ΑΘΗΝΑ
12:53
|
03.05.2024
Περίπου δέκα χρόνια μετά, η παγκόσμια και ελληνική αναταραχή του 2011 συνεχίζει να αποτελεί καρφί στα μάτια των κυρίαρχων τάξεων στον κόσμο και την Ελλάδα.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Περίπου δέκα χρόνια μετά, η παγκόσμια και ελληνική αναταραχή του 2011 συνεχίζει να αποτελεί καρφί στα μάτια των κυρίαρχων τάξεων στον κόσμο και την Ελλάδα.
Το 2011 ήταν ένα έτος παγκόσμιας αναταραχής και σύγκρουσης, ίσως η κορυφαία τέτοια χρονιά μετά το 1968 και το 1989. Με επίκεντρο τις διάφορες και διαφορετικές στο εύρος, τα αιτήματα και το μέγεθος των διακυβευμάτων τους εξεγέρσεις της “Αραβικής Άνοιξης”, ο πλανήτης που δοκιμαζόταν ήδη τρία χρόνια από την οικονομική κρίση, πήρε φωτιά. Από την πλατεία Ταχρίρ στο Κάιρο έως την Γουόλ Στριτ της Νέας Υόρκης και από την πλατεία Πουέρτα ντελ Σολ στη Μαδρίτη έως την πλατεία Συντάγματος στην Ελλάδα. Στη δύση εκείνου του έτους, ακόμη και το περιοδικό Time αναγκάστηκε να αναγνωρίσει το πολιτικά προφανές και δημοσιογραφικά αδιαμφισβήτητο: πρόσωπο της χρονιάς 2011 αναδεικνυόταν ο εξεγερμένος διαδηλωτής σε ένα ιστορικό, αξέχαστο και ανεπανάληπτο, εξώφυλλο.

Στην Ελλάδα, η διαμαρτυρία στις πλατείες ξεκίνησε τη νύχτα της Τετάρτης 25 του Μάη, έπειτα από ένα “ανώνυμο” κάλεσμα στο Facebook (παρεμπιπτόντως, όλοι είναι επώνυμοι στα social media, απλώς κάποιοι επιλέγουν να έχουν ψευδώνυμο – δεν υπάρχουν κουκουλοφόροι ή ρουφιάνοι, παρά μόνο όσοι θέλουν και επιλέγουν να είναι τέτοιοι). Σε αυτό το κάλεσμα, γινόταν λόγος για το ξέσπασμα λαϊκής αγανάκτησης και οργής που είχε καταλάβει τις κεντρικές πλατείες στην Ισπανία, ενάντια στην πολιτική λιτότητας, δημοσιονομικής πειθαρχίας και διάλυσης του κοινωνικού κράτους, που εφάρμοζε η τότε σοσιαλιστική κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Λουίς Θαπατέρο. Ταυτόχρονα, γινόταν έκκληση για μια ανάλογη συγκέντρωση στο Σύνταγμα, όπου οι Αθηναίοι, μιμούμενοι τους Ισπανούς Indignados (Αγανακτισμένους) θα εκδήλωναν την αγανάκτηση και την οργή τους για την παρατεταμένη μέγγενη του πρώτου μνημονίου, που εφάρμοζε ως σχέδιο αργής χρεοκοπίας η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και το οποίο, ας σημειωθεί, υποτίθεται ότι θα είχε ημερομηνία λήξης και πλήρους απαλλαγής της χώρας από τα βάρη της εξυπηρέτησης του χρέους, το φθινόπωρο του 2011 – έτσι τουλάχιστον είχε δηλώσει μεταξύ άλλων, ο υπουργός Οικονομικών, Γιώργος Παπακωνσταντίνου. “Ισπανοί, δείτε, οι Έλληνες κοιμούνται”, έγραφε μεταξύ άλλων το μήνυμα στο χρονολόγιο και τις οθόνες των χρηστών του Facebook.

