ΑΘΗΝΑ
17:37
|
16.04.2024
Παραβλέποντας κανείς το τι θα ακολουθήσει σε νομικό και πολιτικό επίπεδο είναι εφικτό να εξαχθούν μια σειρά συμπερασμάτων από την εκλογική (και προεκλογική) διαδικασία.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Ο Ντόναλντ Τραμπ έγινε μετά από μια αναμέτρηση χιτσκοκικής έμπνευσης ο ενδέκατος πρόεδρος των ΗΠΑ που δεν κατάφερε να επανεκλεγεί για δεύτερη διαδοχική θητεία και ο Τζο Μπάιντεν θα γίνει ο γηραιότερος (78 ετών) την ημέρα της ορκωμοσίας του, με την Κάμαλα Χάρις να είναι η πρώτη γυναίκα και μαύρη Αντιπρόεδρος. Παραβλέποντας κανείς το τι θα ακολουθήσει σε νομικό επίπεδο τις επόμενες μέρες και εβδομάδες και παραμερίζοντας ως δευτερεύον γεγονός το κρεσέντο παραπληροφόρησης που εκστομίστηκε από τα χείλη του απερχόμενου ηγέτη της υπερδύναμης, είναι απαραίτητη μια προσπάθεια να εξαχθούν τα σημαντικότερα πολιτικά συμπεράσματα από την εκλογική (και προεκλογική) διαδικασία.

Το πρώτο συμπέρασμα συνοψίζεται στην χιλιοειπωμένη τις τελευταίες μέρες έκφραση ‘’ο Τραμπ ηττήθηκε, ο τραμπισμός ήρθε για να μείνει’’. Σε πείσμα όσων προέβλεπαν πανωλεθρία και εκλογικό περίπατο των Δημοκρατικών, ο Τραμπ διεύρυνε το ποσοστό του στη λαϊκή ψήφο, σπάζοντας το φράγμα των 70 εκατομμυρίων ψήφων, πάλεψε σκληρά στις κρίσιμες περιφέρειες και το κυριότερο βελτίωσε την εκλογική του επίδοση σε όλες τις κατηγορίες ψηφοφόρων, ειδικά στους ισπανόφωνους (που του εξασφάλισαν το Τέξας και την Φλόριντα) και έπειτα στους μαύρους Αμερικανούς.

Ο εκλογικός συνασπισμός που συγκροτήθηκε γύρω από το πολιτικό φαινόμενο ονόματι Ντόναλντ Τραμπ, κατόρθωσε να βάλει κάτω από την ρεπουμπλικανική “ομπρέλα” ένα μίγμα παραδοσιακών συντηρητικών, ρατσιστών, συνωμοσιολόγων, φανατικών της ευαγγελικής Δεξιάς και ευκατάστατων λευκών κρατάει πολύ γερά. Εξαιρετικά ανθεκτική φαίνεται επίσης η διαιρετική τομή μεταξύ της υπαίθρου και των αστικών κέντρων που αναδείχθηκε έντονα το 2016 και συνεχίζει να ευνοεί τον Τραμπ και τους Ρεπουμπλικάνους. Μια ματιά στο εκλογικό αποτέλεσμα στην πολιτεία της Νεβάδα, όπου ο Μπάιντεν κέρδισε στις δύο πολυπληθέστερες κομητείες, όπου βρίσκονται οι τρείς μεγαλύτερες πόλεις, σε αντίθεση με την κατακόκκινη εικόνα της υπόλοιπης Νεβάδα, αρκεί.

