Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ενέκρινε την πιθανή πώληση τριών οπλικών συστημάτων στην Ταϊβάν, συμπεριλαμβανομένων 135 πυραύλων Κρουζ που έχουν βεληνεκές ικανό να πλήξει στόχους στην ηπειρωτική Κίνα, εκτιμώμενης αξίας 1 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ενημέρωσε το Πεντάγωνο το αμερικανικό Κογκρέσο την Τετάρτη (21/10).
Η Ουάσινγκτον, στοχεύοντας στην κινεζική επιρροή που διατηρεί η Κίνα στην περιφέρεια, ενέκρινε επιπλέον την πώληση, 11 αυτοκινούμενων εκτοξευτήρων ρουκετών HIMARS εκτιμώμενης αξίας 436 εκατ. δολαρίων, καθώς και 6 αισθητήρων και συστημάτων απεικόνισης MS-110 Recce προορισμένων για την αναγνώριση από αέρος, εκτιμώμενης αξίας 367 εκατ. δολαρίων.
Το συνολικό τίμημα του πακέτου αυτού εξοπλισμών ξεπερνά τα 1,8 δισεκ. δολάρια.
Η κυβέρνηση Τραμπ έχει αποφασίσει να προχωρήσει σε πωλήσεις πέντε προηγμένων εξοπλιστικών συστημάτων συνολικής αξίας 5 δισεκ. δολαρίων στην Ταϊβάν, μετέδωσε το πρακτορείο Ρόιτερς την περασμένη εβδομάδα, καθώς συνεχίζει να κλιμακώνει την πίεση στην Κίνα.
Αναμένεται να ακολουθήσουν και άλλες ειδοποιήσεις, για την πώληση μη επανδρωμένων αεροσκαφών της General Atomics και πυραύλων κατά πλοίων επιφανείας Harpoon.
Το Στέιτ Ντιπάρτμενττ ανέφερε ότι οι πωλήσεις αυτές έχουν στόχο να εξυπηρετήσουν “τα οικονομικά συμφέροντα» και την “εθνική ασφάλεια” των ΗΠΑ, καθώς θα επιτρέψουν στην Ταϊβάν να “εκσυγχρονίσει τις ένοπλες δυνάμεις της” και να αποκτήσει “αξιόπιστες αμυντικές δυνατότητες”.
Οι πύραυλοι Κρουζ αέρος-εδάφους που αποκαλούνται Standoff Land Attack Missile Expanded Response (SLAM-ER) έχουν μέγιστο βεληνεκές 270 χιλιομέτρων, μεγαλύτερο από την έκταση του στενού της Ταϊβάν, που χωρίζει τη νήσο από τις κινεζικές ακτές.
Το Πεκίνο θεωρεί πάντα την Ταϊβάν αναπόσπαστο τμήμα της κινεζικής επικράτειας και έχει καλέσει επανειλημμένως τις ΗΠΑ “να σεβαστούν και να αναγνωρίσουν την εξαιρετική ευαισθησία της Κίνας στο ζήτημα της Ταϊβάν”.
Η Ουάσινγκτον επισήμως έχει διακόψει τις διπλωματικές σχέσεις της με την Ταϊπέι από το 1979, όταν αναγνώρισε το Πεκίνο, αλλά παρότι στη θεωρία εφαρμόζει την πολιτική της “ενιαίας” Κίνας, παραμένει η βασική προστάτιδα δύναμη της Ταϊβάν και ο υπ’ αριθμόν ένα προμηθευτής όπλων του στρατού της.
Η κυβέρνηση του Τραμπ επιτάχυνε τα τελευταία χρόνια την πώληση αμερικανικών οπλικών συστημάτων στις ένοπλες δυνάμεις της νήσου. Πρόσφατα οριστικοποιήθηκε η σύμβαση για την αγορά 66 αεροσκαφών F-16 νέας γενιάς, που μπορεί να φθάσει ακόμη και τα 90 αεροπλάνα.
Η επίσημη ειδοποίηση του Πενταγώνου δίνει θεωρητικά στο Κογκρέσο προθεσμία τριάντα ημερών για να προβάλει ένσταση στις πωλήσεις αυτές, κάτι όμως μάλλον απίθανο, αφού Ρεπουμπλικάνοι και Δημοκρατικοί γενικά ακολουθούν την ίδια προσέγγιση όσον αφορά την Ταϊβάν και ιδίως την άμυνά της.
Η πρεσβεία της Κίνας στις ΗΠΑ δεν έχει αντιδράσει μέχρι στιγμής στην εξέλιξη και δεν απάντησε όταν της ζητήθηκε σχόλιο από το πρακτορείο ειδήσεων Ρόιτερς.
Το υπουργείο Εξωτερικών της Κίνας είχε τονίσει την περασμένη εβδομάδα ότι κάθε παράδοση όπλων στην Ταϊβάν από μέρους της Ουάσινγκτον πλήττει την εθνική κυριαρχία και την εθνική ασφάλεια της ασιατικής χώρας, καλώντας την αμερικανική κυβέρνηση να ακυρώσει τις σχεδιαζόμενες πωλήσεις και προειδοποιώντας πως το Πεκίνο, “ανάλογα με το πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση”, θα μπορούσε να προχωρήσει σε μια “νόμιμη αντίδραση”.
Ο σύμβουλος εθνικής ασφαλείας του Λευκού Οίκου, ο Ρόμπερτ Ο’ Μπράιεν, παρότρυνε την περασμένη εβδομάδα την Ταϊβάν να “εξοπλιστεί” για να προστατευθεί από μια πιθανή “εισβολή” της Κίνας.