Άρθρο του Σέιν Μπερλεϋ , 18 Ιουλίου 2020
Τη νύχτα της 11ης Ιουλίου, καθώς εκατοντάδες διαδηλωτές του κινήματος Black Lives Matter είχαν συγκεντρωθεί γύρω απο το Κέντρο Δικαιοσύνης στο Πόρτλαντ (Όρεγκον), οι ομοσπονδιακοί αξιωματικοί της εσωτερικής ασφάλειας άνοιξαν πυρ με πυρομαχικά “ελέγχου πλήθους”. Έριξαν δακρυγόνα απευθείας στο κεφάλι ενός ειρηνικού διαδηλωτή, του Ντόναβαν ΛαΜπελλα, ο οποίος στεκόταν απέναντι κρατώντας μία πινακίδα. Το βίντεο στο οποίο φαίνεται ο διαδηλωτής, αναίσθητος και αιμόφυρτος καθώς τον κουβαλούν σε ασφαλές σημείο οι υπόλοιποι διαδηλωτές και εθελοντές γιατροί, έγινε σχεδόν αμέσως viral στο διαδίκτυο υποχρεώνοντας τους κρατικούς εκπροσώπους να προβούν σε δημόσιες δηλώσεις και απαιτώντας την απόσυρση των ομοσπονδιακών δυνάμεων επιβολής του νόμου.
Το βίντεο γυρίστηκε απο τον 17χρονο ανεξάρτητο δημοσιογράφο Γκάρισον Ντέιβις, ο οποίος βιντεοσκοπούσε με το κινητό του σε ζωντανή αναμετάδοση στο Twitter. Είχε περάσει σχεδόν κάθε νύχτα των τελευταίων δυο μηνών καταγράφοντας την εξέγερση και την αντίδραση της αστυνομίας σε αυτή.
“Δε θα είχαμε τις δηλώσεις της (Κυβερνήτη) Κέιτ Μπράουν σήμερα, αν δεν υπήρχαν άτομα που βιντεοσκοπούσαν χθες βράδυ όπως εγώ,” ανέφερε ο Ντέιβις. Αφού κυκλοφόρησε το βίντεο, ο κυβερνήτης, ο Γερουσιαστής Ρον Γουάιντεν και η πλειονότητα του δημοτικού συμβουλίου του Πόρτλαντ βγήκαν ανοικτά και καταδίκασαν τη συμπεριφορά της αστυνομίας.
Ο Ντέιβις είναι μέλος μιάς αυξανόμενης ομάδας ανεξάρτητων δημοσιογράφων που καταγράφουν το μαζικό κύμα διαμαρτυριών, τόσο στο Πόρτλαντ όσο και στην υπόλοιπη χώρα, χωρίς να έχουν κάποια σχέση με γνωστά Μ.Μ.Ε. ή ακριβό εξοπλισμό.
Με τη χρήση των μέσων δικτύωσης όπως το Twitter και το Periscope, δίνουν στον κόσμο μια εικόνα του τι γίνεται στους δρόμους απο πρώτο χέρι , κάτι που είναι δύσκολο για τις τοπικές εφημερίδες και τους τηλεοπτικούς σταθμούς λόγω των μειωμένων χρηματοδοτήσεων. Δηλαδή, οι ανεξάρτητοι δημοσιογράφοι γεμίζουν το κενό στη κάλυψη των γεγονότων, δημιουργώντας τα βίντεο που χρησιμοποιούν τα μεγάλα τηλεοπτικά κανάλια και δίνοντας μια καθαρή εικόνα της συμπεριφοράς της αστυνομίας , μια εικόνα που φαίνεται μόνο αν κάποιος είναι στο πεδίο της δράσης.
Ταυτόχρονα, οι δημοσιογράφοι σαν τον Ντέιβις καταγράφουν την καταστολή που δέχονται οι ίδιοι. Καθώς η αστυνομία συνεχίζει να χρησιμοποιεί τις αμφιλεγόμενες τακτικές “ελέγχου του πλήθους”, ο ορισμός του ποιός είναι δημοσιογράφος και ποιός διαδηλωτής αμφισβητείται, και αυτό ίσως δίνει πάτημα στην αστυνομία να στοχοποιήσει τους πιό σημαντικούς δημοσιογράφους που είναι μέσα στα γεγονότα.
Το επίκεντρο των δράσεων
Οι διαμαρτυρίες στο Πόρτλαντ ξεκίνησαν στις 29 του Μάη, με την πρώτη μεγάλη πορεία που μετέπειτα μετατράπηκε σε εξέγερση στο κέντρο της πόλης. Εκεί οι εικόνες και τα νέα που έβλεπε ο κόσμος έρχονταν κυρίως απο όσους είχαν κινητά τηλέφωνα και μπόρεσαν να πλησιάσουν αρκετά, ώστε να καταγράψουν την αστυνομία και τους διαδηλωτές, ενώ πολλοί απο τους δημοσιογράφους των Μέσων έπρεπε να κάνουν ρεπορτάζ απο απόσταση ή δεν κατάφεραν να γίνουν ένα με το πλήθος, κάτι που τους έκανε να έχουν μια πιο απρόσωπη οπτική. Πολλοί όμως ήταν πρόθυμοι να βιντεοσκοπήσουν τα πρόσωπα των διαδηλωτών, μία κίνηση που κατακρίθηκε αφού προοδευτικοί ακτιβιστές απειλήθηκαν και στοχοποιήθηκαν απο την ακροδεξιά.
Καθώς οι διαμαρτυρίες συνεχίστηκαν για εβδομάδες, αρκετοί απο τους ανεξάρτητους δημοσιογράφους εδραιώθηκαν ως άτομα άξια παρακολούθησης στον χώρο των μέσων δικτύωσης. Όσοι ήθελαν να ενημερωθούν ήξεραν πως έπρεπε να παρακολουθήσουν συγκεκριμένους δημοσιογράφους, να δουν τα βίντεο και τις ζωντανές αναμεταδόσεις τους και να λάβουν άμεση ενημέρωση από τη καρδιά των διαδηλώσεων.
“Δεν υπάρχει εκπροσώπηση απο τα μέσα ενημέρωσης εδώ έξω. Βασίζονται σε άτομα σαν εμένα να τραβήξουν υλικό για αυτούς,” δήλωσε ο Ντέιβις.
Αυτό είναι εμφανές στη συνολική κάλυψη των γεγονότων, με τη χρήση των βίντεο των ανεξάρτητων δημοσιογράφων του Πόρτλαντ απο τα Μ.Μ.Ε. Μην έχοντας δικούς τους ρεπόρτερ στον τόπο των διαδηλώσεων, η κάλυψη των γεγονότων απο τα μέσα την ώρα που συμβαίνουν θα ήταν δύσκολη, κάτι που σημαίνει πως το μεγαλύτερο μέρος της κάλυψης των διαμαρτυριών προέρχεται απο τέτοιους λογαριασμούς στο διαδύκτιο.
” Έχω παρατηρήσει πως οι ανεξάρτητοι δημοσιογράφοι δεν φοβούνται και δεν συγκρατούνται,” είπε ο δημσιογράφος γνωστός με το όνομα Jung Sisyphus και μέλος της Defend PDX, μιας ομάδας ριζοσπαστών δημοσιογράφων που καταγράφουν τις διαμαρτυρίες. “Βλέπω ανθρώπους να τρέχουν μέσα στα δακρυγόνα με τις κάμερες να καταγράφουν τη βία, και δεν βλέπω τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης να κάνουν το ίδιο. Οι άνθρωποι που είναι εκεί έξω και δρούν ως ανεξάρτητοι, απο μόνοι τους η ως πολίτες δημοσιογράφοι έχουν καλύτερη εικόνα για τη κατάσταση απο καποιον που εργάζεται σε οποιονδήποτε σταθμό. Οπότε νομιζω πως θα κάνουν καλύτερη δουλειά.”
