Θα μας στοιχειώνει για πάντα η εικόνα της μάνας Φύσσα, με το βλέμμα και τα χέρια στραμμένα προς τα πάνω, να καλεί τον γιο της για να του πει ότι κέρδισε. Ότι κατάφερε να τους νικήσει μέσα από τον τάφο. Ότι δεν πέθανε μάταια.
Θα μας στοιχειώνει ως ενσάρκωση του άφατου πόνου του γονιού που έχει χάσει το παιδί του. Θα μας στοιχειώνει ως πόλος συσπείρωσης ενός αντιφασιστικού αγώνα γύρω από τη μορφή της – ένα με τη μορφή του Παύλου.
Θα μας στοιχειώνει όμως και για έναν ανομολόγητο λόγο. Αγκαλιάσαμε αυτήν και την οδύνη της, αναδείξαμε τον Παύλο σε σύμβολο του αγώνα μας, κρατώντας σε υποδεέστερη συναισθηματικά μοίρα τον Σαχζάτ Λουκμάν και αγνοώντας εντελώς τον Αλίμ Αμπντούλ Μάναν, τον νεαρό Μπαγκλαντεσιανό που δολοφονήθηκε στο χρυσαυγίτικο πογκρόμ του 2011 αλλά δεν μνημονεύεται ποτέ.
Πόσα μέτρα και σταθμά έχει ένας αντιφασιστικός αγώνας; Τι ακριβώς ήταν αυτό που συσπείρωσε τους αντιφασίστες τον Σεπτέμβρη του 2013; Πώς ερμηνεύεται η πλήρης ή σχετική αδιαφορία για όλες τις προηγούμενες φασιστικές επιθέσεις;
Τώρα που τέλειωσε η δίκη, είναι καιρός για επινίκια αλλά και για αναστοχασμό. Θα παραμείνουμε καθηλωμένοι σε μια αντιφασιστική νίκη εδραιωμένη σε άδηλες ιεραρχήσεις των θυμάτων του φασισμού ή θα υπερβούμε τις αναστολές μας αποτίοντας ισότιμα φόρο τιμής στους τρεις νεκρούς μας;