Εντείνεται το διπλωματικό παζάρι μεταξύ Αθηνών-Αγκυρας, αυτή τη φορά μέσω… Μαδρίτης καθώς οι ελληνοτουρκικές διαφορές προκαλούν το ενδιαφέρον διάφορων “καλοθελητών” εν μέσω αντικρουόμενων συμφερόντων.
Ένα από τα πρόσωπα κλειδιά που αναλαμβάνουν ρόλο (είτε χωρίς, είτε σε συνεννόηση με τη γερμανική προεδρία της ΕΕ ή και τον Ισπανό επικεφαλής της ΕΕ για την Εξωτερική Πολιτική, Ζοζέπ Μπορέλ) είναι η έμπειρη σε θέματα διεθνούς διπλωματίας Ισπανίδα υπουργός Εξωτερικών Αράντσα Γκονζάλεθ Λάγια. Η Λάγια ήταν σήμερα στην Άγκυρα και αύριο αναμένεται στην Αθήνα για συνάντηση με τον Έλληνα ομόλογό της, Νίκο Δένδια. Το σίγουρο είναι πως θα δεν θα συζητήσουν μόνον για τα διμερή, την πανδημία, και την Ανατολική Μεσόγειο… γενικώς και αορίστως αλλά ΚΑΙ για τα ελληνοτουρκικά καθώς και το μήνυμα ή μηνύματα που μεταφέρει από την πλευρά της Άγκυρας.
Γιατί όμως η Αράντσα Γκονζάλεθ Λάγια δεν είναι μία τυπική περίπτωση υπουργού Εξωτερικών αλλά αρκετά παραπάνω;
Η Γκονζάλεθ Λάγια, παρότι ξεκίνησε ως νομικός την καριέρα της στο γερμανικό δικηγορικό γραφείο Bruckhaus Westrick Stegemann, γρήγορα ανέλαβε επιτελικούς ρόλους σε κέντρα αποφάσεων που σχετίζονται με το ευρωπαϊκό και το διεθνές εμπόριο.
Μεταξύ 2002-5 διετέλεσε εκπρόσωπος Τύπου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το Εμπόριο και σύμβουλος του αρμόδιου επιτρόπου Πασκάλ Λαμί.
Επιπλέον συμμετείχε ενεργά στη διαπραγμάτευση εμπορικών συμφωνιών μεταξύ της ΕΕ και των χωρών του Mercosur, αλλά και με το Ιράν, το Συμβούλιο Συνεργασίας του Κόλπου, τα Βαλκάνια και χώρες της Μεσογείου.
Από τον Αύγουστο του 2013 ως τον περασμένο Ιανουάριο οπότε έγινε υπουργός Εξωτερικών από τον Ισπανό πρωθυπουργό Πέδρο Σάντσεθ, διετέλεσε βοηθός Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ και Εκτελεστική Διευθύντρια του Κέντρου Διεθνούς Εμπορίου, (κοινή υπηρεσία μεταξύ ΟΗΕ και Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου). Τον περασμένο Μάιο,δε, το όνομά της έπαιξε έστω και λίγο ως ένας από τους πιθανούς διαδόχους του επικεφαλής του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου Roberto Azevedo που παραιτείται τον ερχόμενο μήνα…
Το σύντομο αυτό βιογραφικό (παρά την πλούσια δράση της) προδίδει πως δεν πρόκειται για τυχαίο άτομο. Γι’ αυτό και η σημερινή επίσκεψή της στην Αγκυρα, η συνάντησή της με τον Τούρκο ομόλογό της Μεβλούτ Τσαβούσογλου δεν θα πρέπει να θεωρείται “εθιμοτυπική” ιδιαίτερα σε συνθήκες εξελισσόμενης πανδημίας…
Η Αράνσα Γκονζάλεθ Λάγια παρά τις προσεκτικές διατυπώσεις που έκανε σήμερα το μεσημέρι στη διάρκεια κοινής συνέντευξης Τύπου στην Άγκυρα με τον Τούρκο ομόλογό της δεν παρέλειψε να αναφερθεί στην μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε ισλαμικό τέμενος, τονίζοντας πως είναι «για μας είναι σημαντικό το πνεύμα αυτού του μεγάλου μνημείου της Αγίας Σοφίας να διατηρηθεί». Η άκομψη προσπάθεια του Μεβλούτ Τσαβούσογλου να παρέμβει αμέσως μετά διακόπτοντάς την για να πει πως ο ναός «ήταν τζαμί από το 1453» και «δεν είναι δυνατόν να κατανοήσουμε αυτή την αντίδραση της Ελλάδας» προδίδει τις εντατικές προσπάθειες της Άγκυρας να υποβαθμίσει κάθε είδους αντίδραση, ακόμη και την παραμικρή, σε ό,τι αφορά την… «τεμενοποίηση» της Αγίας Σοφίας.
Σε κάθε περίπτωση ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών είναι βέβαιο πως και αύριο θα επαναλάβει, με κάθε ευκαιρία, αυτά που περίπου είπε και σήμερα στην Βουλγάρα ομόλογό του, Εκατερίνα Ζαχάριεβα. Πως δηλαδή «η Ελλάδα δεν πρόκειται να ανεχθεί τετελεσμένα στα κυριαρχικά της δικαιώματα». Και πως «η συνεχιζόμενη τουρκική παραβατικότητα» στην περιοχή, στο Αιγαίο και στην ανατολική Μεσόγειο… απέναντι σε Κύπρο, Συρία , Ιράκ «παραβιάζει το διεθνές δίκαιο και τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας παντού στην περιφέρειά της. Απέναντι στην Κύπρο, στη Συρία, στο Ιράκ».
Στη σκιά της έντονης διπλωματικής κινητικότητας που αναπτύσσεται το τελευταίο διάστημα μεταξύ Αθήνας-Άγκυρας-Βρυξελλών και Βερολίνου, φαίνεται πως οι καλοθελητές «παράγοντες» και «μεσάζοντες» πολλαπλασιάζονται. Φαινόμενο καθόλου δυσεξήγητο εάν σκεφτεί κανείς τα τεράστια γεωπολιτικά και γεωοικονομικά συμφέροντα που παίζονται στην στρατηγική περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, όπου παραμένουν ανοιχτά, εδώ και πολλά χρόνια, σημαντικά μέτωπα συγκρούσεων (Συρία, Λιβύη, κατοχή παλαιστινιακών εδαφών, ένταση στις σχέσεις Λιβάνου-Ισραήλ, ενίσχυση του ρόλου της Ρωσίας στην Α.Μεσόγειο και τη Μέση ανατολή κ.α.).