των Dévora González (Παρατηρητήριο του School of the Americas / Σχολή της Νότιας Αμερικής) και Azadeh Shahshahani (Project South/ Πρόγραμμα Νότος)
Δεν θα πρέπει κανείς να συνάγει ότι η δημόσια λογοδοσία ενός οργανισμού είναι ανάλογη προς το μέγεθός του, με τρανταχτό παράδειγμα την κυβέρνηση των ΗΠΑ. Η Αμερικανική Συνοριακή Περιπολία, λόγου χάρη, είναι η μεγαλύτερη ομοσπονδιακή υπηρεσία επιβολής του νόμου του Υπουργείου Εσωτερικής Ασφάλειας, αλλά λειτουργεί με ελάχιστη εποπτεία και σχεδόν πλήρη ατιμωρησία. Η Συνοριακή Περιπολία ιδρύθηκε υπό την αιγίδα του Υπουργείου Εργασίας για την επιβολή ξενοφοβικών νόμων σχεδόν έναν αιώνα πριν, το 1924. Έχοντας τις ρίζες της στη συστημική καταπίεση, η υπηρεσία καλλιεργεί στους συνοριοφύλακές της μια κουλτούρα βαναυσότητας από την ίδρυσή της. Είναι ανάγκη να καταργηθεί.
Η ιστορία της συνοριακής περιπολίας
Η Συνοριακή Περιπολία δημιουργήθηκε για να κατευνάσει τους φόβους των οπαδών της λευκής υπεροχής, και ουσιαστικά λειτούργησε ως «όργανο εμπροσθοφυλακής για την προώθηση της φυλετικής επαγρύπνησης». Οι πρώτοι συνοριοφύλακες ήταν μέλη της Ku Klux Klan, άνδρες των Texas Rangers, ή αστυνομικοί συνοριακών αστυνομικών τμημάτων. Δημιουργήθηκε επίσης ως απάντηση στις μεταναστευτικές ροές προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες ελέγχονταν με ένα σύστημα ποσοστώσεων που πριμοδοτούσε τις δυτικοευρωπαϊκές χώρες, ενώ απέκλειε ρητά άλλες, όπως την Ασία. Όπου έγιναν εξαιρέσεις για μη λευκούς μετανάστες, έγιναν για την εξυπηρέτηση των καπιταλιστικών συμφερόντων. Οι ροές προς τις ΗΠΑ περιλάμβαναν Μεξικανούς μετανάστες, οι οποίοι αποκλείστηκαν από το σύστημα ποσοστώσεων, έτσι ώστε οι επιχειρήσεις στις Νοτιοδυτικές πολιτείες να συνεχίσουν να επωφελούνται από τη φθηνή τους εργασία. Με τη δημιουργία της υπηρεσίας, και προκειμένου να ελεγχθεί η μετανάστευση από το Νότο, απαιτήθηκαν πύλες εισόδου προς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Για να νομιμοποιηθούν οι πύλες εισόδου, η διέλευση από οπουδήποτε αλλού ποινικοποιήθηκε, πράγμα που παρήγαγε την έννοια της «παράνομης» μετανάστευσης στις ΗΠΑ. Αυτό επηρέασε κυρίως τους Μεξικανούς, οι οποίοι αντιµετωπίζονταν ως το κατεξοχήν φθηνό εργατικό δυναμικό.
Η βία στο όνομα της «προστασίας των συνόρων» υπήρξε το modus operandi της Συνοριακής Περιπολίας. Οι άνθρωποι που περνούσαν τα σύνορα του Μεξικού προς τις ΗΠΑ για αναζήτηση εργασίας υποβάλλονταν σε τεστ αλφαβητισμού, χρεώσεις διέλευσης και εξευτελιστικές υγειονομικές επιθεωρήσεις για να «αποτραπεί» η εξάπλωση ασθενειών. Επιπλέον, ήταν γνωστό ότι οι συνοριοφύλακες της Συνοριακής Περιπολίας «χτυπούσαν, [πυροβολούσαν] και [κρεμούσαν] μετανάστες σε τακτά διαστήματα». Από το 1974 έως το 1989, μόνο στα σύνορα Καλιφόρνια / Μπάχα Καλιφόρνια, 44 άνθρωποι τραυματίστηκαν ή σκοτώθηκαν από τη Συνοριακή Περιπολία ή από τη Μονάδα Πρόληψης Συνοριακού Εγκλήματος (Border Crime Prevention Unit), συνεργασία της Συνοριακής Περιπολίας με την Αστυνομική Υπηρεσία του Σαν Ντιέγκο.
Μέχρι τη δεκαετία του 1980, το κύριο αίτιο της μετανάστευσης από το Νότο δεν ήταν η αναζήτηση απασχόλησης, αλλά η φυγή από συνθήκες που είχε προκαλέσει η εξωτερική πολιτική και επεμβατικότητα των ΗΠΑ. Οι Κεντροαμερικανοί πλήττονταν σοβαρά από τη συνεχιζόμενη βία και τις δυμενείς οικονομικές συνθήκες στις χώρες τους – που σε μεγάλο βαθμό επιδεινώθηκαν από τις επεμβάσεις των ΗΠΑ με τη μορφή στρατιωτικής εκπαίδευσης και χρηματοοικονομικής στήριξης σε αυταρχικά καθεστώτα. Στην πραγματικότητα, οι παραβιάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων και οι γενοκτονίες στις χώρες αυτές διαπράττονταν από εκπαιδευμένους στις ΗΠΑ δικτάτορες. Υψηλόβαθμοι ιερωμένοι, ολόκληρες κοινότητες και οποιοσδήποτε αμφισβητούσε το κράτος δολοφονούνταν βάναυσα και εξαφανίζονταν από πολιτοφύλακες που είχαν εκπαιδευτεί στις ΗΠΑ. Όσοι επιζούσαν εκτοπίζονταν, για να καταλήξουν πρόσφυγες στις Ηνωμένες Πολιτείες. Καθώς πολλές χώρες είχαν εμπλακεί σε παρατεταμένες συγκρούσεις, η μετανάστευση προς τις ΗΠΑ, αντί να είναι προσωρινή, άρχισε να γίνεται μόνιμη. Δυστυχώς, οι μη λευκοί μετανάστες, όπως οι Κεντροαμερικανοί, εισήλθαν και συνεχίζουν να ζουν σε ένα πολιτικό κλίμα που παραμένει ιδιαίτερα αφιλόξενο για τους μετανάστες.
… δεν θα μάθουμε ποτέ τον πραγματικό αριθμό όσων έχουν εξαφανιστεί διασχίζοντας τα σύνορα ΗΠΑ-Μεξικού.
Παραβλέποντας σκόπιμα τις συνέπειες των αμερικανικών επεμβάσεων, η Συνοριακή Περιπολία λειτουργούσε και συνεχίζει να λειτουργεί σε ένα πολιτικό κενό που θεωρεί τη συνεχιζόμενη παρουσία της στα σύνορα και την ίδρυση ιδιωτικών κέντρων κράτησης δικαιολογημένες και, ακόμα χειρότερα, απαραίτητες. Η CoreCivic, επίσημα γνωστή ως Σωφρονιστικός Όμιλος της Αμερικής (Corrections Corporation of America – CCA), ιδρύθηκε το 1983 και σύναψε το πρώτο της συμβόλαιο με τις Υπηρεσίες Μετανάστευσης και Πολιτογράφησης (INS) στο Χιούστον, το οποίο προέβλεπε τη διαχείριση του πρώτου ιδιωτικού κέντρου κράτησης την ίδια χρονιά. Η κουλτούρα της σκληρότητας στην οποία αναπτύχθηκε η Συνοριακή Περιπολία έχει εξελιχθεί σε κέντρα κράτησης κερδοσκοπικού χαρακτήρα, πολιτικές μετανάστευσης και στρατιωτικοποίηση των παραμεθόριων περιοχών. Η Συνοριακή Περιπολία έχει τις ρίζες της σε ξενοφοβικές πολιτικές και συνεχίζει να απανθρωποποιεί ανθρώπους, ενώ επωφελείται από όσους έχουν ανάγκη να ταξιδέψουν στο Βορρά για οικονομικούς ή πολιτικούς λόγους.
Πρόληψη μέσω αποτροπής
Το 1994, η Συνοριακή Περιπολία εφάρμοσε τη στρατηγική της Πρόληψης Μέσω Αποτροπής, σε μια προσπάθεια να ελέγξει τη μετανάστευση από μη εγκεκριμένα σημεία εισόδου. Για να το κάνει αυτό, δημιούργησε συνθήκες θανάσιμου κινδύνου, που είχαν στόχο να αποθαρρύνουν τη διέλευση μεταναστών. Για παράδειγμα, ενισχύθηκε δραστικά η αριθμητική ισχύς της Συνοριακής Περιπολίας, δημιουργήθηκαν σημεία επιτήρησης, πύργοι ελέγχου και τοίχοι, πράγμα που οπλοποίησε το φυσικό τοπίο. Επιπλέον, αυτή η στρατηγική λειτούργησε παράλληλα με απάνθρωπες συνθήκες κράτησης, ενίσχυσε το επιχειρηματικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα συμφερόντων, και οδήγησε στη θέσπιση πολιτικών όπως η Επιχείρηση Streamline, η οποία ενέτεινε την ποινικοποίηση της μετανάστευσης χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι συνθήκες που επιβάλλουν τη φυγή σε άλλες χώρες. Το 2003, η Συνοριακή Περιπολία έγινε τμήμα της Αμερικανικής Τελωνειακής και Συνοριακής Προστασίας (CBP), αναλαμβάνοντας χρέη αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας καθώς αναδιαρθρώθηκε προκειμένου να ενταχθεί στο Υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας (DHS), χωρίς να αντιμετωπίσει ποτέ την κουλτούρα της βίας από την οποία προέρχεται, αλλά, αντιθέτως, επωφελούμενη απ’ αυτήν.
Οι τακτικές που εφαρμόζει η Συνοριακή Περιπολία ως αποτέλεσμα της στρατηγικής της Πρόληψης Μέσω Αποτροπής οδηγούν σε θανάτους και εξαφανίσεις. Κατά την περίοδο 2010-2017, η ανθρωπιστική οργάνωση No More Deaths, κατέγραψε οπτικοακουστικό υλικό στην έρημο Σονόρα στην Αριζόνα που δείχνει τη Συνοριακή Περιπολία να χαράζει, να πετάει και να καταστρέφει μπιτόνια με νερό που είχε αφήσει η οργάνωση για για τους εξαντλημένους μετανάστες. Η κύρια αιτία θανάτου των ανθρώπων που βρέθηκαν νεκροί στην έρημο Σονόρα είναι η έκθεση στα στοιχεία της φύσης. Δυστυχώς, η ανίχνευση της αιτίας θανάτου τους αποκαλύπτει επίσης μια καταθλιπτική πραγματικότητα –ότι τα μόνα στοιχεία που αποδεικνύουν τη μετάβαση των μεταναστών στις ΗΠΑ είναι σκελετικά υπολείμματα. Αν και σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχουν ενδείξεις για το πώς έχασε κάποιος τη ζωή του, για τους περισσότερους, τα αίτια θανάτου παραμένουν μη προσδιορίσιμα. Ως αποτέλεσμα, ο πραγματικός αριθμός όσων έχουν εξαφανιστεί διασχίζοντας τα σύνορα ΗΠΑ-Μεξικού δεν θα μαθευτεί ποτέ.
… η σκληρότητα μέσα στην οποία δημιουργήθηκε η συνοριακή περιπολία δεν καταργήθηκε ποτέ.
Από το 2010, ενώ 102 άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους στα χέρια της Συνοριακής Περιπολίας και χιλιάδες έχουν εξαφανιστεί, κανένας συνοριοφύλακας δεν έχει ποτέ θεωρηθεί υπόλογος για δολοφονία, ακόμη και όταν αυτές οι υποθέσεις παραβιάζουν την κυριαρχία ενός άλλου κράτους. Ο Sergio Adrián Hernández Güereca και ο José Antonio Elena Rodríguez είναι δύο από τους έξι ανθρώπους που σκοτώθηκαν σε μεξικανικό έδαφος από συνοριοφύλακες που βρίσκονταν στην αμερικανική πλευρά των συνόρων, δημιουργώντας ένα ανησυχητικό προηγούμενο ανάληψης πρωτοβουλίας εκ μέρους συνοριοφυλάκων για την αφαίρεση της ζωής ανθρώπων που επιχειρούν να διασχίσουν τα σύνορα σε συνθήκες ατιμωρησίας. Ο Sergio Adrián Hernández Güereca σκοτώθηκε στη Σιουδάδ Χουάρες στις 7 Ιουνίου 2010 από τον συνοριοφύλακα της Συνοριακής Περιπολίας Jesus Mesa Jr. που φύλαγε τα αμερικανικά σύνορα στην περιοχή του Ελ Πάσο του Τέξας. Δεν έχουν απαγγελθεί κατηγορίες εναντίον του συνοριοφύλακα Mesa. Επιπλέον, νωρίτερα φέτος, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι η οικογένεια του Hernández Güereca δεν έχει δικαίωμα να ασκήσει αστικές διώξεις, καθώς «ο Hernández δεν είχε συνταγματική προστασία έναντι της υπέρμετρης χρήσης θανατηφόρας βίας βάσει της Τέταρτης Τροπολογίας, καθώς και δικαιώματα ελέγχου τήρησης της νόμιμης διαδικασίας βάσει της Πέμπτης Τροπολογίας, εφόσον δεν βρισκόταν στις ΗΠΑ».
Ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς φόνους είναι αυτός του José Antonio Elena Rodríguez, ο οποίος πυροβολήθηκε θανάσιμα στην πλάτη δέκα φορές μέσα από τον συνοριακό τοίχο από τον συνοριοφύλακα Lonnie Swartz στις 10 Οκτωβρίου 2012, ενώ βρισκόταν στην πόλη Nogales, της Σονόρα. Ο Swartz ισχυρίστηκε ότι ήταν σε αυτοάμυνα, ωστόσο, είχε την ευκαιρία να ξαναγεμίσει το όπλο του για να συνεχίσει να πυροβολεί τον έφηβο που ήταν ήδη νεκρός. Ο Swartz δικάστηκε δύο φορές στο Tucson της Αριζόνα. Κατά τη διάρκεια της πρώτης δίκης, κρίθηκε αθώος για την κατηγορία της ανθρωποκτονίας δεύτερου βαθμού (εν βρασμώ ψυχής) και αντιμετώπισε ένα διχασμένο σώμα ενόρκων για τις ελαφρότερες κατηγορίες της ανθρωποκτονίας εξ αμελείας με και χωρίς ενδεχόμενο δόλο. Στη δεύτερη δίκη, αθωώθηκε από την κατηγορία της ανθρωποκτονίας εξ αμελείας χωρίς ενδεχόμενο δόλο, με τους ενόρκους να διχάζονται για την ανθρωποκτονία εξ αμελείας με ενδεχόμενο δόλο. Η υπόθεση δεν εκδικάστηκε για τρίτη φορά. Επτά χρόνια μετά τη δολοφονία του, η μητέρα του, Araceli Rodríguez, και η γιαγιά του, Taide Zojo, συνεχίζουν να ζητούν δικαιοσύνη. Ελπίζουν ότι η υπόθεσή τους θα παραπεμφθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο, παρά το ανησυχητικό προηγούμενο που έχει δημιουργήσει η υπόθεση του Hernández Güereca.
Οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τη Συνοριακή Περιπολία οφείλονται στην εκτεταμένη στρατιωτικοποίηση των παραμεθόριων περιοχών και στην αυξανόμενη χρήση της πρακτικής της κράτησης. Οι βασανιστικές συνθήκες που επικρατούν σε κέντρα προσωρινής κράτησης, όπως ο υποσιτισμός και η έλλειψη νερού και ιατρικής περίθαλψης, ακόμη και για εγκύους, είναι διαδεδομένες και έχουν επιδεινωθεί στη διάρκεια της θητείας του Τραμπ. Από τον Δεκέμβριο του 2018 έως τον Μάιο του 2019, πέντε παιδιά πέθαναν υπό την κράτηση της Συνοριακής Περιπολίας. Ο Felipe Gómez Alonzo, οκτώχρονος από τη Γουατεμάλα, πέθανε από γρίπη τύπου B στις 23 Δεκεμβρίου 2018 ενώ ήταν κρατούμενος της Συνοριακής Περιπολίας. Μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο στο Νέο Μεξικό όπου βρέθηκε ότι είχε πυρετό 39,4 βαθμών Κελσίου. Αφού τον παρακολούθησαν για 90 λεπτά, επέστρεψε στη φύλαξη της Συνοριακής Περιπολίας και μέχρι το βράδυ εμφάνισε «έμετο, ναυτία και λήθαργο και έχασε τις αισθήσεις του κατά τη μεταφορά του στο ίδιο νοσοκομείο …. Ο θάνατός του διαπιστώθηκε στις 11:48 μ.μ.». Λίγους μήνες αργότερα, στις 19 Μαΐου 2019, ο Carlos Gregorio Hernández Vásquez, ένας 16χρονος, επίσης από τη Γουατεμάλα, πέθανε στο Νότιο Τέξας σε τμήμα της Συνοριακής Περιπολίας επειδή είχε γρίπη και δεν του δόθηκε επαρκής ιατρική φροντίδα ακόμη και όταν ο πυρετός του έφθασε στους 39,4 βαθμούς. Βίντεο από το κέντρο προσωρινής κράτησης δείχνει ότι «έτρεμε για τουλάχιστον 25 λεπτά στο πάτωμα και σε ένα πάγκο από μπετόν. Τον δείχνει να σκοντάφτει στην τουαλέτα και να καταρρέει στο πάτωμα, όπου παρέμεινε στην ίδια θέση για τις επόμενες τεσσερισήμισι ώρες». Ο Gómez Alonzo και ο Hernández Vásquez αποτελούν παραδείγματα για το πώς η σκληρότητα κάτω από την οποία δημιουργήθηκε η Συνοριακή Περιπολία δεν έπαψε ποτέ να λειτουργεί. Αντ’ αυτού, έχει αυξηθεί και σκοτώνει χωρίς τύψεις με τις πρακτικές και τις τακτικές της, άμεσα και έμμεσα.
… Η Συνοριακή Περιπολία συνεχίζει να δρα μέσα στην κουλτούρα της σκληρότητας που τη διακρίνει, ενώ λειτουργεί σε ένα πλαίσιο ανησυχητικής ατιμωρησίας …
Η Συνοριακή Περιπολία, ο COVID-19 και η διαμαρτυρία με το σύνθημα «Η ζωή των μαύρων μετράει»
Η Συνοριακή Περιπολία έχει πια ως πάγια πρακτική να κρατάει ανθρώπους σε απάνθρωπες συνθήκες: το νερό δεν είναι διαθέσιμο, το φαγητό τους αρρωσταίνει, τα κελιά είναι κρύα και υπεράριθμα, η ιατρική περίθαλψη είναι τόσο ανεπαρκής ώστε πεθαίνουν παιδιά υπό την φύλαξή της και έγκυες γυναίκες κακοποιούνται και δεν λαμβάνουν επαρκή φροντίδα. Τώρα που βρισκόμαστε σε μια περίοδο παγκόσμιας πανδημίας που απαιτεί κοινωνική απομάκρυνση, συχνό πλύσιμο χεριών και χρήση μάσκας για να διατηρήσει κανείς τον εαυτό του και τους άλλους ασφαλείς, η Συνοριακή Περιπολία «εφάρμοσε το είδος του συστήματος ταχείας απέλασης το οποίο ο Πρόεδρος Donald Trump εδώ και πολύ καιρό εκθειάζει ως την προτιμώμενη προσέγγιση στην επιβολή του νόμου σε θέματα μετανάστευσης». Πριν ακόμη μεταφερθούν σε τμήμα κράτησης της Συνοριακής Περιπολίας και χωρίς να λάβουν καμία ιατρική αξιολόγηση, οι μετανάστες εκδιώκονται μέσα σε 96 λεπτά κατά μέσο όρο. Η Συνοριακή Περιπολία εκδιώκει περίπου το 85% των ατόμων που κρατεί και ποινικοποιεί όσους έχουν απελαθεί στο παρελθόν. Η ρητορική της προστασίας των συνόρων από ασθένειες αποτελεί για άλλη μια φορά μέρος της δημόσιας αφήγησης της Συνοριακής Περιπολίας, που τώρα αποκλείει ακόμη και τα παιδιά από τα μέτρα προστασίας που κάποτε λάμβαναν. «Η ασθένεια δεν γνωρίζει την ηλικία», δήλωσε ο αναπληρωτής Επίτροπος της CBP Μαρκ Μόργκαν σε δημοσιογράφους. «Όταν [οι ανήλικοι] διασχίζουν τα σύνορα, θέτουν σε έναν απόλυτο, συγκεκριμένο κίνδυνο τη δημόσια υγεία αυτής της χώρας και όλων όσοι έρχονται σε επαφή μαζί τους». Νέοι κανόνες μετανάστευσης που εφαρμόστηκαν στις 21 Μαρτίου 2020 υπό το πρόσχημα της προστασίας της υγείας λόγω της παγκόσμιας πανδημίας έχουν οδήγησε τη Συνοριακή Περιπολία να εκδιώξει και να θέσει υπό κράτηση πάνω από 10.000 μεξικάνους και Κεντροαμερικανούς αιτούντες άσυλο χωρίς να έχουν τη δυνατότητα να ασκήσουν το δικαίωμά τους στην προστασία και το άσυλο. Υπό την κυβέρνηση του Τραμπ, καταργούνται δεκαετίες κεκτημένων προστασίας των δικαιωμάτων μεταναστών και προσφύγων, καθώς η Συνοριακή Περιπολία δρα με απεριόριστη και ανεξέλεγκτη δύναμη, λειτουργώντας ουσιαστικά ως παραστρατιωτικός οργανισμός που παραβιάζει διαρκώς τα ανθρώπινα και αστικά δικαιώματα.
Εν μέσω της πανδημίας του COVID-19 – που επηρεάζει δυσανάλογα τους έγρωμους πληθυσμούς, μεγάλης κλίμακας διαμαρτυρίες με το σύνθημα «Η ζωή των μαύρων μετράει» ξέσπασαν στις Ηνωμένες Πολιτείες και παγκοσμίως για να βάλουν τέλος στην κρατική δολοφονία των μαύρων. Το εν ψυχρώ λιντσάρισμα του Τζορτζ Φλόιντ από τέσσερις αστυνομικούς της Μινεάπολης στις 25 Μαΐου 2020, εκτός από τις δολοφονίες των Τόνι Μακ Ντέιντ, Μπριόνα Τέιλορ, Αχμάντ Αρμπερι, Μάικλ Λορέντζο Ντιν, Ατατιάνα Τζέφερσον και πολλών άλλων, προκάλεσαν δίκαιη οργή ενάντια στην κρατική βία που εξυπηρετεί τη διατήρηση της λευκής υπεροχής και του καπιταλισμού με κόστος, ξανά και ξανά, ζωές μαύρων πολιτών. Καθώς το κύμα διαμαρτυρίας δυνάμωνε και η αστυνομία της Μινεάπολης υποχωρούσε, ο Τραμπ έγραψε στο Twitter: «όταν ξεκινούν οι λεηλασίες, ξεκινούν οι πυροβολισμοί». Αργότερα εκείνη την ημέρα, ένα επιθετικό ντρόουν της CBP, που χρησιμοποιείται συχνά για την επιτήρηση των παραμεθόριων περιοχών, με σκοπό να δημιουργήσει ένα «τεχνολογικό εμπόδιο που αποτελείται από ένα συνδυασμό εργαλείων, όπως είναι τα ντρόουν και οι αισθητήρες, για την παρακολούθηση και τον εντοπισμό μη εξουσιοδοτημένων ατόμων», πέταξε πάνω από διαδηλωτές στη Μινεάπολη. Σύμφωνα με εκπρόσωπο της CBP, το επιθετικό ντρόουν απογειώθηκε «για να προσφέρει ζωντανό βίντεοσκοπημένο υλικό με σκοπό να συμβάλει στη διάγνωση των τρεχουσώνσυνθηκών, κατόπιν αιτήματος των ομοσπονδιακών συνεργατών μας στον τομέα επιβολής του νόμου στην Μινεάπολη». Η Συνοριακή Περιπολία δεν ευθύνεται μόνο για τη δολοφονία χιλιάδων ατόμων που αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τις πατρίδες τους και να μεταναστεύσουν στο Βορρά, αλλά βοηθά επίσης στην καταστολή και τη βίαιη δολοφονία μαύρων πολιτών σε αυτήν τη χώρα.
Στις 31 Μαΐου, ο Μόργκαν ανακοίνωσε μέσω Twitter: «Η CBP αναπτύσσει επί του παρόντος δυνάμεις αξιωματικών, συνοριοφυλάκων και αεροπορικών οχημάτων σε ολόκληρη τη χώρα, κατόπιν αιτήματος των ομοσπονδιακών, πολιτειακών και τοπικών εταίρων μας που αντιμετωπίζουν τις παράνομες ενέργειες των ταραξιών. Η CBP εκτελεί την αποστολή της σε εθνικό επίπεδο, όχι μόνο στα σύνορα, σύμφωνα με τους ομοσπονδιακούς νόμους.» Μέχρι την 1η Ιουνίου, η Συνοριακή Περιπολία ήταν παρούσα και στην Ουάσινγκτον, στο Μπάφαλο, στο Σικάγο, στο Ντιτρόιτ, στο Ελ Πάσο, στο Μαϊάμι και στο Σαν Ντιέγκο. Η ανώτερη νομική σύμβουλος της Αμερικανικής Ένωσης Πολιτικών Ελευθεριών, Neema Singh Guliani, απάντησε: «Η χρήση στρατιωτικής τεχνολογίας εκ μέρους αυτού του εγκληματικού οργανισμού για την παρακολούθηση διαδηλωτών εντός των αμερικανικών συνόρων προκαλεί βαθιά ανησυχία, δεδομένης ιδιαίτερα της έλλειψης σαφών και αποτελεσματικών πολιτικών από την πλευρά της CBP για την προστασία της ιδιωτικής ζωής και των συνταγματικών δικαιωμάτων …. Η χρήση ντρόουν από την υπηρεσία αυτή πρέπει να σταματήσει αμέσως.»
Η Συνοριακή Περιπολία συνεχίζει να κάνει κατάχρηση της εξουσίας της χωρίς καμία λογοδοσία. Εξακολουθεί να ενεργεί με τρόπο που απανθρωποποιεί και καταπιέζει έγχρωμες κοινότητες και παραμένει πιστή στις ρίζες της λευκής υπεροχής που τη γέννησαν. Αυτά είναι ορισμένα μόνο παραδείγματα που καταδεικνύουν γιατί τώρα, περισσότερο από ποτέ, η Συνοριακή Περιπολία είναι καιρός να διαλυθεί.
*Το κείμενο μεταφράστηκε από την Βάσω Παππή από το αγγλικά στα ελληνικά, με την άδεια των συγγραφέων. Το πρωτότυπο μπορείτε να το βρείτε εδώ