ΑΘΗΝΑ
18:02
|
18.04.2024
Ο 77χρονος πρώην αντιπρόεδρος έχει μια μακρά ιστορία ενάντια σε προοδευτικές νομοθεσίες.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

του Alan Macleod

Σε μια ολοένα και πιο θυμωμένη και κακόβουλη εκστρατεία, ο Ντοναλντ Τραμπ και η ομάδα του παρουσιάζουν το Δημοκρατικό προεδρικό υποψήφιο Τζο Μπάιντεν ως έναν ριζοσπαστικό πολιτικό, ενάντιο στην αστυνομία , που ελέγχεται από την ακροαριστερά. Την προηγούμενη εβδομάδα, η εκστρατεία του Τραμπ έστειλε ένα μήνυμα κινητού στους υποστηρικτές του προειδοποιώντας τους ότι οι Αντίφα θα έκαναν επιδρομές στα σπίτια τους αν ο Μπάιντεν νικήσει τον Νοέμβρη. “Θα σας αφοπλίσουν, θα αδειάσουν τις φυλακές, θα σας κλειδώσουν στα σπίτια σας και θα καλέσουν την MS-13 να μείνει δίπλα”, προειδοποίησε το μέλος του Κονγκρέσου Ματ Γκετζ.

Στην πραγματικότητα, ωστόσο, ο 77χρονος πρώην αντιπρόεδρος έχει μια μακρά ιστορία ενάντια σε προοδευτικές νομοθεσίες και υπέρ όλο και πιο δρακόντειων μέτρων αστυνόμευσης, εναντίον της μετανάστευσης και υπέρ της ποινικής δικαιοσύνης.

Ο Μπάιντεν πρωτοήρθε στο προσκήνιο τη δεκαετία του 70, όταν, ως νεοεκλεγμένος γερουσιαστής, έγινε ηγετική μορφή κατά του bussing (μεταφοράς με λεωφορείο), την πρακτική της κατάργησης του φυλετικού διαχωρισμού μέσω της δημόσια συγκοινωνίας (κάτι που η τώρα συνυποψήφια του για την αντιπροεδρία Καμάλα Χάρις τον κατέκρινε κατά τις τηλεμαχίες). Διατηρούσε επίσης στενή σχέση με τον ενάντιο στην κατάργηση του φυλετικού διαχωρισμού γερουσιαστή Στρομ Θόρμοντ, ο οποίος εγκατέλειψε το Δημοκρατικό κόμμα και έγινε Ρεπουμπλικάνος εξαιτίας της σφοδρής εναντίωσής του στον Νόμο περί Πολιτικών Δικαιωμάτων. Παρέδωσε επίσης τον επικήδειο λόγο στην κηδεία του Θόρμοντ, κατά την περίοδο ποy έγινε γνωστό ότι ο Θόρμοντ είχε αποκτήσει παιδί με μια 15χρονη/16χρονη μαύρη υπηρέτρια που δούλευε γι’ αυτόν.

“Κρεμάστε τον κόσμο για παράνομη διάβαση”

Αλλά η προβληματική ιστορία του Μπάιντεν σε σχέση με το ρατσισμό πάει παραπέρα – ο καταγόμενος από το Ντέλαγουεαρ ήταν ένας από του βασικούς αρχιτέκτονες του ρατσιστικού συστήματος φυλακών που έχουμε σήμερα. Για δεκαετίες, πίεζε για περισσότερους αστυνομικούς, περισσότερες φυλακές, περισσότερες συλλήψεις και περισσότερες καταδίκες, ασκώντας κριτική μέχρι και στον διαβόητο Ρόναλντ Ρέιγκαν γιατί δεν έβαζε αρκετούς ανθρώπους στη φυλακή.

