Και τζαμί, και εκκλησιά, και ανοικτή στον κάθε επισκέπτη. Αυτή θα ήταν ίσως μια λύση για την Αγία Σοφία, καλύτερη και από το σημερινό “κοσμικό” καθεστώς του μουσείου, πιο κοντά στις πνευματικές αξίες που φέρει το ίδιο το κτίριο και πιο κοντά στις θρησκευτικές παραδόσεις που το διαχειρίστηκαν στην υπερχιλιετή του ιστορία. Αυτό λέει το Παρατηρητήριο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO σε πρόσφατη ανακοίνωσή του με αφορμή την απόφαση του Ερντογάν, και το ίδιο πρότεινε ήδη από το 2014 ο Πέτρος Βασιλειάδης, καθηγητής Θεολογίας στο ΑΠΘ.
Το Παρατηρητήριο Παγκόσμιας Κληρονομιάς (World Heritage Watch), που έχει έδρα το Βερολίνο, εξέδωσε τη Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020 ανακοίνωση (βλ. και ελληνική μετάφραση στο τέλος του άρθρου), όπου μεταξύ άλλων λέει τα εξής :
“[…] Ο αρχικός λόγος για την οικοδόμηση της Αγίας Σοφίας ήταν η δημιουργία ενός Οίκου Προσευχής, προς επίκληση του Ενός Θεού, και για πνευματική εμπειρία. Η υλική κληρονομιά που ενσωματώνεται στο κτίριο δεν μπορεί να γίνει κατανοητή χωρίς την κατάλληλη κατανόηση της άυλης κληρονομιάς που υπήρξε η πηγή έμπνευσης για αυτά τα αριστουργήματα της τέχνης και της αρχιτεκτονικής που ο κόσμος θαυμάζει εδώ και αιώνες. Και οι δύο αυτές κληρονομιές (υλική και άυλη) είναι αδιαχώριστες και πρέπει να προστατευτούν από κοινού.
Πιστεύουμε λοιπόν ότι το άνοιγμα της Αγίας Σοφίας στην προσευχή δεν έρχεται κατ’ αρχήν σε αντίθεση με το καθεστώς της Παγκόσμιας Κληρονομιάς. Αυτό μπορεί πράγματι να αποτελεί μια συμπληρωματική δραστηριότητα – αρκεί να μην τίθεται σε κίνδυνο το ίδιο το κτίριο και οι παγκόσμιες αξίες του. Ωστόσο, όταν θα γίνει αυτό, θα πρέπει κανείς να σεβαστεί επαρκώς την αρχική προέλευση και ολόκληρη την ιστορία της Αγίας Σοφίας, πράγμα που συνεπάγεται ότι το κτίριο πρέπει να είναι διαθέσιμο για προσευχή εξίσου στους Μουσουλμάνους και στους Χριστιανούς. Ένας κοινός οίκος προσευχής για τις δύο θρησκείες που λατρεύουν τον ίδιο Παντοδύναμο Θεό θα ήταν πράγματι ο μόνος αξιόπιστος τρόπος επιβεβαίωσης και συνέχισης του ρόλου της Αγίας Σοφίας ως συμβόλου διαθρησκειακής αδελφοσύνης και ειρήνης μεταξύ των πολιτισμών του κόσμου. Ποτέ ο κόσμος δεν είχε τόση ανάγκη από τέτοια σύμβολα, και η ιστορία θα τιμήσει εκείνους που, αντί να προκαλούν διχασμό και να κάνουν εχθρούς, δείχνουν μεγαλοσύνη οικοδομώντας την ειρήνη”.
Αν λάβει κανείς υπ’ όψη του πως το Παρατηρητήριο Παγκόσμιας Κληρονομιάς εδρεύει στο Βερολίνο, αναρωτιέται μήπως η παραπάνω δήλωσή έχει κάποια συνάφεια με τις δηλώσεις του Γερμανού κυβερνητικού εκπροσώπου, Στέφεν Ζάιμπερτ, ο οποίος τη Δευτέρα 13 Ιουλίου είπε ότι η υπόθεση της Αγίας Σοφίας αφορά την UNESCO (βλ. εδώ). Παρ’ όλα αυτά, αν και αρνήθηκε την άμεση εμπλοκή της κυβέρνησής του ο Γερμανός εκπρόσωπος τόνισε την “τεράστια” πολιτιστική ιστορική και θρησκευτική σημασία που έχει η Αγία Σοφία “τόσο για τον Χριστιανισμό, όσο και για το Ισλάμ” και επεσήμανε πως η λειτουργία της ως μουσείου “επέτρεπε σε όλους τους ανθρώπους, ανεξάρτητα από τη θρησκείας τους, να την επισκεφτούν”. Αξιοσημείωτη είναι και η δήλωση του εντεταλμένου της ομοσπονδιακής κυβέρνησης για θρησκευτικά ζητήματα Μάρκους Γκρίμπελ πως είναι “πολύ λυπηρό το γεγονός ότι η Αγία Σοφία διατίθεται αποκλειστικά σε μία θρησκεία για την τέλεση προσευχής”.
Κινούνται οι δηλώσεις, των Γερμανών κυβερνητικών ιθυνόντων εκπροσώπου και του Παρατηρητηρίου Παγκόσμιας Κληρονομιάς, στο ίδιο μήκος κύματος ή είναι άσχετες; Θα φανεί σύντομα.
Πάντως, την ίδια ακριβώς πρόταση, που εμπνέεται από μια “μετα-εκκοσμικευτική” λογική, είχε κάνει για την Αγία Σοφία ήδη από τον Ιανουάριο 2014 ο Πέτρος Βασιλειάδης, καθηγητής Βιβλικής Θεολογίας στη Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ. Σε ειδική μελέτη του, που τιτλοφορείται “Το τουρκικό πείραμα και το μέλλον της Αγίας Σοφίας” καταλήγει στα εξής, απευθυνόμενος μάλιστα προσωπικά στον Ερντογάν, τότε πρωθυπουργό της Τουρκίας:
“[…] Προσωπικά υποστηρίζω ένα είδος επιστροφής όλων των τόπων λατρείας στην αυθεντική τους χρήση. Αντίθετα από όλους σχεδόν τους οπαδούς της εκκοσμίκευσης, που επιμένουν στην παρούσα χρήση του ως μουσείων, προτιμώ να υπάρχουν –εν μέρει τουλάχιστον– ως λατρευτικοί τόποι. Αυτό λοιπόν που θα τολμούσα, πολύ φιλικά, να συμβουλέψω τον Τούρκο Πρωθυπουργό, βασισμένος και στην εμπειρία μου από την προώθησε του διαθρησκειακού διαλόγου, είναι να εξετάσει την πιθανότητα να επιτρέψει στην Αγία Σοφία να χρησιμοποιηθεί, όχι μονομερώς από Μουσουλμάνους, αλλά επίσης και από (Ορθοδόξους) Χριστιανούς. Τρεις ώρες τις Παρασκευές για ισλαμική προσευχή, τρεις ώρες τις Κυριακές για Ορθόδοξη Λειτουργία, και την υπόλοιπη εβδομάδα να παραμένει ένας πολιτιστικός χώρος για όλους από κοινού, και για όλον τον κόσμο. […]”.
Ολόκληρη η μελέτη του καθηγητή Πέτρου Βασιλειάδη είναι αναρτημένη στο Academia.edu.
Δήλωση του Παρατηρητηρίου Παγκόσμιας Κληρονομιάς για την Αγία Σοφία
Η Αγία Σοφία θεωρείται γενικώς σαν ένα από τα σημαντικότερα κτίρια στην ιστορία της αρχιτεκτονικής, των θρησκειών, και γενικά στην παγκόσμια ιστορία. Υπήρξε το τελευταίο από τα μνημειώδη κτίρια της αρχαιότητας, το μεγαλύτερο του κόσμου στην εποχή του. Τόσο η κατασκευή του, όσο και τα ανεκτίμητα ψηφιδωτά και άλλα έργα τέχνης συνιστούν υψηλά επιτεύγματα του ανθρωπίνου πνεύματος. Η Αγία Σοφία υπήρξε η πιο σημαντική εκκλησία του Ορθόδοξου Χριστιανισμού για πάνω από χίλια χρόνια και έγινε σύμβολο του Ισλάμ όταν μετατράπηκε σε τζαμί από τον Σουλτάνο Μωάμεθ Β’ μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης το 1453. Και βρίσκεται εκεί, στη θέση της, όλη την περίοδο των ετών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μέχρι το τέλος της, και για όλη την περίοδο που η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν παγκόσμια δύναμη, για άλλα 450 χρόνια. Τέλος, η μετατροπή της το 1934 σε μουσείο υπήρξε χαρακτηριστικό σημάδι της πολιτισμικής προόδου που απετέλεσε η μετάβαση ενός κατά μεγάλη πλειονότητα μουσουλμανικού πληθυσμού σε ένα σύγχρονο κοσμικό κράτος. Το στάτους της ως μουσείου συνέβαλε σημαντικά στη διατήρηση της ειρήνης μεταξύ των Μουσουλμανικών και Χριστιανικών κοινοτήτων.
Αυτή η σύντομη περιγραφή είναι πολύ λίγη μπροστά στην παγκόσμια σημασία της Αγίας Σοφίας, ίσως όμως αρκεί για να εξηγήσει γιατί αυτό το κτίριο έχει τόσο μεγάλη σημασία για ολόκληρο τον κόσμο, και γιατί εγγράφηκε το 1985 στον Κατάλογο της Παγκόσμιας Πολιτιστικής και Φυσικής Κληρονομιάς.
Η θεμελιώδης ιδέα της Σύμβασης Παγκόσμιας Κληρονομιάς (στην οποία προσχώρησε η Τουρκική Δημοκρατία το 1983) είναι ότι η αξία που έχουν τα αντικείμενα του Καταλόγου της Παγκόσμιας Πολιτιστικής και Φυσικής Κληρονομιάς είναι παγκόσμια. Η πολιτιστική ή φυσική σημασία τους είναι τόσο εξαιρετική, ώστε να ξεπερνά τα εθνικά σύνορα και να αποκτά κοινή σημασία και για τις σημερινές και τις μελλοντικές γενιές της ανθρωπότητας στο σύνολό της. Ως εκ τούτου, η διαρκής προστασία αυτής της κληρονομιάς είναι ύψιστης σημασίας για το σύνολο της διεθνούς κοινότητας. Με απόλυτο σεβασμό στην κυριαρχία των κρατών στην επικράτεια των οποίων βρίσκεται ένα τέτοιο αντικείμενο πολιτιστικής ή φυσικής κληρονομιάς και χωρίς καμμία αμφισβήτηση των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων που προκύπτουν από την εθνική νομοθεσία, τα κράτη-μέλη της Σύμβασης Παγκόσμιας Κληρονομιάς αναγνωρίζουν ότι η εν λόγω κληρονομιά αποτελεί Παγκόσμια Κληρονομιά.
Η απόφαση να μετατραπεί η Αγία Σοφία σε τζαμί επιβάλλει να υπενθυμίσουμε στις αρμόδιες τουρκικές αρχές την επίσημη δέσμευση που έχει αναλάβει η Τουρκική Δημοκρατία έναντι της παγκόσμιας κοινότητας για σεβασμό του διεθνούς δικαίου, και τήρηση των σχετικών διαδικασιών. Είναι συνεπώς αβάσιμος και παραπλανητικός οποιοσδήποτε ισχυρισμός ότι τα ζητήματα που αφορούν την Αγία Σοφία είναι υπόθεση των τουρκικών εθνικών αρχών και μόνο και ότι η έκφραση γνώμης της διεθνούς κοινότητας αποτελεί παραβίαση της τουρκικής κυριαρχίας.
Έχει τεράστια σημασία, οι αρχές, οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης και ο λαός της Τουρκίας να κατανοήσουν και να σεβαστούν το γεγονός ότι η Αγία Σοφία είναι κληρονομιά όχι μόνο μιας επιμέρους εθνικής, θρησκευτικής ή άλλης ομάδας, αλλά αποτελεί κληρονομιά όλων των λαών του κόσμου και πρέπει να είναι εγγυημένη η ανεμπόδιστη πρόσβασή τους στην Αγία Σοφία. Αναμένουμε από την Τουρκία να τηρήσει τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει από τη Σύμβαση Παγκόσμιας Κληρονομιάς να “κάνει ό,τι μπορεί … στο μέγιστο των δυνατοτήτων της … για την προστασία, τη διατήρηση, την παρουσίαση και τη μεταβίβαση στις μελλοντικές γενιές” όλων των στοιχείων που συνιστούν την Εξαιρετική και Παγκόσμια Αξία της Αγίας Σοφίας.
Ο αρχικός λόγος για την οικοδόμηση της Αγίας Σοφίας ήταν η δημιουργία ενός Οίκου Προσευχής, προς επίκληση του Ενός Θεού και για πνευματική εμπειρία. Η υλική κληρονομιά που ενσωματώνεται στο κτίριο δεν μπορεί να γίνει κατανοητή χωρίς την κατάλληλη κατανόηση της άυλης κληρονομιάς που υπήρξε η πηγή έμπνευσης για αυτά τα αριστουργήματα της τέχνης και της αρχιτεκτονικής που ο κόσμος θαυμάζει εδώ και αιώνες. Και οι δύο αυτές κληρονομιές (υλική και άυλη) είναι αδιαχώριστες και πρέπει να προστατευτούν από κοινού.
Πιστεύουμε λοιπόν ότι το άνοιγμα της Αγίας Σοφίας στην προσευχή δεν έρχεται κατ’ αρχήν σε αντίθεση με το καθεστώς της Παγκόσμιας Κληρονομιάς. Αυτό μπορεί πράγματι να αποτελεί μια συμπληρωματική δραστηριότητα – αρκεί να μην τίθεται σε κίνδυνο το ίδιο το κτίριο και οι παγκόσμιες αξίες του. Ωστόσο, όταν θα γίνει αυτό, θα πρέπει κανείς να σεβαστεί επαρκώς την αρχική προέλευση και ολόκληρη την ιστορία της Αγίας Σοφίας, πράγμα που συνεπάγεται ότι το κτίριο πρέπει να είναι διαθέσιμο για προσευχή εξίσου στους Μουσουλμάνους και στους Χριστιανούς. Ένας κοινός οίκος προσευχής για τις δύο θρησκείες που λατρεύουν τον ίδιο Παντοδύναμο Θεό θα ήταν πράγματι ο μόνος αξιόπιστος τρόπος επιβεβαίωσης και συνέχισης του ρόλου της Αγίας Σοφίας ως συμβόλου διαθρησκειακής αδελφοσύνης και ειρήνης μεταξύ των πολιτισμών του κόσμου. Ποτέ ο κόσμος δεν είχε τόση ανάγκη από τέτοια σύμβολα, και η ιστορία θα τιμήσει εκείνους που, αντί να προκαλούν διχασμό και να κάνουν εχθρούς, δείχνουν μεγαλοσύνη οικοδομώντας την ειρήνη.
Βερολίνο, 13 Ιουλίου 2020