Χθες μόλις, 23/7/2020, η Ευρωπαϊκή Ένωση «ενθάρρυνε» την κυβέρνηση του Μαυροβουνίου και την Σερβική Ορθόδοξο Εκκλησία «να συνεχίσουν το διάλογο σε σχέση με τον Νόμο για την Ελευθερία της Θρησκείας». Τη σκυτάλη παρέλαβε η εκπρόσωπος της Ευρ. Επιτροπής, Άνα Πισονέρο, που τόνισε ότι «η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μονίμως ανακαλεί τη σημασία του διαλόγου στο Μαυροβούνιο» και ότι «καλοσωρίζει τις προσπάθειες της κυβέρνησης να βρεθεί συμβιβαστική λύση».
Πέραν της αναγνώρισης μιας (αδύνατον να εντοπιστεί από μας) προσπάθειας της κυβέρνησης του Μαυροβουνίου να λυθεί το θέμα, η συνολική στάση της ΕΕ παραμένει ένα ανούσιο ευχολόγιο, απέναντι σε ένα ακόμη από τα μεγάλα ζητήματα που έχουν προκύψει λόγω της εμμονικής, και, δυστυχώς, γενικώς επιτυχούς ανάμειξης των ΗΠΑ στα της Ορθοδόξου Εκκλησίας ανά τον κόσμο. Θα ήταν ανέκδοτο αν δεν ήταν τραγικό, στις παρούσες συνθήκες, να αναγνωρίζει κανείς καλές προθέσεις ή προσπάθειες στην κυβέρνηση του Μοντενέγκρο, που έκανε ότι μπορούσε για να σπείρει διχασμό, ακολουθώντας εντολές άλλων.
Ο νόμος που βρίσκεται πίσω από όλα αυτά, και που τόσο ρομαντικά και αθώα αναφέρει η ανακοίνωση της ΕΕ ως «Νόμο για την Ελευθερία της Θρησκείας», μόνον αυτό δεν είναι. Αντιθέτως, πρόκειται για έναν νόμο υποβολιμιαίο, ακραίο, που στρέφεται καθαρά εναντίον της Ορθοδόξου Σερβικής Εκκλησίας, με στόχο την δημιουργία μιας άλλης, ελέγξιμης και εθνικιστικής, τοπικής αυτοκέφαλης εκκλησίας.
Μεταξύ άλλων, απαιτεί την κρατικοποίηση της περιουσίας της Εκκλησίας της Σερβίας, και όλων των εκκλησιών και των μοναστηριών της, και δεν το κάνει γιατί έπιασε ο πόνος να μοιράσει γη στους ακτήμονες, αλλά γιατί προσβλέπει κατόπιν να τα δώσει στην (υπό εθνικιστική) κατασκευή αυτοκέφαλη εκκλησία του Μαυροβουνίου.
Ο νόμος αυτός, που πέρασε προ ολίγων μηνών, έχει διχάσει την τοπική κοινωνία και έχει φέρει χιλιάδες λαού στους δρόμους, με όποιες συνέπειες μπορεί να έχει αυτό σε ένα αυταρχικό και ξενοκίνητο καθεστώς. Πολίτες, ιερείς και επίσκοποι έχουν βίαια συλληφθεί, κρατηθεί, δικαστεί, κάποιοι έχουν αυτοεξοριστεί. Φωτορεπόρτερ και δημοσιογράφοι έχουν δεχθεί την επίθεση της αστυνομίας και υποχρεωθεί να σβήσουν τις φωτογραφίες τους επί τόπου. Η κατασταλτική κρατική βία επικρατεί στους δρόμους. Η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να καταστείλει κάθε κοινωνική αντίδραση και εμφανίζεται ανυποχώρητη, παρά τις εκκλήσεις του διεθνούς παράγοντα, που είναι πολλές και πολύ σοβαρότερες από της ΕΕ – με πρώτον τον Πάπα, που από την υποβολή ακόμη του νομοσχεδίου παρενέβη, καλώντας την κυβέρνηση να μην προχωρήσει στην ψήφισή του.
Στο Μαυροβούνιο, και ακολούθως στην (πλέον ΝΑΤΟική) Βόρειο Μακεδονία, όπως δείχνουν όλα, η δημιουργία αυτοκέφαλων εκκλησιών, αποκομμένων από τον εκκλησιαστικό κορμό και υποτελών στα πολιτικά συμφέροντα, είναι αποφασισμένο να περάσει με κάθε τρόπο, με στόχο πολλές μικρές Ουκρανίες. Η πλήρης πολιτικοποίηση της πίστης, και μάλιστα μιας πίστης αιώνων που έχει ταυτιστεί με απελευθερωτικούς αγώνες και έχει σημαδέψει την ιστορία με το αίμα και τις θυσίες πιστών, από την τουρκοκρατία ακόμη, μπορεί να βρίσκει την ευρεία λαϊκή αντίδραση, αλλά, από την άλλη, έχει την στήριξη, με κάθε δυνατό, ηθικό ή ανήθικο, τρόπο, των ΗΠΑ που έχουν δώσει την ευλογία τους για όσα συντρέχουν – αν δεν έχουν δώσει και τα φώτα τους στο σχεδιασμό τους.
Πέραν της βάναυσης κατασταλτικής βίας κατά του ντόπιου ορθόδοξου πληθυσμού, η κυβέρνηση του Μαυροβουνίου έχει πολλαπλώς προβεί σε ρατσιστικές διακρίσεις κατά των Σέρβων. Χαρακτηριστικά, όταν άνοιξε τα σύνορά της και πάλι, την 1η Ιουνίου – «είμαστε η πρώτη Ευρωπαϊκή χώρα χωρίς κορωνοϊό» καυχήθηκε ο πρωθυπουργός Ντούσκο Μάρκοβιτς-, τα άνοιξε για όλους τους ευρωπαίους πλην Σέρβων, Βοσνίων και Ρώσων. Και αυτό εν μέσω διαδηλώσεων και διαμαρτυριών των ορθοδόξων του Μαυροβουνίου για τον υποβολιμιαίο νόμο και ενώ – για να μιλήσουν και τα οικονομικά μεγέθη- το 34,4% των τουριστών που δέχτηκε ένα χρόνο πριν το Μαυροβούνιο ήταν ακριβώς Σέρβοι, Βόσνιοι και Ρώσοι.
Τα στοιχεία μιλούν μόνα τους. Και όχι μόνο για τις αμερικάνικες παρεμβάσεις στα εκκλησιαστικά ζητήματα της Ορθοδοξίας, που επιθυμούν να μετατρέψουν σε υπάκουο φορέα της πολιτικής τους, αλλά και για τον υποτελή ρόλο της ΕΕ, της μόνης που βλέπει αγαθές προθέσεις στην κυβέρνηση Μάρκοβιτς. Και, ως υποσημείωση: για το γεγονός ότι όλα αυτά συμβαίνουν στη γειτονιά μας και τα ελληνικά ΜΜΕ σιωπούν – και ας μην αναφερθούμε στις ελλαδικές και Πολίτικες εκκλησιαστικές αρχές, προνομιακές συνομιλήτριες του κυρίου Πάιατ – ο καθείς μπορεί εύκολα να βγάλει τα συμπεράσματά του.