελημένος του εμπορικού πολέμου Κίνας-ΗΠΑ, έχει ανεπίλυτες διαφορές με την Κίνα για την κυριότητα του νησιωτικού συμπλέγματος Παρασέλ, διαφορές που συναντιούνται με τα συμφέροντα των Φιλιππίνων στην ίδια θαλάσσια περιοχή και την απογοήτευση του Φιλιππινέζου Προέδρου, Ροντρίγκο Ντουτέρτε. Ο τελευταίος δεν βλέπει καμία ανταμοιβή από το Πεκίνο για την ακολουθούμενη από μεριάς του πολιτική μερικής αποδέσμευσης από την μακροχρόνια σχέση εξάρτησης της χώρας από τις ΗΠΑ και η αναβολή του τερματισμού της Συμφωνίας Φιλοξενούμενων Δυνάμεων (γνωστής με το ακρωνύμιο VFA) που ρυθμίζει το νομικό πλαίσιο της παρουσίας του αμερικανικού στρατού στη χώρα δεν είναι τυχαίο πως καλωσορίστηκε από την αμερικανική πρεσβεία. Επιπλέον, η συμπαράταξη της Μανίλα με το Ανόι στις πρόσφατες παρενοχλήσεις της κινεζικής ακτοφυλακής σε βιετναμέζικα αλιευτικά πρέπει να εκληφθεί ως κάτι παραπάνω από μια προσπάθεια να “βγει η υποχρέωση” για την διάσωση το περσινό καλοκαίρι Φιλιππινέζων ψαράδων από βιετναμέζικο αλιευτικό σε παρόμοιο περιστατικό.
Στους δυσαρεστημένους ανήκει και η Ινδονησία, με την Υπουργό Εξωτερικών, Ρέτνο Μαρσούντι, να δηλώνει στις αρχές Ιουνίου πως οι διεκδικήσεις της Κίνας στη Νότια Κινεζική Θάλασσα επηρεάζουν αρνητικά την ινδονησιακή ΑΟΖ. Δεν πρέπει επίσης να λησμονείται η επί σειρά ετών σθεναρή αντίσταση της τοπικής κοινωνίας στην πολιτεία Κάτσιν της Μυανμάρ στα σχέδια της Κίνας για την κατασκευή υδροηλεκτρικού φράγματος, που δημιουργεί εντάσεις στις σχέσεις των δύο κρατών, συντελώντας στην άνοδο του αντικινεζικού αισθήματος.
Όσο το Πεκίνο κάνει περισσότερους εχθρούς παρά φίλους, Ταϊβάν και Ιαπωνία προσεγγίζουν η μια την άλλη, με τον γραμματέα του υπουργικού συμβουλίου της ιαπωνικής κυβέρνησης, επ’ ευκαιρία και της δεύτερης θητείας της Προέδρου της Ταϊβάν, Τσάι Ινγκ Γουέν, να μιλάει ανοικτά για περαιτέρω σύσφιξη των σχέσεων των δύο νησιωτικών κρατών. Είναι η Ιαπωνία εξάλλου που έχει πρωταγωνιστικό ρόλο και στην νεκρανάσταση του της ΤPP με ελαφρώς παραλλαγμένη ονομασία και στην οποία μετέχουν 11 κράτη ως τώρα, ενώ ενδιαφέρον δείχνει και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Σε ό,τι αφορά τις σχέσεις της με την Ε.Ε. πάλι, με την οποία την συνδέουν τεράστια οικονομικά οφέλη, η Κίνα φαίνεται να έχει καλύτερες προοπτικές. Κατά τη διάρκεια της πρόσφατης Συνόδου Κίνας – Ε.Ε. που έλαβε χώρα στις 9 Ιουνίου και στο πλαίσιο του 10ου ετήσιου στρατηγικού διαλόγου, αποδείχθηκε πως οι δύο πλευρές παρά τις διαφωνίες τους συμφωνούν ότι η επιστροφή στην παγκοσμιοποίηση είναι επιτακτική και οι συνεργασίες απαραίτητες.
Ούτε όμως και αυτές οι σχέσεις είναι ανέφελες, καθώς πολλαπλασιάζονται οι φωνές (με σημαντικότερη εκείνη του Γάλλου υπουργού Οικονομικών Μπρυνό Λε Μερ) που καλούν μετά την έξαρση της πανδημικής κρίσης σε μερική διαφοροποίηση των εφοδιαστικών αλυσίδων.
