ΑΘΗΝΑ
23:23
|
26.04.2024
Ουτε καν η πανδημία δεν κόλλησε τους Κινέζους στις τηλεοπτικές (και τηλεφωνικές) οθόνες τους όσο τα “Κακά Παιδιά”.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Δυστυχώς, η μεγάλη απόσταση, το φράγμα της γλώσσας και, πάνω απ’ όλα, ο εν εξελίξει προπαγανδιστικός πόλεμος με τη Δύση δεν μας επιτρέπουν μια ακριβή γνώση του τι είναι αυτή τη στιγμή το κύριο θέμα συζήτησης στην Κίνα. Φυσικά, την κατάσταση δεν την βοηθάει καθόλου η ικανότητα της κινεζικής κυβέρνησης να διαλέγει αυτή τα εκάστοτε θέματα συζήτησης, με τον τόσο “διακριτικό” έλεγχο που ασκεί στα μέσα ενημέρωσης και τα κοινωνικά δίκτυα της χώρας, έλεγχο που μόνο ο αντίστοιχος της Βόρειας Κορέας τον ξεπερνά σε διακριτικότητα.

Αν όμως οι ανεκδοτολογικές προσωπικές μαρτυρίες λιγοστών Κινέζων γνωστών αυτού εδώ του συγγραφέα έχουν κάποια αντιπροσωπευτική αξία για τη διερεύνηση των τάσεων της εκεί κοινής γνώμης (μολονότι η έννοια της αντιπροσωπευτικότητας χάνει φυσικά το νόημά της όταν μιλάμε για τη μεγαλύτερη χώρα του κόσμου), τα θέματα συζήτησης δεν είναι αυτά που θα περίμενε ο μέσος ετοιμοπόλεμος υπερασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Δύση. Γιατί από ότι φαίνεται το “καυτό” ζήτημα δεν είναι η πανδημία, αφού η Κίνα φαίνεται να τα πηγαίνει πολύ καλά για την ώρα, λόγω εν μέρει και των “διακριτικών” μεθόδων ελέγχου του πληθυσμού που λέγαμε πιο πάνω. Θέμα συζήτησης δεν είναι ούτε η σχεδόν πολεμική κατάσταση με την Ινδία, ούτε οι συνοριακές διαμάχες με όλους τους νότιους και ανατολικούς γείτονες για την κυριαρχία στη Νότια Σινική Θάλασσα. Δεν είναι η διαμάχη με τις ΗΠΑ και ο εμπορικός πόλεμος, για τον οποίον η γνώμη του μέσου Κινέζου δεν φαίνεται να διαφέρει πολύ από αυτήν του μέσου Ευρωπαίου και συνοψίζεται σε ένα, ανεπαρκές μεν, θυμόσοφο δε “ο Τραμπ είναι μεγάλος [συμπληρώστε την ευγενική φιλοφρόνηση της αρεσκείας σας]”. Ούτε τέλος είναι η διαμάχη για το Μυρωδάτο Λιμάνι (香港, Χονγκ Κονγκ), διαμάχη κάπως μονόπλευρη, αφού εδώ και σχεδόν ένα χρόνο, οι Δυτικοί συνδέουν όλα τα θέματα κινεζικού ενδιαφέροντος με την καταπίεση του Χονγκ Κονγκ.

Για το τελευταίο η κοινή γνώμη, όταν φτάνει να ασχοληθεί με αυτό το μάλλον ασήμαντο (όπως το αξιολογούν οι Κινέζοι) ζήτημα, δεν χρειάζεται να το πολυσκεφτεί για να συμφωνήσει με την εκπεφρασμένη εκτίμηση της κυβέρνησης (εκτίμηση που φαίνεται απλοϊκή, δεδομένου του πόσο η διαμάχη αυτή είναι περίπλοκη στις ιστορικές, πολιτισμικές και οικονομικές αιτίες της), ότι οι ταραχές ήταν εισαγόμενες, ότι τις ξεκίνησε μια ισχνή μειοψηφία (κάτι που δεν ισχύει), ότι οφείλονται στη σχετική μείωση της αξίας της πόλης λόγω της ανόδου των μητροπολιτικών κέντρων της ενδοχώρας (μια βάσιμη υποψία) και ότι τέλος πάντων, η κινεζική διοίκηση υπερβολικά πολλή υπομονή επέδειξε, υπομονή που καμιά από τις δυτικές κυβερνήσεις που φωνασκούν για τα δικαιώματα των κατοίκων της πόλης δεν θα είχε επιδείξει, αν αντίστοιχα γεγονότα είχαν συμβεί στο έδαφός της και μάλιστα με ξένη υποκίνηση – και σε αυτό θα είχε ένα κάποιο δίκιο.

Όχι λοιπόν: τον Ιούνιο που πέρασε, τίποτα από τα παραπάνω δεν έγινε το καυτό θέμα συζήτησης, κανένα άλλο hashtag δεν έπιασε τόσα ποστ (πάνω από 4 δισεκατομμύρια) στο weibo, το αντίστοιχο του twitter, μέσα σε λιγότερο από δύο εβδομάδες και τίποτε δεν κόλλησε τους Κινέζους στις τηλεοπτικές (και τηλεφωνικές) οθόνες τους όσο τα “Κακά Παιδιά”.

