ΑΘΗΝΑ
10:33
|
23.04.2024
Αυτήν τη στιγμή η Τουρκία είναι σχιζοφρενικά τριχοτομημένη ανάμεσα στις δυτικές πόλεις, την Ανατολία και τους Κούρδους και η ηγεσία της παίζει τα πάντα όλα…
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Ο Πόντιος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν εδώ και χρόνια επιδιώκει επιθετικά τη σύγκρισή του με τον Σαλονικιό Μουσταφά Κεμάλ ξεθεμελιώνοντας συστηματικά την συμβολική παρακαταθήκη του “πατέρα των Τούρκων” [Atatürk]: η Αγία Σοφία είναι απλώς το πιο πρόσφατο και ισχυρότατου συμβολισμού βήμα σε μια μακρά πορεία. Η πορεία αυτή, που ντύνεται τα ιδεολογικά στοιχεία της επανερμηνείας της “τουρκικότητας”, της θρησκείας και της οθωμανικής ιστορίας έχει ως διακύβευμα την εξουσία και τον τρόπο άσκησής της. Ο Ερντογάν, επιδέξιος δημιουργός μύθων ο ίδιος, ντύνει το αφήγημά του με την διακαή επιθυμία του να κλείσει τους λογαριασμούς του με τον Ατατούρκ, να πάρει εκδίκηση για την (ανομολόγητη) προδοσία του να καταργήσει το χαλιφάτο, εκδίκηση όμως που συμπυκνώνεται στο συμβολικό ή και θρησκευτικό επίπεδο.

Είναι κάπως ειρωνικό ότι εδώ και εκατό χρόνια, η κεντρική εξουσία στη χώρα ερμηνεύει τον εαυτό της εξιδανικεύοντας με διαφορετικό κάθε φορά τρόπο τον “αυθεντικό” εκπρόσωπο της τουρκικότητας, τον Τούρκο της βαθιάς Ανατολίας, χωρίς φυσικά να τον ρωτήσει τον ίδιο.

Το ίδιο ερώτημα ωστόσο βασανίζει τη νεότερη γενιά που παλεύει και αυτή να ερμηνεύσει τον εαυτό της σε έναν κόσμο που αλλάζει με αστραπιαία ταχύτητα προκειμένου να μείνει ο ίδιος. Για παράδειγμα, η τούρκικη ψυχεδέλεια (που πριν σαράντα χρόνια την κατέστειλε ως συνδεδεμένη με την αριστερά η χούντα του Εβρέν) έχει επιστρέψει για τα καλά και ρωτάει ξανά παρόμοια άρρητα ερωτήματα, τι σημαίνει να είναι κανείς Τούρκος σήμερα ή τι είναι αυτό που διαμορφώνει την πραγματικότητα σε αυτή τη χώρα των αχανών αντιθέσεων. Η απάντηση της θεάς του νέου αυτού κύματος, η Gaye Su Akyol στο τελευταίο της πόνημα, κατά κάποιο περίεργο τρόπο ίσως και να περιγράφει την κατάσταση: İstikrarlı Hayal Hakikattir, Η συνεπής φαντασία είναι πραγματικότητα.

Ντογρού [doğru] για την Κορυφή

Αν η χούντα του Εβρέν το 1980 συνέτριψε το εργατικό κίνημα της χώρας και δρομολόγησε τη στροφή προς τη θρησκεία, η στρατηγική τομή έγινε από τον Τουργκούτ Οζάλ (κουρδικής καταγωγής) που τη διαδέχτηκε. Οι δικές του μεταρρυθμίσεις ξεκίνησαν τη στροφή του αναπτυξιακού μοντέλου της Τουρκίας από την υποκατάσταση εισαγωγών, που ακολουθούσε ως τότε, στην ανάπτυξη μέσω εξαγωγών και το νεοφιλελεύθερο μοντέλο. Ο Οζάλ δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη μεταλλαγή της χώρας επειδή πέθανε. Αμέσως μετά ήρθε η κρίση της δεκαετίας του ’90. Αυτή ήταν ο καταλύτης που επιτάχυνε τις αλλαγές στο νομοθετικό πλαίσιο, απελευθερώνοντας πλήρως το κεφάλαιο από τα παλιά νομικά δεσμά του. Αυτό το εκμεταλλεύτηκε ο Ερντογάν, όταν ανέλαβε την εξουσία ακριβώς την κατάλληλη περίοδο, όταν η κρίση έκλεινε τον κύκλο της, βρίσκοντας την Τουρκία να είναι λευκό χαρτί.

Πολιτικά η κρίση είχε σαρώσει το προηγούμενο πολιτικό προσωπικό της χώρας, πράγμα όχι περίεργο διότι επρόκειτο για μεγάλους καραγκιόζηδες [Karagöz]. Οικονομικά η χώρα είχε εκκαθαριστεί, λόγω της κρίσης, από τα μη παραγωγικά κεφάλαια που δρούσαν ως βαρίδια και ήταν έτοιμη να εκτιναχτεί προς τα πάνω, πραγματικό κελεπούρι [kelepir]. Από τη μία, ολόκληροι τομείς ήταν ακόμα παρθένοι στην ιδιωτική πρωτοβουλία (υποδομές, δίκτυα κτλ.), οπότε τους ιδιωτικοποίησε μπιρ παρά [bir para = (για) έναν παρά· μια λίρα είχε 100 γρόσια, ένα γρόσι 40 παράδες]. Στον τραπεζικό τομέα ο Ερντογάν απλώς ολοκλήρωσε με… θρησκευτικό ζήλο τις ιδιωτικοποιήσεις και την απελευθέρωσή τους που είχαν ήδη προετοιμαστεί από τους προηγούμενους. Από την άλλη με κρατική παρέμβαση νέες βιομηχανίες αναπτύχθηκαν και στις ήδη βιομηχανικές πόλεις της δύσης (Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη κτλ.) αλλά και σε παρθένες περιοχές της χώρας, βαθιά στην Ανατολία, περιοχές που ως τότε ζούσαν μάλλον σε προηγούμενους αιώνες κάτι που οι μπουνταλάδες [budala, από αραβική ρίζα] προκάτοχοί του ούτε που το είχαν πάρει μυρωδιά.

Το τάιμινγκ ήταν τέλειο. Ήταν η εποχή που οι παράδες [para] έτρεχαν από τα μπατζάκια [bacak, πόδι, από περσική ρίζα, από όπου και πατσάς] του τούρκικου κεφαλαίου. Τα κέρδη ήταν πολλά και έπρεπε κάπως όλοι να τα μοιραστούν, ας πούμε, “δίκαια”. Έτσι, αν θέλετε να κάνετε αλισβερίσι [alışveriş = δίνω-παίρνω] με το δοβλέτι [devlet, κυβέρνηση, κράτος], καλό είναι πρώτα να περάσετε μια βόλτα από τον μπεζαχτά [peştahta, ταμείο] για το ανάλογο μπαξίσι [bahşiş από περσική ρίζα] για το σόι του αρχηγού [soy, οικογένεια], το κόμμα του αρχηγού, τις εξωχώριες του αρχηγού ή την προσωπική του ποδοσφαιρική ομάδα (την Μπασάκσεχιρ), γιατί αλλιώς αποκλείεται να πετύχει το ρουσφέτι σας [rüşvet]. Μόνο μετρητά παρακαλώ και μην περιμένετε απόδειξη, teşekkür ederim (ευχαριστώ πολύ).

Η εκρηκτική ανάπτυξη στο εσωτερικό σήμαινε και την ανάγκη για ειρήνευση στο εξωτερικό: δεν υπήρχε λόγος να επινοηθούν εξωτερικοί ή εσωτερικοί εχθροί, όλες οι δυνάμεις της χώρας έπρεπε να διοχετευθούν στην ανάπτυξη. Η εξωτερική ειρήνευση ήταν αναγκαία για όσο η σύνδεση με την Ε.Ε. ήταν ακόμα πιθανή και υπήρχε ανάγκη για άνοιγμα εξωτερικών αγορών στις οποίες μπορούσαν να ξεκινήσουν εξαγωγές πολύ φτηνών προϊόντων. Εξ ου και το τότε δόγμα των “μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες”. Η όλη διαδικασία συνδεόταν ιδεολογικά με την διαρκή φιλολογία της ελεημοσύνης, του Κορανίου και του θελήματος του Αλλάχ, που μίλαγε στη ψυχή του μέσου Τούρκου. Το θαύμα της Τουρκίας του κοσμικού Ισλάμ που είναι παράδειγμα λαμπρό για όλον τον ισλαμικό κόσμο ήταν έτοιμο να σερβιριστεί.

Ζόρια [zor] μέσα…

Η περίοδος της εκρηκτικής ανόδου άρχισε να βρίσκει τα πρώτα εμπόδια σταδιακά μετά την κρίση του 2008. Πρώτα με το φρενάρισμα της ατμομηχανής της ανάπτυξης, της οικοδομής: Η Κωνσταντινούπολη αλλά και όλες οι μεγάλες πόλεις είχαν γίνει τη δεκαετία του 2000 εργοτάξια γεμάτα γιαπιά [yapı, κτίριο], μια αγορά που είχε αρχίσει να μπουχτίζει [<bıktım, αορ. του bıkmak, μπουχτίζω, φτάνω σε κορεσμό]. Η κυβέρνηση επέτρεψε την αγορά γης από ξένους ενώ σχεδιάστηκαν και μια σειρά φαραωνικά πρότζεκτ με πολύ κερδοφόρες Συμπράξεις Δημόσιου-Ιδιωτικού Τομέα, όπως το νέο (και επικίνδυνα λανθασμένου σχεδιασμού) γιγαντιαίο αεροδρόμιο της Πόλης, ή το “τρελό σχέδιο” (Çılgın Proje), το κανάλι του Βοσπόρου.

Λεπτομέρεια: στην περιοχή που θα γίνει το κανάλι, είχαν εγκαίρως αγοράσει στρατηγικά τοποθετημένα κομμάτια γης που τότε ήταν ακόμα κάτι παλιοχώραφα (και τώρα πια πανάκριβα οικόπεδα που προορίζονται για αστική περιοχή), μεταξύ άλλων ο γαμπρός του Ερντογάν και η μητέρα του Εμίρη του Κατάρ, προφανώς για να χτίσει το τσαρδάκι της [çardak, από περσική ρίζα, čâr: τέσσερις +‎ tâq: καμάρα, αψίδα]. Αλλά, όπως είπε και ο αρμόδιος υπουργός: “Καμία από τις αποφάσεις δεν λήφθηκε με σκοπό να αποκτηθεί ακόπως εισόδημα από συγκεκριμένα άτομα”.

Η περίοδος αυτή συνδυάστηκε με μια εντυπωσιακή κατάρρευση του αγροτικού τομέα: Από αγροτική εξαγωγική υπερδύναμη της δεκαετίας του ’90, η Τουρκία έγινε καθαρός εισαγωγέας τροφίμων το 2010, λόγω της θεαματικής αύξησης του κόστους εργασίας και γης, εξαιτίας της απελευθέρωσης της αγοράς. Οι φουκαράδες φτωχοί αγρότες συνέχισαν να συρρέουν στα αστικά κέντρα. [fukara, φτωχός, από την αραβική faqīr πληθ. fuqarā. Ο ενικός δίνει και τη λέξη φακίρης: φακίρηδες λέγονταν οι (εξ ορισμού φτωχοί) σούφι. Ο Ερντογάν πάντως, αν και μέλος του τάγματος σουφιστών İskenderpaşa Cemaati, του οποίου μέλη είχαν υπάρξει ο Νετσμεντίν Ερμπακάν και ο Τουργκούτ Οζάλ, φακίρ φουκαράς δεν είναι.]

Ένας άλλος μοχλός ανάπτυξης στάθηκε η γιγάντωση της κατανάλωσης και της πίστωσης. Η Τουρκία του Ερντογάν ήταν (και είναι ακόμα) ο παράδεισος του πλαστικού χρήματος και της επιδεικτικής κατανάλωσης των “μεσαίων”, όπως λέγονται, στρωμάτων, δηλαδή των ανώτερων μικροαστικών στρωμάτων των πόλεων, ειδικά των πόλεων της Ανατολίας.

Η κρίση το 2018 που σάρωσε τη χώρα έδωσε ένα γερό χτύπημα και στις δύο αυτές μηχανές ανάπτυξης, κάτι που φαίνεται πολύ έντονα στο κατά κεφαλή ΑΕΠ, το οποίο από 12.480 δολάρια το 2013, έπεσε στα 9.128 δολάρια το 2019. Η κατάρρευση του οικονομικού υποδείγματος συνοδεύτηκε από τεράστια υποτίμηση του νομίσματος. Από 3 λίρες το ένα ευρώ το 2016, σήμερα είμαστε στις 7,7 λίρες, με πτωτική τάση.

Σε λιγότερο από δέκα χρόνια από τώρα, ο τουρκικός στρατός θα έχει περισσότερους Κούρδους παρά Τούρκους κληρωτούς.

