Η πολυεπίπεδη και πολυετής συμφωνία μεταξύ Ιράν και Κίνας, που ανακοίνωσε μόλις προ εβδομάδας, ο υπουργός Εξωτερικών του Ιράν, Μοχάμαντ Τζαβάντ Ζαρίφ, δεν είναι νέα. Σε πρώτη μορφή υπεγράφη τον Ιανουάριο του 2016, κατά την επίσκεψη του προέδρου της Κίνας Σι Τζινπινγκ στην Τεχεράνη. Και μετά πέρασε στα υπ’ όψιν. Για να επανενεργοποιηθεί σήμερα, στην πιο αδύναμη στιγμή των ΗΠΑ, και να “απλωθεί”, με τις νέες προβλέψεις, σε βάθος 25ετίας (αντί της αρχικής δεκαετίας) και σε μια σειρά τομέων, ακόμη, ενδεικτικών των προθέσεων και των αναγκών και των δύο κρατών.
Η οικονομία έχει στη συμφωνία τον πρώτο ρόλο, όπως άλλωστε αρμόζει στην νεώτερη κινεζική διπλωματική παράδοση. Όμως δεν περιορίζεται σε αυτό. Ασφάλεια, πληροφορίες, στρατιωτική συνεργασία προβλέπονται, κάποτε και με λεπτομέρειες, όπως η κατ’ αρχήν ανάπτυξη 5.000 Κινέζων ειδικών φρουρών στις υποδομές του Ιράν που συνδέονται με την παραγωγή, μεταφορά και εκμετάλλευση ενεργειακών πηγών. Και αυτή η ανακοίνωση έρχεται τη στιγμή που το Ιράν βάλλεται και πάλι, από τη Μοσάντ, με μια νέα επίθεση δολιοφθορών.
Ωστόσο, το βασικότερο όφελος για το Ιράν δεν είναι η προστασία των εγκαταστάσεων. Είναι το οικονομικό και κοινωνικό όφελος, που αναμένεται να σπάσει εν μέρει τον ασφυκτικό κλοιό που έχουν δημιουργήσει γύρω του οι ΗΠΑ, με τις παράνομες, κλιμακούμενες κυρώσεις. Η χώρα αποτελεί αντικείμενο της “πολιτικής της μέγιστης πίεσης” που ασκεί η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ, που ξεκίνησε με την μονομερή αποχώρηση των Αμερικάνων από την διεθνή συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν και κορυφώθηκε με την τεράστιας συμβολικής και στρατηγικής σημασίας δολοφονία του Κασέμ Σολεϊμανί.
Ένα ακόμη από τα σημαντικά οφέλη για την Ισλαμική Δημοκρατία, είναι η έξοδος από την εσωτερική κρίση. Τα χιλιάδες θύματα του κορονοϊού έχουν φέρει σε πολύ δύσκολη θέση την παρούσα κυβέρνηση, που έχει να αντιμετωπίσει και την καλπάζουσα ανεργία των νέων και τις ελλείψεις αγαθών λόγω των κυρώσεων. Η κινεζική πλευρά υπόσχεται τρεις ζώνες ελεύθερου εμπορίου και χιλιάδες θέσεις εργασίας στον κατασκευαστικό τομέα. Μεταξύ των σημαντικότερων οικονομικής φύσης ανακοινώσεων, είναι η σιδηροδρομική γραμμή 2.300 χιλιομέτρων που θα συνδέει την Τεχεράνη με την κινεζική επαρχία Σιντζιάνγκ μέσω των κεντροασιατικών δημοκρατιών. Οι θέσεις εργασίας που ανοίγει αυτό και μόνο το έργο είναι χιλιάδες και θα επιτρέψουν σε ένα μεγάλο τμήμα του ιρανικού πληθυσμού να ανασάνει. Ας σημειωθεί, ότι η ίδια γραμμή προβλέπεται να επεκταθεί από την Τεχεράνη στην Ταυρίδα, κόμβο στην διακίνηση ενεργειακών πηγών αλλά και την αρχή του αγωγού προς Άγκυρα. Και, βεβαίως, η Κίνα έχει πια πολύ περισσότερα κίνητρα να σταθεί απέναντι στις ΗΠΑ, σε θέματα που αφορούν το Ιράν, ως μόνιμο μέλος στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ.
“Η Κίνα, σε αντίθεση με άλλες χώρες, δείχνει με τη συμφωνία που έκλεισε με το Ιράν ότι είναι σε θέση να αγνοήσει τις ΗΠΑ, είναι αρκετά ισχυρή ώστε να αντέξει τις αμερικανικές κυρώσεις, όπως ακριβώς άντεξε και τον εμπορικό πόλεμο που της κήρυξε ο πρόεδρος Τραμπ” σημειώνουν οι Νιου Γιορκ Τάιμς.
Για την Λαϊκή Δημοκρατία, το Ιράν είναι ένας πολύ σημαντικός σύμμαχος στην εξέλιξη του σχεδίου “Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος”, ήτοι του νέου δρόμου του Μεταξιού, που θα συνδέει 68 κράτη και 4,4 δισεκατομμύρια ανθρώπους, με την οικονομική υποστήριξη του Πεκίνου – και όσα αυτή σημαίνει. Όχι μόνο γιατί η θέση του Ιράν είναι γεωστρατηγικά πολύτιμη, αλλά και γιατί η Τεχεράνη γίνεται βασικός προμηθευτής της Κίνας σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο, την “μηχανή” της κινεζικής ανάπτυξης, σε τιμές ιδιαίτερα ανταγωνιστικές.
Περαν τούτου, όμως, και οι δύο χώρες αποφασίζουν να ανακοινώσουν και επανεκκινήσουν την συμφωνία τους, την ώρα που οι ΗΠΑ βρίσκονται, εν μέσω προεκλογικής περιόδου, στη δυσχερέστερη πολιτικά θέση εδώ και δεκαετίες. Οι βαθιές ταξικές διαφορές, ο συστημικός ρατσισμός, η φτώχεια και ο θάνατος σε μια χώρα ουσιαστικά άνευ κρατικών δομών υγείας, η ανικανότητα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και η όλο και πιο ακροδεξιά κυβερνητική ρητορική αποτελούν θέμα σε όλο τον Κόσμο.
Η συγκεκριμένη συμφωνία έχει και άλλα “πλοκάμια”. Και αφορά, αμεσότερα άλλων χωρών, την Ινδία. Όπως καταγράφεται στα ινδικά μέσα ενημέρωσης, η ψυχρότητα των σχέσεων Ιράν – Ινδίας, που ξεκίνησε επί προεδρίας Ομπάμα στις ΗΠΑ, οπότε χρησιμοποιήθηκε η Ινδία ως μοχλός πίεσης εις βάρος του Ιράν (παύση της διακίνησης ιρανικού πετρελαίου, απαγόρευση ανοίγματος υποκαταστημάτων ιρανικών τραπεζών κτλ.), και η πολεμική κατάσταση μεταξύ Κίνας και Ινδίας στο Λαντάκ των Ιμαλαϊων, μαζί με την αναβάθμιση του Πακιστάν, στο λιμάνι Γκουαντάρ του οποίου οι Κινέζοι έχουν αποκτήσει επιχειρησιακή βάση, βάζουν την “μεγαλύτερη δημοκρατία του κόσμου” σε πολύ δύσκολη θέση.
Η Ινδία, υπό ακροδεξιά κυβέρνηση σήμερα, ήδη έχει αγκαλιάσει πλήρως τις ΗΠΑ του Τραμπ και μπορεί να γίνει εφαλτήριο της αμερικάνικης προσπάθειας ώστε να εμποδιστεί η έξοδος της Κίνας στον Ινδικό Ωκεανό και η σύνδεση των κινεζικών λιμανιών Ασίας και Αφρικής. Ειδικότερα, η σύνδεση του Γκουαντάρ (στα σύνορα Πακιστάν- Ιράν, στην έξοδο του Κόλπου του Ομάν και κοντά στα στενά του Ορμούζ) με το Τζιμπουτί, όπου ήδη λειτουργεί κινεζική στρατιωτική βάση, θα παρακάμπτει τη Σαουδική Αραβία, χώρα εχθρική στο Ιράν. Η στρατιωτική συνεργασία Ιράν – Κίνας ανοίγει συνεπώς σε εκείνη την περιοχή ένα πολύ ενδιαφέρον και δύσκολο νέο κεφάλαιο.