Οι πολύ πρόσφατες-μόλις στα μέσα Ιουλίου- συγκρούσεις μεταξύ των ενόπλων δυνάμεων Αζερμπαϊτζάν και Αρμενίας στα σύνορα των δύο χωρών δεν θα έπρεπε να προκαλούν έκπληξη αν λάβει κανείς υπόψην τη σχετικά πρόσφατη και μακρόχρονη σύγκρουση των δύο κρατών για την διαφιλονικούμενη περιοχή του Ναγκόρνο Καραμπάχ και τις άκαρπες ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν την υπογραφή του Πρωτοκόλλου Μπισκέκ το 1994, που “πάγωσε” δίχως όμως να εμποδίζει την ανά διαστήματα ένοπλη αντιπαράθεση. Δεν είναι άλλωστε μακριά το 2016, όταν και ξέσπασε ο αποκαλούμενος και Πόλεμος των Τεσσάρων Ημερών που στοίχισε τη ζωή σε δεκατέσσερις Αρμένιους και τέσσερις Αζέρους (τρείς στρατιώτες και ενός πολίτη).
Κι όμως, για μια σειρά λόγων η τελευταία αψιμαχία (με συνολικά δεκαεπτά νεκρούς εκατέρωθεν) μεταξύ των γειτόνων του Βόρειου Καύκασου ξεφεύγει από το συνηθισμένο μοτίβο των μεταξύ τους διενέξεων. Πρώτα από όλα, υπάρχουν μια σειρά από διαφορές που την καθιστούν ιδιαίτερη σε σχέση με το παρελθόν των πολεμικών αναμετρήσεων ανάμεσα στα δύο κράτη.
Μια πρώτη διαφορά από τον τυπικό κύκλο βίας που συνήθιζε να διέπει ανάλογες περιπτώσεις είναι πως στο επίκεντρο της κλιμάκωσης δεν βρίσκεται η γραμμή επαφής γύρω από το διαφιλονικούμενο έδαφος, το οποίο βρίσκεται υπό την κυριαρχία Αρμένιων αυτονομιστών. Αυτή τη φορά η εμπλοκή έγινε εκατό χιλιόμετρα βόρεια, στην περιοχή της Τοβούζ η οποία είναι αδιαμφισβήτητα υπό τον έλεγχο του Αζερμπαϊτζάν και (φαινομενικά) δεν έχει καμία σχέση με τις διαφορές Γερεβάν και Μπακού.
Επιπλέον, η κλιμάκωση δεν περιορίστηκε σε απλούς στρατιώτες, καθώς ανάμεσα στις απώλειες καταγράφονται υψηλόβαθμοι αξιωματικοί (ένας συνταγματάρχης και ένας ταγματάρχης από την πλευρά της Αρμενίας, ένας στρατηγός και ένας συνταγματάρχης από το Αζερμπαϊτζάν), γεγονός που συνιστά δείγμα της τεχνολογικής δυνατότητας των δύο στρατών να εντοπίσουν και να εξοντώσουν στόχους πέραν της πρώτης γραμμής.
Τέλος, σε σύγκριση και με τα όσα συνέβησαν την τελευταία φορά που τα στρατεύματα της μιας χώρας αντιμετώπισαν αυτά της άλλης είναι πως η πίεση του λαϊκού παράγοντα είναι πολύ πιο έντονη στο Αζερμπαϊτζάν παρά στην Αρμενία. Το 2016, και αφού είχε μεσολαβήσει για πρώτη φορά η απώλεια μικρών αλλά σημαντικών τμημάτων της κατεχόμενης από τους αυτονομιστές περιφέρειας, η δυσαρέσκεια της πλειοψηφίας της κοινής γνώμης στράφηκε κατά της κυβέρνησης και της Ρωσίας που θεωρήθηκε πως αθέτησε τις εγγυήσεις τόσο ως στενός σύμμαχος της Αρμενίας(συμμετέχουν αμφότερες στον Οργανισμό της Συνθήκης Συλλογικής Ασφαλείας στον οποίο δεσπόζει στρατιωτικά η Μόσχα), όσο και ως ηγετικού μέλους της Ομάδας Μινσκ του Οργανισμού Ασφάλειας και Συνεργασίας στην Ευρώπη.
Αυτή τη φορά όμως οι πολυπληθείς διαδηλώσεις συγκλόνισαν το Μπακού, με το πλήθος να φωνάζει συνθήματα όπως “Το Καραμπάχ είναι δικό μας” και “Δόξα στον στρατό,” διατρανώνοντας έτσι την υποστήριξή του στον στρατό και την κυβέρνηση. Αυτή η εξέλιξη φαίνεται να αντανακλά την ολοένα αυξανόμενη πεποίθηση εντός της αζερικής κοινωνίας πως η διατήρηση του status quo όσον αφορά το Ναγκόρνο-Καραμπάχ ευνοεί την Αρμενία, η οποία και κατέχει ήδη την συντριπτική μερίδα της επίμαχης περιοχής(ανακηρυγμένης μονομερώς και ως Δημοκρατίας του Αρτσάχ).
Ως συνήθως η μία πλευρά επέρριψε ευθύνες στην άλλη για τo ποιος ήρξατο χειρών αδίκων, με το Υπουργείο Άμυνας της Αρμενίας να κατηγορεί την πλευρά του Αζερμπαϊτζάν για εισβολή στρατιωτικού οχήματος στην περιοχή Ταβούς της αρμενικής επικράτειας και από την άλλη πλευρά τον σύμβουλο του Προέδρου του Αζερμπαϊτζάν, Χικμάτ Χατζίγιεφ, να κάνει λόγο για παραβίαση της εκεχειρίας από την πλευρά των ενόπλων δυνάμεων της Αρμενίας εναντίον θέσεων του αζερικού στρατού.
Μια προσεκτικότερη ωστόσο εξέταση των αιτιών της σύγκρουσης καταδεικνύει πως το Μπακού δεν έχει τίποτα να κερδίσει στον παρόντα χρόνο και τόπο. Αρχικά γιατί μια επιθετικού χαρακτήρα επιχείρηση με δική του πρωτοβουλία στα σύνορα των δύο κρατών –και πολύ περισσότερο εντός της αρμενικής επικράτειας- θα δημιουργούσε νομικό πάτημα υπέρ της επέμβασης του Οργανισμού της Συνθήκης Συλλογικής Ασφαλείας (βάση του άρθρου 3) άρα θα καθιστούσε εγγύτερο το ενδεχόμενο μιας ρωσικής εμπλοκής. Αναγνωρίζοντας ακριβώς τον κίνδυνο μιας εμπλοκής και των υποχρεώσεων που θα δημιουργούσε αυτή στη Μόσχα, το Αζερμπαϊτζάν φροντίζει επιμελώς να μην δημιουργεί τέτοια διλήμματα στην ρωσική πλευρά, θέτοντας σε ό,τι έχει να κάνει με τις διμερείς σχέσεις της με την Αρμενία ως αποκλειστική προτεραιότητα το ζήτημα της απελευθέρωσης(κατά την ίδια) του Καραμπάχ. Απεναντίας, προσπαθώντας να εξουδετερώσει κάθε πιθανότητα στρατιωτικής ανάμειξης της Μόσχας έχει εξελιχθεί τα τελευταία χρόνια σε έναν από τους καλύτερους πελάτες ρωσικών οπλικών συστημάτων, γεγονός που έχει γίνει ανά διαστήματα αντικείμενο σκληρών επικρίσεων εντός Αρμενίας.
Επιπλέον, όχι μακριά από το πεδίο των συγκρούσεων βρίσκονται σειρά αγωγών φυσικού αερίου και πετρελαίου, καθοριστικού ρόλου για την αζέρικης οικονομίας. Η ασφάλειά τους –η οποία συνιστά ζήτημα υψίστης εθνικής σημασίας-καθιστά το ρίσκο μιας ένοπλης αντιπαράθεσης απαγορευτικό (από την άλλη πλευρά ήταν η πλευρά της Αρμενίας ακριβέστερα μερίδα αξιωματούχων της που είχαν απειλήσει το 2016 με επίθεση στις συγκεκριμένες υποδομές).
Σε αντίθεση με το Αζερμπαϊτζάν, η κυβέρνηση της Αρμενίας έχει πολύ καλούς λόγους για την καταφυγή στην βία. Οι τελευταίες εξελίξεις προσφέρουν στον Πρόεδρο της χώρας, Νικόλ Πασινιάν, μια ιδανική ευκαιρία να αναζωογονήσει την πτωτική δημοφιλία του εν τω μέσω σφοδρής κριτικής για την διαχείριση της πανδημικής κρίσης, τον αυξανόμενο πληθωρισμό και τις κατηγορίες της αντιπολίτευσης για αυταρχικοποίηση λόγω και των διώξεων έναντι πολιτικών του αντιπάλων όπως ο πρώην Πρόεδρος Ρομπέρτ Κοτσαριάν και ο πρόεδρος του κόμματος “Ευημερούσα Αρμενία” και ολιγάρχης, Γκατζίκ Τσαρουκιάν.
Πέραν τούτου η πρόσφατη σύγκρουση στο Ταβούζ θα πρέπει να εκληφθεί ως μια προσπάθεια του Γερεβάν να δημιουργήσει μια νέα ζώνη σύγκρουσης που θα χρησιμοποιήσει ως πολύτιμο διαπραγματευτικό χαρτί για να εξασφαλίσει την διατήρηση του status quo στο Καραμπάχ. Και μια πιθανή κλιμάκωση της έντασης με απρόβλεπτες συνέπειες σε μια περιοχή τόσο ζωτική για τα αζερικά συμφέροντα λειτουργεί ως ένα πολύ πειστικό φόβητρο, τόσο ικανό ώστε να λειτουργεί περιοριστικά στο μέλλον για κάθε πρωτοβουλία του Μπακού.
Υπό αυτές τις συνθήκες δεν αποτελεί έκπληξη η μέχρι τώρα σχετικά παθητική στάση της Ρωσίας -του σημαντικότερου δρώντα της περιοχής- ως απάντηση στις τελευταίες στρατιωτικές συγκρούσεις μεταξύ των δύο πλευρών παρά το ότι η Αρμενία αποτελεί ένα εκ των στενότερων συμμάχων της. Η δήλωση του Αναπληρωτή Υπουργού Εξωτερικών, Αντρέι Ρουντένκο πως “Η Ρωσία θα κάνει το παν για να διασφαλίσει την ειρήνη και τη σταθερότητα μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν” και η εκπεφρασμένη πρόθεση της ρωσικής κυβέρνησης να διαδραματίσει μεσολαβητικό ρόλο χαρακτηρίζουν της πρόθεση της Μόσχας να κατευνάσει τα πνεύματα, οριοθετώντας την σύγκρουση εντός διπλωματικής σφαίρας. Έτσι προς το παρόν η Ρωσία δείχνει αποφασισμένη να εμποδίσει την περαιτέρω κλιμάκωση, καναλιζάροντας τη σύγκρουση διαμέσου διπλωματικών οδών και κρατώντας μια ευαίσθητη ισορροπία ανάμεσα στη ανάγκη αφενός της Αρμενίας για διατήρηση της υπάρχουσας κατάστασης στην επίμαχη περιοχή του Καραμπάχ και αφετέρου της πολύ καλής και επικερδούς σχέσης με τους Αζέρους. Η διατήρηση εξάλλου του υφιστάμενου status quo στο Καραμπάχ ευνοεί τη Μόσχα, η οποία διατηρεί έναν μοχλό πίεσης στην ευαίσθητη για αυτήν περιοχή του Καυκάσου.
Οι τελευταίοι πάλι, γνωρίζοντας την παρουσία ενός φιλοαρμενικού μπλοκ στους κύκλους διαμόρφωσης της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής δεν έχασαν την ευκαιρία να καλοδεχτούν την στήριξη της Τουρκίας, με τον Πρόεδρο Ερντογάν να στηρίζει την αζερική πλευρά υπονοώντας παράλληλα πως πίσω από τους Αρμένιους κρύβεται παρέμβαση της Μόσχας και τον και Αλίγιεφ να απαντά αναγνωρίζοντας την ειδική σχέση Τουρκίας και Αζερμπαϊτζάν. Όμως, αν και δεν θα πρέπει να παραγνωριστούν οι βαθιοί πολιτιστικοί δεσμοί και η στενή οικονομική συνεργασία των σε συντριπτική πλειοψηφία μουσουλμανικών χωρών, πρόθεση του Μπακού δεν είναι άλλη από το να υπενθυμίσει στη Μόσχα πως πάντοτε υπάρχουν εναλλακτικές.
Παρά όμως το γεγονός πως η κατάσταση βαίνει προς εξομάλυνση και το πλέγμα σχέσεων που έχει διαμορφωθεί είναι τέτοιο που δεν οδηγεί παρά στην λήξη μακροπρόθεσμα και αυτού του γύρου ένοπλης βίας μεταξύ των δύο κρατών, o κίνδυνος υποτροπής δεν είναι μικρός. Οι συνεχιζόμενες επιδείξεις στρατιωτικής υπεροχής, η σύγκρουση μεταναστών και μελών της αρμενικής με την αζερική διασπορά στο πλαίσιο διαδηλώσεων από το Λονδίνο και τις Βρυξέλλες ως τη Μόσχα και το Λος Άντζελες, η απουσία συγκεκριμένης πολιτικής των ΗΠΑ για τον Νότιο Καύκασο και η ανάδειξη μιας νέας ελίτ στο Αζερμπαϊτζάν σε βάρος της παλιάς που “κληρονόμησε ” ο σημερινός ηγέτης από την εποχή της παντοδυναμίας του πατέρα του (με την απομάκρυνση του επί σειρά ετών Υπουργού Εξωτερικών να θεωρείται αποτέλεσμα αυτής της πάλης στο εσωτερικό του καθεστώτος), προδιαθέτουν για το ενδεχόμενο η σύγκρουση μεταξύ των δύο άσπονδων γειτόνων να πάρει απρόβλεπτες διαστάσεις.