Όπως ήδη γνωρίζουν οι επιμελείς αναγνώστες του “Κοσμοδρομίου”, σε άλλα ηλιακά συστήματα δυστυχώς δεν πρόκειται να πάμε στο ορατό μέλλον· επομένως η μόνη ελπίδα που απομένει σε μας τους μισανθρώπους είναι η επέκταση, αυστηροποίηση και ει δυνατόν μονιμοποίηση για πάντα των λοκντάουν, ακόμα κι όταν δεν θα υπάρχει λόγος σχετιζόμενος με τη δημόσια υγεία που να τα επιβάλλει.
Με αυτήν την έννοια είμαστε (οι μισάνθρωποι) ενθουσιωδώς θετικοί σε προτάσεις υπέρ του λοκντάουν που κυκλοφορούν στη δημόσια σφαίρα, αν και, ως ανήκοντες σε μία κατηγορία που στις τάξεις της συχνά βρίσκονται “επιστήμονες” διαφόρων χρωμάτων και γεύσεων, πτυχιούχοι, κάτοχοι διδακτορικών και επαγγελματίες της στατιστικής σε ποσοστά υψηλά σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό, ενίοτε νιώθουμε μια ορισμένη δυσανεξία απέναντι στα επιχειρήματα που επιστρατεύονται προς αυτή την κατεύθυνση.
Για του λόγου το αληθές, ας δούμε τα πρόσφατα πάθη του όρου “ανοσία της αγέλης”. Η ανοσία αγέλης είναι ένα μέτρο της ανοσίας που έχει επιτευχθεί, αν έχει επιτευχθεί είτε δια της φυσικής οδού ή με εμβόλιο. Μάλιστα ο όρος πρώτα χρησιμοποιήθηκε από κτηνίατρους και μετά πέρασε στην περιγραφή ανθρώπινων πληθυσμών για πρώτη φορά περιγράφοντας την ιλαρά (και μετά την διφθερίτιδα) τη δεκαετία του ’30, όταν δεν υπήρχαν εμβόλια για αυτές τις εξαιρετικά μεταδοτικές ασθένειες (πολύ πιο μεταδοτικές από τον Sars-CoV-2). Όπως λέει και η Wikipedia: “ο όρος αναγνωρίστηκε ως ένα φυσικό φαινόμενο [naturally occurring phenomenon] τη δεκαετία του 1930, όταν ο A. W. Hedrich δημοσίευσε έρευνα στην επιδημιολογία της ιλαράς στην Βαλτιμόρη και παρατήρησε ότι όταν αρκετά παιδιά είχαν αποκτήσει ανοσία τότε ο αριθμός των νέων μολύνσεων παροδικά μειωνόταν ακόμα και ανάμεσα σε επιδεκτικά σε μόλυνση παιδιά”. Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να βρουν περισσότερες ιστορικές λεπτομέριες στην ειδικευμένη βιβλιογραφία.
Οι Αριθμοί
Αλλά περισσότερο προβληματική είναι η χρήση των αριθμών, των ποσοστών, των στατιστικών που ξαφνικά και ορμητικά μπούκαραν στην καθημερινή μας ζωή, συχνά ως σημειακές προβλέψεις αναγωγής στον γενικό πληθυσμό, για θανάτους και κρούσματα, του τύπου: “αν η θνητότητα είναι 2-3%, τότε στην Ελλάδα χωρίς λοκντάουν θα πεθάνουν τουλάχιστον 200000 άνθρωποι”. Υπάρχουν πολλά προβλήματα με τέτοιου τύπου προβλέψεις, η κυριότερη από τις οποίες είναι (όπως συχνά λένε και οι έγκυροι δημοσκόποι μας, όταν κάνουν λάθος πρόβλεψη, δηλαδή πάντα) ότι η στατιστική δεν κάνει προβλέψεις, είναι ένα στιγμιότυπο της πραγματικότητας μια συγκεκριμένη στιγμή και όχι “μαντεψιά” για τα μελλούμενα.
