Ναζιστές στη γερμανική αστυνομία; Ουδεμία έκπληξη! Είναι σαν να λες Αλβανός πετράς ή Κεφαλλονίτης βλάσφημος. Τα κράτη έχουν συνέχεια και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, αποτελεί τη συνέχεια του Τρίτου Ράιχ, επίσημα, ήδη από την ίδρυσή της, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. Υπέστη τις συνέπειες του πολέμου, πλήρωσε αποζημιώσεις μαζί με την Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας σε όσους το ζήτησαν, αρνείται να πληρώσει αποζημιώσεις σε όσους το δικαιούνται, δίνοντας δικαστικές μάχες στην Ιταλία για παράδειγμα ή στην Ελλάδα. Ο ίδιος ο Στάλιν δέχτηκε τη συνέχεια του γερμανικού κράτους ως προς την μετά τον Χίτλερ εποχή, ήδη τον Φλεβάρη του 1942 με τη διαταγή Νο. 55, στην οποία ανέφερε πως “οι εμπειρίες της Ιστορίας δηλώνουν, πως οι Χίτλερ έρχονται και φεύγουν, ο γερμανικός λαός και το γερμανικό κράτος παραμένει”. Θέλησε με αυτόν τον τρόπο αφενός να εμφυσήσει αισιοδοξία για τη νίκη του λαού του, αφετέρου να αποτρέψει από πράξεις εκδίκησης σε Γερμανούς αιχμαλώτους, ενώ έβαζε και τους πρώτους όρους για την μεταπολεμική τάξη πραγμάτων.
Ο πόλεμος τελείωσε, οι ναζί ηττήθηκαν, τα ερείπια απομακρύνθηκαν, η ανοικοδόμηση άρχισε, η Γερμανία ξανάγινε μεγάλη δύναμη χάρη στη δουλειά των φτωχών εργατών και εργατριών από τις νικήτριες χώρες συν την Τουρκία, με χρηματοδότηση από το σχέδιο Μάρσαλ, από τα αποθέματα των πλούσιων Γερμανών και από τον πλούτο που εκλάπη από τα θύματα του ναζισμού και δεν επεστράφη ποτέ. Ο κρατικός μηχανισμός, οι δικαστές, οι δάσκαλοι, οι εφοριακοί, οι προϊστάμενοι στα τμήματα των δημοτικών υπηρεσιών, όσοι τέλος πάντων επεβίωσαν του πολέμου, ξανάπιασαν δουλειά μετά το Μάιο του 1945. Το ίδιο και η Αστυνομία. Εκ του μηδενός δεν χτίζεται τίποτε και μια τόσο ικανή αστυνομία όσο αυτή της Γερμανίας με τις πρωσικές παραδόσεις, με τις τεχνικές, με τις γνώσεις δεν διαλύεται, αντίθετα, δίνει όρκο πίστης στο νέο πολίτευμα και συνεχίζει τη δουλειά της. Όπως παντού, μετά από κάθε μεγάλη πολιτικο-κοινωνική αλλαγή. Τα κράτη και τα έθνη παρουσιάζουν μεν τομές και ρήξεις, έχουν όμως και συνέχειες. Στη Δυτική Γερμανία ήταν πιο πολλές οι συνέχειες όσον αφορά στο προσωπικό του κρατικού μηχανισμού, στην Ανατολική πιο πολλές οι ασυνέχειες.
Το ότι δόθηκε όρκος πίστης στη Δημοκρατία το 1946 και το 1949 δεν σημαίνει κιόλας ότι αυτός ο όρκος ήταν ειλικρινής. Ο ίδιος αστυνομικός που βασάνισε το 1934 κομμουνιστές, σοσιαλδημοκράτες και ποινικούς, ήταν ο ίδιος που έδειρε Εβραίους στη Βρέμη, ας πούμε το 1938, επέβλεψε τη λεηλασία της περιουσίας τους, της φτωχικής οικοσκευής της εβραϊκής εργατο-οικογένειας και τους πήγε το 1941 στο τρένο για την Τρεμπλίνκα. Κοίταζε με προσοχή για το αν υπάρχουν κατάσκοποι το 1943 και ίσως να κρέμασε κάποιον νέο που αρνιόταν να πολεμήσει, εκεί γύρω στις 25 Απρίλη του 1945, όταν ο κλοιός των Συμμάχων στένευε και ο πληθυσμός συζητούσε έντονα το ενδεχόμενο να παραδοθεί, ώστε να αποφευχθεί η περαιτέρω μάταιη αιματοχυσία. Ο αστυνομικός παραδόθηκε και λίγους μήνες μετά ξανάπιασε δουλειά υπό την επίβλεψη του συμμαχικού στρατού κατοχής.
Το τι σκεφτόταν, το τι κουβέντιαζε ιδιωτικά, το τι ψήφιζε έμενε έξω από τη σφαίρα της δημοσιότητας. Εκπαίδευσε τους νεότερους, και σίγουρα θα καυχιόταν για τον τρόπο που συμμετείχε στην άρτια και με πρωσικό σύστημα οργανωμένη παρακολούθηση και τελικά στη σύλληψη ενός δικτύου παρανόμων το 1934 (που μπορεί να ήταν κλέφτες ή απατεώνες ή κομμουνιστές και σίγουρα πήραν το δρόμο για το στρατόπεδο συγκέντρωσης Όχτουμζαντ), εντέλει πήρε σύνταξη το 1960, ενώ οι νεότεροι με τη σειρά τους υπήρξαν οι εκπαιδευτές των επόμενων και φτάνουμε, γενιά τη γενιά στο 2020.
Ένας Έλληνας δολοφονημένος
Σε όλη τη περίοδο 2000-2007 δρούσε στη Γερμανία η Εθνικοσοσιαλιστική Παράνομη Οργάνωση NSU. Δολοφόνησε τον Έλληνα κλειδαρά Θεόδωρο Βουλγαρίδη, οκτώ ανθρώπους τουρκικής καταγωγής και μια Γερμανίδα αστυνομικό. Όταν η αστυνομία για άλλο λόγο, μια ληστεία, βρέθηκε το 2011 κοντά σε δύο από του δολοφόνους, αυτοί αυτοκτόνησαν. Με τα στοιχεία που βρέθηκαν μετά την διπλή αυτοκτονία ξευλίχτηκε η δράση της οργάνωσης. Τότε αποκαλύφθηκε ότι οι αστυνομικές αρχές έβλεπαν πίσω από τις δολοφονίες τη δράση κάποιας τούρκικης μαφίας (της “Μαφίας του Βόσπορου”, όπως την ονόμαζαν) και έκαναν, υποτίθεται, έρευνες σε αυτήν την κατεύθυνση. Όμως τα στοιχεία της έρευνας μετά την αποκάλυψη της ύπαρξης της NSU, έδειξαν ότι οι δολοφόνοι ακούμπαγαν στο κράτος μέσα από τις επαφές της οργάνωσης με την Υπηρεσία Προστασίας του Συντάγματος, την υπηρεσία προστασίας πολιτεύματος της Ασφάλειας, για να το μεταφράσουμε στα ελληνικά. Χωρίς να αποδειχτεί ότι οι αρχές ήξεραν, αποκαλύφθηκε ότι μέλη της τρομοκρατικής οργάνωσης έπαιρναν χρήματα από τις αρχές, για να δίνουν πληροφορίες σχετικά με το τι συμβαίνει στους κόλπους των οργανωμένων ναζιστών γενικώς. Και αυτά τα χρήματα κατέληγαν στη χρηματοδότηση της τρομοκρατικής οργάνωσης, η οποία δολοφονούσε, ενώ η αστυνομία έψαχνε τους δολοφόνους στην… Κωνσταντινούπολη. Δίκες έγιναν, ισόβια εισέπραξε μόνο μία εκ των κατηγορουμένων. Αρκετοί καταδικασθέντες είναι ήδη ελεύθεροι. Το σκάνδαλο ήταν μεγάλο.
Απειλές για τη ζωή από κομπιούτερ της… Αστυνομίας!
Κρίναμε αναγκαία αυτή τη μεγάλη εισαγωγή σχετικά με την συνέχεια στο θεσμό της Αστυνομίας και τη φυσική σχέση του με τον ναζισμό, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι παντού και πάντα ένας Γερμανός αστυνομικός έχει κρυφά το πορτρέτο του Φύρερ στο πορτοφόλι. Αστυνομικοί είναι αυτοί που ερευνούν αυτές τις υποθέσεις και αστυνομικοί έφεραν στην επιφάνεια την υπόθεση της NSU. Τώρα, εμφανίστηκε η NSU 2.0. Και αυτήν τη φορά η έδρα της φαίνεται να είναι στην ίδια την αστυνομία.
Η Έσση είναι ένα ισχυρό ομόσπονδο κρατίδιο στην κεντρική Γερμανία, με πρωτεύουσα το Βισμπάντεν και σημαντικότερη πόλη τη Φραγκφούρτη. Τον περασμένο Φεβρουάριο κάποιος έψαξε και βρήκε στους υπολογιστές της τοπικής αστυνομίας, συγκεκριμένα στο 3ο αστυνομικό τμήμα του Βισμπάντεν, προσωπικά δεδομένα της αναπληρώτριας επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας του αριστερού κόμματος Die Linke στο τοπικό κοινοβούλιο, Γανίνε Βίσλερ. Λίγο μετά η βουλευτής άρχισε να λαμβάνει μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με απειλές για τη ζωή της λόγω της πολιτικής της τοποθέτησης και δράσης. Τα μηνύματα έφεραν την υπογραφή “NSU 2.0”. Η αποκάλυψη ότι τα προσωπικά δεδομένα της βουλευτού αλιεύθηκαν από υπηρεσιακό υπολογιστή της αστυνομίας έγινε γνωστό την περασμένη Παρασκευή. Η κοινή γνώμη εμφανίζεται σοκαρισμένη, ο πολιτικός κόσμος δηλώνει τη συμπαράστασή του στην αριστερή πολιτικό. Και αυτό, ενώ το κόμμα Die Linke βρίσκεται κατά κάποιο τρόπο σε πολιτική καραντίνα από τις άλλες οργανωμένες παρατάξεις, με την κατηγορία ότι αποτελεί τη συνέχεια του Κόμματος Σοσιαλιστικής Ενότητας που κυβέρνησε ουσιαστικά με μονοκομματικό στην Ανατολική Γερμανία στα χρόνια του “υπαρκτού σοσιαλισμού”.
Οι ακροδεξιοί όμως δεν αστειεύονται. Τον Ιούνιο του 2019 δολοφονήθηκε ο χριστιανοδημοκράτης πολιτικός Βάλτερ Λύμπκε στο Κάσσελ της Έσσης. Ο Λύμπκε, πρόεδρος της τοπικής αυτοδιοίκησης της περιφέρειας του Κάσσελ, εξέφραζε μια πολιτική θετική στην υποδοχή προσφύγων και μεταναστών. Ο δολοφόνος Μάρτιν Ερνστ έχει για δικηγόρο του έναν ακροδεξιό, στέλεχος του ναζιστικού κόμματος NPD και συνηγόρου στη δίκη της NSU. Τώρα φαίνεται ότι το δίκτυο των τρομοκρατών έχει ένα κέντρο στο συγκεκριμένο κρατίδιο που φτάνει μέχρι και εντός της Αστυνομίας.
Πέρα από την Βίσλερ, απειλές από την NSU 2.0 έχουν δεχτεί και η δικηγόρος Σέντα Μπασάι-Γιλντίζ, της οποίας τα στοιχεία έφτασαν στα χέρια του δράστη ή των δραστών μέσα από τους υπολογιστές του 1ου Αστυνομικού Τμήματος Φραγκφούρτης. Η τουρκικής καταγωγής δικηγόρος δέχτηκε απειλές για τον εαυτό της και το παιδί της. Η δικηγόρος δεν εκπλήσσεται από το γεγονός και καταγγέλλει ότι το κράτος δεν διεξήγαγε ουσιαστικό αγώνα ενάντια στην ύπαρξη ναζιστών στον κρατικό μηχανισμό, αλλά θεωρεί ότι αυτό αλλάζει μετά τη δολοφονία του Λύμπκε και την τρομοκρατική επίθεση στο Χανάου, επίσης στην Έσση, όπου τον Φεβρουάριο ο ναζιστής Τομπίας Ράτγιεν σκότωσε με ρατσιστικό κίνητρο 9 ανθρώπους, κατόπιν τη μητέρα του και στη συνέχεια αυτοκτόνησε.
Τρίτη παραλήπτρια απειλητικών μηνυμάτων είναι η επίσης τουρκικής καταγωγής καλλιτέχνιδα της σάτιρας Ιντίλ Μπαϊντάρ, που αναδεικνύει ζητήματα της ζωής των μεταναστών στη Γερμανία. Και αυτή πήρε απειλητικά μηνύματα υπογεγραμμένα από κάποιον “Αντισυνταγματάρχη των Ες Ες”. Και σε αυτήν τη περίπτωση τα προσωπικά στοιχεία αντλήθηκαν από υπολογιστή της αστυνομίας, αλλά δεν κατονομάζεται ακόμη η ακριβής πηγή.
Οι ναζί δεν έμειναν όμως εκεί: απειλές δέχτηκαν και ο πρωθυπουργός του κρατιδίου Φόλκερ Μπουφιέ καθώς και ο τοπικός υπουργός Εσωτερικών, στον οποίο υπάγεται η αστυνομία Πέτερ Μπόιτ. Και οι δυο Χριστιανοδημοκράτες.
Την Τρίτη, υπό το βάρος του σκανδάλου, ο Μπόιτ ανακοίνωσε σε συνέντευξη Τύπου ότι έκανε δεκτή την παραίτηση του Ούντο Μυνχ, αρχηγού της κρατιδιακής αστυνομίας από το 2010.
Ειδικός εντεταλμένος στην Έσση αλλά όχι στο Βερολίνο
Δεν είναι όμως μόνο η Έσση. Όπως έγινε γνωστό, απειλές για τη ζωή της και προσβολές για το φύλο της εισέπραξε μέσω μέιλ με την υπογραφή της ναζιστικής τρομοκρατικής οργάνωσης “NSU 2.0” και η επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας των Linke στο τοπικό κοινοβούλιο του Βερολίνου, Άννε Χελμ. Εν αντιθέσει όμως με το κρατίδιο της Έσσης, το οποίο πλέον έχει αναθέσει σε ειδικό αστυνομικό επιθεωρητή να διερευνήσει αν υπάρχει δίκτυο ναζιστών στους κόλπους της τοπικής αστυνομίας ή αν πρόκειται για μεμονωμένα άτομα, το κυβερνών Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα του Βερολίνου αρνήθηκε να κάνει το ίδιο για την αστυνομία της πρωτεύουσας, απορρίπτοντας σχετικό αίτημα της Linke. Το επιχείρημα είναι ότι η βερολινέζικη αστυνομία έχει ήδη μηχανισμούς ελέγχου και δεν χρειάζεται κάτι καινούριο, ενώ επισημαίνεται πως εν αντιθέσει με άλλα κρατίδια, η πρόσβαση σε δεδομένα υπολογιστών είναι πολύ πιο αυστηρά διαβαθμισμένη και ελεγχόμενη.
Πάντως η αστυνομία της πρωτεύουσας κατηγορείται ότι διέπραξε σημαντικότατα λάθη ερασιτεχνισμού όταν ερευνούσε την ισλαμιστική τρομοκρατική ενέργεια των Χριστουγέννων του 2016, όταν ισλαμιστής τρομοκράτης έπεσε με ένα φορτηγό σε ανθρώπους που βρίσκονταν σε υπαίθρια χριστουγεννιάτικη αγορά, σπέρνοντας το θάνατο και τον πανικό. Ταυτόχρονα, ανεξιχνίαστες παραμένουν 137 ακροδεξιές ενέργειες στη συνοικία του Νόικελν, που εκτείνονται από βεβηλώσεις μνημείων μέχρι φθορές περιουσίας αντιφασιστών, εμπρησμούς και σωματικές επιθέσεις και έχουν σημειωθεί τους τελευταίους εννέα μήνες. Ανεξιχνίαστος δε παραμένει ο φόνος ενός Τούρκου έξω από το νοσοκομείο της συνοικίας, ενώ ο φόνος ενός Βρετανού από έναν 63χρονο Γερμανό δεν ερευνήθηκε ως προς ενδεχόμενα ρατσιστικά κίνητρα, παρόλο που υπήρχαν τέτοιες ενδείξεις. Η πρωσική αστυνομική μεθοδικότητα στην εξιχνίαση εγκλημάτων έχει τα όριά της, κυρίως αν δεν θέλει να τα εξιχνιάσει.
Σε κάθε περίπτωση, η παρουσία ειδικού εντεταλμένου δείχνει τη σχετική αγωνία που επικρατεί στο πολιτικό προσωπικό της Έσσης σε σχέση με την παρουσία ναζιστών στην αστυνομία και κάτι αποδίδει. Έτσι, έγινε γνωστό πως δεν υπήρξε σοβαρή έρευνα στο Βισμπάντεν όταν μαθεύτηκε ότι από εκεί διέρρευσαν τα στοιχεία της βουλευτού Βίσλερ, ένας αστυνομικός που ανακρίθηκε αρνήθηκε να μιλήσει, ενώ ήρθε στη δημοσιότητα το γεγονός ότι την ημέρα μνήμης του Ολοκαυτώματος, στις 27 Ιανουαρίου, σε ένα αστυνομικό τμήμα στην περιοχή Σλύχτερν οι σημαίες, ομοσπονδιακή και κρατιδιακή υψώθηκαν ανάποδα. Τέσσερις υπεύθυνοι αστυνομικοί παραπέμφθηκαν στην εισαγγελία αλλά απαλλάχθηκαν των κατηγοριών προσβολής συμβόλων: η εισαγγελία διατύπωσε το σκεπτικό πως η κριτική στο κράτος είναι νόμιμη πράξη, ακόμα κι αν το είδος της κριτικής είναι κακόγουστο.
Λεπτομέρεια: αυτοί που τοποθετούν την εθνική σημαία ανάποδα ως ένδειξη κριτικής είναι οι λεγόμενοι “Πολίτες του Ράιχ” (Reichsbürger), ακροδεξιοί που αρνούνται την υπόσταση της Ομοσπονδιακής Γερμανίας και ζητούν τα σύνορα του 1937. Αυτό ήταν θεμιτό για τους εισαγγελείς. Γιατί το κράτος έχει συνέχεια…