Οι σχετικά πρωτόβγαλτοι αλλά εξαιρετικά ενεργοί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης Αθηναίοι, και όχι μόνο η νεολαία του Δεκέμβρη του 2008, ανταποκρίθηκαν: στο Σύνταγμα συγκεντρώθηκαν περίπου 20.000 κόσμος. Ίσως ήταν και περισσότεροι. Ανοργάνωτα, ακαθοδήγητα, αυθόρμητα. Το ελληνικό Facebook είχε ανάψει το φυτίλι και το ελληνικό Twitter “ζήλευε”, επειδή είχε χάσει τα πρωτεία ή δεν είχε μπορέσει να δώσει αυτό την αφετηρία της κινητοποίησης. Ήταν κάτι το πρωτοφανές για τα ελληνικά χρονικά. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπορούσαν να επηρεάσουν τις πολιτικές εξελίξεις και να φέρουν κόσμο σε μία συγκέντρωση, όπως είχε συμβεί νωρίτερα στην Αίγυπτο και την Ισπανία.

Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπορούσαν να κινητοποιήσουν, αλλά όχι και να συντονίσουν ή να κατευθύνουν πολιτικά και οργανωτικά το πλήθος που φώναζε αντικυβερνητικά συνθήματα έξω από τη Βουλή – και ορισμένα ήταν πρόχειρα και άστοχα, δανεισμένα από τις ποδοσφαιρικές κερκίδες της χώρας με την ανάλογη φρασεολογία. Αυτή η νέα πραγματικότητα υπήρξε κάτι το καινοφανές ακόμη και για τις εταιρίες-παρόχους των υπηρεσιών κοινωνικής δικτύωσης. Ο κόσμος, οι χρήστες, οι άνθρωποι που αποκτούσαν λογαριασμό στα social media μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν αυτό το εικονικό πεδίο για να προβληματιστούν και να ανταλλάξουν απόψεις, ιδέες και σκέψεις για όσα βίωναν στο υπαρκτό περιβάλλον της καθημερινής υποτίμησης και εξουθένωσης του κόσμου της εργασίας. Και από εκείνη τη στιγμή και με αφετηρία τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του επόμενου έτους, το ποιος γράφει, διαφημίζει, προβάλλει και προπαγανδίζει τι και πότε μέσα στη σφαίρα του διαδικτύου έγινε το άγιο δισκοπότηρο νίκης και επικράτησης για τα κόμματα, τις παρατάξεις, τους υποψηφίους σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης. Ρωτήστε σχετικά και τον πρώτο πρόεδρο των ΗΠΑ, που ουσιαστικά εκλέχτηκε (και) από την υπερδραστηριότητα του, κυρίως φεηκνιουζγραφική, στο Τwitter, τον Ντόναλντ Τραμπ. Αλλά, αυτά είναι μία άλλη ιστορία εκμετάλλευσης, εκφυλισμού και έκπτωσης των μεθόδων και των εργαλείων που πρώτα οι εξεγερμένοι του 2011 χρησιμοποίησαν στις κινητοποιήσεις, τις συγκεντρώσεις και τις διαμαρτυρίες τους.

Όσο προχωρούσε το βράδυ της 25ης Μαΐου, και ενώ ο συγκεντρωμένος κόσμος στο Σύνταγμα δεν διαλυόταν και δεν επέστρεφε στα σπίτια του, τέθηκε το ζήτημα πως οι άνθρωποι αυτοί θα παρέμεναν σε κινηματική εγρήγορση. Με ποια αφορμή, με ποια οργάνωση, με ποιο έναυσμα; Στο κέντρο της Αθήνας υπήρχε και ένας ακόμη δημόσιος και ανοιχτός χώρος συγκέντρωσης διαδηλωτών που εμφορούνταν από το εξεργεσιακό κλίμα της Μαδρίτης και συμπαραστέκονταν στους Ισπανούς διαδηλωτές – ο πεζόδρομος στο Θησείο, έξω από τον σταθμό του Ηλεκτρικού και πολύ κοντά στην ισπανική πρεσβεία.

Εκεί, περίπου τριάντα άτομα, φοιτητές οι περισσότεροι από την Ισπανία που βρίσκονταν με πρόγραμμα Erasmus στην Ελλάδα και ορισμένοι φίλοι και συμφοιτητές τους στις σχολές της Αθήνας, είχαν κατασκηνώσει για μέρες, διαθέτοντας και μία υποτυπώδη μικροφωνική εγκατάσταση. Μία “αποστολή” διαδηλωτών από το Σύνταγμα προσπάθησε να γεφυρώσει τις δύο εστίες συγκέντρωσης με σκοπό να παραμείνει ο κόσμος έξω από τη Βουλή. Η ίδια σκέψη τυραννούσε και τους συγκεντρωμένους στο Θησείο. Το ζήτημα τέθηκε σε ψηφοφορία: 22 ήσαν υπέρ του να οργανωθεί μία νέα συγκέντρωση και κατασκήνωση στο Σύνταγμα, 15 ήσαν κατά. Οι σκηνές ξηλώθηκαν, η μικροφωνική μεταφέρθηκε στα χέρια και τις πλάτες δύο-τριών αγοριών. Το Σύνταγμα θα γινόταν το επίκεντρο των μεγάλων νυχτών και των μικρών ξημερωμάτων που θα ακολουθούσαν για τους επόμενους δύο περίπου μήνες.

Την ίδια εκείνη νύχτα και αφού οι συγκεντρωμένοι στο Θησείο έφτασαν και κατασκήνωσαν στο Σύνταγμα, οργανώθηκε και η πρώτη συνέλευση της πλατείας, που αργότερα διαφοροποιήθηκε ουσιωδώς και από κάθε άποψη, παίρνοντας την προσωνυμία “κάτω πλατεία”. Το γεγονός προκάλεσε έκπληξη σε όλους. Και για την οργάνωση και για το αγκάλιασμα από τον συγκεντρωμένο κόσμο και για την ανοχή σε όλες τις απόψεις των ανθρώπων που πήραν μικρόφωνο για να μιλήσουν και να εκφραστούν, για να στηλιτεύσουν και να αναδείξουν τα προβλήματα που ζούσαν στην πρώτη περίοδο των μνημονίων. Κρατήθηκαν και πρακτικά, προκειμένου να καταγραφούν όλες οι απόψεις και να διοχετευθούν και να κοινοποιηθούν μέσω του διαδικτύου, ορισμένοι έγραφαν πυρετωδώς για να προλάβουν τους χειμαρρώδεις ομιλητές που εναλλάσσονταν ο ένας μετά τον άλλον, πάνω από 80 άτομα μίλησαν εκείνο το πρώτο βράδυ. Όπως μπορεί κανείς σήμερα να διαπιστώσει με μία απλή αναζήτηση στο διαδίκτυο, τότε, τα πρώτα πρακτικά, τις εκκλήσεις, τα μηνύματα ή τις οργανωτικές και προγραμματικές προθέσεις των Αγανακτισμένων, φιλοξενούσαν αρκετές ιστοσελίδες και ιστότοποι που σήμερα πλαστογραφούν τα γεγονότα, νοθεύουν την αλήθεια και ψευδολογούν ασύστολα, χρεώνοντας στις πλατείες (ή, στην “πάνω πλατεία”) την ύπαρξη και την άνοδο της νεοναζιστικής, Χρυσής Αυγής.

Το αυθεντικό χρονικό

Η πρώτη συνέλευση στο Σύνταγμα κατόρθωσε να κρατήσει τον κόσμο στην πλατεία, παρά τις αντίξοες καιρικές συνθήκες των πρώτων ημερών: την Πέμπτη, 26 του Μάη και την Παρασκευή, 27 του Μάη, έβρεχε καταρρακτωδώς κατά διαστήματα και οι σκηνές βυθίστηκαν στη λάσπη. Αυτή η επιτυχία που δεν ακολουθούσε το (αντι)παράδειγμα των διαδηλώσεων και των απεργιών, οι οποίες διαλύονταν σε προκαθορισμένη ώρα και με “συντεταγμένο” τρόπο, ανησύχησε όσους έπρεπε να ανησυχήσει. Ορισμένοι άρχισαν να καταφεύγουν σε φτηνά τρικ και κολπάκια συστημικής ενσωμάτωσης και πολιτικού πατερναλισμού των συγκεντρωμένων, με σκοπό η αγανάκτηση και η οργή να προκαλέσει αποκλειστικά και μόνο εσωτερικό πρόβλημα συνοχής στην κυβέρνηση Παπανδρέου και αμφισβήτησης στον ίδιο τον πρωθυπουργό.

Megaλα τηλεοπτικά δίκτυα διέκοπταν το πρόγραμμα τους για να δείξουν τις εικόνες από το ξεχειλισμένο Σύνταγμα, κάνοντας ζουμ αποκλειστικά και μόνο στην “πάνω πλατεία” και τους συγκεντρωμένους της και εκφράζοντας ευμενή σχόλια για την κινητοποίηση του “αυθόρμητου” και “ακομμάτιστου” πλήθους. Υπουργοί της κυβέρνησης, όπως ο Ευάγγελος Βενιζέλος, ζητούσαν “καλόπιστα” να τον επισκεφτούν εκπρόσωποι των διαδηλωτών για να συζητήσουν μαζί του, τα προβλήματα που έθεταν. “Αντιπρόσωποι” των Αγανακτισμένων έπιασαν στασίδι στα τηλεπαράθυρα, ενώ στην πραγματικότητα, όλοι και όλες τους, ήταν εντελώς άγνωστα πρόσωπα της κινητοποίησης και δεν ήξεραν, για παράδειγμα, πού έπεφτε η οδός Όθωνος ή τι ήταν η “Ομάδα Ψυχραιμίας”.

Σεσημασμένα στελέχη της ΔΑΠ-ΝΔΦΚ έκαναν τις δικές τους, διακριτές και διαφοροποιημένες, συγκεντρώσεις με ελληνικές σημαίες στην λεωφόρο Αμαλίας, φωνάζοντας τα ανάλογα, γηπεδικού ύφους και αγελαίου ήθους, συνθήματα εναντίον της κυβέρνησης και του ΠΑΣΟΚ. Συνοδοιπόροι του προέδρου του ΛΑΟΣ, Γιώργου Καρατζαφέρη έστηναν τις δικές τους σκηνές, στο πεζοδρόμιο της “πάνω πλατείας” και απέναντι από το ξενοδοχείο “Μεγάλη Βρετανία”, με την αρχαιοελληνικής έμπνευσης επωνυμία “Οι 300”, περιμένοντας την ώρα που θα έθεταν υποψηφιότητα ως βουλευτές στην Εύβοια και τη Στερεά και θα καταποντίζονταν μαζί με τον αρχηγό τους, που μήνες αργότερα, έβαζε πλάτη στη συγκυβέρνηση ΠΑΣΟΚ-ΝΔ-ΛΑΟΣ με πρωθυπουργό τον τραπεζίτη Λουκά Παπαδήμο και αντικείμενο διακυβέρνησης το δεύτερο μνημόνιο.

Πρόθυμοι δημοσιογραφικοί απολογητές του κατεστημένου και παρασκηνιακοί παίκτες του ελληνικού κεφαλαίου έφτιαχναν και διακινούσαν για πρώτη φορά, πολιτικά σενάρια εκτόνωσης της κατάστασης μέσω μίας κυβέρνησης συνεργασίας όπου τα ονόματα πρωθυπουργών έδιναν και έπαιρναν – από τον παλιό Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλο έως τον τραπεζίτη Γιάννη Στουρνάρα.
Και η Χρυσή Αυγή έχυνε τον οχετό της από τις ιστοσελίδες της, καθυβρίζοντας τα “κομματόσκυλα” και τους “βολεμένους”, που έχαναν τα “προνόμια” τους και έβγαιναν στους δρόμους “για να σώσουν το τομάρι τους”.

Αυτό ήταν το κλίμα που ήθελαν και επιδίωκαν να διαμορφώσουν ορισμένοι για τη λεγόμενη “πάνω πλατεία”, την οποία αρχικώς παρατηρούσαν με αδιαφορία, αν όχι και με ανοχή, οι δυνάμεις των ΜΑΤ οι οποίες βρίσκονταν παραταγμένες πίσω από τα κιγκλιδώματα, που έκαναν για πρώτη φορά την εμφάνιση τους, εκείνες τις μέρες και μπροστά από τον Άγνωστο Στρατιώτη.
Στην “κάτω πλατεία”, από την άλλη πλευρά, σημαντικά τμήματα είτε της θεσμικής είτε της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς πίστεψαν ότι είχαν βρει το νερό για να κολυμπήσουν σαν τα ψάρια. Άλλοτε, με οργανωτική επιτυχία και προσήλωση, άλλοτε όχι. Άλλοτε με σοβαρότητα λόγων και έργων και άμυνες στις προβοκάτσιες και τα διαλυτικά φαινόμενα από “φυτευτούς” του παρακράτους και διάφορα, περιθωριακά και απολιτικά στοιχεία, και άλλοτε όχι. Άλλοτε με γνήσιο ενδιαφέρον για όσα ουσιαστικά και αγωνιώδη ο κόσμος έλεγε και περιέγραφε από μικροφώνου και διά της φυσικής του, πολυπληθέστατης και σταθερής, παρουσίας, και άλλοτε όχι.

Το όλο ζήτημα ήταν και είναι ότι οι πλατείες (όχι μόνο στο Σύνταγμα, αλλά και σε όλη την Ελλάδα) παρήγαγαν πολιτικό γεγονός πρώτης γραμμής και σημασίας, το οποίο όχι και τόσο έγκαιρα αντιλήφθηκαν και τα συνδικάτα που σύρθηκαν, ουσιαστικά, στις διήμερες απεργίες στις 29 και 30 Ιουνίου. Επιπλέον, και ενώ η “πάνω πλατεία” είχε αρχίσει να κουράζεται, για να το θέσουμε ήπια, να φυλλοροεί και να αναχωρεί, τα ΜΑΤ και οι μηχανισμοί κρατικής καταστολής δεν είχαν κανέναν λόγο για να επιδεικνύουν αδιαφορία και ανοχή στην “κάτω πλατεία”.

Η δημοκρατία (ή καλύτερα, η έμμεση κοινοβουλευτική δημοκρατία, για να θυμηθούμε τη διαφοροποίηση στην οποία επέμεναν οι ανοιχτές αμεοσδημοκρατικές διαδικασίες της “κάτω πλατείας”) και το κράτος έδειξαν τη χημική και διά του γκλομπ σύσταση του μονοπωλίου που κατέχουν στη βία, κατά τη βεμπεριανή φράση.

Μόνο την πρώτη μέρα, στις 29 Ιουνίου και μόνο στο νοσοκομείο “Ευαγγελισμός” είχαν διακομιστεί 49 τραυματίες, άλλοι με βαριές κακώσεις και αιματώματα στα κεφάλια και άλλοι με σοβαρά, αναπνευστικά προβλήματα από τον χημικό πόλεμο που είχε εξαπολύσει η κυβέρνηση Παπανδρέου – με υπουργό κατ’ ευφημισμό “Προστασίας του Πολίτη” τον Χρήστο Παπουτσή. Παρά τη βία, η πλατεία Συντάγματος και οι υπόλοιπες πλατείες άντεξαν την εξωτερική πίεση και την κρατική επίθεση. Όμως δεν άντεξαν την εσωτερική κόπωση και τα φαινόμενα αποπροσανατολισμού και εκφυλισμού που, δυστυχώς, ανέκυψαν, καθώς και τη νυχτερινή έφοδο των ΜΑΤ που διέλυσε έναν προ πολλού εγκαταλειμμένο από το μεγάλο πλήθος και το μεγάλο πάθος καταυλισμό, προκειμένου τα… τσαντίρια (κατά την κοινωνικά φορτισμένη και μειωτική έκφραση ενός πάλαι ποτέ “προασπιστή” των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δημάρχου Αθηναίων) να απομακρυνθούν, για να ξεκινήσει “απρόσκοπτα” η τόσο διαφημισμένη τουριστική περίοδος.

Η αθέατη κληρονομιά

Η κληρονομιά, όμως του 2011 δεν χάθηκε: η πραγματική, η αυθεντική κληρονομιά που δεν περιορίζεται και δεν προσδιορίζεται από εκλογικές επιλογές, “απορροφητικές” αναθέσεις και προκάτ διαδικασίες στο πλαίσιο αποκλειστικά και μόνο της κοινοβουλευτικής και θεσμικής δημοκρατίας. Και σε καμία περίπτωση δεν υπάρχει κληρονομιά της “πάνω πλατείας” – εκτός αν με αρκετή φαντασία συμπεριλάβουμε σε αυτήν, την εκλογική στάση των σωμάτων ασφαλείας και ειδικά των ΜΑΤ που ψήφισαν σε ποσοστό 50% τη Χρυσή Αυγή, στα ειδικά εκλογικά τμήματα της Καισαριανής και των Αμπελοκήπων και τις διαδοχικές, εκλογικές αναμετρήσεις του 2012.
Η πραγματική κληρονομιά του 2011 και των Αγανακτισμένων της “κάτω πλατείας” βρίσκεται στα δεκάδες δίκτυα αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας που φτιάχτηκαν στην Ελλάδα μετά το τέλος του εξεγερσιακού εκείνου καλοκαιριού: κοινωνικά ιατρεία και φαρμακεία, συλλογικές κουζίνες, τράπεζες τροφίμων και χρόνου, δανειστικές βιβλιοθήκες, συγκεντρώσεις αγαθών για άνεργους, άστεγους και μετανάστες, είτε με μόνιμο είτε με αποσπασματικό χαρακτήρα.