Με τις ακραίες τακτικές που χρησιμοποιεί η αστυνομία, πολλοί απο αυτούς τους ανεπίσημους δημοσιογράφους έχουν πληγεί σκληρά. Ενώ οι δημοσιογράφοι απο τους μεγαλύτερους περιφερειακούς σταθμούς, όπως η δημόσια τηλεόραση του Όρεγκον (PBS) και η Portland Tribune, έχουν αναφέρει επιθέσεις απο την αστυνομία, αρκετοί ανεξάρτητοι δημοσιογράφοι τραβούν λιγότερο τη προσοχή.
Μία απο τις ιστορίες που πρώτα τράβηξε τη προσοχή στην καταστολή ήταν του τοπικού δημοσιογράφου Κόρυ Ελάια, ο οποίος είναι ρεπόρτερ αρκετά χρόνια και συνεργάζεται με το τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό KBOO και την ιστοσελίδα Village Portland. Ο Ελάια δήλωσε εξαγριωμένος απο το φόνο του Τζορτζ Φλόιντ και ήθελε να κατέβει να καλύψει τις διαμαρτυρίες, τις ομιλίες και τη τέχνη που έφτιαχνε ο κόσμος κατά της αστυνομικής βίας.
“Νόμιζα πως θα ήταν απλές συγκεντρώσεις όπως παλιότερα,” είπε. “Δεν περίμενα τα επίπεδα βίας που είδα να ξεσπούν σε πολλές περιστάσεις.” Πάνω απο εξι εβδομάδες συγκρούσεων με την αστυνομία, ο Ελάια αναφέρει πως έχει δει διαδηλωτές και δημοσιογράφους να ξυλοκοπούνται με γκλόμπ, να τους πετάνε δακρυγόνα και να δέχονται συχνά επιθέσεις. “Υπήρξαν αρκετές φορές στις οποίες δέχτηκα και εγω επίθεση με γκλόμπ,” δήλωσε.
Στις 30 Ιουνίου, τη νύχτα που οι διαδηλώσεις περιέβαλλαν το κτίριο της αστυνομίας του Βόρειου Πόρτλαντ, ο Ελάια βιντεοσκοπούσε την άγρια αστυνομική καταστολή κατά των διαδηλωτών. Λέει πως μόλις κατάφερε να ταυτοποιήσει έναν αστυνομικό, μία ομάδα τον μάζεψε και τον συνέλαβαν. Πέρασε τη νύχτα σε κελί και και κατασχέθηκε η υλική υποδομή του. Τώρα έχει κατηγορηθεί με δύο κακουργήματα και δύο κακομεταχειρίσεις, συμπεριλαμβανομένης της επίθεσης σε αστυνομικό και της αντίσταση στη σύλληψη.
Μία επίθεση κατα της δημοσιογραφίας
Η επίθεση στους δημοσιογράφους δεν είναι μόνο ένα φαινόμενο που συναντάται στο Πόρτλαντ, καθώς δημοσιογράφοι σε όλη τη χωρα άρχισαν να καταγράφουν, τις περισσότερες φορές με ξεκάθαρα στοιχεία, την επιθετική κακομεταχείρηση της αστυνομίας εναντίον τους κατα τη διάρκεια της υπηρεσίας. Σοβαρά περιστατικά στη Μινεάπολη, τη Νέα Υόρκη, το Λος Άντζελες και άλλες πόλεις με αστυνομικούς να δέρνουν και να συλλαμβάνουν δημοσιογράφους, ακόμα και όταν τους έδειχναν τη δημοσιογραφική τους ταυτότητα ή τους εξηγούσαν οτι ήταν δημοσιογράφοι.
Καθώς η εξέγερση συνεχίστηκε απο πόλη σε πόλη, η συνολική αντιμετώπιση της αστυνομίας ηταν τόσο βίαιη που οι δημοσιογράφοι έγιναν κάποιοι απο τους πιο ένθερμους υποστηρικτές για την αναθεώρηση των πρωτοκόλλων χρήσης βίας, ιδιαίτερα αφού η επιθετικότητα απειλούσε την ικανότητά τους να αποτυπώσουν με ακρίβεια τα γεγονότα στον τόπο ενδιαφέροντος.