Όσο για την προαναφερθείσα επιτυχία του Τραμπ στις μειονότητες, οφείλεται ακριβώς στην ικανότητά του να δημιουργεί ταυτίσεις στη βάση της ιδεολογίας και του οικονομικού συμφέροντος. Εν προκειμένω, ο απερχόμενος πρόεδρος πέτυχε αφενός στην ταύτιση ανάμεσα στην ανερχόμενη αριστερή πτέρυγα των Δημοκρατικών και τις αντιπαθείς στους κουβανικής και βενεζουελάνικης καταγωγής εκλογείς της Φλόριντα σοσιαλιστικές κυβερνήσεις του Καράκας και της Αβάνας, αφετέρου μιλώντας για την σημασία μιας ακόμη και σε συνθήκες πανδημίας λειτουργικής οικονομίας κατόρθωσε να μιλήσει τη γλώσσα των φτωχότερων και σε ευρισκόμενων σε μεγαλύτερη οικονομική εξάρτηση ισπανόφωνων του Τέξας.

Αποτελεί δε κοινή πεποίθηση πολλών αναλυτών πως απουσών των δύο μεγάλων κρίσεων του τρέχοντος έτους, της πανδημικής κρίσης, όπου άργησε να αντιληφθεί το μέγεθος του προβλήματος, με καταστροφικές επιπτώσεις για την υγεία χιλιάδων πολιτών, και της πολιτικής κρίσης που προκλήθηκε από το κύμα διαμαρτυριών που ξέσπασε μετά τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ, όπου προσκολλημένος στο στενό του ακροατήριο απέτυχε να λειτουργήσει ως ενοποιητική φιγούρα, o Τραμπ θα ήταν σίγουρος νικητής της κάλπης.

Το δεύτερο, ως απόρροια του πρώτου, έχει να κάνει με την διάψευση μιας νομοτελειακής αντίληψης για το εκλογικό σώμα και τη ευθύγραμμη σχέση ανάμεσα στα δημογραφικά δεδομένα και το αποτέλεσμα των εκλογών. Η συγκεκριμένη άποψη, που έχει υποστηριχθεί τα περασμένα χρόνια από βετεράνους της πολιτικής επιτήμης, όπως ο Δημοκρατικός δημοσκόπος Στάνλεϋ Γκρίνμπεργκ, δημοσιογράφους σαν την Στεφ Κάιτ και (λιγότερο σιωπηλά) από μάχιμους πολιτικούς σαν τον πρώην επικεφαλής του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, Ρινς Πράιμπους, υποστηρίζει πως οι Δημοκρατικοί έχουν προβάδισμα σε ζωτικά κομμάτια του εκλογικού σώματος όπως η νεολαία και οι μειονότητες, διαμορφώνοντας ένα προνομιακό πεδίο για τους “μπλε”.

Και όμως: μια ματιά στα εκλογικά δεδομένα δεν επαληθεύει καθόλου αυτή την μάλλον απλοϊκή εικόνα, που αγνοεί εμμονικά την ιδεολογική παράμετρο και διαβάζει τις μειονότητες ως μονολιθικά μπλοκ. Πέρα από την ικανότητα του Τραμπ να διεισδύει σε αυτές και η επιτυχία του Μπάιντεν δεν θα πρέπει να ειδωθεί με αυστηρά οικονομικά, πόσο μάλλον ηλικιακά κριτήρια. Είναι αλήθεια πως ο πρώην Αντιπρόεδρος κατάφερε (και λόγω της πολύ καλής σχέσης του με τα συνδικάτα) να επαναπατρίσει τους λευκούς άντρες της εργατικής τάξης ηλικίας 45+ στην κρίσιμη “Ζώνη της Σκουριάς” και να διευρύνει αισθητά την “ψαλίδα” ανάμεσα στους ψηφοφόρους 18-29. Δεν θα μπορούσε όμως κανείς να παραβλέψει, λαμβάνοντας υπόψη την ιδεολογική διάσταση των πραγμάτων, πως η νίκη στο Ουισκόνσιν έχει να κάνει και με τη μετακίνηση πρώην ψηφοφόρων του Πράσινου Κόμματος, ενώ οι καθοριστικοί για την τελική επικράτηση ψήφοι των προαστίων της Φιλαδέλφεια αντιστοιχούν στον μετριοπαθή κεντρώο χώρο καταδεικνύοντας πως η υποψηφιότητα Μπάιντεν κατάφερε να απορροφήσει σημαντικό τμήμα κομμάτων και κινημάτων στα αριστερά των Δημοκρατικών, χωρίς όμως να απωλέσει τον στόχο της επικράτησης στο Κέντρο, “ψαρεύοντας” και από τις δύο δεξαμενές.

Υπό αυτή την έννοια, ένα ακόμη συμπέρασμα που θα μπορούσε να εξαχθεί είναι πως η επιλογή ενός μετριοπαθούς κεντρώου και απόλυτα συστημικού υποψήφιου, όπως ο Τζο Μπάιντεν αποδείχθηκε απολύτως σωστή με εκλογικούς όρους. Η περίπτωση Μπάιντεν, ένας συμβιβασμός ανάμεσα στην καθεστηκυία φιλελεύθερη ελίτ και την ανερχόμενη αριστερή πτέρυγα του Δημοκρατικού Κόμματος θεωρήθηκε επικερδής με πολιτικούς όρους για αμφότερες τις τάσεις, ακριβώς επειδή κάθε μια εξασφάλιζε κάτι. Η φιλελεύθερη ελίτ ότι το κόμμα δεν θα “στρίψει” απότομα προς τα αριστερά χάνοντας τους μετριοπαθείς μεσοαστούς και τις χορηγίες της Wall Street, του Hollywood, των οπλοβιομηχανιών και των τεχνολογικών κολοσσών και η προοδευτική-σοσιαλδημοκρατική πτέρυγα την δέσμευση του επόμενου προέδρου για ενσωμάτωση του προγράμματός της.

H δε υπόθεση από μέρος της ευρωπαϊκής και αμερικανικής Αριστεράς πως μια υποψηφιότητα Σάντερς θα ήταν εξίσου νικηφόρα φαίνεται να λησμονεί τον ανηλεή και μακρόχρονο πόλεμο που ο τελευταίος έχει δεχθεί από το κατεστημένο των Δημοκρατικών, πάντα διατεθειμένο να θυσιάσει τον Λευκό Οίκο έναντι της αλλαγής της φυσιογνωμίας του κόμματος.

Μπορεί ο “sleepy Joe” να μην είναι ο τύπος ηγέτη που συνταράσσει τα πλήθη, να κρύβει ουκρανικούς “σκελετούς” στην ντουλάπα του, και να αναμένεται η προεδρία του να ακολουθήσει την ιμπεριαλιστική πεπατημένη σε μια σειρά ζητημάτων, από την αντιπαράθεση με την Κίνα και την εχθρική συμπεριφορά απέναντι σε Βενεζουέλα και Συρία έως την προσπάθεια επαναπροσέγγισης με την Τεχεράνη. Θα πρέπει όμως να θυμόμαστε πως οι εκλογές της τελευταίας δεκαπενταετίας (από τις ενδιάμεσες του 2006) ελάχιστα έχουν να κάνουν με την εξωτερική πολιτική, της οποίας η επιθετικότητα έχει μετατοπιστεί ήδη από την περίοδο Ομπάμα στην αντικατάσταση των χερσαίων επεμβάσεων από χειρουργικές επεμβάσεις με drones. Οι προτεραιότητες των εκλογέων συνεχίζουν να είναι εσωτερικού ενδιαφέροντος και το διακύβευμα αφορά πρώτα και κύρια τα υπαρξιακά κοινωνικά προβλήματα της σύγχρονης Αμερικής.

Count Every Vote' rallies in Philadelphia and New York

Ως ακόμη ένα δεδομένο της εκλογικής διαδικασίας καθαυτής καταγράφεται η απογοητευτική εικόνα του εκλογικού συστήματος των ΗΠΑ. Η ανομοιογενής διαδικασία της ψηφοφορίας, με πολιτείες να καθυστερούν επί μια εβδομάδα να ανακοινώσουν τα τελικά αποτελέσματα καθώς και η έλλειψη αναλογικής αντιπροσώπευσης στο (εγγενώς ολιγαρχικό) Εκλεκτορικό Σώμα, που θα επέτρεπε υπό άλλους όρους την επικράτηση και πάλι του λιγότερο δημοφιλούς υποψηφίου για τρίτη φορά μέσα σε 20 χρόνια, δεν παραπέμπει σε εικόνα υπερδύναμης και έχει ανοίξει σε επίπεδο κοινωνίας την κουβέντα για την ανάγκη ανανέωσης των εκλογικών κανόνων. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που think tanks όπως το New America Foundation προκρίνουν την υιοθέτηση Ομοσπονδιακής Εκλογικής Υπηρεσίας.

Πολύτιμο μάθημα αποτελεί και η (για ακόμη μια φορά) αποτυχία των δημοσκόπων να  πέσουν μέσα στην ακριβή εκτίμηση των εκλογικών αποτελεσμάτων. Αν και σωστά διέβλεψαν ότι ο Τζο Μπάιντεν συγκέντρωνε πολύ περισσότερες πιθανότητες στο “μονοπάτι” για τη νίκη, υποτίμησαν το ισχυρό τραμπικό ρεύμα και κυρίως το κρυφό ρεύμα υποστηρικτών του Ρεπουμπλικανού προέδρου, τουτέστιν  ανθρώπων δίχως έντονη δημόσια παρουσία, χωρίς ισχυρές ταυτίσεις με τους αναλυτές των περισσότερων μέσων ενημέρωσης και των επώνυμων μουσικών και κινηματογραφικών σταρ  και για αυτό αόρατους στα “ραντάρ” των δημοσκοπικών μετρήσεων.

Εντυπωσιακά εκτός των αρχικών προβλέψεων δείχνει και η πρόβλεψη για έναν χαμηλής έντασης εμφύλιο. Παρά την πρωτοφανή εδώ και δεκαετίες προεκλογική ένταση, που περιλάμβανε συγκρούσεις έξω από εκλογικά τμήματα αλλά και τον Λευκό Οίκο, η κατάσταση δεν εξετράπη. Παρά την πρόθεση των Ρεπουμπλικάνων (όχι όλων) να υπερασπιστούν τον Ντόναλντ Τραμπ είναι βέβαιο πως κάτω από την πίεση του θεσμικού βάρους (και ίσως με μια γενναιόδωρη νομική ασυλία ως αντάλλαγμα από την ερχόμενη διοίκηση) αυτός θα υποχωρήσει μπροστά στο αναπόφευκτο της ήττας.

Μια τελευταία διαπίστωση αφορά τη δυνατότητα των δύο ιστορικών αστικών κομμάτων των ΗΠΑ να λειτουργούν ως οχήματα έκφρασης διαφοροποιημένων επιμέρους συμφερόντων και πεποιθήσεων, συναρθρωμένων στη βάση ενός minimum κοινών θέσεων και αξιών και γύρω από το βασικό επίδικο της εκάστοτε περιόδου, εξακολουθώντας να παραμένουν ο συνεκτικός κρίκος του πολιτικού συστήματος. Ενός πολιτικού συστήματος αντιδημοκρατικού από την σκοπιά της λαϊκής εκπροσώπησης, απαρχαιωμένου και δυσλειτουργικού, αλλά με ισχυρές δικλείδες ασφαλείας ικανές να εγγυηθούν έως σήμερα την διαρκή ενσωμάτωση των πολιτικών αιτημάτων της κοινωνίας. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε πως το Σύνταγμα των ΗΠΑ σχεδιάστηκε για να μην είναι πρωτίστως δημοκρατικό, αλλά κυρίως εξισορροπητικό προς τις μεγάλες δομικές ανισότητες αυτού που πολλοί σωστά έχουν περιγράψει ως “χώρα των μεγάλων αντιθέσεων”.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα