Το σύνθετο ζήτημα των χρήσεων (και κατα-χρήσεων) της υλικής αρχαιότητας έχει μακρά ιστορία στην Ευρώπη. H ίδια η αρχαιολογία αναδύθηκε ως επιστημονικός κλάδος κατά τον 17ο και 18ο αιώνα, παράλληλα με τη διαδικασία συγκρότησης των εθνικών κρατών, προσφέροντας στις νεοσύστατες αυτές κοινότητες τα υλικά τεκμήρια της σύνδεσής τους με τους προγόνους τους και συμβάλλοντας στην αναγκαία τόνωση του λαϊκού εθνικού αισθήματος. Η χρησιμοποίηση, κατά το δοκούν, της υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς από τις εκάστοτε εξουσίες υπήρξε και είναι ως και σήμερα δεδομένη, ενώ οι ιστορικές και κοινωνικές εκφάνσεις και τα αποτελέσματά της έχουν γίνει αντικείμενο ανάλυσης από τις σύγχρονες τάσεις της αρχαιολογικής επιστήμης.
Ως εκ τούτου, ορισμένα από τα τραγικά νέα της πρόσφατης ειδησεογραφίας δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσουν, όσο και αν μας τρομάζουν. Ο ευρύτερος οικονομικός και γεωστρατηγικός ανταγωνισμός ανάμεσα στην Τουρκία και τη Γαλλία ήρθε να αποτυπωθεί στην πολιτιστική διαχείριση, διαμέσου της αντίθεσης απεικόνιση-εικονοκλασία. Έτσι, αφού η (απαγορευμένη από το Κοράνι) απεικόνιση του Μωάμεθ στις προσόψεις κυβερνητικών κτιρίων θεωρήθηκε από τον Γάλλο Πρόεδρο ως η ενδεδειγμένη απάντηση στην τρομοκρατική επίθεση και τον αποκεφαλισμό του καθηγητή Σαμυέλ Πατί στο Παρίσι, η ανταπάντηση ήρθε με την κάλυψη των αριστουργηματικών ψηφιδωτών της Μονής της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη.
Τα αποτελέσματα αυτού του ιδιότυπου πόλεμου φθοράς “διά πολιτισμικών αντιπροσώπων” είναι καταστροφικά. Από τη μία πλευρά οι τρομοκρατικές επιθέσεις της αντιδυτικής μερίδας του πολιτικού Ισλάμ αυξάνονται στη Γαλλία, αλλά και διεθνώς, ενώ την ίδια στιγμή χάνεται από την παγκόσμια ορατότητα το σημαντικότερο καλλιτεχνικό μνημείο της βυζαντινής Παλαιολόγειας Αναγέννησης.
Στα καθ’ υμάς, ενώ οι ποικίλες χρήσεις (και αρκετά συχνά καταχρήσεις) της υλικής αρχαιότητας ως εθνικού πολιτισμικού κεφαλαίου χρονολογούνται από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, παράγοντας συγκεκριμένα οικονομικά, ιδεολογικά και κοινωνικά οφέλη για την εντόπια αστική τάξη, παρατηρείται τον τελευταίο καιρό μία εμφανής τάση απαξίωσής της από τους κρατικούς υπευθύνους. Οι επιλογές της αρμόδιας Υπουργού σε κεντρικά προβλήματα διαχείρισης φαίνεται πως βάζουν σε πρώτο πλάνο (ιδιωτικές) οικονομικές και όχι πολιτιστικές προτεραιότητες. Οι αντιδράσεις που έχουν προκαλέσει μέχρι στιγμής η απόφαση για την απόσπαση και μεταφορά του αρχιτεκτονικού συμπλέγματος της Decumanus Maximus από τον Σταθμό Βενιζέλου στο μετρό Θεσσαλονίκης, η θετική γνωμοδότηση του (καταλλήλως ανασχηματισμένου) Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου στο αίτημα εταιριών ενέργειας για εγκατάσταση ανεμογεννητριών στον αρχαιολογικό χώρο της Κοιλάδας των Μουσών στον Ελικώνα, αλλά και η εντελώς πρόσφατη “σκυροδεματική” παρέμβαση στον λόφο της Ακρόπολης μαρτυρούν για το γεγονός πως η κρατική μέριμνα για την “εθνική κληρονομιά” παρεκκλίνει κραυγαλέα των παραδοσιακών στόχων της.
Αν σε μια μακρά προηγούμενη περίοδο η φροντίδα και η ανάδειξη των αρχαιολογικών μνημείων συνδεόταν άμεσα με τη νομιμοποίηση της ισχύος του ελληνικού κράτους (και των κοινωνικών μερίδων που το διαχειρίζονταν), στο νεοελληνικό παρόν της σοβούσας οικονομικής και κοινωνικής κρίσης προωθείται η εργαλειακή πολιτιστική διαχείριση και το μέγιστο οικονομικό όφελος.
Για τον Pierre Bourdieu, το “συμβολικό κεφάλαιο” είναι εκείνο που είναι ικανό για συσσώρευση όταν το οικονομικό δεν επαρκεί ή δεν αναγνωρίζεται. Στην Ελλάδα της οικονομικής και κοινωνικής κατάρρευσης, και ενόσω η νομιμοποίηση της κρατικής ισχύος έχει γίνει αποκλειστική αρμοδιότητα του Υπουργείου Πολιτισμού, φαίνεται πως καθίσταται πιο επικερδής η αναίρεση οποιωνδήποτε ιστορικών και πολιτιστικών συμβολισμών, αν πρόκειται να διευκολυνθούν οι πολυπόθητες “επενδύσεις”. Όπως και στα ζητήματα του περιβάλλοντος, έτσι και στα προβλήματα της υλικής αρχαιότητας, το δόγμα είναι σταθερό και ενιαίο: προτεραιότητα, με κάθε κόστος, στην “ανάπτυξη”. Ως εκ τούτου, οι μελλοντικές ανεμογεννήτριες στην Κοιλάδα των Μουσών, αν τελικά εγκατασταθούν παρόλες τις αντιδράσεις των επιστημόνων και της τοπικής κοινωνίας, θα αποτελούν κατά ειρωνικό τρόπο και αυτές ένα μνημείο, τουλάχιστον για τον ιστορικό του μέλλοντος. Μνημείο κατάχρησης, καταστροφής και παρακμής, υλικής και πολιτισμικής.