Παρά την βιομηχανική άνθιση, η οικοδομή και η ιδιωτική κατανάλωση είναι σημαντικότεροι μοχλοί καπιταλιστικής ανάπτυξης. Επιπλέον η τουρκική βιομηχανία εισάγει όλα τα ενδιάμεσα αγαθά που χρειάζονται για την παραγωγή (και πάλι σε αντίθεση με άλλες παρόμοιας ανάπτυξης χώρες), άρα τα πληρώνει σε ακριβό συνάλλαγμα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, παρά την αύξηση των εξαγωγών που προκάλεσε η σημαντική υποτίμηση του 2019, αυτές αντιστοιχούσαν μόλις στο 31% του ΑΕΠ της χώρας. Για σύγκριση. το ποσοστό της πιο αναπτυγμένης Νότιας Κορέας ήταν στο 40%, ενώ ακόμα και της κατεστραμμένης Ελλάδας ήταν στο 37%. Το αποτέλεσμα είναι η Τουρκία να είναι η μόνη ανερχόμενη βιομηχανική χώρα με έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο και μεγάλο ιδιωτικό χρέος σε σκληρό συνάλλαγμα (αλλά μικρό κρατικό), κάτι το ιδιαίτερα επικίνδυνο λόγω της σημαντικής αστάθειας της λίρας. Στα παραπάνω ήρθε να προστεθεί και το γεγονός ότι ενώ φέτος οι διακοπές στη χώρα για τουρίστες με συνάλλαγμα στις τσέπες [cep] είναι σχεδόν τζάμπα [çaba, δωρεάν], ο τουρισμός έπεσε με τα μούτρα πάνω στο ντουβάρι [duvar, τοίχος] της επιδημίας χειροτερεύοντας πολύ την κατάσταση, ακριβώς τη στιγμή που το συνάλλαγμα είναι απαραίτητο τόσο για τη χρηματοδότηση των πολεμικών επιχειρήσεων, εσωτερικών και εξωτερικών – πρωτίστως όμως των εσωτερικών συγκρούσεων.

Γιατί το κυριότερο πρόβλημα της χώρας, που όσα χρόνια και ζαμάνια [zaman, χρόνος] και αν περάσουν εύκολη λύση δεν πρόκειται να βρει, είναι τα εσωτερικά μέτωπα και διαιρέσεις, ειδικά το Κουρδικό ζήτημα που εδώ και σαράντα χρόνια έχει μετατραπεί σε ένα διαρκές διακύβευμα εθνικής ολοκλήρωσης, ανατρέποντας το ιστορικό στοίχημα του κεμαλικού κράτους. Οι Κούρδοι, εκτός από διαρκής στρατιωτική πληγή στα σύνορα, αποτελούν και πρόβλημα για την ανάπτυξη: έχοντας ένα σταθερά χαμηλότερο μορφωτικό και οικονομικό επίπεδο (λόγω της κρατικής πολιτικής στο ζήτημα), είναι πιο δύσκολο να ενσωματωθούν σε δουλειές που απαιτούν ένα μίνιμουμ εκπαίδευσης. Η συρροή των Κούρδων στις μεγαλουπόλεις αυξάνει τις ανισότητες και τον υδροκεφαλισμό.

Τέλος, η κατώτερη οικονομική και πολιτισμική τους θέση στη χώρα, συνεπάγεται και υψηλότερη γεννητικότητα. Τα ποσοστά γεννητικότητας ανάμεσα στους Τούρκους των δυτικών επαρχιών είναι αντίστοιχα των ευρωπαϊκών (κάτω δηλαδή από το ποσοστό αναπλήρωσης 2,1 παιδιά ανά γυναίκα). Η μέση γεννητικότητα στην Τουρκία το 2019 ήταν 1,88. Όμως, στα παράλια ήταν κάτω από το 1,5 ενώ στις τέσσερις νοτιοανατολικές επαρχίες με συμπαγείς κουρδικούς πληθυσμούς (Şanlıurfa, Şırnak, Ağrı και Muş) είναι πάνω από 3. Επίσης, στις μεγαλουπόλεις, ειδικά Κωνσταντινούπολη και Άγκυρα, όσες γεννήσεις καταγράφονται, οφείλονται στην πλειονότητά τους στους εκεί κουρδικούς πληθυσμούς. Σε λιγότερο από δέκα χρόνια από τώρα, ο τουρκικός στρατός θα έχει περισσότερους Κούρδους παρά Τούρκους κληρωτούς, γεγονός που πιέζει σημαντικά τον χρονικό ορίζοντα στρατιωτικών περιπετειών στο εξωτερικό: ό,τι είναι να γίνει πρέπει να γίνει τώρα, γιατί μετά θα υπάρξουν άλλου τύπου προβλήματα αν δεν λυθεί στο μεταξύ το Κουρδικό (κάτι το εντελώς απίθανο).

Την πρώτη δεκαετία ο Ερντογάν είχε πάρει το κολάι [kolay=ευκολία, αντ. zor] της εξουσίας. Μετά, όταν ξεκίνησαν τα ζόρια [zor=δυσκολία, αντ. kolay] ήταν που έπρεπε να μεταβάλλει το αφήγημά του. Και το κυριότερο από τα ζόρια (μετά εννοείται από το Κουρδικό) ήταν φυσικά το πραξικόπημα του 2016, για το οποίο αυτά που δεν γνωρίζουμε είναι περισσότερα από αυτά που γνωρίζουμε και που η κυρίαρχη αφήγηση λέει ότι το οργάνωσε ο ευρισκόμενος στην Αμερική Φετουλλάχ Γκιουλέν (ίσως τα πράγματα να είναι πιο περίπλοκα). Το μόνο βέβαιο είναι ότι ανεξάρτητα από τις ακριβείς λεπτομέρειες, η σχέση του κυβερνώντος κόμματος ΑΚΡ και των Γκιουλενιστών ξεκίνησε ως στενή συμμαχία για να καταλήξει σε μάχη δύο συμμοριών για το λάφυρο του κράτους. Το πραξικόπημα αποδείχτηκε ευκαιρία για τον Ταγίπ Ερντογάν να ξεκαθαρίσει το τοπίο, εκμηδενίζοντας τη διείσδυσή των Γκιουλενιστών στο βαθύ κράτος (αστυνομία, δικαιοσύνη, στρατό) και ξεκινώντας μια νέα στρατηγική συμμαχία με μιαν άλλη, ακόμα πιο σκληρή μαφία, τους ακροδεξιούς εθνικιστές του Μπαχτσελί.

Η αύξηση των ψηφοφόρων κουρδικής επιρροής, λόγω της διαφορικής γεννητικότητας, σημαίνει πλέον ότι το παράλογο εκλογικό όριο του 10% για είσοδο στη βουλή χάνει το νόημά του.

Αυτή η περίοδος γενικά περιγράφεται ως απομάκρυνση από τη Δύση και τις αρχές του Ατατούρκ. Η πραγματικότητα δεν είναι ακριβώς αυτή. Σύμφωνα με την διάκριση του Tanıl Bora, υπάρχουν πέντε εθνικιστικοί λόγοι (discourses) στην Τουρκία, ο επίσημος εθνικισμός (οι ιδέες του Ατατούρκ), ο Κεμαλιστικός, ο φιλελεύθερος “νέος εθνικισμός”, ο ριζοσπαστικός και ο Ισλαμιστικός εθνικισμός. Παρά τις σημαντικές διαφορές τους, υπάρχουν και αρκετά κοινά στοιχεία που ενδεχομένως κρύβονται πίσω από τις διαφορετικές διατυπώσεις. Για παράδειγμα, βασική επιδίωξη του Ατατούρκ ήταν μια αυτοδύναμη, μοντέρνα Τουρκία, με βάση τους μουσουλμανικούς τουρκικούς πληθυσμούς της Ανατολίας, λαμβάνοντας όμως υπόψη και τις εκτεταμένες τότε ακόμα εθνοθρησκευτικές μειονότητες σε τουρκικό έδαφος και δημιουργώντας ένα κοσμικό μεν κράτος, το οποίο όμως κανονικοποιούσε και κρατικοποιούσε τη θρησκεία (αυτός ίδρυσε την πανίσχυρη Diyanet, Διεύθυνση Θρησκευτικών Υποθέσεων, την υπηρεσία που μετέτρεψε ξανά την Αγία Σοφία σε τζαμί).

Από τότε όμως οι συνθήκες άλλαξαν. Με τη βοήθεια του Αλλάχ, οι θρησκευτικές μειονότητες εκκαθαρίστηκαν πλήρως και οριστικά και η χώρα είναι πλέον αποκλειστικά μουσουλμανική, αν και στο μεταξύ αναδύθηκε το νέο πρόβλημα των Κούρδων. Στο εξωτερικό, η Δύση έχει χάσει σε σχετικούς όρους δύναμη, άρα και η τουρκική ισορροπητική πολιτική γέρνει περισσότερο προς τα ανατολικά. Τέλος, η πίεση για εκσυγχρονισμό και αυτοδύναμη ανάπτυξη έρχεται πλέον περισσότερο από το AKP και τους ισλαμιστές παρά από αυτούς που ισχυρίζονται ότι είναι οι επίγονοι του Κεμάλ. Γιατί μπορεί ο πιστός και άρα “στεγνός” από αλκοόλ Ερντογάν να καταγγέλει τους “δύο μπεκρήδες” [bekri, από αραβική ρίζα] που ίδρυσαν τη δημοκρατία (τον Ατατούρκ που όντως πήγε από κίρρωση και τον Ινονού, που δεν ξέρουμε αν έπινε αλλά πάντως ήταν κατά το ήμισυ Κούρδος), αλλά είναι η δική του κυβέρνηση που γέμισε τη Τουρκία πανεπιστήμια, έκανε σοβαρή προσπάθεια να στείλει όλα τα κορίτσια σχολείο (“Haydi Kızlar Okula!” Άιντε κορίτσια σκολειό!), προωθεί την αυτάρκεια των εξοπλισμών και μια σειρά άλλα μέτρα που ακολουθούν ένα ιδιαίτερα “ατατουρκικό” καλούπι [kalıp, αντιδάνειο από το καλάπους-καλαπόδι] ως προς την ανάπτυξη. Η λυσσώδης μάχη του Ερντογάν κατά του Ατατούρκ δεν έχει να κάνει επομένως με την ουσία του κράτους, όσο με τις ιδεολογικές, θρησκευτικές και πολιτικές του συνδηλώσεις. Αυταρχικό εθνικισμό θέλουν όλοι, το είδος του εθνικισμού που δένει την τούρκικη κοινωνία είναι το ζήτημα.

Το λαχάνιασμα της βασισμένης στην οικοδομή ανάπτυξη της χώρας στο γύρισμα της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, ξεκίνησε μια χιονοστιβάδα εξελίξεων που ανέτρεψαν τις ως τότε ειρηνικές βεβαιότητες. Για παράδειγμα, η έλλειψη κερδοφορίας των ιδιωτικών πρότζεκτ, ανάγκασε το κράτος να αρχίσει να επιδοτεί τη βιομηχανία οικοδομών μοιράζοντας χουβαρντάδικα [hovarda, ανήθικος] λεφτά για μεγάλα πρότζεκτ: ένα τέτοιο κρατικό πρότζεκτ, που κατάστρεψε τελικά ένα πάρκο για να χτίσει ένα τζαμί-τέρας ήταν και η αφορμή για τις διαδηλώσεις του πάρκου Γκεζί στην Πόλη, το 2013, διαδηλώσεις που με τη σειρά τους έκαναν φανερό το πόσο βαθύ ήταν το πραγματικό χάσμα μεταξύ της κυρίαρχης πολιτικής φιλολογίας και της πραγματικής Τουρκίας στις πόλεις της δύσης. Με τη σειρά της, η ξαφνική αυτή εισβολή του πραγματικού στην πολιτική ήταν το φιτίλι [fitil <αραβική fatīl] που έβαλε φωτιά στην αυταρχική σκλήρυνση του καθεστώτος και τη στροφή αναγκαστικά στον εθνικισμό ως μοναδική ιδεολογική διέξοδο. Αυτή η σκλήρυνση ήταν και η δικαιολογία που χρειάζονταν οι Γκιουλενιστές, οι οποίοι νόμιζαν ότι είχαν συσσωρεύσει επαρκείς συσχετισμούς στον κρατικό μηχανισμό, για να διεκδικήσουν την εξουσία, αποτυγχάνοντας οικτρά: ο Ερντογάν θεώρησε το πραξικόπημα “δώρο του Αλλάχ” που του επέτρεψε να μπαγλαρώσει [<bağlamak, δένω, από την ίδια ρίζα και ο μπαγλαμάς] όλους τους αντιπάλους του.

