Όταν την περασμένη Πέμπτη περισσότεροι από τρεις χιλιάδες Ονδουριανοί μετανάστες και αιτούμενοι ασύλου διέσχισαν τα σύνορα με την Γουατεμάλα, ένα από τα πλέον επικίνδυνα σημεία του κόσμου, η είδηση απείχε κατά πολύ να θεωρηθεί ως τέτοια. Το νέο μεταναστευτικό κύμα, που χωρίστηκε σε μικρότερες ομάδες οι οποίες βρήκαν απέναντί τους αστυνομικές και στρατιωτικές δυνάμεις, με αποτέλεσμα τα δύο τρίτα των εκτοπισμένων να επιστρέψει στην ονδουριανή πλευρά, ήταν ακόμη ένα στη μακρά σειρά των προσπαθειών χιλιάδων πολιτών των κρατών της κεντροαμερικανικής υποηπείρου να φτάσουν στον “παράδεισο” που λέγεται ΗΠΑ.
Η τελευταία μεγάλη μετακίνηση μεταναστευτικών πληθυσμών, εκείνη του κοντινού Οκτώβρη του 2018, ήταν όταν ένα καραβάνι εκατοντάδων πολιτών από το Ελ Σαλβαδόρ, τη Γουατεμάλα και την Ονδούρα, με τελικό προορισμό την Τιχουάνα του Μεξικού και από εκεί την είσοδο στις ΗΠΑ, σχηματίστηκε στην πόλη Σαν Πέδρο Σούλα, τη δεύτερη μεγαλύτερη της Ονδούρας. Υπό την ηγεσία του αριστερού πρώην βουλευτή Μπαρτόλο Φουέντες και με την υποστήριξη της πασίγνωστης οργάνωσης προάσπισης των δικαιωμάτων των μεταναστών Pueblo Sin Fronteras, το καραβάνι διέσχισε μια σειρά από χωριά, μικρά και μεγάλα αστικά κέντρα προσθέτοντας στην πορεία όλο και περισσότερο κόσμο στην πορεία του προς τα αμερικανο-μεξικανικά σύνορα.
Τότε, και ενόψει των ενδιάμεσων εκλογών, η κυβέρνηση των ΗΠΑ είχε αναπτύξει 5200 στρατιώτες σε βοήθεια ήδη παρατεταγμένων δυνάμεων της Εθνοφρουράς, προσπαθώντας να μετατρέψει το όλο ζήτημα σε κεντρικό διακύβευμα της προεκλογικής περιόδου. Η ρητορική της “μεταναστευτικής εισβολής” κυριάρχησε στα φιλικά προς την προεδρία Τραμπ μέσα ενημέρωσης, με τους σχολιαστές του συντηρητικού Fox News να δίνουν πραγματικό ρεσιτάλ, μετερχόμενοι όρους όπως “ορδή εισβολέων”, ενώ η λέξη “εισβολή” χρησιμοποιήθηκε από το τηλεοπτικό δίκτυο τουλάχιστον εξήντα φορές μόνο τον Οκτώβριο. Φυσικά ο ίδιος ο Τραμπ δεν έχασε την ευκαιρία να επιβεβαιώσει την εικόνα του αποφασιστικού ξενοφοβικού προέδρου, απειλώντας τα κράτη προέλευσης των μεταναστών με διακοπή της οικονομικής βοήθειας.
Η κατάληξη της όλης κρίσης ήταν να συναφθεί σε λίγους μήνες συμφωνία μεταξύ της νεοεκλεγείσας (κεντροαριστερής) κυβέρνησης του Μεξικού και της αμερικανικής, με τίτλο Migration Protection Protocols (ΜPP). Η συμφωνία, προϊόν ασφυκτικών πιέσεων της Ουάσιγκτον, με την δαμόκλειο σπάθη της αύξησης των εμπορικών δασμών να επικρέμαται πάνω από την βαριά τραυματισμένη μεξικανική οικονομία, μετέτρεπε ουσιαστικά το νότιο γείτονα των ΗΠΑ σε “αίθουσα αναμονής”, όπου θα διέμεναν οι αιτούμενοι ασύλου μετά την αρχική τους συνέντευξη, περιμένοντας να κληθούν σε αμερικανικό έδαφος για την τελική ακροαματική διαδικασία.
Σήμερα, το σκηνικό είναι πλήρως διαφορετικό. Την προεκλογική εκστρατεία για την προεδρία των ΗΠΑ μονοπωλεί η πανδημία του κορονοϊού με όλες τις επιπτώσεις της (από την υγεία του προέδρου Τραμπ έως την οικονομία) και τα ζητήματα φυλετικής ισότητας, με το θέμα της μετανάστευσης να μην αποτελεί προτεραιότητα για τους Αμερικανούς εκλογείς.
Από την άλλη μεριά των συνόρων, η πραγματικότητα του κορονοϊού ανέτρεψε πλήρως κάθε δεδομένο. Αρχικά, η παραμονή των μεταναστών σε μεξικανικό έδαφος στο πλαίσιο της MPP συνδυάστηκε με προσωρινές άδειες εργασίας και το μεταναστευτικό έδειχνε να μην αποτελεί αγκάθι στις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών. Αλλά το lockdown και τα συναφή περιοριστικά μέτρα έβαλαν την μεξικανική οικονομία σε σπιράλ βαθιάς ύφεσης και αυξημένου πληθωρισμού, αφαιρώντας. σύμφωνα με τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας, 10,4 εκατομμύρια θέσεις εργασίας , με τους κλάδους των κατασκευών και των τουριστικών επιχειρήσεων που απασχολούν σε μεγάλο ποσοστό μετανάστες να έχουν υποστεί πραγματική καθίζηση. Η οικονομική στενότητα έχει ασφαλώς επιπτώσεις και στην δυνατότητα του κράτους να συντηρεί τις ήδη υπερπλήρεις πληθυσμιακά δομές φιλοξενίας μεταναστών.
Η πανδημική συνθήκη μετέβαλε επί τα χείρω και την θέση των χωρών του Βόρειου Τριγώνου της Κεντρικής Αμερικής. Η Ονδούρα μετράει ήδη απώλεια μισού εκατομμυρίου θέσεων εργασίας, το Σαλβαδόρ είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν θα μπορέσει να ισορροπήσει ανάμεσα στις δανειακές υποχρεώσεις και την ανάγκη αύξησης των δαπανών υγείας, ενώ για τη Γουατεμάλα οι προβλέψεις για μετριοπαθή ύφεση σημαίνουν υποχώρηση του ΑΕΠ κατά 4,1%. Τα αριθμητικά δεδομένα είναι ακόμη πιο πνιγηρά αν συνυπολογίσει κανείς τις υποτυπώδεις ως ανύπαρκτες δομές κοινωνικής πρόνοιας, την δυσανάλογα μεγάλη βαρύτητα της παραοικονομίας και τα πενιχρά κυβερνητικά πακέτα ενίσχυσης. Χαρακτηριστική της κατάστασης είναι η εκτίμηση του Επισιτιστικού Προγράμματος του ΟΗΕ ότι ο πληθυσμός των κρατών της Καραϊβικής και της Λατινικής Αμερικής που αντιμετωπίζουν κίνδυνο επισιτιστικής ασφάλειας θα αυξηθεί κατά 270%.
Αυτά τα στοιχεία δεν λένε τίποτα αν δεν συσχετιστούν και με την συνολική εικόνα: Ονδούρα και Σαλβαδόρ πλασάρονται στην πεντάδα των πιο επικίνδυνων κρατών σύμφωνα με τους δείκτες δολοφονιών ανά 100 χιλιάδες κατοίκους, ενώ συγκαταλέγονται σταθερά στην πρώτη πεντάδα παρόμοιων δεκτών σε παγκόσμια κλίμακα. Η Γουατεμάλα έπεται, έχοντας σε κάθε είδους μέτρηση μια θέση στην εικοσάδα.
Η κληρονομιά του εμφυλίου πολέμου και η επιστροφή ενός μεγάλου μέρους εγκληματικών στοιχείων από τις ΗΠΑ τη δεκαετία του ’90 έχει μετατρέψει και τις τρεις χώρες σε πεδίο μάχης αντίπαλων συμμοριών, με τις οποίες είναι κοινό μυστικό ότι ηγέτες όπως ο πρώην Πρόεδρος της Γουατεμάλας και ο τωρινός Πρόεδρος του Σαλβαδόρ διατηρούν στενές σχέσεις.
Οι υποτελείς κατευθύνονται στον τόπο του εγκληματία
Δεν είναι τυχαίο υπό μια έννοια ότι συντελείται αυτή η μετακίνηση πληθυσμών σε αντίστροφη πορεία από εκείνη των Ευρωπαίων αποικιοκρατών αιώνες πριν. Σε μια εκπληκτική αναλογία με τα μεταναστευτικά ρεύματα της Γαλλίας (όπου οι Αλγερινοί αποτελούν τη μεγαλύτερη μεταναστευτική ομάδα) και της Βρετανίας (με Ινδούς και Πακιστανούς να συγκροτούν τις μεγαλύτερες μεταναστευτικές κοινότητες μετά τους Πολωνούς), το μεγαλύτερο ποσοστό μεταναστών (το ένα τρίτο) στις ΗΠΑ αφορά πληθυσμούς με προέλευση την Κεντρική Αμερική.
Αν και οι ΗΠΑ κατέλαβαν μόνο το έδαφος μιας εξ αυτών, μετατρέποντας ένα μεγάλο μέρος του τότε Μεξικού σε πολιτείες των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, η Ουάσινγκτον ποτέ δεν έπαψε να παρεμβαίνει στις υποθέσεις των χωρών της ηπείρου την οποία θεωρεί προνομιακό χώρο επιρροής της. Η δεκαετία του ’80 ήταν εκείνη της στήριξης αυταρχικών καθεστώτων και ακροδεξιών παραστρατιωτικών οργανώσεων στο όνομα της ανάσχεσης του κομμουνισμού, με αποτέλεσμα χιλιάδες νεκρούς και εκτοπισμένους. Στα έμψυχα θύματα των αιματηρών πολέμων προστέθηκαν και οι ψυχορραγούσες οικονομίες των χωρών της περιοχής, των οποίων το μέσο διαθέσιμο εισόδημα ήταν το 1990 χαμηλότερο του 1980. Η περιφερειακή αστάθεια προκάλεσε το πρώτο μαζικό μεταναστευτικό κύμα, με ένα εκατομμύριο Γουατεμαλτέκων και Σαλβαδοριανών να μετακινούνται με κατεύθυνση τις ΗΠΑ.
Στις αρχές της ίδιας δεκαετίας ο ερχομός της NAFTA σήμανε την αρχή του προβλήματος και για το Μεξικό, αφού η όποια άνθιση του μεταποιητικού τομέα αντισταθμίστηκε από την συρρίκνωση του αγροτικού ο οποίος δεν μπόρεσε ποτέ να συνέλθει. Πρόβλημα που δημιούργησε ευκαιρίες για τους Αμερικανούς παραγωγούς που είχαν και έχουν την πολυτέλεια της φθηνής αγροτικής εργασίας.
Θα ήταν λοιπόν παράδοξο όλες αυτές οι πολλαπλές τραγωδίες να μην οδηγήσουν τους μεσοαμερικανικούς πληθυσμούς στην μετανάστευση. Μετανάστευση που γίνεται με τεράστιο κόστος, αφού στον δρόμο για την βορειοαμερικανική “Γη της Επαγγελίας” οι εξαθλιωμένοι είναι αντιμέτωποι με μια πληθώρα κινδύνων, από τα διασταυρούμενα πυρά αντίπαλων συμμοριών μέχρι την αρπαγή με απώτερο σκοπό το εμπόριο οργάνων ή τη σωματεμπορία.
Την ίδια στιγμή και με βάση την προαναφερόμενη συμφωνία μεταναστευτικής αναμονής 65 χιλιάδες αιτούμενοι ασύλου επιστράφηκαν στο Μεξικό αναμένοντας να λάβουν την ημερομηνία ακρόασης και τον Αύγουστο είχαν γίνει δεκτές μόλις 570 από τις αιτήσεις, γεγονός που σημαίνει πως ο δείκτης αποδοχής των αιτήσεων υπολογίζεται στο 1,3%, μια κολοσσιαία διαφορά σε σχέση με το 21% του 2018. Και η έλευση στην Προεδρία του πιστού στην -διόλου φιλική για την ελεύθερη μετακίνηση των μεταναστών- πολιτική Ομπάμα, Τζο Μπάιντεν, υπόσχεται μικρές ανάσες δίχως να αντιμετωπίζει το πρόβλημα μακροπρόθεσμα.
Παρά ωστόσο τα δρακόντεια μέτρα, την αυστηρή φύλαξη των συνόρων και τις αντιμεταναστευτικές κορόνες, τις δολοφονικές ακροδεξιές συμμορίες των “εκδικητών” και την ασφυκτική πραγματικότητα της πανδημίας, οι μετανάστες της Κεντρικής Αμερικής δεν έχουν τίποτα να χάσουν παρά μόνο την εξαθλίωσή τους. Έτσι, σε μια ειρωνεία της τύχης που παίρνει χαρακτηριστικά νομοτέλειας, δεν φαίνεται πως θα σταματήσουν να κατευθύνονται προς την χώρα που φρόντισε τόσο πολύ για τη δυστυχία τους. Ποντάροντας στις μικρές πιθανότητες να εισακουστούν οι προσευχές τους και να πατήσουν σε αμερικανικό έδαφος, νόμιμα ή παράνομα, είναι αποφασισμένοι για να θρέψουν τις οικογένειές τους και να ξεφύγουν από τον φαύλο κύκλο της βίας να περπατήσουν αυτόν τον δύσκολο δρόμο. Στον δρόμο αυτό υπάρχει μόνο ο τελικός προορισμός και ενδιάμεσες στάσεις. Και το αδιέξοδο είναι μόνο ο γυρισμός.