Η Τηλεόραση και η Κοινωνική Κριτική

Τα “Κακά Παιδιά” είναι ένα ιντερνετικό σήριαλ (web series) του συνδρομητικού καναλιού iQiyi που έκανε πρεμιέρα στις 16 Ιουνίου. Η σειρά διατίθεται διεθνώς με υποτίτλους σε αρκετές γλώσσες από το κανάλι, το οποίο τιτλοφορεί τη σειρά στα αγγλικά ως “The Bad Kids” (και ενίοτε “Bad Children”, ενώ κυκλοφορεί και ο τίτλος “Cat’s Cradle”). Εντούτοις, ο πρωτότυπος τίτλος είναι 隐秘的角落 (Yǐnmì de jiǎoluò), δηλαδή, “Μυστική Γωνιά”. Η σύγχυση στην ονοματολογία επιτείνεται από το ότι η σειρά βασίζεται στο πετυχημένο μυθιστόρημα του Ζιτζίν Τσεν “坏小孩” (“Το κακό παιδί”). Του ίδιου συγγραφέα το βιβλίο “Καυτός Πάγος” έγινε πρόπερσι από την ίδια ομάδα σειρά, που τη διαθέτει πλέον και το Netflix.

Η σειρά θα αφήσει εποχή για τις υψηλότατες, κινηματογραφικές της προδιαγραφές. Όπως είπε και η 章子怡 (Τζανγκ Ζιγί: βλ. “Τίγρης και ο Δράκος”, “Ιπτάμενα Στιλέτα” κ.ά.), η οποία, για να συνδέουμε και εμείς τα θέματα, είναι εδώ και χρόνια μόνιμη κάτοικος Χονγκ Κονγκ (κάποιους λόγους, φορολογικής μάλλον φύσης, θα είχε), “μετά τόσα χρόνια που παρακολουθώ αμερικανικές και βρετανικές σειρές, είναι η πρώτη φορά που επιτέλους υπάρχει μια Κινέζικη σειρά που να μπορεί να τις ανταγωνιστεί”.

Αλλά δεν είναι μόνο η φροντισμένη παραγωγή. Αν τα πετυχημένα “σοβαρά” σήριαλ αμερικάνικης κοπής των τελευταίων χρόνων βάσισαν την καλλιτεχνική τους επιτυχία στο ότι καταπιάστηκαν με πραγματικά κοινωνικά ζητήματα και ταυτόχρονα μελέτες χαρακτήρων (Σοπράνος, the Wire, Βreaking Bad κτλ.), στα “Κακά Παιδιά” ο τηλεοπτικός ρεαλισμός φτάνει σε νέα ύψη, σε ένα είδος μετα-σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Με στακάτο τάιμινγκ, η υπόθεση προχωράει ανατέμνοντας χωρίς έλεος τους χαρακτήρες μέσα στο κοινωνικό τους περιβάλλον και την πόλη τους. Χαμένη ανάμεσα στις γιγαντιαίες μητροπόλεις της περιοχής της, την Καντόνα, τη Σενζέν και (για να συνδέουμε τα θέματα) το Χονγκ Κονγκ, η πόλη στην οποία διαδραματίζεται η σειρά, μια νότια, παραλιακή μικρή κωμόπολη λίγων εκατομμυρίων, η Νινγκγζού είναι αρκετά ασήμαντη ώστε να μην έχει, όταν γράφονται αυτές οι γραμμές, δική της σελίδα στην wikipedia. Παρόλα αυτά, είναι σαν να πρωταγωνιστεί και αυτή με τη ράθυμη, υγρή της ζέστη: η εξαιρετικά χορογραφημένη κάμερα (για την ακρίβεια κάμερες, η σειρά δεν χρησιμοποιεί το καλλιτεχνικό μονοκάμερο, αλλά την πιο βιομηχανική και εμπορική διάταξη πολλαπλών καμερών) διασχίζει με κοφτερή ακρίβεια τις εργατικές γειτονιές της, πετάει πάνω από τα φτωχικά χαμόσπιτα και μετά περνάει δίπλα από τα άνετα διαμερίσματα των πλούσιων αστών, σταματάει στους καθαρούς εμπορικούς δρόμους και το σκουριασμένο λιμάνι, βλέπει τα σημάδια της καπιταλιστικής ανάπτυξης, καταγράφει τις ταξικές διαφορές και τις σημαίνουσες κοινωνιογλωσσικές διαφορές (η ταυτοποίηση και ερμηνεία των πιο λεπτών διαλεκτικών διαφορών σε ορισμένα σημεία μπορεί ενδεχομένως να παρουσιάζει κάποιες μικρές τεχνικές δυσκολίες για το δικό μας αυτί), αποκαλύπτει τις αόριστες, υπονοούμενες υποσχέσεις κοινωνικής ανόδου, υποσχέσεις που αξίζει να πεθάνεις (ή να σκοτώσεις) για αυτές, υποσχέσεις που αν και δεν δόθηκαν ποτέ ρητά, έχουν ήδη προδοθεί.

Οι ερμηνείες των καταπληκτικών τριών παιδιών στους ρόλους των κεντρικών ηρώων, είναι καθηλωτικές. Αλλά όχι μόνο αυτές: λχ ο Ουάνγκ Τζιντσούνγκ, που παίζει έναν από τους ενήλικους, πήρε την Ασημένια Αρκούδα ερμηνείας για το πολύ καλό περσινό φιλμ “Αντίο, γιε μου” στο φεστιβάλ του Βερολίνου. Στο εξαιρετικό σάουντρακ συμμετέχουν ονόματα της ανεξάρτητης κινεζικής σκηνής, μιας από τις πιο ζωντανές ποστ-μεταπόπ-ροκ-πανκ-έλεκτρο-άντεργκράουντ-χιπ-χοπ σκηνής του πλανήτη αυτή τη στιγμή, με ονόματα όπως οι PK14 και οι ιστορικοί Joyside (των οποίων ο ντράμερ είναι ο σκηνοθέτης της σειράς, ενώ έχει γράψει και τμήμα της μουσικής που ακούγεται).

Οι παραπάνω λόγοι βοήθησαν η σειρά να έχει ρεκόρ θεαματικότητας γενικά, αλλά ειδικά στους νέους να σαρώσει, με μέση ηλικία τηλεθεατών τα 27 χρόνια, σύμφωνα με το δημοφιλές σάιτ Yunhe Data (云和数据). Ο κύριος λόγος όμως είναι ότι η σειρά σπάει το καλούπι των γενικά σχηματικών, ιδεαλιστικών ή χαζοχαρούμενων σειρών που μάλλον αποτελούν τον κανόνα στην τεράστια τηλεοπτική βιομηχανία της Κίνας. Μπορεί η σειρά να ξεκινάει με έναν φόνο τον οποίο καταγράφουν τα τρία παιδιά, ασχολείται όμως στην πραγματικότητα με πολλά άλλα, εξ ου και η θύελλα συζητήσεων που ξεσήκωσε. Γιατί η ουσία είναι όχι ο αρχικός φόνος, αλλά η χιονοστιβάδα εξελίξεων (και φόνων) που προκαλεί και που παρασέρνει στο διάβα της, όχι μόνο τις ζωές των ηρώων αλλά ολόκληρη την πόλη, ξεθάβοντας πολλές κρυφές αμαρτίες.

Από τα θέματά της σειράς, αυτό που συζητήθηκε στα μίντια της χώρας περισσότερο, είναι η σχέση ανάμεσα στην ανατροφή ενός παιδιού και τον χαρακτήρα του, το πόσο (και με τι τρόπο) είναι σημαντική η διαλυμένη οικογένεια για τη διαμόρφωση χαρακτήρα, με άλλα λόγια το παλιό καλό πρόβλημα “nurture vs nature”, που λέμε και στη Δύση. Είναι πολύ πιθανό όμως αυτό να ήταν απλώς το πιο “ευπρεπές” από τα θέματα που προτίμησαν να πιάσουν τα μίντια: το μπούλινγκ, το ανελέητα ανταγωνιστικό περιβάλλον του σχολείου (και γενικότερα της κοινωνίας), η παιδική εργασία, η βία στο δρόμο, η απιστία, η προδοσία, το τι σημαίνει ακριβώς οικογένεια, η δίψα για χρήμα, το κόστος της περίθαλψης (στην σοσιαλιστική Κίνα δεν υπάρχει Εθνικό Σύστημα Υγείας και όλες οι επισκέψεις σε γιατρό και νοσοκομείο πληρώνονται ακριβά, εκτός αν πρόκειται για κορονοϊό), η αστυνομία, όλα αυτά είναι θέματα που πιάνουν τα “Κακά Παιδιά”, αλλά ίσως να μην είναι “κατάλληλα” για τα κοινωνικά δίκτυα.

Ίσως. Είναι δύσκολο να βγει ακριβές συμπέρασμα, λόγω των κάπως διαφορετικών κινεζικών συνθηκών. Για παράδειγμα, τα “Κακά Παιδιά” ρητά αναφέρονται σε όλα τα παραπάνω καυτά ζητήματα, θα περίμενε επομένως κανείς, αν όχι λογοκρισία, πάντως μια κάποια αρνητική κριτική εκ μέρους του καθεστώτος. Και όμως: η σειρά εκθειάστηκε από τα ελεγχόμενα από το Κομμουνιστικό Κόμμα μέσα ενημέρωσης, από τη Νέα Κίνα ως τους Global Times.

Παρόλα αυτά, η επόμενη νουάρ σειρά του ίδιου καναλιού “Το Πορφυρό Ποτάμι”, που μετά τους επαίνους για τα “Κακά Παιδιά” θα περιμέναμε να μην αντιμετωπίσει εμπόδια, εντούτοις δεν βγήκε στον αέρα στις αρχές Ιουλίου όπως είχε αναγγελθεί, με αιτιολογία ότι δεν είχε ακόμα περάσει “επιθεώρηση” (διάβαζε λογοκρισία). Θα δείξει.

Το Σεξ και η (Απαγορευμένη) Πόλη

Έτσι γίνεται σχεδόν αυτόματη η σύγκριση με τη σειρά που σάρωσε πέρσι, και μάλιστα όχι μόνο στην Κίνα, τους “Αδάμαστους” (ολόκληρη η σειρά υπάρχει στο youtube και με ελληνικούς υπότιτλους). Η σειρά βασίζεται στο “Μοντάο Ζουσί” (魔道祖), ήτοι “Ο Μέγας Δάσκαλος του Δαιμονικού Μονοπατιού”, ένα δημοφιλέστατο μυθιστόρημα “Xianxia” φαντασίας που έγινε και εξαιρετικής ποιότητας κινούμενο σχέδιο (και αυτό υπάρχει στο youtube, με υποτίτλους σε 12 γλώσσες, αλλά όχι ελληνικά).

Σε αυτή τη σειρά τα υψηλά στάνταρ παραγωγής ή η καθολικότητα της υπόθεσης δεν αποτελούν δυστυχώς στοιχεία ενδιαφέροντος: αντίθετα, οι “Αδάμαστοι” δεν προτείνονται σε όσους δεν είναι ήδη φαν του είδους. Εντούτοις υπάρχουν σε αυτήν δύο σημαντικά στοιχεία. Το πρώτο είναι ότι (σε έναν ενδιαφέροντα χρονικό παραλληλισμό με το σχεδόν ταυτόχρονο Game of Thrones), οι “Αδάμαστοι” αποτελούν μιαν αποδόμηση αυτού του δημοφιλέστατου είδους μεσαιωνικής φαντασίας με δράκους, μάγους και πολεμικές τέχνες (του wuxia / xianxia) που είναι το κινεζικό αντίστοιχο του fantasy. Τα συνήθη μοτίβα του wuxia είναι η αναζήτηση της απόλυτης μαχητικής ικανότητας ή της τελειότητας σε κάποιον τομέα ή της αθανασίας κτλ., η αναζήτηση δηλαδή του “μονοπατιού” ή του “δρόμου” για την φώτιση (αυτό σημαίνει κυριολεκτικά η λέξη 道 “Ταό”: δρόμος). Στους “Αδάμαστους” όμως, οι τυπικές αυτές ταο-ϊστικές συμβάσεις για το καλό και το κακό, το γιν και το γιανγκ, την υπέρβαση της ανθρώπινης φύσης κτλ., ανατρέπονται συστηματικά. Παρά την αθανασία του, ο κεντρικός ήρωας προειδοποιεί τους μαθητές του ότι “είμαστε όλοι άνθρωποι τελικά” και επομένως αυτή εδώ είναι μια ανθρώπινη ιστορία, μια ιστορία που οφείλει να επιστρέφει στη γη και όχι να σε βοηθάει να αποδράς από την πραγματικότητα, μια ιστορία που αφορά ανθρώπινα και όχι δαιμονικά πάθη.

Και ακριβώς, είναι τέτοια ανθρώπινα πάθη, που ακόμα και σήμερα συχνά θεωρούνται από κάποιους ως δαιμονικά, που μας φέρνουν στο δεύτερο ακόμα πιο αξιοσημείωτο στοιχείο, την υπονοούμενη μεν, αλλά σαφή (και πολύ σαφέστερη στο βιβλίο) ομοφυλοφιλική σχέση των δύο πρωταγωνιστών. Και όχι μόνο, αφού από το καστ των 32 επώνυμων χαρακτήρων, μόνο 6 είναι γυναικείοι ρόλοι, ενώ όλοι οι άντρες, ακόμα και οι κάπως μεγαλύτεροι σε ηλικία, είναι ιδιαίτερα ωραίοι.

Βέβαια, γεγονός είναι ότι έχουμε εδώ εν μέρει το αποτέλεσμα ιαπωνικής επιρροής. Αυτό που θα το λέγαμε “γυναικεία” λογοτεχνία (τζοσέι) στην Ιαπωνία, συνήθως πολύ διαφορετική και περισσότερο περίπλοκο από τα εδώ μυθιστορήματα του είδους, αναπτύχθηκε πριν από έναν αιώνα από τηνΓιοσίγια Νόμπουκο, η οποία καθόρισε τις συμβάσεις του είδους, καθώς και το γεγονός ότι σε αυτό ο ομοφυλοφιλικός πόθος δεν απαγορεύεται – ίσα ίσα μπορεί να είναι ο κανόνας, αν και χωρίς συνήθως να εκπληρώνεται. Η Γιοσίγια έγραφε (με μεγάλη εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία) για ανεκπλήρωτους έρωτες κοριτσιών (μεταξύ τους), αλλά από τη δεκαετία του ’80 και μετά, ένα ολόκληρο παρακλάδι της λογοτεχνικής αυτής παράδοσης, γραμμένο για γυναικείο κοινό από γυναίκες (συνήθως) δημιουργούς, ασχολείται με αγόρια και τους έρωτές τους, το λεγόμενο στα ιαπωνικά BL (boys love). Το είδος αυτό ποπ λογοτεχνίας (με επεκτάσεις σε μάνγκα, άνιμε, σινεμά, τηλεόραση – οι διαπλοκές της ιαπωνικής ποπ κουλτούρας είναι ατελείωτες), βρήκε το δρόμο του αρχικά στις υπόλοιπες αγορές της Άπω Ανατολής ενώ σταδιακά αποκτά και ένα σταθερό κοινό και στη Δύση. Συνδυασμός xianxia με BL είναι λοιπόν τόσο ο “Μεγάλος Δάσκαλος” (γραμμένος από γυναίκα συγγραφέα) όσο και η τηλεοπτική του διασκευή, οι “Αδάμαστοι”.

Ενδιαφέρον όμως είναι ότι η σειρά αυτή ουδέποτε λογοκρίθηκε. Το γεγονός εξάπτει ακόμα περισσότερο την περιέργεια, αν ρίξουμε μια ματιά στην πρόσφατη ιστορία της σχετικής κρατικής δραστηριότητας. Μέχρι το 2018 η τηλεοπτική βιομηχανία ήταν αυστηρά ρυθμισμένη: κάθε κανάλι μπορούσε να καλύπτει ένα συγκεκριμένο μικρό ποσοστό του προγράμματός του με xianxia και (ψευδο)ιστορικά και παλατιανά δράματα στην τηλεόραση. Η άνοδος των διαδικτυακών πλατφορμών (και η επιτυχία εμπορικών ταινιών όπως ο “Ήρωας” κτλ.) είδε μια έκρηξη όλων αυτών των σειρών, είτε σχετίζονται με διασκευές κλασικών έργων (“Το όνειρο της Άλικης Κάμαρας”) είτε με το ταξίδι στον χρόνο ενός άτυχου πρωταγωνιστή (“Η Ιστορία του Παλατιού στο Γιανξί”, με αγγλικούς υπότιτλους εδώ) που βρίσκεται ξαφνικά ανάμεσα σε έναν απρόβλεπτο Αυτοκράτορα και τις φθονερές παλλακίδες του. [Μόνο στην Κίνα: 500 εκατομμύρια ιντερνετικά χτυπήματα τη βραδιά του μεγάλου φινάλε]. ‘Η τέλος στα δημοφιλή παλατιανά δράματα με τις δολοπλοκίες της ζηλόφθονης Αυτοκράτειρας κατά των κακιασμένων παλλακίδων και τούμπαλιν (“Αυτοκράτειρες στο Παλάτι”, με ελληνικούς υπότιτλους, εδώ), ένα είδος ιστορικής σαπουνόπερας στην Απαγορευμένη Πόλη με άφθονο μπροκάρ, πισώπλατα μαχαιρώματα, περίπλοκα χτενίσματα, νεφρίτη, ευνούχους και σασπένς.

[Παρένθεση: οι παλλακίδες του αυτοκράτορα ήταν παρθένες το πολύ 16 ετών από τις άκρες της αυτοκρατορίας, επιλεγμένες με μια σειρά σκληρές, αλλά επίσημες δοκιμασίες, όχι πολύ διαφορετικές από τις σκληρές εξετάσεις που έδιναν οι μανδαρίνοι, αφού και αυτές θα γίνονταν τμήμα του κρατικού μηχανισμού της αυτοκρατορίας. Οι παλλακίδες έπρεπε να είναι σε θέση να διασκεδάσουν τον Τιανζί (Γιο του Ουρανού) με κάθε δυνατό τρόπο (και ενδεχομένως να γεννήσουν και τους γιούς του). Τα αυστηρά κριτήρια επιλογής ήταν κατά αξιολογική σειρά, η αρετή, η συμπεριφορά, ο χαρακτήρας και μόλις τελευταία η σωματική κατάσταση, περίπου δηλαδή τα ίδια κριτήρια, και με την ίδια σειρά, που αξιολογούνται, πάνω από χίλια χρόνια μετά και οι υποψήφιες στα σημερινά καλλιστεία, δείχνοντας έτσι πόσο προοδευτικός και μπροστά από την εποχή του ήταν ο παλατιανός θεσμός της παλλακείας στο ζήτημα της ισότητας των φύλων. Επομένως και κατ’ αναλογίαν, μην περιμένετε να δείτε ανάμεσα στις παλλακίδες των σήριαλ κάποια που να μην εκπληρώνει τουλάχιστον τα τρέχοντα αγοραία κριτήρια επιλογής για μοντέλο].

Ο θεσμός της παλλακείας, αυτοκρατορικής ή όχι (γιατί οι μανδαρίνοι και όποιοι διέθεταν κάποια οικονομική επιφάνεια δικαιούντο και αυτοί να έχουν παλλακίδες), σταμάτησε δια νόμου μόλις το 1949, με την ανακήρυξη της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, κάτι που το κόμμα θεωρεί σημείο υπερηφάνειας – και δικαίως. Φαίνεται ότι όταν το κακό παράγινε με τα σήριαλ με παλλακίδες στην Απαγορευμένη Πόλη, κάποιο θορυβημένο υψηλόβαθμο στέλεχος θυμήθηκε τους αγώνες του κόμματος κατά της παλλακείας και τον Γενάρη του 2019 ένα άρθρο στο θεωρητικό περιοδικό της “Ημερησίας του Πεκίνου (όργανου της επιτροπής πόλης του ΚΚΚ)”, αποκήρυξε σκαιότατα και με κάπως παλαιοκομματική, ξύλινη γλώσσα τα σήριαλ αυτά που “ενθαρρύνουν το κοινό να ακολουθήσει τον επιδεικτικό τρόπο ζωής των παλαιών ηγεμόνων της Κίνας και προωθούν την τρυφηλότητα και την πολυτέλεια πέρα και πάνω από τις αρετές της οικονομίας και της σκληρής δουλειάς”. Το άρθρο αυτό ακολουθήθηκε τον Μάρτιο από την εξής ντιρεκτίβα:

Αν και η μετάφραση δεν αποδίδει σωστά την αυστηρή κομψότητα του πρωτοτύπου, ιδού:

  1. Από σήμερα και μέχρι τέλος Ιουνίου 2019, όλες οι ιστορικές σειρές ρυθμίζονται. Όλες οι σειρές που προβάλλονται αυτή τη στιγμή σταματούν και κατεβαίνουν από την ιστοσελίδα τους, ενώ όσες δεν έχουν ακόμα προβληθεί, δεν θα προβληθούν.
  2. Από σήμερα, ως “ιστορικές” θα αναφέρονται οι σειρές με πολεμικές τέχνες, φαντασίας, ιστορικές, μυθικές, με ταξίδι στο χρόνο και οι σειρές που διαδραματίζονται στο αυτοκρατορικό παλάτι.

Και νά το ενδιαφέρον στοιχείο: η από την οργάνωση Πεκίνου (την ισχυρότερη της χώρας) εκπορευόμενη αυτή απόφαση, κράτησε για λιγότερο από έναν μήνα. Χωρίς πολλές τυμπανοκρουσίες σταμάτησε να ισχύει και οι ιστορικές σειρές όχι μόνο συνέχισαν, αλλά πολλαπλασιάστηκαν. Και όχι μόνο αυτό: Όταν εμφανίστηκε μια σειρά που οπωσδήποτε θα μπορούσε κανείς να την διαβάσει όχι ως παραμύθι στην αρχαία Κίνα, αλλά ως κριτική της σύγχρονης Κίνας (τα “Κακά Παιδιά”) αυτή όχι μόνο δεν απαγορεύτηκε, όπως θα ήταν ο κανόνας μέχρι πριν λίγα μόνο χρόνια, αλλά επαινέθηκε.

O tempora, o mores! Ή, πιο σωστά: sú suí shí biàn (俗随时变, “Τα ήθη, οι καιροί τα αλλάζουν”).

Λογοκρισία, Βιοεξουσία, Κράτος: Εδώ και Εκεί

Δεν γνωρίζουμε το λόγο που η ντιρεκτίβα της απαγόρευσης “ιστορικών” σειρών αποσύρθηκε. Ίσως (για να συνδέουμε τα θέματα), αιτία να ήταν οι ταραχές στο Χονγκ Κονγκ που υποχρέωσαν το Κόμμα να δείξει ένα πιο φιλελεύθερο πρόσωπο. Ίσως να ήταν το αποτέλεσμα κάποιας εσωκομματικής διαπάλης πίσω από κλειστές πόρτες (στην οποία οι παλαιοκομματικοί, που ήθελαν να απαγορεύσουν τις σειρές, έχασαν). Ίσως πάλι απλώς να ήταν το αποτέλεσμα λαϊκής απαίτησης, της αναγνώρισης δηλαδή από το Κόμμα του γεγονότος ότι οι “ιστορικές” μυθοπλασίες είναι όχι μόνο δημοφιλείς στο εσωτερικό (επιτρέποντας και την κερδοφορία των εταιρειών παραγωγής τους), αλλά αποτελούν και μια προβολή “μαλακής ισχύος”, όπως δείχνει όχι μόνο η υιοθέτηση, με το αζημίωτο, πολλών από αυτές από δυτικές επιχειρήσεις όπως το Netflix, αλλά και η προβολή όσων δεν αγοράστηκαν από το τελευταίο, υποτιτλισμένων και δωρεάν σε μέσα όπως το Υoutube.

Γιατί όχι εξάλλου; Η Κίνα αυτή τη στιγμή είναι μια ανερχόμενη πολιτιστική υπερδύναμη, τουλάχιστον στην “υψηλή” τέχνη. Το Πεκίνο, η Σανγκάη και οι άλλες μητροπόλεις της χώρας είναι πολιτισμικά πιο ζωντανές από το Παρίσι ή την Νέα Υόρκη. Το θέατρο του Πεκίνου στις άπειρες σκηνές του (τουλάχιστον προ κορονοϊού) μπορεί και παρουσιάζει ταυτόχρονα περισσότερα και πιο ενδιαφέροντα πράγματα από οποιαδήποτε δυτική μεγάλη σκηνή, ενώ την ίδια στιγμή φυσικά ανεβάζει και τις μοναδικές του παραστάσεις όπερας, που σε πείσμα της αντιφεουδαρχικής κριτικής της “Ημερησίας του Πεκίνου”, πάντα έχουν να κάνουν με Αυτοκράτορες και παλλακίδες. (Οι ρέκτες μπορούν να βρουν εδώ μια υποδειγματική παράσταση του “Αντίο Παλλακίδα μου” με τη θεά της όπερας Σι Γιχόνγκ στον κεντρικό ρόλο.)

Η κινηματογραφική βιομηχανία της Κίνας, έχει παραγάγει μερικές από τις σημαντικότερες καλλιτεχνικά ταινίες των τελευταίων δεκαετιών και όχι λίγοι από τους μεγαλύτερους διεθνώς δημιουργούς είναι Κινέζοι. Ο σημαντικότερος ανάμεσά τους είναι κατά πάσα πιθανότητα ο, σχεδόν μαοϊκός στη ματιά του, Τζιά Ζανγκέ, η τελευταία για την ώρα ταινία του οποίου, το μικρού μήκους 来访(láifǎng: “Η Επίσκεψη”), είναι παραγγελία του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και υπάρχει με ελληνικούς υπότιτλους. Ο Τζιά όχι μόνο δεν αντιμετωπίζει πλέον τους περιορισμούς στην εσωτερική αγορά που υφίστατο στις αρχές της δεκαετίας του 2000, αλλά αντίθετα έχει πλέον και την προσωπική έγκριση του ηγέτη Σι Τζινπίνγκ του ίδιου.

Η κινεζική πολιτισμική βιομηχανία έχει δοκιμάσει σοβαρά και τα πρώτα της βήματα στην παραγωγή blockbuster όλων των ειδών, ακόμα και στην τεχνικά δυσκολότερη επιστημονική φαντασία δράσης με το πολύ πετυχημένο εμπορικά περσινό “Περιπλανώμενη Γη”, που βάζει στον ρόλο του σωτήρα του κόσμου, αντί για τους συνήθεις Αμερικάνους, (ποιον άλλον;) τους Κινέζους. (Κατά τα άλλα είναι τόσο κενό περιεχομένου όσο και τα αντίστοιχα αμερικανικά.)

Φυσικά, όσον αφορά γενικά την λαϊκή κουλτούρα, η πολιτική είναι πάντα στο τιμόνι. Αίσθηση ας πούμε προκάλεσε πέρσι μια σειρά κινουμένων σχεδίων, παραγγελία του Γραφείου Ιδεολογίας του Κόμματος, με συμμετοχή της Κινεζικής Ακαδημίας Κοινωνικών Επιστημών, όπου ένας νεαρός, ωραίος χιπστεράς μαζί με την όμορφη αρραβωνιαστικιά του και τον ωραίο χιπστερά (και πλούσιο) κολλητό του συγκρούονται με την κυβερνητική λογοκρισία και την πανεπιστημιακή αυθαιρεσία, υπερασπίζονται την κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και υποδαυλίζουν εργατικές απεργίες και εξεγέρσεις.

Αν αυτά όλα ακούγονται κάπως περίεργα σε μια χώρα όπου υπάρχουν καταγγελίες για κρατική αυθαιρεσία, που οι εργατικές διεκδικήσεις και απεργίες γενικά καταστέλλονται, όπου πλέον “είναι ένδοξο να πλουτίζεις” (δεν το είπε ο Ντενγκ Σιαοπίνγκ) και όπου τα μέλη του Μαρξιστικού Συλλόγου Φοιτητών του Πανεπιστημίου Πεκίνου συλλαμβάνονται την ώρα που πάνε στο μνημόσυνο του Μάο, να διευκρινίσουμε ότι υπάρχει εξήγηση: η σειρά, που λέγεται “Ο Ηγέτης” (领风者), δεν αφορά τη σύγχρονη Κίνα, αλλά τη ζωή (σε μεγάλο μάλιστα βαθμό την αισθηματική ζωή) και το έργο του νεαρού (και ωραίου) Μαρξ, της όμορφης Τζένυ φον Βεστφάλεν και του κολλητού του (ωραίου και πλούσιου) Ένγκελς: ένα Κομμουνιστικό Μανιφέ… όχι, μάλλον ένα Κομμουνιστικό Αντι-μανιφέστο. Η σειρά διατίθεται στο youtube. Θεατές όλων των χωρών ενωθείτε, αν το δείτε, θα τα χάσετε.

Ξαναγυρνώντας στο ζήτημα της λογοκρισίας, υπάρχει και ένας βαθύτερος ιστορικός λόγος για την ρύθμιση της πολιτιστικής παραγωγής και την προϊούσα καταστολή. Γιατί η πρώτη κριτική για τα δράματα τύπου wuxia δεν προέρχεται από τους κύκλους του κόμματος και την “Ημερησία του Πεκίνου”, αλλά ήδη από το προηγούμενο καθεστώς, λίγο νωρίτερα από την Επανάσταση του ’49. Συγκεκριμένα, γύρω στο 300 π.Χ., όσο εδώ είχαμε τους πολέμους των επιγόνων του Αλέξανδρου, στην Κίνα ο Χαν Φέι, στο βιβλίο του “Χαν Φειζί”, μιλώντας για τις πέντε τάξεις της χώρας, κάνει μια απαξιωτική κριτική των μύθων youxia (που ήταν ο πρόγονος των πολεμικών ιστοριών φαντασίας).

Ο Χαν Φέι ήταν ένας από τους επιφανέστερους Λεγκαλιστές, εκπρόσωπος μιας παράδοσης πολιτικής φιλοσοφίας που αν και αντικαταστάθηκε αργότερα από τον Κομφουκιανισμό, ποτέ δεν έπαψε να επηρεάζει τη διακυβέρνηση της χώρας. Αν είχαμε δικαίωμα να συμπυκνώσουμε τις διαφορές των δύο ρευμάτων σε μια φράση (δικαίωμα που φυσικά δεν έχουμε), θα λέγαμε ότι ο Κομφούκιος θέλει την διακυβέρνηση με την ηθική, ενώ οι Λεγκαλιστές με την αυστηρή εφαρμογή του νόμου. Λέει ο Κομφούκιος: “Όταν τους κυβερνάς με εντολές και τιμωρίες, οι άνθρωποι ξεδιάντροπα ξεγλιστρούν· όταν τους κυβερνάς με τελετές και αρετή, τότε ντρέπονται και αναμορφώνονται οι ίδιοι”. Φυσικά τελικά εφαρμόστηκε ένας συνδυασμός των δύο, αλλά δεν είναι τυχαίο που οι Μαοϊκοί είχαν επιτεθεί με όλες τις δυνάμεις τους στον Κομφούκιο, ενώ θεωρούσαν τους Λεγκαλιστές ως τους πρώτους υλιστές της ιστορίας. Ούτε είναι επομένως τυχαία η επίθεση της Πολιτιστικής Επανάστασης στην όπερα του Πεκίνου και τα Κομφουκιανά-φεουδαρχικά της πρότυπα, επίθεση που είναι το θέμα της ταινίας “Αντίο Παλλακίδα μου” που έκανε διάσημο το Κινέζικο σινεμά στη Δύση (και που αντιμετωπίζει επικριτικά την ίδια την επίθεση).

Και έτσι φτάνουμε στον Σι Τζινπίνγκ και το κόμμα της σύγχρονης εποχής, με ένα τσιτάτο που εμφανίζεται παντού στην κομματική φιλολογία, αν και δεν προέρχεται από τον Μάο: 依法治国 (Γι φα, ζι γκούο, “να κυβερνάς το κράτος σύμφωνα με το Νόμο”, τσιτάτο του Χαν Φέι. Είναι δείγμα της Δυτικής άγνοιας για την Κίνα το πόσα τσιτάτα που αποδίδονται είτε στον Μάο ή σε άλλους Κινέζους αξιωματούχους, στην πραγματικότητα είναι αναφορές σε αρχαίους συγγραφείς ή απλώς παλιές κινέζικες παροιμίες).

Το κόμμα επιχειρεί μια λεγκαλιστική στροφή, μια απομάκρυνση από την κομφουκιανή υπόκλιση στα ήθη και τις τελετουργίες δηλαδή τις παραδοσιακές ιδεολογίες, και προβάλει σταδιακά ως ύστατη κρατική αρετή την υποταγή στον νόμο (συνδυασμένη βέβαια με μια γερή δόση συγκαλυμμένου εθνικισμού, γιατί από την ιδεολογία δεν γίνεται να ξεφύγει κανείς, αυτό το είχε συλλάβει ο Κομφούκιος σωστά). Αυτό εξηγεί και μια ορισμένη νομική κανονικοποίηση (αν και δεν διευκρινίζει ακριβώς το πώς και από ποιόν γράφονται οι νόμοι) μαζί με μείωση της αυθαιρεσίας στο τηλεοπτικό τοπίο.

Και έτσι, μετά από αυτή την εξέταση των διαφορών της κινέζικης πολιτιστικής παραγωγής από την Δυτική αντίστοιχη, φτάνουμε παραδόξως στο συμπέρασμα ότι οι ομοιότητες είναι περισσότερες από τις διαφορές. Η κρατική καταστολή δεν είναι δα αποκλειστικό προνόμιο της Κίνας (ειδικά στο Χονγκ Κονγκ, για να συνδέουμε τα θέματα, δεν υπάρχουν ακόμα νεκροί από αστυνομική βία όπως, ας πούμε, στις ΗΠΑ, μόνο ένας δύστυχος περαστικός που έφαγε ένα τούβλο από διαδηλωτές στο κεφάλι). Οι μέθοδοι ελέγχου και βιοεξουσίας που εφαρμόζουν οι Κινέζοι δεν είναι διαφορετικές από τις δικές μας, ενώ μπορούμε να πούμε ότι με αφορμή την επιδημία του κορονοϊού, το κινεζικό μοντέλο ελέγχου έγινε αντικείμενο θαυμασμού, μελέτης και μίμησης από τα δυτικά lockdown. Ενώ και η λογοκρισία διεξάγεται απλώς με διαφορετικές μεθόδους: στην Κίνα το κράτος εξακολουθεί να είναι ο μεγαλύτερος χρηματοδότης πολιτιστικής παραγωγής, επομένως διατηρεί και το δικαίωμα να αποφασίζει τι θα παράγεται. Στη Δύση αυτό το δικαίωμα ουδέποτε αμφισβητήθηκε στους ιδιοκτήτες των στούντιο, αν και παραδόξως, το δικαίωμα αποκαλείται απλώς “δικαίωμα” όταν αναφερόμαστε στα δυτικά συμφραζόμενα και “λογοκρισία”, όταν αναφερόμαστε στα κινεζικά συμφραζόμενα. Ποιος ξέρει, ίσως το γεγονός αυτό να οφείλεται στις λεπτές γλωσσοκοινωνικές διαφορές που χωρίζουν ανατολή και Δύση…

Αντίθετα λοιπόν με το τι θα περίμενε ο μέσος ετοιμοπόλεμος υπερασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όπου γης, η συντριπτική πλειονότητα των Κινέζων (ενδεχομένως βέβαια ανάμεσά τους να μην είναι οι Ουιγούροι, δεν είναι εύκολο να ξέρουμε) δηλώνουν ιδιαίτερα ικανοποιημένοι από την πολιτική κατάσταση της χώρας. Σύμφωνα με έρευνα που έγινε σε 53 χώρες για λογαριασμό και με τη συνεργασία της “Συμμαχίας των Δημοκρατιών” του πρώην Γ.Γ. του ΝΑΤΟ Ράσμουνσεν, (όχι δηλαδή και του πιο αμερόληπτου οργανισμού του πλανήτη), στην ερώτηση “Είναι η χώρα μου δημοκρατική;” η Κίνα με 73% θετικές απαντήσεις ήταν η 5η από την κορυφή, ενώ οι ΗΠΑ, με 49% ήταν στην 38η θέση. (Η Ελλάδα είχε τον υψηλότερο δείκτη από όλες τις χώρες στην ερώτηση “Είναι σημαντική η δημοκρατία;” με 92% θετικές απαντήσεις, αλλά ως προς το αν η χώρα είναι δημοκρατική το ποσοστό των 64% θετικών απαντήσεων την κατέτασσε στην 17η θέση. Η έρευνα πάντως έχει μια σειρά από κάπως δύσκολο να κατανοηθούν αποτελέσματα, όπως η σχετικά υψηλή θέση της Σαουδικής Αραβίας και άλλα).

Τα παραπάνω δείχνουν ότι, για την ώρα (και χωρίς καν να έχουμε εξετάσει τις εξελίξεις στην οικονομία), στην Κίνα αντίθετα με τη Δύση, σε αυτή τη συγκυρία τουλάχιστον, οι προσδοκίες του πληθυσμού έχουν μάλλον θετικό πρόσημο, ενώ η κοινωνία (και το Κόμμα) είναι σε θέση να ανοίξει ζητήματα που μέχρι πριν λίγο καιρό θα ήταν ταμπού. (Οι εργατικές αναταραχές και οι πολλές απεργίες που ξεσπούν διαρκώς στον “σοσιαλισμό με κινεζικά χαρακτηριστικά” δεν είναι ένα από αυτά τα ζητήματα, αλλά η πανδημία μείωσε σε εκπληκτικό βαθμό τη μαχητική εργατική διεκδικητικότητα, δίνοντας έτσι στην κυβέρνηση έξτρα πολιτικό χώρο.) Είναι τα παραπάνω δείγματα για τη σταθερότητα ή μη του συστήματος και την εξέλιξη του πολέμου με τις ΗΠΑ; Προφανώς, όχι αυτά καθαυτά· όμως αφήνουν να φανούν κάποιοι δείκτες για την εσωτερική κατάσταση της χώρας.

Αλλά και ο τρόπος που διεξάγεται ο πόλεμος με τη Δύση είναι ενδεικτικός. Ενώ οι κινεζικές αρχές βασίζονται περισσότερο στην (“αμοιβαία επωφελή”) οικονομική επέκταση παρά στην πολεμική επιβολή (η θάλασσα της Νότιας Κίνας είναι ειδική περίπτωση), αντίθετα οι αμερικανικές κυρίως αρχές βασίζονται στην απαγόρευση οικονομικών σχέσεων, στην στρατιωτική επέκταση και σε έναν έντονο πόλεμο ψευδών ειδήσεων από την μέχρι καρικατούρας μεγέθυνση του υπαρκτού και σημαντικού προβλήματος των Ουιγούρων μέχρι το Χονγκ Κονγκ, το οποίο (για να συνδέουμε τα θέματα) συνδέεται αυθαίρετα με ό,τι άλλα ζητήματα μπορεί να υπάρχουν.

Οπωσδήποτε η τέτοια διαχείριση της προπαγάνδας έχει θετικά (για την πολιτική γραμμή των δυτικών κυβερνήσεων) αποτελέσματα. Όμως, ο πρωταρχικός παράγοντας στην εξέλιξη της διαμάχης μιας χώρας με μιαν άλλη, είναι πρώτα και κύρια οι εσωτερικές αντιφάσεις της κάθε μιας, τα ρήγματα αυτά στα οποία μπορεί να χωθεί σαν σφήνα ο εξωτερικός παράγοντας για να προκαλέσει κρίση. Είναι πάντα αλήθεια βέβαια ότι οι εξελίξεις μπορούν ξαφνικά να γίνουν καταιγιστικές και απρόβλεπτες, όμως για την ώρα τουλάχιστον, οι αγεφύρωτες αντιθέσεις φαίνονται να είναι μεγαλύτερες και βαθύτερες σε μια Δύση σε αποδρομή παρά σε μια Κίνα σε άνοδο.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα