Η απόφαση που ανακοινώθηκε σχετικά με τους κανόνες λειτουργίας των θεατρικών σκηνών είναι αποκαλυπτική μιας γενικότερης νοοτροπίας, αλλά και του τρόπου λήψης αποφάσεων από επιτροπές που την κρισιμότατη αυτή στιγμή της πανδημίας φέρουν βαρύτατες ευθύνες, τόσο για την υγεία των πολιτών αυτής της χώρας, όσο και για τη βιωσιμότητα ή μη ολόκληρων επαγγελματικών κλάδων.
Προφανώς και ουδείς δύναται ή επιθυμεί να υποκαταστήσει μια επιτροπή απαρτιζόμενη από επιστήμονες που έχουν επιλεγεί για τις γνώσεις τους και την εξειδίκευσή τους σε ένα τομέα εξαιρετικά κρίσιμο αυτή τη στιγμή. Όμως αυτό ουδόλως σημαίνει πως οι όποιες αποφάσεις τους και οι συνέπειές τους τίθενται αυτομάτως και υπεράνω κριτικής ή αμφισβήτησης με λογικά επιχειρήματα. Άλλωστε μέλος της εν λόγω επιτροπής παραμένει η καθηγήτρια Ελένη Γιαμαρέλου, η οποία την άνοιξη ερωτηθείσα για το ζήτημα της Θείας Κοινωνίας στις εκκλησίες, δεν δίστασε να δηλώσει πως είναι πιστή και θα μεταλάβει, διότι πρόκειται για μυστήριο και ο ιός δεν μεταδίδεται με αυτό τον τρόπο.
Η κ. Γιαμαρέλλου όχι μόνον δεν διώχθηκε ποινικά για έκθεση της δημόσιας υγείας σε κίνδυνο, αλλά ξαναχτύπησε το φθινόπωρο: ερωτηθείσα για το συνωστισμό στα λεωφορεία, ως άλλη Μαρία Αντουανέτα συμβούλεψε τους εργαζόμενους να πηγαίνουν στη δουλειά τους με τα πόδια, καθώς κάτι τέτοιο κάνει καλό. Εννοείται πως και πάλι παρέμεινε αμετακίνητη στη θέση της.
Το ποσοστό πληρότητας 30% το οποίο αποφασίστηκε για τις θεατρικές αίθουσες της Αττικής οφείλει να εξηγηθεί αναλυτικά από αυτούς που το επέβαλαν. Επίσης, το Υπουργείο Πολιτισμού δεν γίνεται να μην παίρνει καμία θέση για έναν κλάδο, τον οποίο έχει αφήσει έκθετο από την πρώτη μέρα της πανδημίας μέχρι σήμερα. Η συνυπευθυνότητα με άλλους και η απεμπόληση των ευθυνών για τον τομέα που διαχειρίζεται κανείς είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα.
Οι εύλογες απορίες στις οποίες όλοι οι επαγγελματίες του χώρου δικαιούνται απαντήσεις είναι:
(α) Πού οφείλεται η μεγάλη διαφορά αυτού του ποσοστού πληρότητας με τα αντίστοιχα που ισχύουν στις περισσότερες υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Αν διαφέρουν τα δεδομένα (λ.χ. οι τοπικές συνθήκες, ο αριθμός των κρουσμάτων, ο πληθυσμός ή οτιδήποτε άλλο) αυτό πρέπει να εξηγηθεί αναλυτικά και με την παράθεση των επιχειρημάτων που οδήγησαν σε αυτή τη δρακόντεια απόφαση – διαφορετικά ο καθένας δικαιούται να βγάλει τα συμπεράσματά του και, ελλείψει εξηγήσεων, να φανεί όσο καλόπιστος ή κακόπιστος επιθυμεί.
(β) Πού οφείλεται η συντριπτικά μεγάλη διαφορά αυτού του ποσοστού με τα αντίστοιχα που ισχύουν για άλλους χώρους συγκέντρωσης: λ.χ. πλοία (85%), λεωφορεία (65% με… συνυπευθυνότητα των επιβατών που σε περίπτωση ελέγχου κινδυνεύουν με πρόστιμα!), αεροπλάνα (χωρίς υποχρεωτικό έλεγχο ή καραντίνα για τους εισερχόμενους στη χώρα), σχολεία (με… ολόσωμες μάσκες) και δεν συμμαζεύεται.
Οφείλει κανείς εδώ να υπενθυμίσει πως οι όποιες πολιτιστικές εκδηλώσεις πραγματοποιήθηκαν το καλοκαίρι, έλαβαν χώρα με απόλυτη ασφάλεια, σε υποδειγματικές συνθήκες και ουδείς διανοήθηκε να υπαινιχθεί με επιχειρήματα πως οι θεατές εξετέθησαν σε οποιοδήποτε κίνδυνο.
Υπάρχει ακόμη ένας παράγοντας που οφείλει να εξεταστεί: το κατά πόσον, και για ποιους θεατρικούς χώρους αφήνει περιθώρια βιωσιμότητας η επιβολή οριζόντιου ανώτατου ποσοστού πληρότητας 30%.
Προφανέστατα, η αμφίβολη “θεατρική άνοιξη” της Αθήνας με τις εκατοντάδες πρεμιέρες και τις αμέτρητες μικρές σκηνές έχει λάβει τέλος. Μια αίθουσα 100 θέσεων έχει όριο τους 30 θεατές – αντιλαμβάνεται κανείς τι ισχύει για ακόμα μικρότερες. Ακόμα και με τον πενιχρότερο προϋπολογισμό, για να “βγει” οικονομικά μια παράσταση χρειάζεται παραπάνω εισιτήρια. Τι μένει λοιπόν; Μένουν τα κρατικά θέατρα που, ενδεχομένως και με κάποια αύξηση της κρατικής τους επιχορήγησης, μπορούν να αντέξουν να παίζουν με παθητικό. Μένουν οι παραστάσεις που πραγματοποιούν μεγάλα ιδιωτικά πολιτιστικά ιδρύματα, που επί της ουσίας ποτέ δεν είχαν ιδιαίτερη αγωνία για το αν οι παραγωγές τους θα βγάλουν τα έξοδά τους.
Επίσης, μερικά μεγάλα θέατρα που ακόμα και με 30% πληρότητα χωράνε αρκετό κόσμο, ώστε να αξίζει τον κόπο να παίξουν. Και όσοι ιδιώτες παραγωγοί είτε είναι τόσο αλτρουιστές που δεν τους νοιάζει να χάσουν λεφτά, είτε τόσο αισιόδοξοι που πιστεύουν πως ο κόσμος, διψασμένος για θέατρο μετά από τόσο εγκλεισμό, αλλά και ουσιαστική απαγόρευση της θεατρικής δραστηριότητας, θα σπεύσει να γεμίσει (;) τα καθίσματα που επιτρέπεται να διατίθενται. Όλα αυτά, βεβαίως, αν δεν σπεύσουν και πάλι οι προστάτες της δημόσιας υγείας να διατάξουν νέο κλείσιμο των θεατρικών αιθουσών, που, όπως έχει καταστεί φανερό, αποτελούν εύκολο θύμα όποτε τα πράγματα σφίγγουν από πλευράς κρουσμάτων και διασωληνωμένων και οι επιτροπές οφείλουν να καμωθούν πως παίρνουν μέτρα.
Όλα αυτά που αποτυπωθήκαν εδώ, θα ήταν εξαιρετικά λάθος να θεωρήσει κανείς πως έχουν γραφεί με περιφρόνηση ή αδιαφορία για τη δημόσια υγεία – κάθε άλλο. Το ζήτημα είναι πως, με σχεδόν ολοκληρωτικά κλειστά τα θέατρα, ο αριθμός των κρουσμάτων εξακολουθεί να αυξάνει, και ουδείς πείθεται πως η καταστροφή την οποία θα υποστεί η θεατρική Αθήνα θα αποφέρει το παραμικρό όφελος. Μια τέχνη εξαιρετικά σημαντική τίθεται υπό αναίτιο διωγμό με προσχηματικές αιτίες και ανύπαρκτα αποτελέσματα. Όσο για το υπουργείο Πολιτισμού, όχι μόνον δεν σπεύδει να υποστηρίξει το χώρο με αποζημιώσεις και επιδόματα, αλλά εξακολουθεί με κάθε ευκαιρία να δηλώνει, βολικά, μονότονα και εκ του ασφαλούς, αναρμόδιο. Όμως φτάνει η ώρα που υπουργοί, υπεύθυνοι και μέλη επιτροπών, θα πρέπει να αναλάβουν κι αυτοί την ατομική τους ευθύνη.