Τα περισσότερα από αυτά γεννήθηκαν και διαμορφώθηκαν, ως ιδέες και σύνολα κοινωνικής δράσης και παρέμβασης, μέσα στις πλατείες του ’11, στην Αθήνα και αλλού. Η κοινωνία που βγήκε στις πλατείες ήταν σε μεγάλο ποσοστό τα ίδια πρόσωπα και οι ίδιοι άνθρωποι που αυτοοργανώθηκαν και κινητοποιήθηκαν για την επιβίωση και την ανακούφιση όσων πλήττονται περισσότερο και βαρύτερα από τα δέκα και πλέον χρόνια εφαρμοσμένου νεοφιλελευθερισμού και κρισιακού καπιταλισμού στην Ελλάδα.
Για όλους όσοι ψάχνουν και μετρούν ακόμη ψήφους και αναθέσεις, αξίζει μια υπενθύμιση των πρώτων εκλογών μετά τις πλατείες, στις 6 του Μάη 2012, οπότε είχε προσέλθει στις κάλπες μόνο το 67% των εκλογέων και κανένα κόμμα δεν ξεπέρασε τον συντριπτικά χαμηλό πήχη του 18,85% Τόσο ήταν το ποσοστό της πρώτης σε δύναμη ΝΔ του Αντώνη Σαμαρά, που κατέγραψε τη χειρότερη εκλογική επίδοση κόμματος εξουσίας και της ελληνικής Δεξιάς, σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις του 20ου αιώνα και της μεταπολίτευσης. Σίγουρα, αναλαμπή των πλατειών είναι και το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου 2015 – άλλο το πως αυτό κατέληξε, με όλες τις σημασίες της λέξης, στα χέρια του πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα και της ηγετικής ομάδας του κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ. Το ταξικό ρήγμα που μεγάλωσε η οικονομική κρίση και αποκάλυψε τα όρια και τους όρους της περίφημης “μεσαίας τάξης” στην Ελλάδα παραμένει ενεργό.

Ίσως για αυτό αναζωπυρώθηκε το πλαστογραφικό και διαστρεβλωτικό “ενδιαφέρον” για το 2011 και τους Αγανακτισμένους, με αφορμή την καταδίκη της Χρυσής Αυγής, η οποία έχει ήδη νερωθεί αρκετά στην επιμέτρηση των ποινών. Το ζήτημα δεν είναι να “ανευρεθεί” η μήτρα που κυοφόρησε τον νεοναζισμό στην Ελλάδα – και μάλιστα σε τόπο και χρόνο κατά τους οποίους οι χρυσαυγίτες ασχημονούσαν εναντίον του κινήματος που αναπτυσσόταν σε όλη την Ελλάδα. Το ζήτημα για τους κρατούντες είναι να μην υπάρξουν ξανά πλατείες, Αγανακτισμένοι και ογκώδεις διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες. Το ζήτημα είναι να μην απειληθεί η κυβέρνηση της ΝΔ και του Κυριάκου Μητσοτάκη από την κοινωνία και τον λαό, έξω και πέρα από τα συνήθη, δημοκρατικά και κοινοβουλευτικά, κανάλια και να μην καταποντιστεί αύτανδρο το “αφήγημα” για τις δήθεν “επιτυχίες” της, συμπαρασύροντας πρωθυπουργό, υπουργικό συμβούλιο και κόμμα στη χλεύη και την εξαφάνιση. Το ζήτημα για ορισμένους σήμερα, είναι να “χαρίσουν” τις πλατείες στην ακροδεξιά, για να την ξαναβγάλουν στους δρόμους ως “πέμπτη φάλαγγα” του κράτους και του συστήματος, οπότε και αν αυτό κριθεί απαραίτητο.

Όλα είναι ανοικτά

Η πραγματική κατάσταση στην οικονομία, την κοινωνία και τη δημόσια υγεία δείχνει ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα νέο “2011” – όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά διεθνώς. Όλη η κοινωνικά εκρηκτική ύλη βρίσκεται συγκεντρωμένη ξανά στη σκιά της πανδημίας του κορονοϊού, στη ραγδαία επιδείνωση της φτώχειας και την εκ νέου αύξηση της ανεργίας. Το σχεδόν παγκόσμια εξεγερσιακό 2011 παραμένει ένα καρφί στα μάτια των κυρίαρχων τάξεων στην Ελλάδα και παντού και κάποιοι νομίζουν εσφαλμένα ότι κλείνουν τους λογαριασμούς τους μαζί και εναντίον του, πλαστογραφώντας και υποσκάπτοντας τις πολιτικές και κοινωνικές καταβολές του.

Ο πανικός τους δεν κρύβεται και έχει κάτι από την υπαρξιακή αγωνία και το άγχος που επεδείκνυαν συστημικοί αρθρογράφοι, όπως ο δημοσιογράφος, Στέφανος Κασιμάτης στην “Καθημερινή”, ο οποίος, το φθινόπωρο του 2011, ελάχιστους μήνες μετά τις πλατείες, αναζητούσε έναν νέο Χόκσγουερθ για να σώσει τον αστισμό στην Ελλάδα: ο υποστράτηγος Τζον Χόκσγουερθ ήταν ο αξιωματικός που είχε υποκαταστήσει ουσιαστικά τον Ρόναλντ Σκόμπι στην αρχηγία των βρετανικών στρατευμάτων κατά τις μάχες του Δεκέμβρη του 1944. Για να μην ξεχνάμε και για να θυμόμαστε ποιοι και πότε καταφεύγουν στη βία και μάλιστα την ένοπλη για να προστατέψουν και να διαφυλάξουν τα ταξικά τους συμφέροντα και καθεστώτα.
Επομένως, η αλήθεια για το 2011 δεν βρίσκεται στο παρελθόν, αλλά στο άμεσο μέλλον.

Μια χώρα, μία Ελλάδα στον διπλό κυκλώνα της οικονομικής ύφεσης και της υγειονομικής κρίσης, με κυβέρνηση ξεκάθαρου ταξικού προσανατολισμού και εξίσου ξεκαθαρισμένου και αδυσώπητου, κοινωνικά εξοντωτικού, προγραμματισμού, δεν ξορκίζει το παρελθόν, διαστρεβλώνοντας γεγονότα και πραγματικότητες του 2011 – παλεύει να ξορκίσει το μέλλον που καταφτάνει καλπάζοντας γοργά. Γιατί όπως το 1989 δεν τελείωσε η ιστορία, έτσι και το 2011, δεν τελείωσε ούτε εξαντλήθηκε η αγανάκτηση, αν και όπως παρατηρούσε ο Πέδρο Ινγκράο, “η αγανάκτηση δεν αρκεί”. Σωστά – χρειάζονται εκείνα τα πολιτικά και κοινωνικά υποκείμενα που θα μετουσιώσουν την αγανάκτηση σε έργο, πρόγραμμα και συγκρουσιακή, δημοκρατική απάντηση στο κυρίαρχο “αφήγημα”, χωρίς δεύτερες σκέψεις και χωρίς kolotoumbes.

Οψόμεθα. Η ιστορία θα δείξει, ίσως και πιο σύντομα από ό,τι μπορούμε να φανταστούμε. Το 2011 δεν βρίσκεται πίσω, όπως δεν βρίσκεται χαμένο κάπου στις σκόνες και τις αράχνες του χρόνου το 1968, με τη διαρκή πάλη για τα δικαιώματα, την ισότητα και τον εκδημοκρατισμό μιας κοινωνικής και πολιτικής ζωής που συμπεριλαμβάνει τις γυναίκες, τους ομοφυλόφιλους, τους μετανάστες, τους αποκλεισμένους και τους περιθωριοποιημένους του πλανήτη. Όλα είναι ανοιχτά, όλα είναι μπροστά, όλα είναι μέσα και ακόμη στο παιχνίδι. Εντέλει, τα 200 χρόνια από την επανάσταση του 1821 μπορεί να εορταστούν με πολύ διαφορετικό τρόπο από εκείνον που σχεδιάζουν το Μέγαρο Μαξίμου, οι συνήθεις ύποπτοι παρατρεχάμενοι και κολαούζοι και η ειδική επιτροπή με επικεφαλής τη Γιάννα Αγγελοπούλου – Δασκαλάκη.
Όλα είναι ανοιχτά. Καλύτερα από όλους φαίνεται να το αντιλαμβάνονται εκείνοι που προσπαθούν να πλαστογραφήσουν το παρελθόν του 2011, φοβούμενοι το μέλλον της επόμενης χρονιάς και των νέων πλατειών που αυτή μπορεί να κυοφορεί.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα