Με ένα επιτυχημένο δημοψήφισμα σχετικά με τη δημοσιοποίηση των συμφωνιών για την ιδιωτικοποίηση του νερού στο ενεργητικό τους, οι δραστήριοι για τα κοινωνικά δικαιώματα πολίτες του Βερολίνου κατήγαγαν νέα και πιο σημαντική νίκη, αυτή τη φορά στο φλέγον πρόβλημα της κατοικίας στη γερμανική πρωτεύουσα. Στο στόχαστρο του κοινωνικού κινήματος μπήκε την άνοιξη του 2018 η μεγάλη εταιρεία ακινήτων Deutsche Wohnen η οποία κατέχει στο Βερολίνο περίπου 111.500 διαμερίσματα σε σύνολο 1.900.000 χώρων κατοικίας στην πόλη.
Το κρατίδιο του Βερολίνου παρόλα τα αλλεπάλληλα κύματα ιδιωτικοποιήσεων που έλαβαν χώρα τα τελευταία 20 χρόνια εξακολουθεί να έχει ως κρατιδιακή ιδιοκτησία 320.000 κατοικίες. Τώρα, μετά από δύο χρόνων δράσεις, πολιτικού και νομικού αγώνα το κίνημα “Απαλλοτριώστε την Deutsche Wohnen” κατάφερε να βρει με την κυβέρνηση του κρατιδίου μια συμβιβαστική διατύπωση ερωτήματος, ώστε να τεθεί σε δημοψήφισμα το αν θα απαλλοτριωθούν οι κατοικίες της εταιρείας.
Το ομοσπονδιακό και το κρατιδιακό Σύνταγμα επιτρέπουν αναγκαστικές απαλλοτριώσεις (όπως εξάλλου και το ελληνικό), όταν πρόκειται για κάλυψη σημαντικής κοινωνικής ανάγκης. Το δημοψήφισμα που θα διεξαχθεί το καλοκαίρι του 2021 δεν έχει μεν δεσμευτικό νομοθετικά χαρακτήρα, υποχρεώνει όμως την τοπική κυβέρνηση να λάβει απόφαση συμβατή με το αποτέλεσμα και να κινηθεί προς την εφαρμογή του.
Η τοπική κυβέρνηση βέβαια δεν βλέπει με καθόλου καλό μάτι κάτι τέτοιο και προσπάθησε από την πρώτη στιγμή να ματαιώσει την προσπάθεια. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι μέχρι να βρεθεί η συμβιβαστική διατύπωση και επί 14 μήνες ο αρμόδιος υπουργός, ο Σοσιαλδημοκράτης Αντρέας Γκάιζελ, ισχυριζόταν ότι “πέρναγε από έλεγχο” τις υπογραφές των πολιτών που ζητούσαν το δημοψήφισμα. Προφανώς κωλυσιεργούσε και υποχρεώθηκε μετά από δικαστικό αγώνα να προχωρήσει τη διαδικασία.
Η κωλυσιεργία ξεπεράστηκε και τώρα ο δρόμος για το δημοψήφισμα έχει ανοίξει.
Η αύξηση του πληθυσμού, σε συνδυασμό με τον περιορισμένο αριθμό διαθέσιμης κατοικίας οδήγησε σε δραματική αύξηση των ενοικίων στο Βερολίνο.
Το Βερολίνο αντιμετωπίζει οξύτατο πρόβλημα κατοικίας. Ιστορικές συνθήκες είχαν οδηγήσει σε μια ιδιαίτερη κατάσταση την πάλαι ποτέ αυτοκρατορική και ταυτόχρονα “φτωχομάνα” πρωτεύουσα της Γερμανίας. Στα τέλη του 1939 το Βερολίνο μετρούσε 4,5 εκατομμύρια κατοίκους – αριθμός που μειώθηκε στα 2,5 εκατομμύρια κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Βομβαρδισμοί κατέστρεψαν σημαντικό μέρος της πόλης, μεγάλα τμήματα του πληθυσμού μεταφέρθηκαν στην ύπαιθρο για εργασία και προστασία, ενώ οι ικανοί να φέρουν όπλα πολεμούσαν στα μέτωπα, κυρίως στο ανατολικό. Η Μάχη του Βερολίνου τον Απρίλη του 1945, το κύκνειο άσμα του χιτλερισμού, ολοκλήρωσε την καταστροφή.
Η πόλη χωρίστηκε στα δυο και έχασε τη σημασία της ως οικονομικό και πολιτικό κέντρο.
Η ανοικοδόμηση δεν έγινε με τον ίδιο ρυθμό που σημειώθηκε αλλού. Ακόμα και το 2015 υπήρχαν εκτεταμένα οικόπεδα, κατάλοιπα του πολέμου, που δεν είχαν δομηθεί. Στο ανατολικό Βερολίνο η πολιτική στον τομέα της κατοικίας ακολούθησε τα βήματα της Σοβιετικής Ένωσης με παραγωγή μαζικής και φθηνής κατοικίας, κάτι που συνέβαινε με διαφορετικούς όρους και στο δυτικό τμήμα. Η ενοποίηση του 1990 και κυρίως η εκ νέου μεταφορά της έδρας της κυβέρνησης στην πόλη το 1997 άρχισε να επιφέρει κάποιες δειλές αλλαγές που όμως θα χρειάζονταν δέκα και παραπάνω χρόνια να φανούν. Η μεταφορά της πρωτεύουσας οδήγησε σε αύξηση του πληθυσμού, που τώρα φτάνει τα 3,7 εκατομμύρια, ενώ μαζί με τις κρατικές και πολιτικές αρχές άρχισαν και οι διάφορες μεγάλες γερμανικές και πολυεθνικές εταιρίες να ανοίγουν γραφεία στο Βερολίνο, φέρνοντας μαζί το προσωπικό τους.
Η αύξηση του πληθυσμού, σε συνδυασμό με τον περιορισμένο αριθμό διαθέσιμης κατοικίας οδήγησε σε δραματική αύξηση των ενοικίων και σε έκρηξη της οικοδομικής δραστηριότητας.
Η νεοφιλελεύθερη στάση της τοπικής κυβέρνησης επέτρεψε την εκτίναξη των τιμών, ενώ η εμφάνιση της βραχείας μίσθωσης μέσα από ηλεκτρονικές πλατφόρμες επιδείνωσε σημαντικά την κατάσταση. Η παρουσία του αριστερού κόμματος Die Linke στην κυβέρνηση την τελευταία εικοσαετία, με εξαίρεση τα χρόνια 2011-2016, όχι μόνο δεν συνέβαλε στη συγκράτηση των τιμών των ενοικίων, αλλά τουναντίον ήταν εκείνα τα χρόνια, 2001 έως 2011 που ο δήμος του Βερολίνου πούλησε μαζικά κοινωνικές κατοικίες σε ιδιώτες. Η συγκυβέρνηση Σοσιαλδημοκρατών-Χριστιανοδημοκρατών στα χρόνια 2011-2016 απλώς οριστικοποίησε την τάση.
Το Βερολίνο έχει παράδοση στα κινήματα ενοικιαστών ήδη από τον μεσοπόλεμο.
Με το θέμα της λαϊκής κατοικίας να εξελίσσεται σε νούμερο ένα πρόβλημα για την πόλη, καθώς μπορεί μεν οι ευκατάστατοι να μπορούν να πληρώσουν τα υπέρογκα ενοίκια που πολλές φορές είναι έως και διπλάσια του κατώτατου μισθού, οι απλοί εργαζόμενοι όμως που δουλεύουν στην παραγωγή ή στις υπηρεσίες δεν μπορούν ή δυσκολεύονται να πληρώσουν τα ενοίκια. Ο αριθμός των αστέγων έχει αυξηθεί, καθώς και ο αριθμός αυτών που δεν διαθέτουν μόνιμη κατοικία, αλλά περιφέρονται από δωμάτιο σε δωμάτιο.
Η πραγματικότητα αυτή καθιστά μη ελκυστική την πόλη για τα κατώτερα στρώματα σε μια φάση που υπάρχει ανάγκη από εργατικό δυναμικό. Προκειμένου να λυθεί αυτό το πρόβλημα, η τωρινή τοπική κυβέρνηση, που αποτελείται από Σοσιαλδημοκράτες, το Αριστερό κόμμα και τους Πράσινους, προχώρησε μετά από μεγάλη κοινωνική και πολιτική πίεση στη θέσπιση ανώτατου ορίου στο ύψος του ενοικίου, ανάλογα με την ποιότητα, την παλαιότητα και την περιοχή της κάθε κατοικίας. Αυτό το “πλαφόν” που έχει τεθεί σε ισχύ από τις αρχές του έτους, έχει ήδη οδηγήσει σε κάποιες μειώσεις ενοικίων και μέχρι στιγμής δεν έχει γίνει κατορθωτό να καταργηθεί ή να περιοριστεί δικαστικά μέσω των προσφυγών των ιδιοκτητών.
Το Βερολίνο έχει παράδοση στα κινήματα ενοικιαστών ήδη από τον μεσοπόλεμο, οπότε και πραγματοποιήθηκαν επιτυχημένες “απεργίες”, δηλαδή οι ενοικιαστές αρνούνταν να καταβάλλουν ενοίκια, προκειμένου να πετύχουν καλύτερες τιμές ή να αποτρέψουν αυξήσεις και να επιβάλουν βελτιώσεις στον χώρο κατοικίας. Κάτι από αυτήν την παράδοση κουβαλάει μέσα της και η τωρινή επιτυχία του κοινωνικού κινήματος για την απαλλοτρίωση. Μια επιτυχία στο δημοψήφισμα θα οδηγούσε στην αύξηση του αριθμού φθηνών διαμερισμάτων, δίνοντας μια ανάσα στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, ενώ θα λειτουργούσε και ως παράδειγμα για άλλες πόλεις, όπως η Αθήνα, όπου οι τιμές των ενοικίων είναι μακράν πέραν των οικονομικών δυνατοτήτων των μέσων μισθωτών.