Mέσα σε όλον τον ορυμαγδό (κρούσματα κορονοϊού, καταρρέον σύστημα υγείας, απροστάτευτα σχολεία, ανεπαρκή μέσα μεταφοράς, επέτειος Πολυτεχνείου, απαγορεύσεις κτλ.) πέρασε σχεδόν ασχολίαστη η, όχι και τόσο άδολη στις μακροπρόθεσμες στοχεύσεις της, πρόταση της Deutsche Bank, για φορολόγηση με συντελεστή 5% όσων εργάζονται με τηλεργασία, προκειμένου να εξασφαλισθούν (τάχα) οι μισθοί όσων πλήττονται.
Ο λογος; Ότι όσοι δουλεύουν από το σπίτι εξοικονομούν πολλά χρήματα, που θα ξόδευαν σε περίπτωση που συνέχιζαν κανονικά την εργασία τους από τα γραφεία τους. Έξοδα για μετακινήσεις, βενζίνες-εισιτήρια, φαγητό στο γραφείο, ρούχα, έξοδοι σε μπαράκια για χαλάρωση κτλ., σύμφωνα με την τράπεζα παραμένουν στην τσέπη των εργαζομένων και πλουτίζουν τους λογαριασμούς τους. (Όπως τόνιζε και στο πρώτο lockdown o δικός μας Σπυράδωνις Γεωργιάδης, “Τι θα κάνουν; Θα τα φάνε; 300 κιλά θα γίνουνε”).
Βέβαια, η καλή τράπεζα (που έχει απολύσει 18.000 εργαζομένους της παγκοσμίως και τους αντικατέστησε με “ρομπότ” και έχει κλείσει πολλά υποκαταστήματα ήδη προ πανδημίας), ο διεθνής πρωταγωνιστής του χρηματοπιστωτικού κλάδου (που διώκεται για ουκ ολίγα σκάνδαλα παγκοσμίως, είτε διότι εξέδιδε “τοξικούς” τίτλους είτε διότι βρέθηκε ένοχη για τραπεζική διευκόλυνση σε εμπορία όπλων, ξέπλυμα μαύρου χρήματος κ.ο.κ.) δεν αποκαλύπτει πως οι εργαζόμενοι στο σπίτι πληρώνουν από την τσέπη τους τη διαδικτυακή σύνδεση, τον εξοπλισμό, που συνήθως αφορά και άλλα μέλη της οικογένειας σε τηλε-εργασία-εκπαίδευση, και γενικά απαλλάσσουν τον εργοδότη τους από έξοδα συντήρησης γραφείων.
Επίσης παραβλέπει ότι οι εργαζόμενοι τούτοι, με την επέκταση του κοινωνικοποιημένου ωράριου στην εργασία τους (δηλ. την επέκταση της εργασίας σε όλη τη μέρα σχεδόν και σε κάθε στιγμή της καθημερινότητας του εργαζομένου, που καθίσταται ανά πάσα στιγμή διαθέσιμος) δεν πληρώνονται υπερωρίες, ούτε και καλύπτονται ως εργατικό ατύχημα για ό,τι τους συμβεί στο σπίτι.
Επιπλέον, δεν υπολογίζει τεχνηέντως πως με τη μικρότερη μετακίνηση μειώνεται σε πολλές χώρες το περιβαλλοντικό τέλος για το αποτύπωμα σε αέρια θερμοκηπίου, που βαραίνει τους φορολογούμενους και άρα θα μπορούσε κάλλιστα να μετατραπεί η διαφορά τούτη σε επίδομα. Ουσιαστικά η γερμανική τράπεζα, απηχώντας τις απόψεις των μεγάλων επιχειρηματικών κύκλων μετακυλίει την προστασία των χαμηλότερων εργασιακών εισοδημάτων στο εσωτερικό της ίδιας της εργατικής τάξης: δεν καλύπτει ο εργοδότης ή το κράτος, τη βοήθεια στους χαμηλόμισθους, αλλά τα αμέσως υψηλότερα μισθολογικά κλιμάκια. Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνει ένα διπλό στόχο: δεν βάζει το χέρι στην τσέπη ξανά, γιατί πλέον είναι ο υπάλληλος γραφείου που θα πληρώνει τον χειρώνακτα, είτε στην ίδια επιχείρηση, είτε γενικότερα, αλλά και δημιουργεί ανταγωνισμούς στο εσωτερικό μίας κατακερματισμένης και κορπορατιβίστικα οργανωμένης και συντηρημένης εργατικής τάξης, στρέφοντας τον “απομυζώμενο” εργαζόμενο εναντίον του “ανάξιου” χαμηλόμισθου.
Παράλληλα, δημιουργείται αίσθημα απαξίας και ταυτόχρονα άλλη μία αιτία ενδοταξικού ανταγωνισμού και αντιπαλότητας για την “υποβάθμιση” του κόπου και των χρημάτων για σπουδές, που δεν θα χρησιμεύουν για την βελτίωση του κοινωνικού και οικονομικού status του “σπουδαγμένου” ή του “άξιου” εν σχέσει με τον (λόγω ανεπαρκών σπουδών) χαμηλόμισθου ή ανέργου, στο πλαίσιο άλλου ενός κοινωνικού δαρβινισμού και ταξικής μισαλλοδοξίας.
Το κακό είναι πως εκθέσεις σαν και τούτες λειτουργούν ως προπομποί εξελίξεων. Οι μεγάλες τράπεζες άλλωστε είναι οι ταμιευτήρες των αναγκών, προθέσεων κι “ανησυχιών” των (μεγαλο)πελατών τους και εισακούονται από τους λήπτες των “κεκαλυμμένων μηνυμάτων” τους. Το πρόβλημα είναι ποιάς υποδοχής τυγχάνουν αυτά: από την αρχική αδιαφορία των συνδικαλιστών, εργατών και των αναλυτών, οι προτάσεις τούτες (είτε ως συμπαγές corpus, είτε κομματιαστά) θα υιοθετηθούν από συστημικά μέσα ενημέρωσης, ειδήμονες και συμβούλους, υπουργοβούλια και κοινοβουλευτικές ομάδες, για να καταλήξουν ύπουλα κι αφού έχοντας προλειάνει το έδαφος καταστούν κοινός τόπος, σε νομοθετήματα που αλλάζουν άρδην τα δεδομένα στην εργασία και τους μισθούς.