Υπάρχει και ένα άλλο πρόβλημα με τις προβλέψεις της στατιστικής: ότι συνήθως στέκονται σε ένα μόνο νούμερο (άντε δύο το πολύ). Συνήθως στη στατιστική, αφού με κόπο έχουμε κατακτήσει τη συνολική εικόνα του προβλήματος, εικόνα που ξεκινάει από την ακριβή γνώση των παραμέτρων του και αφού “χτίσουμε” ένα μαθηματικό μοντέλο για αυτό, μετά δίνουμε για τα κρίσιμα μεγέθη εκτιμήσεις μέσα σε εύρη, ζώνες σχετικής βεβαιότητας. Και αυτά όλα έχοντας κατακτήσει το λιγότερο γνώση της ορολογίας, των σχετικών σφαλμάτων, της μεθοδολογίας κτλ. κτλ.
Μιλώντας για ορολογία, η παραπάνω πρόβλεψη που κυκλοφόρησε στο διαδίκτυο βασίζεται στην παρεξήγηση τεχνικών όρων, του CFR (Case Fatality Rate) και του IFR (Infection Fatality Rate). Ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης μπορεί να δει τα σχετικά άρθρα της Wikipedia για αυτούς τους δύο όρους. Γενικά πάντως η χρήση των όρων αυτών συστήνεται να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή και φειδώ για λόγους υγείας· συγκεκριμένα της πνευματικής υγείας αυτών που ακούν, δεδομένου ότι τα αποτελέσματα των υπολογισμών μας αφορούν ανθρώπινες ζωές (και όχι λ.χ. όγκους εμπορευμάτων ή το ύψος του πληθωρισμού κτλ.), επομένως είναι και κάπως άκομψο να γράφουμε με ευκολία σχετικά νούμερα, κάτι που μερικές φορές το ξεχνούν (ή κάνουν πως το ξεχνούν) ακόμα και οι ειδικοί.
Για παράδειγμα, ας δούμε την πιο πρόσφατη μετα-ανάλυση σχετικά με το IFR του κορονοϊού που πραγματοποίησε η ομάδα του Imperial. Meta-analysis κάνουμε όταν μαζεύουμε δεδομένα από πολλές δημοσιεύσεις σχετικές με το ζήτημά μας και τις υποβάλλουμε σε στατιστική επεξεργασία, προκειμένου να εξαγάγουμε ευρύτερα συμπεράσματα. Χωρίς υπερβολή, η πλειονότητα των μετα-αναλύσεων που κυκλοφορούν στα ειδικά περιοδικά είναι σκουπίδια, αρπαχτές, φτιαγμένες για λόγους δημοσίων σχέσεων, ανάγκης δημοσιεύσεων κ.ο.κ. Η συγκεκριμένη μελέτη δεν είναι τέτοια. Παρ’ όλα αυτά, θα πρέπει εδώ να θυμίσουμε ότι η ομάδα επιδημιολογίας του Imperial, με επικεφαλής τον Νιλ Φέργκιουσον, έχει κατηγορηθεί ότι με τις υπερβολικές της προβλέψεις (πάλι αυτές οι προβλέψεις!) έχει εξωθήσει την βρετανική κυβέρνηση σε παράλογα μέτρα. Για παράδειγμα, η δημοσίευσή της 16ης Μαρτίου, πρόβλεπε, σύμφωνα με πολλές πηγές, τουλάχιστον μισό εκατομμύριο νεκρούς για το Ηνωμένο Βασίλειο και 2,5 εκατομμύρια για τις ΗΠΑ, αν αφηνόταν χωρίς αντιμετώπιση. Τα ως τώρα νούμερα, 231.000 για τις ΗΠΑ και 47.000 για το Ηνωμένο Βασίλειο, αν και αναμφισβήτητα ασύλληπτα μεγάλα, είναι οπωσδήποτε πολύ μακριά από αυτές τις αποκαλυπτικές προβλέψεις. Κι όμως, είναι ενδιαφέρον ότι από τεχνική σκοπιά, η μελέτη αυτή ήταν σε γενικές γραμμές σωστή.
Ας εξηγήσουμε τι συνέβη με ένα παράδειγμα βγαλμένο από την καθημερινή ζωή: ένας δημοσκόπος μπορεί να πει είτε ότι το κόμμα Α θα εξασφαλίσει, ας πούμε, από 21% ως 29% των ψήφων, ένα εύρος τιμών που αντανακλά τις άπειρες ατέλειες της μέτρησης και της μοντελοποίησης του εκλογικού σώματος. Μπορεί επίσης να δώσει απλώς την κεντρική τιμή του παραπάνω διαστήματος και να πει ότι το συγκεκριμένο κόμμα θα πάρει, συν ή πλην, 25% – μαθηματικά μιλώντας, είναι το ίδιο (σχεδόν). Στη μέση του εκλογικού κύκλου οι δημοσκόποι προτιμούν να μην δίνουν εύρη αλλά κεντρικές τιμές, ώστε να ακούγονται σαν άνθρωποι που ξέρουν τι λένε (οι κεντρικές τιμές είναι πολύ πιο εύληπτες, ενώ τα εύρη τιμών ακούγονται λίγο σαν αυτός που μιλάει να μην ξέρει τι λέει). Το πρόβλημα είναι ότι αν πεις την κεντρική τιμή, 25% και το κόμμα τελικά πάρει 21% όλοι θα πουν ότι απέτυχες παταγωδώς στις προβλέψεις σου. Αυτός είναι ο λόγος που στα exit poll οι δημοσκόποι αποφεύγουν να δίνουν κεντρικές τιμές: η σύγκριση με τα αποτελέσματα είναι ζήτημα ωρών και κινδυνεύουν να χάσουν και τις τελευταίες ρανίδες αξιοπιστίας τους. Έτσι και η ομάδα του Imperial. Η πρόβλεψή τους για τις πιθανές απώλειες είχε πολύ μεγάλα εύρη, λόγω μεγάλων αντικειμενικών αβεβαιοτήτων, αφού ήταν ακόμα πολύ νωρίς και δεν ξέραμε πολλά για τον ιό. Όμως, εάν έλεγαν ότι στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι πιθανό, σύμφωνα με τα δεδομένα, να έχουμε από μερικές δεκάδες νεκρούς ως μερικές εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς, δεν θα ακούγονταν ως άνθρωποι που ξέρουν τι λένε (αν και μαθηματικά θα ήταν απολύτως σωστοί: αυτό ήταν το επίπεδο της γνώσης μας τότε!). Σίγουρα λοιπόν αυτό ήταν ένας λόγος που αποθάρρυνε την ομάδα του Imperial στις δημόσιες τοποθετήσεις της να τονίζουν το εύρος τιμών. Ακόμα χειρότερα: για τον τύπο και τα μέσα ενημέρωσης, το ενδιαφέρον νούμερο από όλα όσα κυκλοφορούσαν μέσα στη μελέτη ήταν ένα, το πάνω όριο του εύρους τιμών: “Εκατομμύρια νεκροί σύμφωνα με μελέτη των σοφών! Τρέξετε να σωθείτε!” Αποτέλεσμα: κυβερνητικός πανικός και λοκντάουν.
Ας γυρίσουμε τώρα στην πρόσφατη μετα-μελέτη της ίδιας ομάδας για το IFR, που είναι το ποσοστό των προσβεβλημένων με τον ιό (είτε έχουν συμπτώματα είτε είναι ασυμπτωματικοί) που αναμένουμε να καταλήξουν. Σε αυτή τη μελέτη λοιπόν, λένε: “εκτιμούμε το γενικό IFR σε μια τυπική χώρα χαμηλού εισοδήματος, με περισσότερους νέους στην ηλικιακή της κατανομή, στο 0.23% (0.14-0.42 95% prediction interval range). Αντιθέτως, σε μια χώρα υψηλού εισοδήματος με υψηλούς πληθυσμούς γηραιότερων ατόμων εκτιμούμε το συνολικό IFR να είναι 1.15%(…)”. Το 1.15% είναι ένα πολύ μεγάλο νούμερο. Είναι προς το πάνω όριο των εκτιμήσεων που υπάρχουν. Λίγο παρακάτω όμως κάνουν έναν ενδιαφέροντα υπολογισμό. Σε αυτές τις γερασμένες χώρες του πρώτου κόσμου για τις οποίες υπάρχουν τα σχετικά στοιχεία (λ.χ. Σουηδία, Ισπανία κ.α.), αφαιρούν από τους υπολογισμούς τους τα γηροκομεία (που είναι προφανώς ένα πολύ μικρό κομμάτι του συνολικού πληθυσμού) κάνοντας ένα σενάριο “τι θα γινόταν αν”. Προσοχή: δεν αφαιρούν από τους υπολογισμούς γενικά όλους τους γηραιότερους πολίτες, όλους όσους έχουν βεβαρημένη υγεία κτλ., παρά μόνο αυτούς (έναν ξαναλέμε σχετικά μικρό αριθμό) που ζουν σε γηροκομεία. Με αυτή την “μικρή” αλλαγή, το IFR πέφτει στο μισό: πρόκειται για μια εκπληκτική μείωση, αν σκεφτεί κανείς ότι στον υπόλοιπο πληθυσμό έξω από τα γηροκομεία εξακολουθούν να υπάρχουν υπέργηροι, ασθενείς, ευάλωτοι στον ιό. Δηλαδή ακόμα και για την ομάδα του Imperial με τις (υποθέτουμε πολιτικής αιτιολογίας) υπερβολικές της προβλέψεις, τα στοχευμένα μέτρα είναι όχι μόνο απαραίτητα αλλά και εκπληκτικά αποτελεσματικά: βρείτε τρόπους να προφυλάξτε τα γηροκομεία σας και, χωρίς να κάνετε τίποτα άλλο, το ποσοστό θανάτου θα πέσει στο μισό. Φανταστείτε να κάνετε και κάτι άλλο…
Αυτό εξάλλου το αποδεικνύει και το γεγονός ότι χώρες με αυστηρότατα μέτρα βρίσκονται πολύ ψηλά στην κατάταξη των νεκρών κατά κεφαλήν, πάνω από χώρες που για διάφορους λόγους κατάφεραν (ή απλώς έτυχε, για διάφορους λόγους) να προστατέψουν καλύτερα τους ευάλωτους. Η Σουηδία, με την πολύ χαλαρή αντιμετώπιση της επιδημίας, είναι το αγαπημένο παράδειγμα των οπαδών των πειθαρχικών μέτρων. “Η χαλαρή Σουηδία έχει πολύ μεγαλύτερη θνησιμότητα από τις γειτονικές χώρες που πήραν μέτρα!” θα πουν. Πράγματι, η Σουηδία είναι όντως ψηλά στην διεθνή κατάταξη απωλειών ανά εκατομμύριο, στη θέση 15. Είναι εντούτοις κάτω από τη μισή Ευρώπη και τις ΗΠΑ και πολλές χώρες που πήραν αυστηρότατα μέτρα. Και αυτές τις μέρες μόλις την ξεπέρασε και η Γαλλία με τα διαρκή λοκντάουν.
1 Peru 1060
2 Belgium 1015
3 Spain 764
4 Bolivia 758
5 Brazil 758
6 Chile 750
7 Ecuador 729
8 Mexico 719
9 United_States_of_America 701
10 United_Kingdom 699
11 Argentina 692
12 Italy 640
13 Panama 636
14 Colombia 622
15 Sweden 580
16 France 549
17 North_Macedonia 479
18 Armenia 461
19 Moldova 441
20 Netherlands 427
Ξαναγυρνώντας λοιπόν σε προβλέψεις του παραπάνω τύπου, “αν η θνητότητα είναι 2-3%, τότε στην Ελλάδα αν δεν κάνουμε λοκντάουν θα πεθάνουν τουλάχιστον 200.000 άνθρωποι”, βλέπουμε ότι βασίζεται σε μια σειρά από τυπικές παρεξηγήσεις που αφορούν, πρώτον τη σύγχυση CFR και ΙFR, δεύτερον τη σημασία των κεντρικών σημειακών προβλέψεων (οι οποίες είναι σχεδόν πάντα ανακριβείς, αλλά σχεδόν πάντα εύληπτες ως ρητορικά στοιχεία) και τρίτον την παρεξήγηση μεταξύ της “επιπεδοποίησης της καμπύλης” και των μόνιμων αποτελεσμάτων.
Αυτό το τελευταίο αξίζει μια μικρή εξήγηση. Αν η πρόβλεψη είχε γίνει με σωστότερο τρόπο, τότε αντί για 200.000 αναμενόμενα θύματα, θα είχαμε λ.χ. 20.000 (το οποίο βέβαια εξακολουθεί να είναι τεράστιο, ασύλληπτο μέγεθος, αν θυμηθούμε ότι σήμερα είμαστε στους 642). Τo πρόβλημα όμως είναι τι ακριβώς επιτυγχάνουμε με το λοκντάουν: επιτυγχάνουμε όχι μόνιμα αποτελέσματα, αλλά απλώς παροδική μείωση του φορτίου στο σύστημα υγείας, ώστε να μπορέσουν να τύχουν αξιοπρεπούς περίθαλψης όλοι οι ασθενείς. Αν δεν ληφθούν περιοριστικά μέτρα, όλοι όσοι είναι να ασθενήσουν θα το κάνουν ταυτόχρονα με ολέθρια αποτελέσματα. Αλλά με λοκντάουν ή χωρίς, τελικά, ύστερα από ένα χρονικό διάστημα, όσοι είναι να αρρωστήσουν θα αρρωστήσουν: ο τελικός αριθμός αυτών που θα κολλήσουν τον ιό θα είναι περίπου ο ίδιος.
Δύο πράγματα ελπίζουν στις δημόσιες τοποθετήσεις τους οι κυβερνήσεις που επιβάλουν λοκντάουν: το πρώτο είναι ότι με την μείωση των κρουσμάτων θα έχουμε και μείωση του φόρτου στο σύστημα υγείας, άρα και βελτίωση της περίθαλψης και επομένως μείωση στον τελικό απολογισμό απωλειών. Το δεύτερο είναι το εμβόλιο: όταν οι Κινέζοι ή οι Ρώσοι (που είναι οι μόνοι που έχουν το κατάλληλο παραγωγικό δυναμικό για να παραγάγουν τα δισεκατομμύρια εμβόλια που χρειάζονται) το μοιράσουν ανά τον κόσμο, θα σωθούμε και θα συνεχίσουμε να ζούμε τις ζωές μας κανονικά. Βέβαια, δυστυχώς το εμβόλιο δεν θα είναι έτοιμο σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα λίγων μηνών ας πούμε – αλλά και όταν θα είναι έτοιμο, είναι απολύτως βέβαιο ότι λίγοι θα είναι οι τολμηροί που θα το κάνουν πρώτοι (ο γράφων, ως μισάνθρωπος, θα περιμένει πρώτα να δει τι παρενέργειες θα έχει σε όσους το έκαναν), μη επιτρέποντάς του έτσι να δημιουργήσει συνθήκες ανοσίας αγέλης (νά πάλι η αγέλη!). Με αυτήν την έννοια, όσο και αν είμαστε (οι μισάνθρωποι) ενθουσιωδώς θετικοί σε προτάσεις υπέρ του λοκντάουν, δυσκολευόμαστε να δούμε τη λογική πίσω από αυτό, εκτός αν η λογική είναι η αύξηση των καρδιαγγειακών, των εγκεφαλικών κτλ. κτλ.
Τουλάχιστον με το λοκντάουν μειώνονται κάπως τα αυτοκινητιστικά, μια από τις μεγαλύτερες επιδημιολογικά αιτίες θανάτου και σοβαρών αναπηριών που μπορεί να προληφθεί. Γιατί, όσο να πει κανείς, είναι κάπως περίεργο το γεγονός ότι για τον κορονοϊό έχουμε τη λήψη τόσο επειγόντων μέτρων, με πραγματικά αβέβαια αποτελέσματα, me;trvn τα οποία ούτε κατά διάνοια θα τολμούσαμε να λάβουμε για τις ασθένειες που μπορούν όντως να προληφθούν εύκολα: Το 2017 υπήρξαν 18 εκαρ. θάνατοι από καρδιαγγειακά, και πάνω από 5,5 εκατ. θάνατοι από ασθένειες του αναπνευστικού (τέτοια είναι συνήθως και η Covid-19). Αλλά υπήρξαν και 1,3 εκατ. θάνατοι από τροχαία, αριθμός που δεν συνυπολογίζει τις πολλαπλάσιες αναπηρίες που δημιουργούνται από την ίδια αιτιολογία. Είναι οι ζωές αυτών που πέθαναν στο δρόμο λιγότερο σημαντικές από αυτούς που πεθαίνουν από κορονοϊό;
Η Πολιτική
Αντί να υπάρξει δημόσιος διάλογος και αντιπαράθεση για τα προβλήματα που δημιουργεί η επιδημία και αυτά που δημιουργούνται από τα χωρίς προηγούμενο περιοριστικά μέτρα που λαμβάνουν για πρώτη φορά στην ιστορία οι κυβερνήσεις (ποτέ δεν έχει εφαρμοστεί ξανά λοκντάουν: πρόκειται κυριολεκτικά για ένα γιγαντιαίο πείραμα με μάλλον προβλέψιμα όμως αποτελέσματα), οι ανεύθυνοι, οι ψεκασμένοι, αυτοί που ζητούν μια επαναξιολόγηση των ως τώρα αποτελεσμάτων, αντιμετωπίζονται ως επικίνδυνοι τρελοί που δεν ενδιαφέρονται για την οχύρωση του ΕΣΥ, για λήψη στοιχειωδών και αποτελεσματικών μέτρων προφύλαξης, για βελτίωση των καθημερινών επαφών, για όσο το δυνατόν καλύτερη λειτουργία του συστήματος υγείας κάτω από τις πολύ δύσκολες συνθήκες, κατηγορούμενοι περίπου για υπερασπιστές μιας εγκληματικής και (γιατί όχι, βάλτε τώρα που γυρίζει) ναζιστικής πολιτικής. Ωραία.
Όχι λίγοι ειδικοί, που εναντιώθηκαν λιγότερο ή περισσότερο στο πρώτο λοκντάουν, το δέχτηκαν αποκλειστικά και μόνο ως απόπειρα να κερδηθεί χρόνος, ώστε να προλάβει να βελτιωθεί το σύστημα υγείας, αναμένοντας το δεύτερο κύμα που ήταν περίπου βέβαιο ότι θα ερχόταν. Ο Τζον Ιωαννίδης, για παράδειγμα, είχε πει από τον Ιούνιο: “Η Ελλάδα ήταν τυχερή ότι το πρώτο κύμα που την έπληξε δεν ήταν υψηλό, καθώς ειδικά το χειμώνα είμαστε σχετικά μια απομονωμένη χώρα με λίγους επισκέπτες και μάλλον υποτονική κινητικότητα πληθυσμών. Μακάρι να μην υπάρξει σημαντικό δεύτερο κύμα, το σενάριο αυτό είναι σχετικά πιθανό, το εύχομαι, αλλά δεν είναι βέβαιο. Αλλά αν υπάρξει, και ειδικά αν είναι υψηλό, πρέπει να προετοιμαστούμε όσο γίνεται καλύτερα ώστε να το αντιμετωπίσουμε”. Ούτε στην Ελλάδα ούτε πιθανότατα και αλλού δεν υπήρξε η ανάλογη προετοιμασία, αλλά δεν φαίνεται αυτή η συνειδητά εγκληματική ενέργεια των κυβερνητών μας να γίνεται αντιληπτή ως τέτοια…
Έως τώρα μιλήσαμε για αριθμούς. Το κυριότερο πρόβλημα όμως δεν είναι η (ηθελημένα ή αθέλητα) λανθασμένη χρήση των αριθμών αλλά η (ηθελημένα ή αθέλητα) λανθασμένη χρήση της πολιτικής. Το πρόβλημα δηλαδή είναι η ασάφεια ως προς το ποιος ωφελείται και ποιος όχι από τους επιδημικούς περιορισμούς.
Γιατί για τον συγγραφέα του άρθρου (που ως μισάνθρωπος πραγματικά απόλαυσε την περίοδο του λοκντάουν κατά τη διάρκεια της οποίας και εργαζόταν κανονικά εξ αποστάσεως και δεν χρειαζόταν ούτε να ταλαιπωρείται τρέχοντας στο γραφείο, συγχρωτιζόμενος με διάφορους αντιπαθητικούς στη διαδρομή), τα περιοριστικά μέτρα ήταν πολύ ευχάριστα, να μην τα ξαναλέμε. Η ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εμπορίου (επιτέλους γίναμε κι εμείς Ευρώπη!) ήταν ένα πρόσθετο μπόνους, αφού πλέον δεν χρειάζεται να βλέπουμε άλλους ανθρώπους όταν πάμε για ψώνια – υπέροχα!
Όμως άκουσα την ταμία του σούπερ μάρκετ (δυστυχώς, παρά τις διαρκείς μου οχλήσεις δεν έχουν βάλει ονλάιν ντελίβερι, οι ατεχνολόγητοι) να λέει σε γνωστή της πελάτισσα, “καλά αυτά που μου λες, αλλά έλα να δεις πώς είναι να τρέχεις κάθε μέρα στη δουλειά, με τον άλλο να φταρνίζεται πάνω σου μέσα στο μετρό και ας φοράει και μάσκα. Και τι βόλτα να κάνεις για να ξεμπουκώσεις, γύρω στο τετράγωνο, που δεν μπορείς να κάνεις δυο βήματα χωρίς να πατήσεις σκυλόσκ***;” Οι ταμίες δεν έχουν την ευκολία της εξ αποστάσεως εργασίας, απολύονται όταν το πολυκατάστημα έχει πεσμένο τζίρο και μένουν σε γειτονιές χωρίς πεζοδρόμια. (Επίσης ενίοτε δεν είναι ιδιαίτερα φιλόζωοι). Αυτοί που πλήττονται πρώτοι είναι οι μη έχοντες – όχι μόνο από το λοκντάουν, αλλά από την επιδημία γενικότερα.
Και αυτό είναι ένα στοιχείο που δεν το τονίζουν αναγκαστικά τίποτε επαναστάτες της αριστεράς: Ο Ιωαννίδης (που μαρξιστής πάντως δεν είναι) πρόσφατα έγραψε: “Η COVID-19 όχι μόνο είναι μια ασθένεια της ανισότητας, αλλά δημιουργεί και επιπλέον ανισότητα”.
Και όχι μόνο αυτός: “Αν και οι ανισότητες ήταν ήδη πολύ μεγάλες πριν την επιδημία και αν και η επιδημία βίαια αποκάλυψε τις κοινωνικές ανισότητες, ο μετα-επιδημικός κόσμος κινδυνεύει να έχει ακόμα μεγαλύτερες ανισότητες”. Αυτά τα λέει ο νομπελίστας οικονομίας (άρα προφανών πολιτικο-οικονομικών προτιμήσεων) Τζόζεφ Στίγκλιτς, στο τρέχον τεύχος του θεωρητικού όργανου του διεθνούς προλεταριάτου, το “Finance & Development” που είναι το περιοδικό του ΔΝΤ.
Επίσης εδώ βρείτε ένα πιο λάιτ άρθρο για την ασύμμετρη απειλή που είναι ο Covid για τους φτωχότερους, από το Davos Forum, αυτή τη φωλιά λυσσασμένων σοσιαλεπαναστατών.
Τι τους έπιασε όλους αυτούς και καταπιάνονται με τις ανισότητες; Λοιπόν, αυτοί όλοι καταλαβαίνουν πολύ καλά ποιος πλήττεται από τα μέτρα, ανησυχούν για την περίπτωση που θα σκάσει η “στραβή στην βάρδια τους” και προσπαθούν να οργανώσουν κάποιο ανάχωμα, να προκαταλάβουν τις αντιδράσεις. Και όχι μόνο αυτοί: μιας που η αριστερά (που έχει κόψει πια τις σχέσεις της με την εργατική τάξη) κοιμάται και ονειρεύεται προστασία για τα λαϊκά συμφέροντα (για τα οποία ως φαίνεται δεν έχει την παραμικρή ιδέα ποια είναι) και τη λαϊκή υγεία, τις αυθόρμητες λαϊκές αντιδράσεις προσπαθεί να τις καρπωθεί και η ακροδεξιά. Aυτό εξάλλου έκανε πάντα, έκλεβε το λεξιλόγιο της αριστεράς για να κρύψει την αποκρουστική της σαπίλα και αρκετές φορές μάλιστα με αρκετή επιτυχία. Την μεγαλύτερη πρωτομαγιάτική διαδήλωση στην ιστορία του Βερολίνου την έκαναν το 1933 οι ναζί. Ή άλλο παράδειγμα: αφού μέσα στα χρόνια της κρίσης οι δεκάδες ομάδες, συλλογικότητες, οργανώσεις και κόμματα της ευρύτερης αριστεράς δεν αξιώθηκαν να οργανώσουν ευρύτερα δίκτυα αλληλεγγύης, η Χρυσή Αυγή μοίραζε συσσίτια σε φτωχούς (αρκεί να ήταν Αίληναις). Και τα λοιπά, και τα λοιπά, τα παραδείγματα λεηλασίας αριστερών πολιτικών από τους φασίστες δεν λείπουν.
Λοιπόν, αν και τίποτε δεν έχει τελειώσει ακόμα, δεν φαίνεται σε αυτή τη φάση αυτή η στρατηγική της ακροδεξιάς να αποδίδει. Όχι μόνο στην Ισπανία, με τις σαφώς ταξικές διαδηλώσεις, αλλά ακόμα και στην Ιταλία που η Λέγκα ήταν συνδιοργανωτής διαδηλώσεων κατά του λοκντάουν (μαζί με την Μαφία, υποθέτει κανείς), οι λαϊκές αντιδράσεις ήταν σε μεγάλο βαθμό ακηδεμόνευτες και ο Σαλβίνι γιουχαίστηκε έντονα από τους διαδηλωτές.
Αναρωτιέται κανείς βέβαια γιατί η αριστερά το ’68-’69, στην μέση μιας μεγάλης πανδημίας γρίπης με τεράστιες απώλειες (στο Βερολίνο φύλαγαν τους νεκρούς στα τούνελ κάτω από την πόλη επειδή είχαν γεμίσει τα νεκροτομεία – και οι νεκροί τότε προέρχονταν από τον γενικό πληθυσμό και όχι από κατηγορίες που μπορείς, έστω και δύσκολα, να τις προστατεύσεις στοχευμένα, όπως οι υπέργηροι και οι ήδη ασθενείς), γιατί λοιπόν η αριστερά τότε δεν δίστασε να βγει στους δρόμους και να διαδηλώσει.
Και ίσως η απάντηση να είναι οι συνήθεις γενικότητες, ότι δηλαδή τότε το κίνημα (που ήταν όντως κίνημα και όχι απλώς αυτοαναφορικές ομάδες χωρίς κοινωνική γείωση) είχε σκοπούς και στόχους να παλέψει και είχε πίστη στον εαυτό του.
Και ίσως κάτι τέτοιο, έστω και σε μικρότερη κλίμακα να έγινε στις ΗΠΑ με το Black Lives Matter και τις διαδηλώσεις του φέτος το καλοκαίρι μέσα στην επιδημία. Και στην Πολωνία και το κίνημα κατά του αντιδραστικού αντιφεμινιστικού νόμου. Και κάτι τέτοιο γίνεται στην νοτιοανατολική Ασία που βράζει ολόκληρη αυτή τη στιγμή και διαδηλώνει στην Ινδονησία, στη Ταϊλάνδη, στη Μαλαισία και αλλού, παρά τα μέτρα για την επιδημία. Και στην Αφρική, στη Νιγηρία που η νεολαία ζητάει να καταργηθεί η ειδική αστυνομική δύναμη.
Ίσως η αριστερά με την γνώση της ιστορίας, την οξυδέρκεια και την αίσθηση του καθήκοντος που την διακρίνει, θα έπρεπε το λιγότερο να καταλάβει ότι οι πανδημίες (που είναι πρώτα κοινωνικά-ιστορικά και μετά βιολογικά φαινόμενα) είναι σημεία καμπής στην Ιστορία, στιγμές που οξύνονται μέχρι διάρρηξης οι αντιφάσεις του συστήματος, στιγμές που η αρρώστια αφήνει να φαίνονται χαίνουσες οι όζουσες πληγές του, που φανερώνουν με αμείλικτη ακρίβεια τα αδύνατα σημεία του και τις ανεπάρκειές του (με πρώτο και καλύτερο το σύστημα υγείας φυσικά, αλλά όχι μόνο αυτό), δρώντας σαν ενισχυτές των βαθύτερων κοινωνικών διεργασιών και όχι αντίθετα σαν αποσβεστήρες. Και αυτό είναι ίσως ένας δευτερεύων αλλά σημαντικός λόγος που εξηγεί το γιατί τόσες και τόσες λαϊκές εξεγέρσεις και αναταραχές συνέπεσε να γίνουν κατά τη διάρκεια πανδημιών, με τελευταίες στη σειρά την αναταραχή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και της Οκτωβριανής Επανάστασης (που συνέπεσαν με τη μεγαλύτερη επιδημία της σύγχρονης ιστορίας) και κατόπιν τα γεγονότα του “Μάη του ’68”.
Και αναρωτιέται κανείς: αν αυτά έγιναν τότε, γιατί όχι και τώρα; Είναι μήπως το γεγονός ότι τότε (και το ’17 και το ’68) ήταν ιός της γρίπης και τώρα κορονοϊός (ο οποίος, το έχουμε εμπεδώσει πια, δεν είναι ιός της γρίπης);
Και ο μισάνθρωπος μέσα μου απαντά μόνος του: Μπααα…