Η Συμφωνία Ελευθέρου Εμπορίου με το Βιετνάμ, η οποία επικυρώθηκε από την βιετναμική Εθνική Συνέλευση και απαλλάσσει από δασμούς το 71% των εξαγωγών της ασιατικής χώρας προς την Ε.Ε. και το 65% των ευρωπαϊκών προς το Βιετνάμ κινείται σε αυτή ακριβώς την κατεύθυνση. Ως ακόμη μια ένδειξη της ευρωπαϊκής πρόθεσης να τεθούν όρια στον κινεζικό παράγοντα αποτελούν οι εν εξελίξει πρωτοβουλίες υπέρ της αναδιαμόρφωσης του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, ένα σταθερό μέτωπο έντονης αντιπαράθεσης ανάμεσα σε Πεκίνο και Ουάσιγκτον.
Παρά όμως τις επιμέρους πρωτοβουλίες σημαντικών παικτών του Ειρηνικού και τις ανησυχίες ευρωπαϊκών κύκλων, ο μόνος ικανός εγγυητής του αντικινεζικού στρατοπέδου δεν δείχνει πρόθυμος να επανέλθει σε εποχές πολυμερών λύσεων. Η προεδρία Τραμπ, έχοντας συνηθίσει να λειτουργεί με λογική zero-sum game και με αποσπασματικό τρόπο, επενδύει στην προσωπική χημεία του ενοίκου του Λευκού Οίκου με ξένους ηγέτες και επιμένει να αντιλαμβάνεται την εξωτερική πολιτική ως ένα τραπέζι σκληρού πόκερ με σημείο κορύφωσης συνήθως μια κάποια “μεγαλειώδη” κίνηση (φραστικές αντεγκλήσεις με τον Βορειοκορεάτη ηγέτη, δολοφονία Σολεϊμανί, αναγνώριση Ιερουσαλήμ ως ισραηλινής πρωτεύουσας) και με το βλέμμα συχνά στραμμένο προς το εσωτερικό ακροατήριο. Στην περίπτωση της Κίνας, εν προκειμένω, όσο και αν η τελευταία τίθεται στο επίκεντρο της προεκλογικής εκστρατείας, δεν έχει γίνει κατορθωτό ως σήμερα να παρουσιαστεί ένα συνεκτικό σχέδιο που να περιλαμβάνει οφέλη πέραν του αμιγώς οικονομικού και να αφορά και άλλους πέραν των ίδιων των ΗΠΑ.
Ταυτόχρονα όμως, οι Ευρωπαίοι και Ασιάτες σύμμαχοι που ποντάρουν σε μια νίκη του υποψηφίου των Δημοκρατικών Τζο Μπάιντεν για την επιστροφή στην λογική του Pivot to Asia και τις “παλιές καλές μέρες” ενός λειτουργικού NATO, θα πρέπει να κρατάνε μικρό καλάθι. Αντιμέτωπη με τις οικονομικές ανισορροπίες της μετά-κορονοϊού εποχής, μια Ουάσιγκτον των Δημοκρατικών αν και αναμένεται πιο προβλέψιμη στις σχέσεις με τους παραδοσιακούς της συμμάχους, είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν μπορεί και θέλει να δεσμεύσει επιπλέον πόρους για σκοπούς πέραν των στρατιωτικών, για να παρουσιάσει λ.χ. μια ελκυστική εναλλακτική σε κινεζικές επενδυτικές πρωτοβουλίες όπως ο “Νέος Δρόμος του Μεταξιού” (One Belt, One Road). Όσοι μάλιστα προτείνουν μια νέα και μεγαλύτερη κούρσα εξοπλισμών (οι ΗΠΑ παραμένουν με διαφορά πρώτες σε δαπάνες) ως συνταγή οικονομικής ανάπτυξης φαίνεται να ξεχνούν ή να παραβλέπουν σκόπιμα πως η στρατιωτική βιομηχανία στην εποχή των υπολογιστικών συστημάτων ελάχιστη σχέση έχει με εκείνη των δεκαετιών του πολεμικού κεϋνσιανισμού, όπου απαιτούνταν η κινητοποίηση εκατοντάδων χιλιάδων εργατών. Και το δεδομένο μιας οικονομίας σε ύφεση και μιας κοινωνίας βαθιά τραυματισμένης από την φυλετική και οικονομική ανισότητα θέτουν ως προτεραιότητα μιας νέας Προεδρίας το εσωτερικό έναντι του εξωτερικού μετώπου.