Καθ’ όλη τη δεκαετία του 80, αυτός και ο Θόρμοντ εργάστηκαν σε διάφορα νομοσχέδια που αναμόρφωσαν ριζικά το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης, συμπεριλαμβανομένου του νόμου περί συνολικού ελέγχου εγκλημάτων του 1984, ο οποίος περιόρισε την αποφυλάκιση υπό όρους και ελλάτωσε τις μειώσεις ποινών για καλή συμπεριφορά. Ο Μπάιντεν συνέχισε να επιτίθεται στον Ρεπουμπλικάνο Τζορτζ Μπους εκ των δεξιών για την αντιμετώπιση του εγκλήματος, το 1989, καταδικάζοντας τις δρακόντειες προτάσεις του, λέγονντας ότι δεν αρκούσαν. “Κοντολογίς, το σχέδιο του Προέδρου δεν περιλαμβάνει αρκετούς αστυνομικούς για να συλλάβουν τους βίαιους κακοποιούς, αρκετούς εισαγγελείς για να τους καταδικάσουν, αρκετούς δικαστές για να τους καταδικάσουν, ή αρκετά κελιά για να τους κλειδώσουν μέσα για μεγάλο χρονικό διάστημα”, είπε, απαιτώντας αργότερα να μάθει γιατί ο Μπους δεν είχε εκτελέσει περισσότερους εμπόρους ναρκωτικών, όπως ήθελε.

Παρά το γεγονός ότι ο Μπους προχώρησε σε σημαντικές αυξήσεις στο βιομηχανικό σύστημα των φυλακών, ο Μπάιντεν απαιτούσε συνεχώς περισσότερα, δημοσιεύοντας τα δικά του σχέδια που περιλάμβαναν περισσότερα δισεκατομμύρια σε χρηματοδότηση για αυξημένο αριθμό αστυνομικών και πρακτόρων του FBI και της DEA.

Όλα αυτά κατέληξαν σε αυτό το οποίο το 2007 ανέφερε ως το “μεγαλύτερό του επίτευγμα” στην πολιτική: το αμφιλεγόμενο νομοσχέδιο για το έγκλημα του 1994. Το νομοσχέδιο, που συχνά αναφέρεται ως το “νομοσχέδιο του Μπάιντεν για το έγκλημα” λόγω του συντάκτη του και κύριου υποστηρικτή του, έθετε τη βάση για ένα όλο και περισσότερο αυξανόμενο πληθυσμό των φυλακών, εισάγοντας τη θανατική ποινή για δεκάδες νέα αδικήματα και ξόδεψε δισεκατομμύρια σε εκατοντάδες χιλιάδες νέους αστυνομικούς και κελιά φυλακών. Ενώ ο Μπιλ Κλίντον προσπαθούσε να επιστρέψει στο Άρκανσο για να επιβλέψει την εκτέλεση ενός νοητικά καθυστερημένου μαύρου, ο Μπάιντεν διεκδικούσε τη θέση του ως ο νέος ηγέτης των νέων, “σκληρών απέναντι στο έγκλημα” Δημοκρατικών, κομπάζοντας ότι το νομοσχέδιό του σήμαινε ότι “κάνουμε τα πάντα εκτός από το να κρεμάμε κόσμο για παράνομη διάβαση”. Όπως έγραψε ο βιογράφος του, Μπράνκο Μάρτσετικ, ο Μπάιντεν κάνει την Χίλαρι Κλίντον να φαίνεται σαν την [υπέρμαχο των πολιτικών δικαιωμάτων] Μισέλ Αλεξάντερ.

Το έθνος της φυλάκισης

Οι επιπτώσεις της αύξησης στις μαζικές φυλακίσεις είναι σχετικά γνωστές αλλά εξακολουθούν να συγκλονίζουν, παρ’ όλα αυτά. Με λιγότερους από 200.000 το 1970, ο πληθυσμός των φυλακών εξερράγη στις δεκαετίες του 1980 και του 1990, αυξανόμενος σε 740.000 το 1990 και 1,33 εκατομμύρια το 2000, όπου συνέχισε να αυξάνεται σε σημείο που σχεδόν το ένα τέταρτο των κρατουμένων ανά τον κόσμο είναι Αμερικανοί. Οι Αφροαμερικανοί – τους οποίους ο Μπάιντεν και η Χίλαρι Κλίντον περιέγραψαν ως «κακοποιούς» και “υπερθηρευτές” – φυλακίζονται σε ποσοστό πάνω από πέντε φορές σε σχέση με τους λευκούς. Σε πέντε πολιτείες (Αϊόβα, Μινεσότα, Νιου Τζέρσεϋ, Βερμόντ και Ουισκόνσιν), η ανισότητα είναι μεγαλύτερη από 10 προς Ένα. Ένας στους τρεις μαύρους θα φυλακιστεί κατά τη διάρκεια της ζωής του. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ρίχνουν στη φυλακή μεγαλύτερο ποσοστό των πολιτών τους από οποιαδήποτε άλλη χώρα στον κόσμο. Περισσότεροι άνθρωποι εκτίουν ποινή ισοβίων το 2020 απ’ όσους ήταν φυλακισμένοι γενικά το 1970.

Μεγάλο μέρος της αύξησης στους αριθμούς αυτούς μπορεί να αποδοθεί στον πόλεμο του Ρίτσαρντ Νίξον κατά των ναρκωτικών, που συχνά πλέον θεωρείται ως ένα πολιτικό σχέδιο για να ποινικοποιήσει τους δύο μεγαλύτερους του πολιτικούς εχθρούς: τους μαύρους και την αντιπολεμική αριστερά. “Γνωρίζαμε ότι δεν μπορούσαμε να κάνουμε παράνομο το να είναι κανείς εναντίον του πολέμου ή να είναι μαύρος, αλλά κάνοντας τον κόσμο να συνδέσει τους χίπιδες με τη μαριχουάνα και τους μαύρους με την ηρωίνη. Και μετά, ποινικοποιώντας σοβαρά και τα δύο, θα μπορούσαμε να διαταράξουμε αυτές τις κοινότητες”, παραδέχτηκε ένας από τους βοηθούς του Νίξον στο Harper’s Magazine.

Ο Μπάιντεν συνέχισε να υποστηρίζει τον πόλεμο ενάντια στα ναρκωτικά, φουσκώνοντας την απειλή, ακόμα και υπερασπίζοντας την περίβόητη διαφορά 100 προς Ένα στις καταδίκες για κρακ σε σχέση με την κοκαΐνη σε σκόνη. Το κρακ ήταν ανεξέλεγκτο στις φτωχές μαύρες κοινότητες, ενώ η πιο ακριβή σκόνη ήταν συνώνυμη με τους χρηματιστές της Γουόλ Στριτ. Καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο γιος του, ο Χάντερ, πάλεψε με τον εθισμό, ακόμη και αγοράζοντας κρακ ο ίδιος. Αλλά ακόμη και τα προβλήματα του γιού του δεν εξασθένισαν την σκληρή του προσέγγιση.

Το Σχέδιο Κολομβία

Ωστόσο η καταστροφή και απόγνωση που προκάλεσαν οι πολιτικές που πρότεινε ή υποστήριξε ο Μπάιντεν ωχριά σε σύγκριση με τις συνέπειες του αμερικανικού πολέμου κατά των ναρκωτικών στη Λατινική Αμερική, με πιο γνωστό από όλα, το Σχέδιο Κολομβία.

Το Σχέδιο Κολομβία αρχικά σχεδιάστηκε ως πρόταση ειρήνης και ανάπτυξης από τον τότε πρόεδρο της Κολομβίας Αντρές Παστράνα το 1999. Ωστόσο, στα χέρια της κυβέρνησης Κλίντον, μετατράπηκε ριζικά σε μαζική στρατιωτικοποίηση της Κολομβιανής κοινωνίας, με τον Μπάιντεν να ασκει πίεση με επιτυχία για το 80 τοις εκατό των 7,5 δισ. δολαρίων που πήγαν συνολικά στον κολομβιανό στρατό (με μεγάλο μέρος των όπλων να καταλήξει στα χέρια ακροδεξιών ομάδων θανάτου που συνδέονται με την κυβέρνηση). Στην εποχή της 11ης Σεπτεμβρίου, οι διακινητές ναρκωτικών μετονομάστηκαν σε “ναρκο-τρομοκράτες” ως φτηνή δικαιολογία για την παρέμβαση των ΗΠΑ. Ο Μπάιντεν ήταν ένας από τους βασικούς αρχιτέκτονες του, λέγοντας στο Des Moines Register τον Ιανουάριο ότι “είμαι αυτός που συνέταξε το Σχέδιο Κολομβία”, προσθέτοντας ότι “έβαλε για πολύ καιρό σε τάξη αυτήν την κυβέρνηση”.

Όταν το νομοσχέδιο έφτασε στη Γερουσία, ο Μπάιντεν εργάστηκε με τους Ρεπουμπλικάνους για να πιέσει για μια σκληρή στρατηγική, δηλώνοντας ότι “Απ’ αυτό εξαρτάται αν η Κολομβία θα γίνει ναρκο-κράτος ή όχι” προειδοποιώντας ότι αν το νομοσχέδιο δεν εγκρινόταν, το ημισφαίριο θα μετατρεπόταν σε καταφύγιο για τρομοκράτες και εμπόρους ναρκωτικών.

Αυτό που διαφημίστηκε ως μια τεράστια ώθηση κατά των ναρκωτικών μετατράπηκε σε πόλεμο εναντίον του πληθυσμού, με την κυβέρνηση να διεξάγει ένα τεράστιο πρόγραμμα χημικών αποφυλλώσεων, αναγκάζοντας τεράστιο αριθμό ανθρώπων να εγκαταλείψουν τη γη και εκκαθαρίζοντας την για τις πολυεθνικές εταιρείες. Το σχέδιο επίσης κατέληξε να δώσει στην κυβέρνηση και τους συνδεδεμένους με αυτήν ακροδεξιούς παραστρατιωτικούς το ελεύθερο να σφαγιάσουν όποιον ήθελαν υπό την λογική ότι όποιος αντιτίθεται σε αυτούς ήταν λαθρέμπορος ναρκωτικών. Πάνω από 10.000 αθώοι άμαχοι δολοφονήθηκαν, με την κυβέρνηση να τους παρουσιάζει ως ναρκο-τρομοκράτες, ενώ ο αριθμός τους χρησιμοποιείται για να αιτιολογήσει περισσότερη χρηματοδότηση από τις ΗΠΑ με το επιχείρημα ότι τα πτώματα ισοδυναμούσαν με την πρόοδο στον αγώνα κατά των ναρκωτικών. Σύμφωνα με το Σχέδιο Κολομβία, η χώρα έγινε το πιο επικίνδυνο μέρος για να ‘ναι κανείς συνδικαλιστής, σύμφωνα με τη Διεθνή Αμνηστία, με περισσότερες δολοφονίες συνδικαλιστών να συμβαίνουν στην Κολομβία απ ​​’ότι σε όλες τις άλλες χώρες μαζί. Τα Ηνωμένα Έθνη εκτιμούν ότι 7,4 εκατομμύρια Κολομβιανοί εκτοπίζονται εσωτερικά μέχρι σήμερα λόγω του συνεχιζόμενου εμφυλίου πολέμου και του Σχεδίου Κολομβία, με εκατομμύρια ακόμη να εγκαταλείπουν εντελώς τη χώρα.

Ο δηλωμένος στόχος του προγράμματος για τη μείωσης των ναρκωτικών δεν λειτούργησε καν, καθώς οι παραγωγοί κοκαΐνης απλά μετακινήθηκαν πέρα ​​από τα σύνορα σε άλλες χώρες των Άνδεων που δεν επηρεάστηκαν από τον πόλεμο, επιστρέφοντας όταν υποχώρησε η βία. Ως το 2017, η εγχώρια παραγωγή κόκας έφτασε στο υψηλότερο σημείο όλων των εποχών, σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη.

Από τότε που ο Τραμπ ανέλαβε τον Λευκό Οίκο, η αμερικανική πολιτική στη Λατινική Αμερική έχει γίνει ανοιχτά πιο επιθετική, με τον πρόεδρο να υποστηρίζει δημόσια πραξικοπήματα σε όλη την περιοχή. Ωστόσο, όπως είπε στο MintPress ο Δρ Μπάρι Κάνον του Εθνικού Πανεπιστημίου της Ιρλανδίας, στο Μέινουθ, ” Έχει σημασία να έχουμε κατά νου τη συνέχεια στην αμερικάνικη πολιτική των ΗΠΑ υπό τον Τραμπ και όχι τις διαφορές. Η πολιτική των ΗΠΑ, είτε με τους Δημοκρατικούς είτε με τους Ρεπουμπλικάνους, ήταν πάντα ύποπτη για οποιαδήποτε κυβέρνηση στην περιοχή που μπορεί να υπονομεύσει την εξουσία των ΗΠΑ, είτε πολιτικά, οικονομικά, στρατιωτικά ή πολιτιστικά”.

Το Σχέδιο Μπάιντεν

Η αυξανόμενη προσφυγική και μεταναστευτική κρίση ανθρώπων που προέρχονται από την Κεντρική Αμερική θα αποτελέσει ένα βασικό ζήτημα αστυνόμευσης και ποινικής δικαιοσύνης της επόμενης Προεδρίας. Σε αντίθεση με τους περισσότερους προεδρικούς υποψηφίους των Δημοκρατικών, ο Μπάιντεν τάσσεται υπέρ της διατήρησης της πολιτικής ποινικής δίωξης όσων διέρχονται τα σύνορα, ακόμη και αν τρέπονται σε φυγή μακριά από τη βία ή τη δίωξη αλλού. Απορρίπτει επίσης την κατάργηση, ή την ουσιαστική μείωση των πόρων της υπηρεσίας Επιβολής της Μετανάστευσης και των Τελωνείων (ICE), μιας πολιτικής που προωθείται έντονα από την προοδευτική πτέρυγα του Δημοκρατικού κόμματος μετά από τους ισχυρισμούς για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την οργάνωση και την ευρέα καταδίκη από ομάδες ανθρωπίνων δικαιωμάτων. “Δεν πρέπει να καταργήσουμε το ICE… το ICE δεν είναι το πρόβλημα”, είπε τον Νοέμβριο.

Ωστόσο, ελάχιστα αναφέρεται στη συζήτηση για την κρίση είναι ότι οι άνθρωποι που φεύγουν το κάνουν, σε μεγάλο βαθμό, λόγω της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, μεγάλου μέρους της οποίας ιθύνων νους ήταν ο Μπάιντεν στο ρόλο του ως αντιπροέδρου. Το 2014, ο Πρόεδρος Ομπάμα του ανέθεσε να ηγηθεί ενός αναπτυξιακού σχεδίου για την Κεντρική Αμερική που θα αντιμετώπιζε τη βασική αιτία του κύματος της μετανάστευσης. Όπως και το Σχέδιο Κολομβία, το σχέδιο των 750 εκατομμυρίων δολαρίων περιλάμβανε ιδιωτικοποιήσεις και μέτρα λιτότητας που διαιωνίζουν τις ίδιες τις οικονομικές και πολιτικές συνθήκες που οδήγησαν τους μετανάστες να φύγουν εξ αρχής. Υπό το Σχέδιο του Μπάιντεν, οι υπηρεσίες υγείας διαλύθηκαν, οι εκπαιδευτικοί απολύθηκαν και υπηρεσίες κοινής ωφέλειας όπως η ηλεκτρική ενέργεια ιδιωτικοποιήθηκαν, οδηγώντας τις τιμές προς τα πάνω. Σε αυτό προστέθηκαν πολλά καταστρεπτικά για το περιβάλλον έργα υποδομής που ανάγκασαν τους ανθρώπους να εγκαταλείψουν τη γη τους.

Ο νόμος για τις ελεύθερες συναλλαγές της Βόρειας Αμερικής (NAFTA) και παρόμοιες συμφωνίες κατέστρεψαν την Κεντρική Αμερική, με τους αγρότες να ανταγωνίζονται τώρα ενάντια στη μαζική, επιδοτούμενη από την κυβέρνηση αμερικανική γεωργία, με αποτέλεσμα την έξοδο από την ύπαιθρο σε συνεχώς αυξανόμενες παραγκουπόλεις γύρω από τις μεγαλύτερες πόλεις της περιοχής. Ο Μπάιντεν ψήφισε υπέρ της NAFTA, κάτι που, αργότερα, ο Τραμπ είχε μετατρέψει σε πολιτικό όπλο.

Ακόμη χειρότερα, η κυβέρνηση Ομπάμα υποστήριξε ένα πραξικόπημα εναντίον του δημοκρατικά εκλεγμένου προέδρου της Ονδούρας Μανουέλ Ζελάγια, με τη Χίλαρι Κλίντον να υπερηφανεύεται ότι στο ρόλο της ως υπουργός Εξωτερικών συνεργάστηκε με συμμαχικά έθνη για να “δώσει τέλος στο ζήτημα του Ζελάγια”. Σήμερα, η χώρα κυβερνάται από τον Χουάν Ορλάντο Χερνάντεζ που υποστηρίζεται απο την Αμερική, ο οποίος ήρθε στην εξουσία με εξαιρετικά ύποπτες εκλογές το 2017. Μετά το πραξικόπημα, η χώρα παραδόθηκε στη βία, καθιστάμενη μια από τις πιο επικίνδυνες στον κόσμο. Και παρά το “Σχέδιο Μπάιντεν”, όπως ονομάστηκε το έργο των ΗΠΑ του 2014, δεν υπήρξε μείωση της φτώχειας από την εφαρμογή του εκεί.

Οπότε, οι δρασεις της κυβέρνησης Ομπάμα-Μπάιντεν συνέβαλαν άμεσα στην μεταναστευτική κρίση που μεγαλώνει. Κι όμως, οι μετανάστες αντιμετωπίστηκαν με βάναυσότητα όταν έφτασαν στα αμερικανικά σύνορα.

“Δεν θα βρισκόμασταν σήμερα εδώ, αν δεν ήταν τα καταστροφικά θεμέλια που έθεσε το Σχέδιο Μπάιντεν και τα κερδοφόρα, ξενοφοβικά συστήματα στρατιωτικοποίησης των συνόρων του υπεύθυνου απέλασης και του αντιπροέδρου του”, είπε ο Δρ Αντριέντ Πάιν, ανθρωπολόγος στο Αμερικανικό Πανεπιστήμιο στην Ουάσιγκτον, στο MintPress, προσθέτοντας ότι «Αν και φαινομενικά προοριζόταν να χρηματοδοτήσει την ανάπτυξη, τις προσπάθειες κατά της διαφθοράς και την ασφάλεια, το Σχέδιο Μπάιντεν αύξησε μόνο την εξουσία του ναρκο-δικτάτορα Χουάν Ορλάντο Χερνάντεζ χωρίς να κάνει τίποτα για να βελτιώσει την ασφάλεια για τους Ονδουριανούς, που έκτοτε έχουν εγκαταλείψει τη χώρα σε ορδές – όχι παρά το Σχέδιο Μπάιντεν, αλλά εξαιτίας αυτού».

Ο Πρόεδρος Ομπάμα πράγματι απέλασε περισσότερα άτομα από όλους τους άλλους προέδρους. Και ενώ πολλοί θέλουν να παρουσιάσουν το πρόβλημα των στρατοπέδων συγκέντρωσης ICE ως μια υπόθεση του Τραμπ, ο Πάιν σημειώνει ότι αυτές οι εγκαταστάσεις χτίστηκαν πολύ πριν από την άνοδο του στην εξουσία

Ο πρόεδρος Μπάιντεν

Στο πλαίσιο της προεδρικής του προσπάθειας, ο Μπάιντεν παρουσίασε ένα νέο σχέδιο ύψους τεσσάρων δισεκατομμυρίων δολαρίων για να αντιμετωπίσει τους πρόσφυγες από τη Λατινική Αμερική, αλλά είναι δύσκολο να διακρίνουμε πώς θα ήταν ποιοτικά διαφορετικό από το Σχέδιο Κολομβία και το Σχέδιο Μπάιντεν, ειδικά καθώς εξακολουθεί να προωθεί τα δύο αυτά ως νομοθετικούς θριάμβους.

Τι θα σήμαινε μια προεδρία Μπάιντεν για την Λατινική Αμερική και το πόλεμο κατά των ναρκωτικών; Ο Δρ. Κάνον, είδικός στις πολιτικές της Κεντρικής Αμερικής και των Άνδεων, ήταν σκεπτικός για το αν θα υπήρχαν καθόλου μεγάλες διαφορές υπό μια Δημοκρατική ηγεσία, δηλώνοντας “Δεν θα περίμενα μεγάλες αποκλίσεις από τις πολιτικές της εποχής Τραμπ. Η Κολομβία – η οποία έχει πολύ χειρότερο ιστορικό ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τη Βενεζουέλα, για παράδειγμα- υποστηρίζεται από τις ΗΠΑ υπό τις περισσότερες συνθήκες, και τώρα που είναι μέλος του ΟΟΣΑ επίσης από τις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες … μπορεί να υπάρξει μια αλλαγή στον τόνο, ίσως με μεγαλύτερο επίπεδο εμπλοκής στην περιοχή, αλλά ο υποκείμενος στόχος των ΗΠΑ να υποστηρίξει την κυριαρχία της στην περιοχή θα παραμείνει τόσο συνεπής όσο ήταν πάντα τις τελευταίες δεκαετίες. “

Τους τελευταίους μήνες έχει κατηγορήσει με έντονο ύφος την αφαίρεση πόρων από την αστυνομία ή την κατάργηση του ICE, παρά τα όσα λένε τα μέσα ενημέρωσης υπέρ του Τραμπ, και συνεχίζει να αποφεύγει τη νομιμοποίηση της μαριχουάνας. Αυτοαναφερόμενη ως “κορυφαία αστυνομικός της Καλιφόρνια”, η υποψήφια αντιπρόεδρος, Καμάλα Χάρις επέβλεψε 1.900 καταδίκες μαριχουάνας στην περιοχή του Σαν Φρανσίσκο, αλλά γέλασε για τη δική της χρήση πέρυσι. Έτσι, φαίνεται πιθανό ότι σε αυτήν την εποχή αναστοχασμών σχετικά με τον συστημικό ρατσισμό και την αστυνομική βαρβαρότητα, μια εκλογή Μπάιντεν-Χάρις θα προσφέρει κυρίως μια συνέχεια, παρά ένα διάλειμμα από τον πόλεμο κατά των ναρκωτικών, τις μαζικές φυλάκισεις και την ποινικοποίηση των μεταναστών χωρίς έγγραφα.

Με λίγες μόνο εβδομάδες να απομένουν πριν από τις εκλογές και με το προβάδισμα του Μπάιντεν σε σχέση με τον Τραμπ, τα πράγματα αρχίζουν να μοιάζουν ανησυχητικά σαν το 2016 ξανά, όπου οι Δημοκρατικοί απέρριψαν έναν στασιαστή προοδευτικό υποψήφιο υπέρ ενός καθιερωμένου με μια ανησυχητική ιστορία σχετικά με τη φυλετική δικαιοσύνη, τα ναρκωτικά και τη μετανάστευση. Και όλοι γνωρίζουμε τι συνέβη πριν από τέσσερα χρόνια.

Πηγή: Mint Press News

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα