Στις 10 Αυγούστου 2017, ένα τουλάχιστον ανατριχιαστικό γκάλοπ είδε το φως της δημοσιότητας στην εφημερίδα Washington Post. Με τη βαριά σκιά του τυφώνα Χάρβεϊ να πλησιάζει και να σαρώνει τις νότιες πολιτείες των ΗΠΑ, ειδικά το Τέξας και τη Λουιζιάνα, προκαλώντας μεγάλες καταστροφές, και με τον Ντόναλντ Τραμπ να επιμένει ότι η ήττα του στη λαϊκή ψήφο (popular vote) των προεδρικών εκλογών του προηγούμενου Νοεμβρίου (66 εκατομμύρια ψηφοφόροι υπέρ της Κλίντον, έναντι 63 εκατομμυρίων υπέρ του Τραμπ) οφειλόταν στους “χιλιάδες παράνομους ψηφοφόρους μετανάστες”, το 52% των Ρεπουμπλικάνων ψηφοφόρων δήλωνε ότι θα υποστήριζε μια αναβολή των προεδρικών εκλογών του 2020, αν ο πρόεδρος το ζητούσε, “για να επιβεβαιωθεί ότι μόνο όσοι Αμερικανοί έχουν πραγματικά το δικαίωμα, μπορούν και να ψηφίσουν”.
Ήταν μια “ανύποπτη” δημοσκοπική στιγμή, που όμως είχε προκαλέσει σοκ στην αμερικανική κοινή γνώμη και τους δημοσιογράφους.
Τρία χρόνια μετά, βρισκόμαστε ακριβώς σε αυτό το σημείο: το αδιανόητο της δημοσκόπησης του Αυγούστου του 2017 γίνεται πολιτικό δεδομένο και προεδρική απαίτηση τον Ιούλιο του 2020, στην κούρσα για την αναμέτρηση της 3ης Νοεμβρίου.
Με τον τυφώνα… κορονοϊό να σαρώνει και να σκοτώνει σε όλες τις πολιτείες, λόγω και των εγκληματικών λαθών τόσο της ομοσπονδιακής κυβέρνησης των Ρεπουμπλικάνων όσο και των περισσότερων πολιτειακών κυβερνήσεων, ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ δημοσιοποίησε το “αθώο” αίτημα του για αναβολή των προεδρικών εκλογών, μέσω του αγαπημένου του twitter βάζοντας στο στόχαστρο την εναλλακτική επιλογή της ψήφου δι’ αλληλογραφίας: “Με την ψήφο δι’ αλληλογραφίας (…) οι εκλογές του 2020 θα είναι οι πιο ανακριβείς και οι πιο νόθες στην ιστορία”, έγραψε. “Θα ήταν πραγματική ντροπή για τις Ηνωμένες Πολιτείες”, συνέχισε, θέτοντας το “αθώο” ερώτημα: “Αναβολή των εκλογών μέχρι ο κόσμος να μπορεί να ψηφίσει κανονικά και με ασφάλεια;”.
Οι αντιδράσεις είναι καθολικές και γενικές, αλλά η προϊστορία του 2017 δείχνει πως το βασικό διακύβευμα για τον Τραμπ και τους υποστηρικτές του δεν είναι η εργαλειακή χρησιμοποίηση μιας εθνικής καταστροφής ή κάποιας έκτακτης ανάγκης για την (έως πότε;) παράταση της θητείας του. Είναι η αμφισβήτηση της δημοκρατίας και της δυνατότητας να ψηφίζουν όσο το δυνατό, περισσότεροι και συνακόλουθα, όσο το δυνατό, οι φτωχότεροι και οι αποκλεισμένοι. Αυτό τεκμηρίωνε και η “απέχθεια” σημαντικής και πλειοψηφικής μερίδας των Ρεπουμπλικάνων ερωτώμενων στη δημοσκόπηση του 2017: η ψήφος στην Αμερική δεν πρέπει να δίνεται σε μετανάστες, κατά κύριο λόγο Ισπανόφωνους, σε δεύτερο επίπεδο, δεν πρέπει να κατοχυρώνει τα δικαιώματα και τη φωνή των Αφροαμερικανών. Make America (Vote) White Again, όπως γράφουν σε ακροδεξιές ιστοσελίδες διάφοροι νοσταλγοί της Κου-Κλουξ-Κλαν και διαπρύσιοι κήρυκες των θέσεων του Τραμπ στο διαδίκτυο.
Η πρόταση του Αμερικανού προέδρου προοικονομεί τη στάση του σε μια πιθανή ήττα του στις κάλπες της 3ης Νοεμβρίου. Ο πρόεδρος δεν θα αποδεχθεί το αποτέλεσμα και θα ουρλιάζει για αλλοίωση μέσω “παράνομων ψηφοφόρων” – είτε με κανονική είτε με επιστολική ψήφο. Αλλά, αυτή τη στιγμή και με τις δημοσκοπήσεις του 2017 να επανέρχονται στο προσκήνιο, βάζει και δύσκολα στο Κογκρέσο, το οποίο έχει την εκ του Συντάγματος αρμοδιότητα να προσδιορίζει την ημερομηνία των εκλογών, με ομοσπονδιακό νόμο και πάγια, την πρώτη Τρίτη κάθε Νοεμβρίου ανά τέσσερα χρόνια. Θα πρέπει να θεωρήσουμε ως απόλυτα δεδομένο πως, παρά τις σημερινές σχεδόν καθολικές αντιδράσεις, θα ασκηθεί έντονη, φανερή και παρασκηνιακή, πίεση προς τους Ρεπουμπλικάνους βουλευτές και γερουσιαστές να εισακούσουν τον Τραμπ, με πρόσχημα την ανεξέλεγκτη εξάπλωση του κορονοϊού, για την… εξασφάλιση της εγκυρότητας στην εκλογική διαδικασία.
Όπως όμως έχει τεκμηριώσει ήδη ο σκηνοθέτης και ακτιβιστής Μάικλ Μουρ στο πολιτικό ντοκιμαντέρ του Fahreneit 11/9, πραγματικός όσο και συγκαλυμμένα δηλωμένος στόχος του Ντόναλντ Τραμπ είναι να παραμείνει πρόεδρος των ΗΠΑ, για τουλάχιστον 16 χρόνια (“Όσα και ο FDR”) και χωρίς εκλογές, ζηλεύοντας ανοιχτά τη θέση και τις εξουσίες ομολόγων του (“Στην Κίνα είναι πρόεδρος για μία ολόκληρη ζωή”). Οι κάλπες και οι ψήφοι είναι εμπόδιο σε αυτές τις “δεσποτικές” τάσεις του προέδρου (“Με κατηγορούν για δεσποτισμό. Δεν το θέλω. Εκτός αν το θέλετε εσείς”).
Τελικά, ο Σίνκλερ Λιούις, συγγραφέας του μυθιστορήματος “Αυτά δεν γίνονται εδώ”, στο οποίο στηλίτευε το ενδεχόμενο μιας φασιστικής δικτατορίας στις ΗΠΑ του Μεσοπολέμου, έπεσε, τρόπον τινά, μέσα στις δυστοπικές πολιτικές προβλέψεις του: Αυτά γίνονται εδώ. Ή τουλάχιστον, προτείνονται, προκαλώντας το ανάλογο δυσώδες κλίμα και πυροδοτώντας μια αντιδημοκρατική και βαθιά αντιδραστική και σκοταδιστική συζήτηση, στην πιο κρίσιμη καμπή της νεότερης αμερικανικής και παγκόσμιας ιστορίας που σκιάζεται από την καθημερινή απειλή της πανδημίας.