Από την άλλη όσοι προδιαγράφουν μια μακρά περίοδο ανταγωνισμού με βέβαιη την τελική υπερίσχυση της Κίνας φαίνεται να παραγνωρίζουν τις δομικές αδυναμίες που κάνει ένα τέτοιο σενάριο δύσκολο να πραγματοποιηθεί. Η κινεζική οικονομία παρά τον δυναμισμό της και τις τεράστιες αποθεματικές της δυνατότητες παραμένει εξαρτημένη από μια διεθνή αρχιτεκτονική στο οποίο ο ρόλος του δολαρίου παραμένει ακόμη κυρίαρχος, ενώ τα συστήματα διεθνών τραπεζικών συναλλαγών ελέγχονται από αμερικανικές τράπεζες και εποπτεύονται από τις αμερικανικές αρχές. Και αν η χώρα φιλοξενεί το 28% της παγκόσμιας βιομηχανικής δραστηριότητας και η κινεζική ναυπηγοβιομηχανία μπορεί να κομπάζει για τα άλματα προόδου της, είναι εξίσου αδιαμφισβήτητο γεγονός πως η Κίνα παρά την πολλαπλάσια εργατική της δύναμη δεν είναι δεν είναι πιο ανταγωνιστική ως οικονομία από τις ΗΠΑ. Παρελθούσης μια τριαντακονταετίας υψηλών ρυθμών ανάπτυξης και συνεχούς αύξησης του βιοτικού επιπέδου, η κινεζική οικονομία δεν κατόρθωσε να βρεί λύση στο πρόβλημα της έλλειψης φυσικών πόρων, ενώ εξακολουθεί να υστερεί σε τεχνογνωσία, απόρροια εν μέρει της υστέρησης της χώρας και σε ακαδημαϊκό επίπεδο (σε κάθε είδους μέτρηση τα κινεζικά πανεπιστήμια έπονται των 50 πρώτων αμερικανικών). Τέλος, για την Κίνα η μετάβαση από μια κατά βάση αγροτική οικονομία σε μια χώρα μέσου εισοδήματος δημιουργεί νέες απαιτήσεις σε επίπεδο κοινωνικών προσδοκιών, πιέσεις που δεν είναι σίγουρο αν μπορεί να αντέξει το πολιτικό της σύστημα.
Έτσι, και αναμένοντας το αποτέλεσμα των αμερικανικών προεδρικών εκλογών και την επίδρασή του στις σχέσεις Πεκίνου-Ουάσιγκτον, θα έλεγε κανείς πως αυτός ο νέος Ψυχρός Πόλεμος, παρότι έχει τα χαρακτηριστικά του παλιού, χαρακτηρίζεται από ιδιαιτερότητες που τον καθιστούν εντελώς διαφορετικό. Η μεγάλη διασύνδεση των δύο μεγαλύτερων οικονομιών είναι ένα δεδομένο εντελώς διαφορετικό σε σχέση με την πραγματικότητα της αντιπαράθεσης ΗΠΑ-ΕΣΣΔ, ενώ η Κίνα παρά την δημοφιλία της σε μια σειρά χωρών αποτελεί περισσότερο έναν πολύτιμο επενδυτικό εταίρο, παρά το ιδεολογικά αντίπαλο δέος που συνιστούσε η Σοβιετική Ένωση και μεταφραζόταν σε ένα συνεκτικό μπλοκ συμμαχιών.
Όπως και να έχει, και παρά τις σιδερένιες νομοτέλειες που ακούγονται από υποστηρικτές και συμπαθούντες κάθε πλευράς, το βέβαιο είναι πως ο συσχετισμός δυνάμεων που προς το παρόν ευνοεί τις ΗΠΑ σε μια σειρά επιπέδων (διπλωματικό, στρατιωτικό, οικονομικό) αρχίζει να γίνεται ρευστός και συναρτάται, όπως σε κάθε κομβική περίοδο, από την πολιτική ηγεσία και τις πρωτοβουλίες της. Το γεγονός δε ότι ο κορυφαίος πολιτικός θεσμός της υπερδύναμης διεκδικείται στην εποχή της 4ης βιομηχανικής επανάστασης από δυό πολιτικά αντιπαθείς και ανέμπνευστους εβδομηντάρηδες δεν θα πρέπει να γεμίζει ακριβώς με αισιοδοξία τους παροικούντες την Αγία Τριάδα Λευκού Οίκου-Πενταγώνου-Wall Street.