Το συγκεκριμένο άρθρο αντιμετωπίζει το προφανές πρόβλημα της ελλιπούς πληροφόρησης ως προς τα τεκταινόμενα πίσω από τις κλειστές πόρτες. Βασίζεται στην ανάλυση με δεδομένα όσα γνωρίζουμε και όσα εικάζουμε.
Αυτές τις ώρες, της οξείας κρίσης με την Τουρκία και της ανάπτυξης πολεμικής δυναμικής, οι “συμμαχίες” – πατρωνίες από ΝΑΤΟ, ΗΠΑ και Γερμανία αποδεικνύονται από “χάρτινες” έως εν δυνάμει καταστροφικές. Χρειάστηκαν 25 χρόνια εντατικής ζύμωσης από τα κυρίαρχα ΜΜΕ περί των ΗΠΑ που δήθεν είχαν αλλάξει σε σχέση με το ’74, περί ευρωπαϊκής Γερμανίας, περί Ισραήλ και κυρίως περί ελληνικής εξαίρεσης του ’80 που έπρεπε να τελειώνει, ώστε ο ελληνικός λαός να ξεχάσει πού τον είχε φέρει η εθνικοφροσύνη και οι συμμαχίες της. Το ξέχασε όντως και το πληρώνει.
Δεν υπάρχει καμία απομονωμένη Τουρκία και καμία “δυτική συμμαχία” εναντίον της, γεγονός το οποίο όσο νωρίτερα αντιληφθούμε, τόσο το καλύτερο.
Αυτήν τη στιγμή δεν μπορούμε να κλείσουμε τα μάτια στην ανάγκη να σκεφτούμε επί αυτών που το κατεστημένο της χώρας αρνείται να σχεδιάσει και να δράσει.
Πρώτον, η ύπαρξη εθνικής στρατηγικής προϋποθέτει μια σύλληψη για την θέση της Ελλάδας και του ελληνισμού στον κόσμο εν γένει και επί της αρχής. Όχι μόνο για το πώς απαντά η Ελλάδα στις τουρκικές πρωτοβουλίες.
Μεταξύ πολλών άλλων, τίθεται το ερώτημα: ο πολύ- κατατμημένος κόσμος των ΗΠΑ, με τις αλλαγές συνόρων και τις ζώνες ελέγχου ακόμα και εντός κρατών, συνάδει με τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα;
Για κράτη με επιθετική εξωτερική πολιτική, με δυναμικά εθνικά κεφάλαια και με συχνές προσφυγές στη χρήση βίας ένα τέτοιο μοντέλο δημιουργεί ευκαιρίες (βλ. Τουρκία). Για κράτη με αμυντική στάση διεθνώς -οικονομικά και στρατιωτικά- όπως είναι η Ελλάδα, το μοντέλο της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ είναι καταστροφικό.
Στην πραγματικότητα, οι τρεις ακρωτηριασμοί του ελληνισμού – Σεπτεμβριανά, Αττίλας Ι και ΙΙ και Ίμια – έλαβαν χώρα υπό την κηδεμονία των ΗΠΑ και προς όφελος των δικών τους στόχων.
Υπάρχει θεμελιακή ασυμβατότητα ΗΠΑ και Ελλάδας ως προς τις επιδιώξεις και τα συμφέροντά τους, όπως ακριβώς και πριν το ’74, όταν και υποχρεωνόμασταν να ετοιμαζόμαστε για τον από Βορρά κίνδυνο, ενώ ο εξ Ανατολών ετοιμαζόταν να ακρωτηριάσει τον ελληνισμό, όπως και έκανε.
Έτσι και σήμερα, η Ελλάδα αναγκάζεται να στρατεύεται στην αντιμετώπιση του κινδύνου -κατά τις ΗΠΑ- από τη Ρωσία και από την Κίνα εις βάρος των δικών της συμφερόντων. Πληρώνουμε ακόμα το σχέδιο Μάρσαλ που ξεκοκκάλισε η ολιγαρχία, χάρη στις βόμβες ΝΑΠΑΛΜ των ΗΠΑ στο Βίτσι και στο Γράμμο.
Στην πραγματικότητα, οι τρεις ακρωτηριασμοί του ελληνισμού – Σεπτεμβριανά, Αττίλας Ι και ΙΙ και Ίμια – έλαβαν χώρα υπό την κηδεμονία των ΗΠΑ και προς όφελος των δικών τους στόχων. Αυτά πρέπει να μας διδάξουν ότι το λιγότερο που οφείλουμε να κάνουμε είναι να αποφεύγουμε ταυτίσεις με τις ΗΠΑ και να θέσουμε ως προτεραιότητα, ωφέλιμες για την Ελλάδα πολιτικές και στρατιωτικές συμμαχίες, αντί του ΝΑΤΟ.
Δεύτερον, ένα περιφερειακό σύστημα με Τουρκία και Ελλάδα ευρισκόμενες σε σταθερή σχέση φιλίας και συμμαχίας θα συνέφερε και τις δύο χώρες, θα μπορούσε να συνθέσει έναν ηγεμονικό περιφερειακά άξονα και να συμβάλλει στη σταθεροποίηση της ευρύτερης περιοχής, με περιορισμό των “έξωθεν” παρεμβάσεων.
Αν η Τουρκία όντως νιώθει ότι απειλείται από ιμπεριαλιστικά συμφέροντα θα έπρεπε να περιορίσει τις νέο-αυτοκρατορικές φιλοδοξίες της και να μην ποντάρει τυχοδιωκτικά στα ίδια αυτά συμφέροντα (βλ. εισβολή και απόπειρα αλλαγής καθεστώτος στη Συρία από κοινού με τη “Δύση”).
Η πραγματικότητα είναι ότι πρώτον δεν υπάρχει επαρκής βαθμός εθνικής αυτονομίας σε καμία από τις δύο πλευρές και ότι δεύτερον, η Τουρκία, πέρα από ένα μικρό διάστημα δεν έπαψε να αποτελεί αναθεωρητική δύναμη, διχαζόμενη μεταξύ της ανάμνησης της οθωμανικής αυτοκρατορίας και της μετά- οθωμανικής, στενόχωρης για την ίδια, πραγματικότητας. Κατά συνέπεια, αφενός χάνεται μια σημαντική δυνατότητα για την περιοχή, αφενός διαμορφώνεται μια μακρόχρονη πολεμική δυναμική.
Τρίτον, με βάση τις δύο παραπάνω παραδοχές, η Ελλάδα ως διεθνοπολιτικά εγγύτερη στη Μέση Ανατολή από ό,τι στην Κεντρική Ευρώπη μπορεί και οφείλει να συμβάλλει στην εκπόνηση μιας νέας συνεννόησης υπέρ των σταθερών συνόρων και της απόκρουσης των αναθεωρητισμών, στην περιοχή της ΝΑ Μεσογείου.
Η Ελλάδα, όχι λόγω ισχύος τόσο, όσο λόγω διεθνοπολιτικής θέσης και γεωγραφίας πρέπει να προσπαθήσει να γίνει γέφυρα μέρους της Δύσης και μέρους της Ανατολής για μια μεγάλη συνεννόηση στη βάση τόσο αρχών, όσο και συμφερόντων προσδιορισμένων στη συγκυρία.
Αντιμετωπίζουμε ένα ιστορικό παράδοξο: ενώ μια τέτοια συνεννόηση είναι αναγκαία για χώρες τόσο της Δύσης, όσο και της Ανατολής, ενώ γίνεται αντιληπτό ότι η ισχύς των ΗΠΑ φθίνει, ο αντί-Ρωσισμός, το βασικό εμπόδιο για μια τέτοια συνεννόηση, οξύνεται σε κάθε ευκαιρία.
Αν μάλιστα, ο αντί-Ρωσισμός είναι κατά κάποιο τρόπο κατανοητός σε ό,τι αφορά της αγγλοσαξονικές δυνάμεις είναι εντελώς ανόητος και ακατανόητος, τόσο ιστορικά όσο και σε ό,τι αφορά το “σήμερα”, από πλευράς της Γαλλίας.
Η Ελλάδα μπορεί ίσως με το δικό της παράδειγμα να εκπλήξει εκείνους που τη θεωρούν δεδομένη και να εκπονήσει μια αποτελεσματική πολιτική περίσφιξης της Τουρκίας, ενταγμένη σε πολιτική αρχών.
Εξίσου άστοχη είναι η αντιπαράθεση της Γαλλίας με το Ιράν, με τη Συρία και με τη Χεζμπολάχ για χάρη των ΗΠΑ και του Ισραήλ. Στην πραγματικότητα, η διασφάλιση οποιασδήποτε γαλλικής επιρροής στη ΝΑ Μεσόγειο περνάει μέσα από τη συνεννόηση με όλες τις παραπάνω δυνάμεις, η οποία προϋποθέτει την αναστροφή ή έστω -κατά το δυνατόν- αντιμετώπιση, της καταστροφικής πολιτικής των ΗΠΑ περί αλλαγής συνόρων στην περιοχή.
Οι πόλεμοι σε Λιβύη – τυχοδιωκτισμός και της Γαλλίας- και σε Συρία, όπως και η απόπειρα στραγγαλισμού του Ιράν διαμόρφωσαν όχι μόνο έναν χάρτη- μαύρη τρύπα στην περιοχή αλλά -όπως αποδεικνύεται από την ενίσχυση και του τουρκικού νέο- οθωμανισμού- “πέτυχαν” να αποδυναμώσουν κάθε δυτική δύναμη προς όφελος νέων φιλόδοξων δρώντων.
Παρά την ήττα της προσπάθειας αλλαγής καθεστώτος στη Συρία, στην οποία πρωταγωνίστησε και η Τουρκία, η τελευταία ήρθε εν μέρει και προς το παρόν σε θέση ισχύος, ως μια νέα κατοχική δύναμη.
Τέταρτον, τα παραπάνω εξηγούν γιατί η Ελλάδα είναι καταδικασμένη, πέρα από τη δική της ενίσχυση να αξιοποιεί, όχι τυχοδιωκτικά αλλά στη βάση αρχών, τις αντιθέσεις και τρίτων δυνάμεων, ιδίως εφόσον δεν είναι εφικτή μια σταθερή ειρήνη με την Τουρκία, προκειμένου να διαμορφώσει μια τόσο αναγκαία και τόσο απούσα, “ανατολική πολιτική”.
Απαιτείται δε, να εμπλέξει σε μια τέτοια πολιτική ισχυρές δυνάμεις προσπαθώντας να τις πείσει ότι είναι προς το συμφέρον τους ο περιορισμός κι η αναστροφή του τουρκικού αναθεωρητισμού ως μέρους της πολιτικής αλλαγής συνόρων εν γένει.
Η Ελλάδα, τόσο στο πεδίο στρατιωτικών συνεργασιών και συμμαχιών, όσο και σε αυτό των διπλωματικών πρωτοβουλιών πρέπει όχι μόνο η ίδια να ξαναδημιουργήσει σταθερό δεσμό με τη Ρωσία και με το Ιράν, τη Συρία και με το Λίβανο αλλά και να αποτελέσει προωθητικό παράγοντα προκειμένου να έρθει πιο κοντά η Γαλλία με τις τελευταίες αυτές χώρες.
Δεν μπορεί προφανώς από μόνη της η Ελλάδα να επηρεάσει σε τέτοιο βαθμό δρώντες με τόσο μεγάλη επιρροή. Μπορεί όμως με το δικό της παράδειγμα να εκπλήξει εκείνους που τη θεωρούν δεδομένη και να εκπονήσει μια αποτελεσματική πολιτική περίσφιξης της Τουρκίας, ενταγμένη σε πολιτική αρχών.
Για παράδειγμα, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να ανεχτεί τουρκικές στρατιωτικές βάσεις ούτε στη Λιβύη, ούτε πολύ χειρότερα στην Αλβανία. Χρειάζεται συμμάχους και εναντίον αυτών των επιλογών. Πρέπει η τουρκική πολεμική περιπέτεια στη Λιβύη και στη Συρία να καταστεί πρόβλημα και όχι πλεονέκτημα για την Τουρκία.
Αποδεικνύεται δε, ότι κάναμε το χατίρι των ΗΠΑ με τη συμφωνία των Πρεσπών, ενισχύοντας την επιρροή των τελευταίων σε όλα τα Δυτικά Βαλκάνια και τώρα, με τη Ρωσία απούσα από την περιοχή, δεν ενδιαφέρεται κανείς να περιορίσει την τουρκική επιρροή στην Αλβανία, όταν μάλιστα ο ηγέτης της Σερβίας εξευτελίζεται στον Λευκό Οίκο διεθνώς.
Κάποτε πρέπει για παράδειγμα να αναρωτηθούμε: θα είναι καλύτερα για την Ελλάδα τα πράγματα, αν η Συρία γίνει Λιβύη των Τούρκων μισθοφόρων νούμερο 2 ή αν ο συνασπισμός υπό τη Ρωσία κερδίσει στον πόλεμο; Αν κάποτε ήταν ζήτημα αρχών, τώρα είναι και επιβίωσης.
Δε μιλούμε για το απώτερο μέλλον. Σε λίγες εβδομάδες ίσως να έχουν ήδη τεθεί τα θεμέλια της μίας ή της άλλης πορείας για τον ελληνισμό και νέες διαχωριστικές γραμμές θα ανακύψουν, στη βάση πλέον και -αν και όχι μόνο- ενός διεθνοπολιτικού μνημονίου εις βάρος της πατρίδας μας που επιβάλλεται στο έδαφος των προηγουμένων.