Οι επιθέσεις στους δημοσιογράφους του Πόρτλαντ ήταν τόσο συχνές που η αστυνομία στις 14 Ιουλίου προσπάθησε να δικαιολογηθεί, λέγοντας πως οι δημοσιογράφοι θα έπρεπε να ακολουθούν τις εντολές αποχώρησης. Αυτό, φυσικά, έρχεται σε αντίθεση με την ίδια τη φύση της δημοσιογραφίας, η οποία είναι οι δημοσιογράφοι να βρίσκονται εκεί και να καταγράφουν τα γεγονότα την ώρα που συμβαίνουν παρά τις συγκρούσεις η τις διαταραχές.
“Μετά τη πρώτη εβδομάδα, η κατάσταση κλιμακώθηκε και μας αντιμετώπιζαν σαν διαδηλωτές. Δεν αντιμετωπιζόμασταν ως ουδέτεροι παρατηρητές,” είπε ο Σέρτζιο ‘Ολμος, ένας ελεύθερος επαγγελματίας δημοσιογράφος που βρισκόταν στις διαμαρτυρίες κάθε βράδυ και βιντεοσκοπούσε.
Η συμπεριφορά της αστυνομίας προκάλεσε οργή και άρχισε να κυκλοφορεί μία αίτηση υπογεγραμμένη απο δημοσιογράφους, που ζητούσαν απο την αστυνομία να σταματήσει να παραβιάζει τα δικαιώματά τους απο τη πρώτη τροπολογία του Αμερικανικού Συντάγματος. Στις 30 Ιουνίου, η Αμερικανική Ένωση Πολιτικών Ελευθεριών του Όρεγκον έκανε αγωγή εναντίων της Πόλης σε μια προσπάθεια να σταματήσει την αστυνομία του Πόρτλαντ απ’το να “επιτίθενται στους δημοσιογράφους, τους φωτογράφους, τους παρατηρητές και λοιπούς ουδέτερους που καταγράφουν τη βίαιη δράση της αστυνομίας κατά των διαδηλώσεων για το φόνο του Τζόρτζ Φλόιντ.”
“Η αστυνομία δεν δείχνει ενδιαφέρον για τη προστασία της ελευθερίας του λόγου, του συνέρχεσθαι ή του τύπου παρ’όλους τους ισχυρισμούς τους στην Αμερικανική Ένωση Πολιτικών Ελευθεριών,” είπε ο Τάκ Γούντστοκ, ένας ανεξάρτητος δημοσιογράφος που καλύπτει τις διαμαρτυρίες και έχει υπογράψει ως συν-ενάγων στην αγωγή. Το LRAD (Ακουστική συσκευή μεγάλης εμβέλειας) είναι το ηχοσύστημα που χρησιμοποιεί η αστυνομία για να επικοινωνεί με τους διαδηλωτές ή για να τους διασκορπίσει με επικίνδυνα δυνατούς ήχους.
Ο Ελάια έχει κάνει και ο ίδιος αγωγή, μαζί με τη συνάδελφό του Λέσλι Μακ Λαμ, η οποία αγωγή κάνει λόγο για “στέρηση των δικαιωμάτων που τους εξασφαλίζει η Πρώτη, Τέταρτη, Πέμπτη και 14η Τροπολογία του Συντάγματος των Ηνωμένων Πολιτειών.” Η αναφορά συνεχίζει λέγοντας πως η συμπεριφορά της αστυνομίας έχει οδηγήσει σε παραβίαση των βασικών δικαιωμάτων με τη χρήση της βίας, την απαγόρευση πρόσβασης στον τόπο ενδιαφέροντος και την αδιαφορία που δείχνουν για τους διαδηλωτές και τον τύπο.
“Ένα απο τα πράγματα για τα οποία είμαι πραγματικά απογοητευμένος είναι η πλήρης έλλειψη σεβασμού που δείχνουν, όχι μόνο σε εμένα αλλά σε κάθε μέλος των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης,” είπε ο Ελάια ο οποίος απαιτεί μέσα στην αγωγή του, μεταξύ άλλων, να πραγματοποιηθεί εκπαίδευση αποκλιμάκωσης στους αστυνομικούς.
Μέρος των επιχειρημάτων που προέβαλε η αστυνομία ηταν πως οποιοσδήποτε με κινητό και λογαριασμό κοινωνικής δικτύωσης θα μπορούσε να αυτοαποκαλείται δημοσιογράφος. Ένοιωσαν λοιπόν οτι δεν έπρεπε να τους φέρονται με την ίδια αξιοπιστία όπως τα παραδοσιακά Μέσα Ενημέρωσης.
“Με την έλευση της ζωντανής αναμετάδοσης και των μέσων δικτύωσης υπάρχουν πολλοί περισσότεροι ανεξάρτητοι δημοσιογράφοι στο πεδίο… οι νόμοι ισχύουν για όλους δίχως εξαίρεση,” δήλωσε η υπολοχαγός Τίνα Τζόουνς σε ένα βίντεο που ανέβηκε στην σελίδα της αστυνομίας του Πόρτλαντ στις 14 Ιουνίου.
Αυτό όμως που παραβλέπει αυτό το επιχείρημα είναι πως οι ανεξάρτητοι δημοσιογράφοι, πολλοί απο τους οποίους τώρα ξεκινούν τη καριέρα τους ή απλά συμμετάσχουν για να στηρίξουν τις διαμαρτυρίες, είναι πολυ σημαντικοί για τη παροχή της εις βάθος κάλυψης που αξίζει το κοινό.
“Είμαι εκεί έξω για να πω την ιστορία του τι γίνεται στους δρόμους και τις κοινότητές μας,” δήλωσε ο Ντάνιελ Βίνσεντ, ένας ανεξάρτητος δημοσιογράφος που διαχειρίζεται το κανάλι Daniel V. Media στο YouTube. “Χωρίς δημοσιογράφους εκεί έξω, η καταγραφή σημαντικών ιστοριών θα μείνει ανείπωτη. Η αστυνομία θα μπορούσε να ενεργήσει ακόμα πιο βίαια απ’οτι ήδη εαν τα βίντεο, οι φωτογραφίες και οι ιστορίες που μοιράζονται οι δημοσιογράφοι δεν χρησιμοποιούνταν για να βοηθήσουν στο να τους καταστήσουν υπεύθυνους.”
Μετά από την κατακραυγή από τις πολιτικές αρχές και επιπλέον αγωγές, έγιναν κάποιες αλλαγές. Η Don’t Shoot PDX (Μην Πυροβολείτε το Όρεγκον) , μια τοπική αντιρατσιστική οργάνωση η οποία έχει προγραμματίσει κάποιες απο τις δράσεις διαμαρτυρίας, υπέβαλε αγωγή σχετικά με τη χρήση δακρυγόνων, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την έκδοση προσωρινών ασφαλιστικών μέτρων τον περασμένο μήνα. Έπειτα, στις 2 Ιουλίου, ένας ομοσπονδιακός δικαστής εξέδωσε μια “προσωρινή περιοριστική εντολή” η οποία περιόρισε κάπως τη συμπεριφορά της αστυνομίας του Πόρτλαντ προς τους διαδηλωτές, συμπεριλαμβανομένης της απαγόρευσης σύλληψης όσων φαίνεται ξεκάθαρα ότι είναι δημοσιογράφοι. Οι ανεξάρτητοι δημοσιογράφοι που ένιωθαν στοχοποιημένοι ακλούθησαν την εντολή, διασφαλίζοντας οτι τα δημοσιογραφικά τους πάσα ήταν σε εμφανές σημείο και πως είχαν γραμμένη τη λέξη “PRESS” στα ρούχα και τα κράνη τους, κάτι που ήταν εμφανές στην αστυνομία που άδειαζε τη περιοχή με μεθόδους ελέγχου πλήθους.
Η ώρα των Ομοσπονδιακών
Oι δημοσιογράφοι λένε οτι οι μηνύσεις, οι αγωγές και οι δηλώσεις του δημάρχου του Πόρτλαντ, Τέντ Γουίλερ, και άλλων αξιωματούχων που καταδίκασαν τις ενέργειες της αστυνομίας είχε μια κατευναστική επίδραση στη συμπεριφορά της. Αυτό συνέβη έως ότου το Υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας έστειλε εκπροσώπους στο Πόρτλαντ μετά την εκτελεστική εντολή του Προέδρου Τραμπ στις 26 Ιουνίου, με σκοπό την προστασία των μνημείων. Ενώ η αστυνομία του Πόρτλαντ τιμωρήθηκε για την επιθετική της συμπεριφορά, και στη συνέχεια τροποποίησαν τα πρωτόκολλά τους, το ομοσπονδιακό προσωπικό επιβολής του νόμου δεν έχει τέτοιες εντολές.
Η αγωγή της Αμερικανικής Ένωσης Πολιτικών Ελευθεριών έδωσε στους δημοσιογράφους μια σχετική προστασία απο την αστυνομία του Πόρτλαντ. Αλλά μετά απο λίγες μέρες, ανέλαβαν οι ομοσπονδιακοί αξιωματούχοι, και οι δημοσιογράφοι άρχισαν να εκδιώκονται και πάλι απο τους χώρους που ήθελαν να δουλέψουν,” είπε ο Γούντστοκ. “Οι ομοσπονδιακοί αξιωματούχοι λειτουργούν με διαφορετικούς κανόνες από τους αστυνομικούς, είναι σίγουρα πολύ διαφορετικό. Συνηθίσαμε όλοι τους ρυθμούς και τις διαδικασίες της αστυνομίας. Τώρα όμως παίζουμε ένα νέο παιχνίδι.”
Οι ομοσπονδιακοί αξιωματικοί, σύμφωνα με πληροφορίες, δεν κατάφεραν να δείξουν αυτοσυγκράτηση και να σεβαστούν τα δικαιώματα των δημοσιογράφων, όπως έκανε πιο πρόσφατα η αστυνομία. Αντ’ αυτού, υπάρχει μια γενική χρήση βίας, όπου χώροι διαμαρτυριών καθαρίζονται με την επιθετική χρήση δακρυγόνων και πυρομαχικών ελέγχου του πλήθους. Αυτό ήταν που οδήγησε στο χτύπημα που προκάλεσε το κάταγμα στο κρανίο του ΛαΜπελλα.
Τώρα η καταπίεση κατά των δημοσιογράφων επέστρεψε ,καθώς ολόκληρη η πόλη πρέπει να υπολογίζει την εξαιρετικά επιθετική προσέγγιση επιβολής των νόμων που έχει εφαρμοστεί.
“Μου έχουν πετάξει χειροβομβίδες κρότου-λάμψης, δακρυγόνα και με εχουν πυροβολήσει με σφαίρες πιπεριού και ελαστικές δεκάδες φορές, συχνά απλά και μόνο επειδή βιντεοσκοπώ τη σκηνή, κάποιες φορές σε άδεια πάρκα που δεν γίνεται καν διαμαρτυρία ακόμη και όταν φαίνεται ξεκάθαρα οτι είμαι δημοσιογράφος,” δήλωσε ο ανεξάρτητος δημοσιογράφος Mierin Fanucchi, ο οποίος κάνει αναμεταδόσεις μέσω Twitter. “Γνωρίζω πως θα υπήρχε μεγαλύτερος κίνδυνος, ελαφρώς βέβαια, να με συλλάβουν εαν δεν είχα τη δημοσιογραφική ταυτότητα, αλλά σίγουρα δεν τους εμποδίζει να μας πυροβολούν και να πετούν δακρυγόνα. Ακόμα περισσότερο τώρα που έχουν κινητοποιηθεί οι ομοσπονδιακοί, με εχουν πυροβολήσει, έχουν πετάξει δακρυγόνα και με έχουν περιφρονήσει με αυξανόμενη συχνότητα και επιθετικότητα.”
Οι διαδηλώσεις συνεχίζονται τα βράδια καθώς και η αστυνομία του Πόρτλαντ και οι ομοσπονδιακοί αξιωματικοί χρησιμοποιούν όπλα για να διαλύσουν τα πλήθη, και ο θυμός σε όλη τη πόλη γίνεται αισθητός. Ο δήμαρχος Γουίλερ είπε πως περιμένει οι ομοσπονδιακοί αξιωματικοί να ακολουθήσουν τα ίδια πρωτόκολλα με την αστυνομία, και πως είναι αντιμέτωπος με θυμωμένες καταγγελίες και μηνύσεις τόσο απο διαδηλωτές όσο και απο δημοσιογράφους. Η συμπεριφορά της αστυνομίας φαίνεται να είναι ένας πιθανός λόγος για τη συνεχεια των διαμαρτυριών εδώ και πάνω απο έξι εβδομάδες στο Πόρτλαντ, παρόλο που έχουν υποχωρήσει κάπως στην υπόλοιπη χώρα.
“Νομίζω οτι πολλοί άνθρωποι είναι πραγματικά αφοσιωμένοι στην ιδέα της μεταρρύθμισης ή ακόμη και της κατάργησης της αστυνομίας,” δήλωσε η Laura Jedeed που κάνει ρεπορτάζ για την ομάδα Defend PDX στο Twitter. “Όσο περισσότερο πηγαίνει κάποιος σε αυτές τις συγκεντρώσεις, τόσο περισσότερα ονόματα μαθαίνει και αντιλαμβάνεται πόσο βαθιά πηγαίνει το πρόβλημα. Επιπλέον, το να νιώσει τη βία απο πρώτο χέρι τείνει να εμπνέει κάποιον για να συνεχίσει να πολεμά. Αλλά για να είμαστε ειλικρινής, δεν είναι αυτός ο μονος λόγος. Με τον COVID δεν υπάρχουν πολλές εγκεκριμένες δραστηριότητες για τη νύχτα, και πιστεύω ότι η απλή κοινωνικοποίηση με τους ανθρώπους τραβάει τα βλέμματα.”
Οι ομοσπονδιακοί αξιωματικοί συγκλόνισαν όλη τη χώρα όταν εμφανίστηκε ένα βίντεο απο ανεξάρτητο δημοσιογράφο, στο οποίο οι αξιωματικοί είναι ντυμένοι με πολεμικές στολές, άρπαξαν έναν διαδηλωτή και τον πέταξαν μέσα σε ένα φορτηγό δίχως διακριτικά χωρίς προειδοποίηση. Αυτή η φαινομενική παραβίαση των βασικών δικαιωμάτων τρόμαξε πολλούς και έγινε μεγάλο θέμα σε όλη τη χώρα, καθώς η μεταχείρηση των διαδηλωτών απο τον Πρόεδρο Τράμπ έχει ξεπεράσει τα όρια. Ενώ οι τοπικοί αξιωματούχοι ζητούν τώρα από τους ομοσπονδιακούς να αποχωρήσουν, είναι εκεί μετά απο εντολή του Προέδρου Τραμπ και δεν υπάρχει ένδειξη ότι θα φύγουν.
Αφοσιωμένοι δημοσιογράφοι
Τη 46η νύχτα των διαμαρτυριών, οι διαδηλωτές αποφάσισαν να πάνε απο το Κέντρο Δικαιοσύνης, πίσω στα κεντρικά της αστυνομίας, όταν η αστυνομία συνέλαβε πέντε διαδηλωτές με τη δικαιολογία οτι ήταν ταραχοποιά στοιχεία. Όπως και τις προηγούμενες νύχτες οι δημοσιογράφοι, οι διαδηλωτές και οι πολιτικοί εξέφρασαν την ανησυχία τους για τις βίαιες μεθόδους της αστυνομίας, οι οποίες προκαλούν σοβαρούς τραυματισμούς. Τις νύχτες που ακολούθησαν, οι διαδηλωτές μετακινούνταν μεσα στη πόλη, και οι ομοσπονδιακοί αξιωματικοί συνέχιζαν να χρησιμοποιούν πυρομαχικά κρούσης και μεγάλη ποσότητα δακρυγόνων για να διαλύσουν τα πλήθη.
Καθώς οι διαμαρτυρίες συνεχίζονται, ένα αυξανόμενο πλήθος ανεξάρτητων δημοσιογράφων συνεχίζουν να καλύπτουν τις διαδηλώσεις αδιάκοπα. Δεδομένου ότι λίγοι από αυτούς τους δημοσιογράφους πληρώνονται για τη δουλειά τους , και πολλοί απλώς έχουν εφαρμογές όπως το Venmo ή το CashApp στα προφίλ τους, καθοδηγούνται απο τη σημασία του δημοσιογραφικού τους έργου.
“Βγαίνοντας εκεί έξω οι άνθρωποι πραγματικά δοκιμάζουν τον χαρακτήρα τους,” είπε ο Όλμος. “Βλέπεις γιατρούς να ρίχνουν νερό στα μάτια ανθρώπων. Πέρα απο αυτό είναι δύσκολο να δείξουμε γενναιότητα ή αδελφοσύνη. Αυτό βλέπει κάποιος σε περιοχές οπου υπάρχουν συγκρούσεις, και τώρα το βλέπουμε στο κέντρο του Πόρτλαντ. Οι άνθρωποι πηγαίνουν εκεί και βαζουν τον εαυτό τους σε κίνδυνο για τους άλλους, και αυτό είναι εκπληκτικό.”
Στις 17 Ιουλίου η Αμερικανική Ένωση Πολιτικών Ελευθεριών ανακοίνωσε οτι θα γίνει αγωγή εναντίων του Υπουργείου Εσωτερικής Ασφάλειας, προκειμένου να σταματήσουν οι ομοσπονδιακοί αξιωματικοι να διασπούν, να συλλαμβάνουν, να απειλούν με σύλληψη,η να ασκούν σωματική βία κατά των δημοσιογράφων ή των παρατηρητών.” Πολλοί ανεξάρτητοι δημοσιογράφοι είναι ενάγοντες στην αγωγή , συμπεριλαμβανομένων των Γούντστοκ και Όλμος. Τώρα οι περισσότεροι εκλεγμένοι αξιωματούχοι της πολιτείας ζητούν τη απόσυρση των ομοσπονδιακών αξιωματικών.
Το Πόρτλαντ έχει ήδη προχωρήσει σε πράξεις για την αλλαγή της αστυνομικής τους δύναμης, όπως τη διάλυση μιας αμφιλεγόμενης ομάδας συμμοριών, που τώρα ονομάζεται Gun Violence Team (Ομάδα Βίας Οπλων). Χωρίς τη στενή καταγραφή των καταχρήσεων, η αλλαγή αυτή πιθανότατα δεν θα είχε πραγματοποιηθεί. Οι διαδηλωτές δεν σταματούν εκεί και απαιτούν ένα πιο συστηματικό τέλος στη δομή της αστυνόμευσης. Έχοντας αυτό κατα νού, οι δημοσιογράφοι που καταγράφουν το τι συμβαίνει στους δρόμους έχουν σημαντικό ρόλο για την αποκάλυψη των πρακτικών της αστυνομίας, αυτών που εξ αρχής πυροδότησαν τις διαδηλώσεις.
Μετάφραση: Σύλβια Γεωργιάδου από τα αγγλικά. Το πρωτότυπο δημοσιεύεται στο WagingnonViolence