Στο μεταξύ βέβαια είχε ήδη συμβεί η κατάρρευση της συνεννόησης για το Κουρδικό ζήτημα, που με τη σειρά της σήμαινε περαιτέρω εθνικιστική σκλήρυνση, μείωση σταδιακά της υποστήριξης του Ερντογάν όχι μόνο στα δυτικά παράλια αλλά πλέον και στο Κουρδιστάν (στο οποίο το ΑΚΡ είχε μέχρι τότε υψηλά ποσοστά). Η αύξηση των ψηφοφόρων κουρδικής επιρροής, λόγω της διαφορικής γεννητικότητας, σημαίνει πλέον ότι το παράλογο εκλογικό όριο του 10% για είσοδο στη βουλή χάνει το νόημά του, ψαλιδίζοντας ακόμα περισσότερο τα στηρίγματα του ΑΚΡ. Η συμμαχία με τον εθνικιστή Μπαχτσελί και τα τσιράκια του [çırak, από περσική ρίζα], ένα σκληρό φασιστοσκυλολόι με έλεγχο στον υπόκοσμο, έγινε ξαφνικά υποχρεωτική. Μαζί με το φασισταριό ο Ερντογάν συμμάζεψε και κάποιες θλιβερά γραφικές φιγούρες όπως ο χαφιές [hafiye, από αραβική ρίζα] Ντογού Περιντσέκ (συνιδρυτής του μαοϊκού TİİKP που αργότερα ονομάστηκε …“Πατριωτικό Κόμμα”) Αντί όμως για σταθεροποίηση του καθεστώτος, η συμμαχία αυτή έφερε πόλωση. Το μπετονάρισμα των οπαδών δεν σημαίνει ούτε σταθεροποίηση της κυβέρνησης ούτε διεύρυνση της εκλογικής βάσης – και η τελευταία έχει αρχίσει πλέον να διαρρέει. Η καταφυγή στον εξωτερικό εχθρό ήταν, το μαντέψατε, αναγκαστική.

…Καβγάδες [kavga] και Τσαμπουκαλίκια [sabıkalık] έξω

Η εκμετάλλευση των διάφορων τζιχαντιστικών ομάδων σκόπευε στην αλλαγή καθεστώτος στη Συρία, το χτύπημα των αντίπαλων ομαδοποιήσεων στον ισλαμικό κόσμο (Σαουδική Αραβία, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα κτλ.) και φυσικά τον περιορισμό των Κούρδων. Η είσοδος στη σύρραξη αυτή είχε όμως το αντίθετο αποτέλεσμα, την σταθεροποίηση και του Άσαντ (με τη συμμαχία των Ρώσων) και των κουρδικών πολιτοφυλακών στα νοτιοανατολικά σύνορα της χώρας (με τη συμμαχία μάλιστα των ΗΠΑ), ενώ οι τζιχαντιστές που υποστήριζε η Τουρκία κρύφτηκαν στα λαγούμια τους [lağım, μέσω αραβικών από το ελλ. λαγχάνω, που αρχικά σήμαινε σκάβω]. Μοναδική διέξοδος η περαιτέρω φυγή προς τα μπρος, η εισβολή και κατοχή συριακού εδάφους.

Το νέο πρόβλημα που δημιουργείται (ένα από τα πολλά) είναι η αναγκαστική συμβίωση με οπλισμένες απρόβλεπτες ομάδες (οι οποίες εξάλλου είναι υπεύθυνες και για τρομοκρατικές δράσεις σε τουρκικό έδαφος). Αναγκαστικά, εφόσον η Τουρκία δεν γίνεται να υποχωρήσει, το πρόβλημα “λύνεται” από τη μία με εξαγωγή των τζιχαντιστών στο νέο μέτωπο που ανοίγει, τη Λιβύη. Στη Συρία, επειδή η προσάρτηση των εδαφών είναι αδύνατη, το καθεστώς δεν έχει άλλη εναλλακτική, για να κατοχυρώσει την κατάκτηση, από την εισαγωγή της λίρας ως επίσημου νομίσματος σε αυτά. Αλλά αυτό το δεύτερο θα επιτείνει το πρόβλημα της αδύναμης λίρας: η Άγκυρα χρηματοδοτεί με λίρες δημόσιες (και όχι μόνο) υπηρεσίες στα “νέα” εδάφη, τη στιγμή που προφανώς, σε μια εμπόλεμη και κατεστραμμένη περιοχή, η “εργασία” που παρέχεται από τους “υπαλλήλους” (τους τζιχαντιστές φυλάρχους) μόνο παραγωγικές δεν είναι: τα λεφτά αυτά σκορπίζονται (ή μετατρέπονται σε δολάρια). Η εισαγωγή του νομίσματος επομένως, αντί να επικυρώνει την προσάρτηση των εδαφών, εξάγει πληθωριστικές πιέσεις πίσω στο κέντρο.

Σαν τον καρχαρία, ανίκανος να κάτσει ακίνητος, ο Ερντογάν έχει κάνει πράξη το μόττο που υιοθέτησε από τις εκλογές του 2007 και μετά: “Durmak yok, yola devam” (Δεν σταματάμε, μόνο μπροστά!), ένα μόττο που ακολουθούν από αρχαιοτάτων χρόνων όλοι οι τζογαδόροι και οι καιροσκόποι: κάθε φορά που χάνεις, δεν αποχωρείς, δεν σταματάς, διπλασιάζεις το στοίχημα μέχρι είτε να ρεφάρεις, είτε να μπατιρίσεις [batırmak, βυθίζομαι]. Ο Ερντογάν έχει καταφέρει ως τώρα να “σερφάρει” στις διεθνείς αντιθέσεις, προκαλώντας όσο μπορεί τις ανταγωνιστικές δυνάμεις, όταν βρίσκει μπόσικες [boş, κενός], τρέχοντας ιλιγγιωδώς πάνω σε ένα ξυράφι, ιδιοφυώς σταματώντας πάντα μισό βήμα πριν την καταστροφή, επιδεικνύοντας ταυτόχρονα ικανότητες διεθνούς κλάσης τακτικιστή, βαθύ γνώστη της τούρκικης ψυχής, απόλυτη, κυνική αδιαφορία για το καλό των συμπατριωτών του – αλλά και μικρή ικανότητα να σπάσει τον κύκλο των κινήσεων που στην πραγματικότητα τον αναγκάζει η χαώδης συγκυρία να κάνει.

Strateji [στρατηγική] ve taktik [τακτική]

Γιατί, αν κάτι ξεχωρίζει τον τυχοδιωκτισμό από την, ας πούμε, “σοβαρή” δια των όπλων επεκτατική εξωτερική πολιτική είναι ότι ο πρώτος βασίζεται στον τακτικισμό και η δεύτερη στον σαφή στρατηγικό ορίζοντα (αλλά και την ανά πάσα στιγμή διατήρηση οδών διαφυγής). Η Τουρκία (αντίθετα λ.χ. από τη Ρωσία), ούτε καθαρό πλάνο για το τι θέλει να κάνει, ούτε, αν τα πράγματα πάνε στραβά, έξοδο διαφυγής διαθέτει: παίζει ένα παιχνίδι “όλα ή τίποτα”.

Οι περιοχές της Συρίας στις οποίες κυματίζει το τούρκικο μπαϊράκι [bayrak, σημαία, λάβαρο], αντί να είναι τομείς κερδοφορίας, είναι και θα παραμείνουν για πολύ ακόμα μια οικονομική και στρατιωτική μαύρη τρύπα. Και όχι μόνο αυτό, αλλά και το Κουρδικό στοιχείο δεν πρόκειται να απομακρυνθεί μόνιμα από τα σύνορα (εκτός αν γίνει γενοκτονία, κάτι μάλλον απίθανο).

Και οι πρόσφυγες επί τουρκικού εδάφους είναι ένα πρόβλημα με δύσκολη λύση. Αρχικά χρησιμοποιήθηκαν ως έξωθεν καλή μαρτυρία: δεν είναι λίγο να φιλοξενείς (και να εκμεταλλεύεσαι αλύπητα με μεροκάματα πείνας) δύο ως τρία εκατ. πρόσφυγες. Κατόπιν χρησιμοποιήθηκαν ως όπλο εκβιασμού της Ε.Ε. Μετά, όταν άρχισαν πια να αποτελούν και σοβαρό εσωτερικό πρόβλημα, ο Ερντογάν αποφάσισε να τους εγκαταστήσει στα τουρκικής κατοχής συριακά εδάφη, διώχνοντας τους Κούρδους και πλουτίζοντας τους εργολάβους που θα έχτιζαν εκεί σπίτια με ευρωπαϊκά λεφτά. Αυτό τουλάχιστον ήταν το αρχικό σχέδιο, το οποίο όχι στρατηγικό δεν είναι, αλλά το λες και “στα κουτουρού” [götürü, τυχαία, με το μάτι, ό,τι νά’ναι].

Όσο για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά των Κούρδων, είναι σαφές ότι αυτές αναγκαστικά θα πρέπει να επεκταθούν και σε νέα μέτωπα στο Ιράκ. Τέλος η Τουρκία, ως χώρα κατοχής, έχει την ευθύνη για τις εξελίξεις επί του εδάφους. Μια πιθανή κατάρρευση λ.χ. στο Ιντλίμπ (λόγω του κορονοϊού, λόγω της οικονομίας, λόγω των τζιχαντιστών κτλ.) θα είναι δικό της πρόβλημα (σε καθαρή αντίθεση με τη στάση των Ρώσων, που μην κατέχοντας έδαφος, δεν έχουν και καμιά ευθύνη, ενώ μπορούν να αποχωρήσουν ανά πάσα στιγμή χωρίς περαιτέρω συνέπειες για αυτούς).

Την ίδια στιγμή, στο εσωτερικό της χώρας, μπορεί οι μαζικές δολοφονίες Κούρδων, μαζί με την άνευ προηγουμένου καταστολή, να έχουν οδηγήσει σε αναμφισβήτητες στρατιωτικές επιτυχίες κατά του ΡΚΚ, σε καμιά περίπτωση όμως δεν περιορίζουν ή μεταβάλλουν τις μακροπρόθεσμες παραμέτρους του προβλήματος: οι Κούρδοι εξακολουθούν να είναι εκεί και να αποκτούν δική τους εθνική συνείδηση, όλο και πιο αντιτουρκική, λόγω ακριβώς της καταστολής (αλλά και της υπανάπτυξης και της κρίσης). Ούτε εκεί δηλαδή υπάρχει κάποια λύση στον ορίζοντα.

Η Τουρκία έχει πολύ μικρότερο στρατηγικό βάθος από όσο ισχυρίζεται η ίδια (αν και αναμφισβήτητα μεγαλύτερο από όλων των γειτόνων της πλην Ρωσίας και Ιράν).

Φτάνουμε έτσι στη Λιβύη. Ο εκπεφρασμένος σκοπός της Τουρκίας είναι η αυτόνομη πολιτική στην Ανατολική Μεσόγειο και την Μέση Ανατολή και η συμμετοχή τουρκικών κεφαλαίων στις μπίζνες που προκύπτουν σχετικά με τα ενεργειακά. Επίσης η αύξηση των εμπορικών και οικονομικών σχέσεων με τις χώρες του Μαγκρέμπ και της υποσαχάριας Αφρικής, στις οποίες ο αεικίνητος Ερντογάν είναι κάθε τρεις και λίγο μουσαφίρης [misafir, από αραβική ρίζα].

Στη Λιβύη, προκειμένου να δικαιολογήσει την εισβολή της, η Τουρκία συμμάχησε με το μόρφωμα που τα διεθνή μέσα αποκαλούν λανθασμένα “αναγνωρισμένη από τον ΟΗΕ κυβέρνηση”. (Όταν έχουν περάσει πέντε χρόνια από τότε που αυτή σχηματίστηκε, χωρίς καμιά λαϊκή νομιμοποίηση και χωρίς να πετύχει κανέναν από τους ειρηνευτικούς στόχους με τους οποίους την είχε επιφορτίσει ο ΟΗΕ, ενώ 10 απο τους 17 αρχικούς της “υπουργούς” της έχουν παραιτηθεί, αναρωτιέται κανείς τι σημαίνει “αναγνωρισμένη”). Όμως άλλο εισβολή και άλλο κατοχή εδάφους και πλουτοπαραγωγικών πόρων, όπως μπορούν να βεβαιώσουν και οι ΗΠΑ, οι οποίες, θυμίζουμε, δεν κατάφεραν τελικά να ελέγξουν πλήρως τα πετρέλαια του Ιράκ, παρά την πετυχημένη εισβολή. Για να ομαλοποιηθεί η παραγωγή πετρελαίου στη Λιβύη, θα χρειαζόταν ειρήνευση μετά το πέρας των επιχειρήσεων, κατοχή εδάφους και μετατροπή της χώρας σε προτεκτοράτο. Δεν είναι αδύνατο, αλλά αυτή τη στιγμή φαίνεται εντελώς απίθανο με βάση τον συσχετισμό. Το πιθανότερο σενάριο, ακόμα και αν καταληφθεί η Σύρτη, είναι μια μακροχρόνια εμπλοκή σε έναν “βάλτο” της ερήμου, μια κινούμενη άμμο που θα απαιτεί όλο και περισσότερους πόρους επί του εδάφους, κάτι που θα είναι πιο δύσκολο για την ευρισκόμενη σε απόσταση Τουρκία παρά λ.χ. για την Αίγυπτο.

Γιαλαντζί Υπερδύναμη; [yalancı, ψεύτης]

Μπορεί η Τουρκία να αντιμετωπίσει μια μακροχρόνια εμπλοκή στη Λιβύη; Για να γίνει αυτό χρειάζεται πρώτα και κύρια υποστήριξη στο εσωτερικό της χώρας. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι μετά τα χαμπέρια [haber, είδηση] για την επέλαση των τουρκικών δυνάμεων, έχει αυξηθεί η υποστήριξή για την εκστρατεία (60% θετικές γνώμες τον Ιούλιο, έναντι 35% τον Ιανουάριο), την ίδια στιγμή όμως που η υποστήριξη στον Ερντογάν βρίσκεται στα τάρταρα (25%). Είναι βέβαιο ότι όσο η ανεργία μένει ψηλά και ο λογαριασμός στον μανάβη, τον μπακάλη και τον χασάπη [manav, bakkal, kasap] γίνεται αβάσταχτος άλλο τόσο τα ποσοστά υποστήριξης θα μικραίνουν, άρα και ο Ερντογάν θα προσπαθεί να κάνει σαματά [şamata] σχετικά με τις νίκες του έθνους ώστε να γίνεται νταβατούρι [tevatür, διάδοση νέων στόμα με στόμα, από αραβική ρίζα].

Ως προς το ανθρώπινο δυναμικό, η Τουρκία δεν έχει (ακόμα) μεγάλο αριθμό δικών της στρατιωτών στο έδαφος. Επομένως, βασίζεται στους μισθοφόρους, ένα εμπειροπόλεμο, αλλά πάντως όχι ιδιαίτερα αξιόπιστο ασκέρι [asker, στρατός, από περσική ρίζα]. Επιπλέον οι συγκεκριμένοι πολεμούν επειδή εκτός από τον καλό μισθό σε δολάρια, η Τουρκία τους έχει υποσχεθεί την τουρκική υπηκοότητα: πρόκειται για μια μακροπρόθεσμη βόμβα στα θεμέλια του τουρκικού κράτους αν υλοποιηθεί. Σύμφωνα με κάποιες πηγές, στη Λιβύη υπό τουρκική διοίκηση δρουν 16.000 μισθοφόροι από τη Συρία και 2.500 από την Τυνησία, ενώ αναμένονται και Σομαλοί, όλοι ακραίοι τζιχαντιστές. Όλοι αυτοί (όσοι επιζήσουν) και οι οικογένειές τους θα μεταφερθούν στην Τουρκία;

Ως προς το υλικό, η εγχώρια πολεμική βιομηχανία είναι το καμάρι των Ερντογανικών. Είναι αλήθεια ότι τα τελευταία λίγα χρόνια, λόγω και των τεράστιων κρατικών επενδύσεων, έχουν γίνει άλματα προόδου. Ειδικά τα οπλισμένα drones ΤΒ2 (παράγονται από βιομηχανία ιδιοκτησίας του γαμπρού του Ερντογάν) έχουν αποδειχτεί ιδιαίτερα επιτυχημένα, και στη Συρία και στη Λιβύη (για την οποία αγοράστηκαν από το Κατάρ και πιλοτάρονται από Λίβυους εκπαιδευμένους στην Τουρκία), σε ρόλους συλλογής πληροφοριών και κατά στόχων εδάφους με τους ελαφρούς πυραύλους MAM-L (40 περίπου κιλών) που διαθέτουν.

Δεν είναι της παρούσης να αναλύσουμε εδώ τις εγγενείς αδυναμίες της βιομηχανίας αυτής που οφείλονται στον τρόπο που διαπλέκονται οι βιομηχανικές, στρατιωτικές και εγκληματικές δραστηριότητες με το περιβάλλον του Ερντογάν. Αρκεί να πούμε ότι και η SSM (Γραμματεία Αμυντικών Βιομηχανιών), που έχει την ευθύνη του “εκσυχρονισμού των ενόπλων δυνάμεων” και το Ίδρυμα Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων (TSKGV), ο κρατικός γίγαντας στον οποίο ανήκουν πλειοψηφικά πακέτα μετοχών των κυριότερων τουρκικών αμυντικών βιομηχανιών, υπάγονται από το 2017 και τα δύο απευθείας στον πρόεδρο, που τα διοικεί σαν να είναι δικά του αναντάμ παπαντάμ [anadan babadan, από μητέρα και πατέρα] χωρίς διαμεσολάβση κυβέρνησης, κοινοβουλίου κτλ.

Η Τουρκία έχει πολύ μικρότερο στρατηγικό βάθος από όσο ισχυρίζεται η ίδια (αν και αναμφισβήτητα μεγαλύτερο από όλων των γειτόνων της πλην Ρωσίας και Ιράν).

Τα δεδομένα είναι ότι ο τομέας έχει σχεδιαστεί για γιγαντιαίες προμήθειες υλικού σε διεθνές επίπεδο, ότι ήδη παρέχει το 90% των αναγκών του τούρκικου στρατού (άρα η εσωτερική αγορά έχει κορεσθεί), ότι δυσκολεύεται να βρει αγορές για να εξάγει, ώστε να δικαιολογήσει το μέγεθός του, ότι υπάρχουν παράπονα για ποιότητα του υλικού, ότι παρόλα αυτά οι εισαγωγές είναι περισσότερες από τις εξαγωγές (και αφορούν αναντικατάστατα τμήματα του οπλισμού, όπως θωρακίσεις και κινητήρες), ότι η Τουρκία υφίσταται ένα εντονότατο brain drain. Όλα αυτά μας λένε ότι εδώ δεν έχουμε μια αποτελεσματική βιομηχανία υψηλής τεχνολογίας, αλλά μάλλον μια επιχείρηση πλουτισμού των στελεχών του κυβερνώντος κόμματος, που παρεμπιπτόντως παράγει και όπλα.

Το αποτέλεσμα είναι πολλά από τα καμάρια της βιομηχανίας αυτής, όπως τα ελικόπτερα Atac και τα άρματα Altay, να μην είναι ακριβώς τα κελεπούρια που λένε οι Τούρκοι. Οι Πακιστανοί έπαθαν μεγάλο χουνέρι [hüner] αφού τα (όχι και τόσο φτηνά) ελικόπτερα που παράγγειλαν πρόπερσι, ακόμα να τα παραλάβουν επειδή οι Αμερικανοί δεν δίνουν τους κινητήρες. Από την άλλη, για τα τανκς (τα οποία έπρεπε να είχαν αρχίσει να παράγονται μαζικά) ενδιαφέρθηκαν διάφοροι στρατοί μουσουλμανικών κρατών, μέχρι που έμαθαν την τιμή και τους ήρθε ταμπλάς [tabla]: το τουρκικό Altay, συνεργασία με Κορεάτες και Γερμανούς, ενώ εξαρτάται για κρίσιμα μέρη του (κινητήρας, πυροβόλο) από εισαγωγές, επομένως εξαρτάται για τις εξαγωγές του από τη σύμφωνη γνώμη τρίτων, όπως και τα ελικόπτερα, είναι ταυτόχρονα το μακράν ακριβότερο άρμα του κόσμου, στα 14 εκατ. δολάρια το ένα, όταν για τα δικά τους Ρώσοι και Κινέζοι ζητάνε 3 ως 4 εκατ. το ένα και 6 ως 9 εκατ. οι Αμερικάνοι, Γάλλοι, Γερμανοί, Κορεάτες και Ιάπωνες.

Με άλλα λόγια, η Τουρκία έχει πολύ μικρότερο στρατηγικό βάθος από όσο ισχυρίζεται η ίδια (αν και αναμφισβήτητα μεγαλύτερο από όλων των γειτόνων της πλην Ρωσίας και Ιράν). Είναι λοιπόν προφανές ότι από την άποψη του υλικού, οι πολεμικές περιπέτειες μακριά από τα σύνορά της πρέπει να είναι σύντομες, αλλιώς κινδυνεύει να αφήσει τα στρατεύματα χωρίς εξοπλισμό. Με άλλα λόγια, ο πόλεμος στη Λιβύη θα πρέπει να τελειώσει άμεσα, αλλιώς τα κόστη θα είναι αδύνατο να αντιμετωπιστούν.

Όπως κι αν έχει, αυτή τη στιγμή είναι σαφές ότι οι Τούρκοι σωρεύουν δυνάμεις για να κάνουν το τελικό γιουρούσι [yürüyüş] στην Σύρτη μέσα στις επόμενες μέρες, μειώνοντας τις πιθανότητες για παράλληλο άνοιγμα και νέου μετώπου (π.χ. με την Ελλάδα) στο αμέσως επόμενο διάστημα. Μετά τη Λιβύη, βλέπουμε…

Το τέλος του Ερντογάν

Αλλά αν υπάρχει ένας στρατηγικός τομέας στον οποίο ο Ερντογάν έχει ήδη χάσει, αυτός είναι η νεολαία της χώρας. Όχι μόνο επειδή δεν είναι σε θέση να επικοινωνήσει με την μαθητιώσα νεολαία που τον βρίζει· ούτε μόνο επειδή το θρησκευτικό όνειρο του Ερντογάν δεν μπορεί να μιλήσει σε μια νεότερη και μορφωμένη γενιά που έχει σοβαρό πρόβλημα με τη σημερινή Τουρκία.

Το “Susamam” (Δεν μπορώ να σιωπώ), είναι ένα συλλογικό χιπ χοπ “μανιφέστο” που μέχρι τώρα έχει 44 εκατ. “χτυπήματα” στο Υoutube, βάζει πολλά από τα ζητήματα:

  • “Αν σε μπαγλαρώσουν μια νύχτα, κανένας δημοσιογράφος δεν θα σε κάνει ρεπορτάζ, είναι όλοι στη μπουζού”.
  • “Ό,τι ιδεολογία έχουν οι από πάνω, αυτή σου λεν στην τάξη”.
  • “Πανεπιστήμια παντού, αλλά τα σχολεία στα χωριά κλειστά”,
  • Καθώς και ζητήματα ισότητας φύλων, καταπίεσης, μεταχείρισης των ζώων, περιβάλλοντος, κτλ. κτλ.

Η Τουρκία τρέχει ξέφρενα προς τα εμπρός, καταναλώνοντας καύσιμα που δεν είχε ούτως ή άλλως. Οι στόχοι του Ερντογάν (έδαφος, πρώτες ύλες, υδρογονάνθρακες) στην καλύτερη περίπτωση θα κάνουν χρόνια να αποδώσουν, αν ποτέ αποδώσουν. Στο μεταξύ όμως, η ανεργία τρέχει με ένα επίσημο (κανείς δεν το πιστεύει) 13%. Πέρσι 300.000 Τούρκοι, νέοι και μορφωμένοι οι περισσότεροι, άφησαν τη χώρα. Η κεντρική τράπεζα έχει εξαντλήσει τα συναλλαγματικά της αποθέματα προσπαθώντας να διατηρήσει ψηλά την ισοτιμία την ώρα που τα ξένα κεφάλαια έχουν αποεπενδύσει. Το πολιτικό σύστημα βρίσκεται στον απόλυτο έλεγχο του Ερντογάν, κάτι που έχει αρχίσει να δυσκολεύει ακόμα και το τούρκικο κεφάλαιο πλέον, ενώ διάδοχη κατάσταση δεν υπάρχει· τα στελέχη του ΑΚΡ κάνουν ντελάλη [tellal] τα σόσιαλ μίντια και διαλαλούν τον χυδαίο πλουτισμό τους (είναι πραγματικά χειρότεροι ακόμα και από τους δικούς μας), μιμούμενοι το παράδειγμα του αρχηγού μέσα από το σαράι του [saray, από τα περσικά] με τα 1150 δωμάτια.

Η χώρα είναι σχιζοφρενικά τριχοτομημένη ανάμεσα στις δυτικές πόλεις, την Ανατολία και τους Κούρδους και η ηγεσία της παίζει τα πάντα όλα σε ένα στοίχημα που ακόμα κι αν το κερδίσει, θα το κάνει πατώντας πάνω σε πτώματα (κυριολεκτικά) ενώ αν το χάσει οι συνέπειες (και για εμάς) θα είναι ανυπολόγιστες. Και όλα αυτά επειδή ο ηγέτης της θέλει να φορέσει διπλό σαρίκι [sarık, από το sarmak=διπλώνω, από το οποίο προέρχεται και ο σαρμάς, αλλά και ο νοστιμότατος τζιγεροσαρμάς < τζιέρι ciğer (συκώτι) + σαρμάς]. Το διπλό σαρίκι του σουλτάνου και του χαλίφη, του ηγέτη των πιστών όπου γης, κάτι που ποτέ δεν πρόκειται να αποδεχτούν πρώτα πρώτα οι υπόλοιποι πιστοί του πλανήτη.

Λοιπόν, πότε θα έρθει το τέλος του Ερντογάν;

Μόνο ο Αλλάχ ξέρει. Είναι ζήτημα τάιμινγκ: αν κάποιο από τα ανοιχτά μέτωπα διπλώσει, ή αν καθυστερήσει να έχει γρήγορα αποτελέσματα και εμπλακεί και σε νέες μακροχρόνιες περιπέτειες χωρίς άμεσα κέρδη, είναι πολύ πιθανό το οικοδόμημά του να καταρρεύσει σαν πύργος από τραπουλόχαρτα κάτω από τις εσωτερικές του αντιφάσεις και όχι επειδή θα το αποφασίσουν εξωτερικές δυνάμεις. Αν όμως κερδίσει, έστω και ένα από αυτά άμεσα (και αρχίσει το τούρκικο κεφάλαιο να έχει άμεσα κέρδη σε αυτό), τα πράγματα αλλάζουν πολύ. Μέχρι πάντως να προχωρήσουμε σε νέα φάση, η τουρκική επιθετικότητα θα συνεχίσει να αυξάνεται.

Δεν βαριέσαι αδερφέ [kardaş]. Όπως λέει και η Gaye Su Akyol: Άστα να πάνε βρε, η ζωή είναι ροκ’εν’ρόλ…

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα