Σφοδρές αντιδράσεις χιλιάδων πολιτών έχει πυροδοτήσει το νέο Νομοσχέδιο για την Καθολική Ασφάλεια, που εισήχθη την περασμένη Τρίτη και στη συνέχεια υπερψηφίστηκε με διαδικασία fast track από τη Γαλλική Εθνοσυνέλευση. Έγκριτοι φορείς και οργανώσεις, μεταξύ των οποίων η εθνική Αρχή Υπεράσπισης Δικαιωμάτων, η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ, η Διεθνής Αμνηστία και ο Δικηγορικός Σύλλογος του Παρισιού, καθώς και δημοσιογραφικά σωματεία και οργανισμοί υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, απηύθυναν κάλεσμα προς τους βουλευτές να απορρίψουν το νομοσχέδιο, υπογραμμίζοντας τις βαρύτατες επιπτώσεις που θα έχει η εφαρμογή των διατάξεών του στα δικαιώματα και τις ελευθερίες των πολιτών.
Η εφαρμογή του εν λόγω νομοσχεδίου, με το άρθρο 24 να αποτελεί την πλέον αμφιλεγόμενη διάταξη, εφόσον ορίζει ποινή κάθειρξης ενός έτους και πρόστιμο ύψους 45.000 ευρώ για κακόβουλη δημοσιοποίηση υλικού, όπου απεικονίζεται προσωπικό των δυνάμεων ασφαλείας εν ώρα υπηρεσίας, αποτελεί ευθεία απειλή σε συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα. Προς ποια κατεύθυνση οδεύει η Γαλλία ψηφίζοντας ένα νομοσχέδιο που καταπατά την ελευθερία του Τύπου και το δικαίωμα της ελεύθερης πληροφόρησης, παρέχοντας ασυλία στις δυνάμεις ασφαλείας, ενώ ταυτόχρονα θεσπίζει μέσω του ίδιου νομοσχεδίου διατάξεις που διευκολύνουν την παρακολούθηση των πολιτών και την μαζική συλλογή προσωπικών δεδομένων;
Το χρονικό
Το Νομοσχέδιο για την Καθολική Ασφάλεια, που κατατέθηκε από το κυβερνών κόμμα “La République En Marche!” (LREM) και το Agir-La droite constructive, παρουσιάστηκε αρχικά στο κοινοβούλιο στις 11 Νοεμβρίου 2018 ως μια νομοθετική μετάφραση της κοινοβουλευτικής έκθεσης των Αλίς Τουρό και Ζαν-Μισέλ Φωβέργκ, με θέμα “Από τη διαρκή ασφάλεια έως την καθολική ασφάλεια”. Επρόκειτο αρχικά να εξεταστεί τον Ιανουάριο του 2020, ωστόσο η υγειονομική κρίση δεν το επέτρεψε. Στη συνέχεια, όταν ο Ζεράρ Νταρμανέν (ανέλαβε τα καθήκοντα του υπουργού Εσωτερικών, προσέθεσε ορισμένα μέτρα που αφορούσαν στην ασφάλεια.
Τα επίμαχα άρθρα
Τα άρθρα 21, 22, 23 και 24 έχουν πυροδοτήσει θυελλώδεις αντιδράσεις πολυάριθμων φορέων και οργανώσεων.
Το άρθρο 21 προβλέπει ότι “όταν απειλείται η ασφάλεια των οργάνων της εθνικής αστυνομίας ή των στρατιωτών της εθνικής χωροφυλακής ή η ασφάλεια περιουσιακών στοιχείων και ανθρώπων, οι εικόνες που τραβήχτηκαν και καταγράφηκαν με μεμονωμένες κάμερες μπορούν να μεταδοθούν σε πραγματικό χρόνο στο αρμόδιο αστυνομικό τμήμα και στο προσωπικό που συμμετέχει στη διεξαγωγή και εκτέλεση της παρέμβασης”. Μέχρι πρότινος ίσχυε ότι σύμφωνα με τον νόμο της 3ης Ιουνίου 2016, οι αστυνομικοί που φέρουν πάνω τους κάμερα δεν μπορούν να έχουν πρόσβαση στο υλικό το οποίο καταγράφεται.
Το άρθρο 22 αναφέρεται στις κάμερες οι οποίες είναι εγκατεστημένες σε αεροσκάφη και dronesκαι στους όρους υπό τους οποίους οι κρατικές υπηρεσίες και τα άτομα που ανήκουν στα σώματα ασφαλείας μπορούν να επεξεργάζονται τις εικόνες που καταγράφονται και να τις χρησιμοποιούν. “Κατά τη διάρκεια αποστολής για την πρόληψη επιθέσεων κατά της κρατικής ασφάλειας, κατά της άμυνας ή της δημόσιας ασφάλειας και κατά την πρόληψη, έρευνα, παρατήρηση ή δίωξη λόγω ποινικών αδικημάτων, οι υπηρεσίες του κράτους που συμβάλλουν στην εσωτερική ασφάλεια και την εθνική άμυνα μπορούν να προχωρήσουν, μέσω καμερών εγκατεστημένων σε αεροσκάφη, στην καταγραφή και μετάδοση εικόνων”, οι οποίες “θα μπορούν να μεταδίδονται σε πραγματικό χρόνο στο διοικητικό κέντρο της αρμόδιας υπηρεσίας”. Οι παραπάνω ενέργειες έχουν ως στόχο “τη διασφάλιση της ασφαλούς διεξαγωγής συγκεντρώσεων σε δημόσιους χώρους ή σε χώρους ανοιχτούς στο κοινό, όταν είναι επίφοβες για σοβαρή διατάραξη της δημόσιας τάξης, την υποστήριξη του αρμόδιου προσωπικού για τη διατήρηση ή αποκατάσταση της δημόσιας τάξης, την πρόληψη τρομοκρατικών ενεργειών, τη διαπίστωση αδικημάτων και τη δίωξη των δραστών μέσω της συλλογής αποδεικτικών στοιχείων, την προστασία δημόσιων κτιρίων και εγκαταστάσεων και της περιοχής γύρω από αυτά, την προστασία των εγκαταστάσεων που είναι χρήσιμες για την εθνική άμυνα, τη ρύθμιση της ροής κυκλοφορίας, την επιτήρηση της παράκτιας ζώνης και των παραμεθόριων περιοχών, την διάσωση και την άμυνα σε περίπτωση πυρκαγιάς, τη διασφάλιση της ετοιμότητας και συμπεριφοράς των πρακτόρων, την πρόληψη φυσικών ή τεχνολογικών κινδύνων”.
Σύμφωνα με το άρθρο 23, σε περίπτωση που κάποιο άτομο έχει καταδικαστεί σε κάθειρξη, στερείται του δικαιώματος να επωφεληθεί από την προβλεπόμενη μείωση της ποινής, “εάν το αδίκημα διαπράχθηκε εις βάρος εκλεγμένου προσώπου με δημόσιο αξίωμα, στρατιωτικού της εθνικής χωροφυλακής, υπαλλήλου της εθνικής αστυνομίας, εθελοντή ή επαγγελματία πυροσβέστη”.
Το άρθρο 24, το οποίο αποτελεί το πλέον αμφισβητούμενο άρθρο του νομοσχεδίου, ορίζει ποινή κάθειρξης ενός έτους και πρόστιμο ύψους 45.000 ευρώ σε περίπτωση “δημοσιοποίησης υλικού (εικόνα του προσώπου ή οποιοδήποτε άλλο στοιχείο) ταυτοποίησης ενός υπαλλήλου της εθνικής αστυνομίας ή ενός στρατιώτη της εθνικής χωροφυλακής, με οποιοδήποτε τρόπο και με οποιοδήποτε μέσο, με σκοπό την υπονόμευση της ακεραιότητάς του, σωματικής ή ψυχικής, όταν ενεργεί στο πλαίσιο μιας αστυνομικής επιχείρησης”. Ωστόσο, εδώ τίθεται ένα ερώτημα σχετικά με τη συνταγματικότητα του συγκεκριμένου άρθρου, καθώς όπως ορίζει η εγκύκλιος της 23ης Δεκεμβρίου 2008, οι αστυνομικοί δεν έχουν δικαίωμα να αντιταχθούν στην βιντεοσκόπησή τους.
Άνευ προηγουμένου επίθεση στις δημόσιες ελευθερίες
Σε ανακοίνωση που εκδόθηκε την Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2020, η Υπερασπιστής των Δικαιωμάτων (Défenseur des Droits) Κλερ Εντόν υπογραμμίζει, μεταξύ άλλων, ότι στο νομοσχέδιο αυτό ελλοχεύουν πολλοί και σημαντικοί κίνδυνοι παραβίασης θεμελιωδών δικαιωμάτων, ιδιαίτερα όσον αφορά στο δικαίωμα της ιδιωτικότητας και της ελεύθερης πληροφόρησης.
Όσον αφορά στα άρθρα 21 και 22, επισημαίνει ότι η δυνατότητα των αστυνομικών και πρακτόρων να έχουν πρόσβαση, είτε σε πραγματικό χρόνο, είτε ετεροχρονισμένα, στις εικόνες των καμερών που φέρουν, χωρίς να αναφέρεται κάποιος ρητός στόχος για την ενέργεια αυτή παραβιάζει το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής, καθώς οι εικόνες αυτές επιτρέπουν την ταυτοποίηση προσώπων. Επομένως, η διατάξεις αυτές αντιτίθενται στις ευρωπαϊκές δεσμεύσεις, καθώς και στις συνταγματικές υποχρεώσεις της Γαλλίας. Επιπλέον, η χρήση drones ως εργαλείου παρακολούθησης δεν παρέχει επαρκείς εγγυήσεις για τη διαφύλαξη της ιδιωτικής ζωής. Στην πραγματικότητα, τα αεροσκάφη επιτρέπουν ιδιαίτερα εκτεταμένη και παρεμβατική παρακολούθηση, συμβάλλοντας στη μαζική και ασαφή συλλογή προσωπικών δεδομένων.
Εκδηλώνει επίσης η Κλερ Εντόν έντονη ανησυχία σχετικά με το άρθρο 24, καθώς θεωρεί ότι η ενημέρωση του κοινού και το οπτικοακουστικό υλικό που σχετίζεται με αστυνομικές παρεμβάσεις είναι νόμιμο και απαραίτητο για τη δημοκρατική λειτουργία. Τέλος, ζητά να μην παρεμποδίζεται η ελευθερία του Τύπου και το δικαίωμα ενημέρωσης, τα οποία διακυβεύονται εν όψει της επικύρωσης του νομοσχεδίου.
Σε συνέντευξή της, που δημοσιεύτηκε στις 20 Νοεμβρίου 2020, η Κλερ Εντόν χαρακτήρισε το άρθρο 24 “αντιπαραγωγικό” και ζήτησε την απόσυρσή του, καθώς στη νομοθεσία έχει ήδη προβλεφθεί η ποινή για ένα άτομο που χρησιμοποιεί με κακόβουλο τρόπο μαγνητοσκοπημένο υλικό, καθιστώντας έτσι το άρθρο 24 περιττό. Επιπλέον, η ασάφεια σχετικά με τον σκοπό υπονόμευσης της ακεραιότητας του εικονιζόμενου προσώπου που αφήνει ανοιχτό τον κίνδυνο παρερμηνείας, θέτοντας σε κίνδυνο την ελευθερία του Τύπου και των πολιτών.
Σε έκθεση του ΟΗΕ στις 12 Νοεμβρίου 2020, επισημαίνεται ότι οι διατάξεις των άρθρων 21, 22, 23 και 24, εάν εφαρμοστούν ως έχουν, συντελούν στην παραβίαση πολλών δικαιωμάτων, θεμελιωδών ελευθεριών και γενικών αρχών δικαίου, κατά τρόπο ανακόλουθο με ό,τι ορίζεται στις Διεθνείς Συνθήκες για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στο δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής, της ελευθερίας της ειρηνικής συνάθροισης, της ελευθερίας έκφρασης και της ενημέρωσης. Σχετικά με το άρθρο 24, ο ΟΗΕ υπογραμμίζει ότι η ενημέρωση του κοινού και η δημοσίευση εικόνων και ηχογραφήσεων κατά τη διάρκεια αστυνομικών παρεμβάσεων δεν είναι μόνο μείζονος σημασίας για τον σεβασμό του δικαιώματος στην ενημέρωση, αλλά αποτελεί επίσης νόμιμη ενέργεια στο πλαίσιο του δημοκρατικού ελέγχου των δημόσιων θεσμών. Η απουσία τους μπορεί αποδεδειγμένα να συντελέσει στην καταχρηστική άσκησης βίας από τα αρμόδια όργανα κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων.
Σε ανακοίνωση που δημοσιεύτηκε στον ιστότοπό της στις 11 Νοεμβρίου 2020, η Διεθνής Αμνηστία εκφράζει την έντονη ανησυχία της για το υπό συζήτηση νομοσχέδιο. Σημειώνει ότι διακυβεύεται το δικαίωμα της ελεύθερης ενημέρωσης, της ιδιωτικής ζωής και της ειρηνικής συνάθροισης, που αποτελούν αναφαίρετες προϋποθέσεις για την ελευθερία της έκφρασης. Επιπλέον αναφέρεται στη διαδικασία fast track με την οποία το νομοσχέδιο εξετάσθηκε από το κοινοβούλιο, ενέργεια που δεν δικαιολογείται, αντιθέτως περιορίζει την εις βάθος διερεύνηση των διατάξεων αλλά και την πλήρη ενημέρωση του κοινωνικού συνόλου σχετικά με το σχέδιο νόμου. Επισημαίνει, επίσης, ότι η ίδια διαδικασία ακολουθήθηκε στο παρελθόν και για άλλα, περιοριστικά για τα ανθρώπινα δικαιώματα, νομοσχέδια.
Σχετικά με το άρθρο 24, η Διεθνής Αμνηστία τονίζει ότι πρόκειται για διάταξη που θα περιορίσει την ζωτικής σημασίας δημοσίευση υλικού στο οποίο απεικονίζονται άτομα που ανήκουν στις δυνάμεις ασφαλείας. Σε συνδυασμό με το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια είναι πολυάριθμες οι περιπτώσεις όπου κατέστη δυνατή η διαπίστωση και, κυρίως, η απόδειξη παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων από υπαλλήλους των σωμάτων ασφαλείας, η συγκεκριμένη διάταξη εγείρει σημαντικά ερωτήματα, καθώς, εάν τεθεί σε ισχύ, το έργο των δημοσιογράφων θα παρεμποδιστεί σημαντικά, ενώ οι πολίτες, φοβούμενοι την αυστηρότατη ποινή που προβλέπεται, δεν θα μπορούν να δημοσιεύσουν εικόνες και βίντεο. Επιπλέον, η παράμετρος που θέτει το άρθρο 24, σχετικά με τη δημοσίευση του υλικού στοχεύοντας στην υπονόμευση της ακεραιότητας, σωματικής ή ψυχικής, των εικονιζόμενων προσώπων, δημιουργεί ένα ευρύτατο πεδίο για αυθαίρετες ερμηνείες.
Σχετικά με τα άρθρα 21 και 22, αναφέρεται ότι, ακόμη και αν η χρήση των καμερών έχει ως σκοπό την αποτροπή των αστυνομικών από πρακτικές που παραβιάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα, η πρόσβαση των ιδίων σε πραγματικό χρόνο στο υλικό που μαγνητοσκοπείται θα έχει ως αποτέλεσμα την αλλοίωσή του, ενώ ταυτόχρονα, σε περίπτωση διερεύνησης παραπτωμάτων των δυνάμεων ασφαλείας, θα αποδειχθεί προβληματικό. Παρεμποδίζεται, επιπλέον, το δικαίωμα στην ειρηνική συνάθροιση, καθώς ο φόβος της μαγνητοσκόπησής και της μετέπειτα δίωξης για την απλή συμμετοχή σε μια ειρηνική συγκέντρωση είναι πιθανό να αποτρέψει πολλά άτομα να συμμετάσχουν.
Θέση επί του νομοσχεδίου πήρε και ο Δικηγορικός Σύλλογος του Παρισιού (Le Barreau de Paris) με ανακοίνωση που δημοσιεύτηκε στις 17 Νοεμβρίου 2020, όπου εξέφραζε έντονη ανησυχία για τον πολλαπλασιασμό και την επέκταση των εξουσιών των σωμάτων ασφαλείας, παραθέτοντας ταυτόχρονα νόμους και άρθρα στα οποία προσκρούει το συγκεκριμένο νομοσχέδιο. Επισημαίνει ότι πολλές από τις διατάξεις του είναι ανησυχητικές, τόσο ως προς τον σκοπό που ορίζεται εντός του νομοσχεδίου, όσο και ως προς το ενδεχόμενο εργαλειοποίησής τους από τα άτομα που ανήκουν στα σώματα ασφαλείας. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα τον αποπροσανατολισμό ενδεχόμενης έρευνας για παραβατικές πρακτικές και παραπτώματα των δυνάμεων ασφαλείας και κατ’ επέκταση παρεμπόδιση της δημοκρατικής λειτουργίας.
Η Ένωση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (Ligue des droits de l’Homme) εξέδωσε στις 15 Νοεμβρίου 2020 πιστοποιητικό έγγραφο προκειμένου να διευκολύνει την προσέλευση των πολιτών σε διαδήλωση έξω από το Γαλλικό Κοινοβούλιο την Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2020, την ώρα που είχε οριστεί η έναρξη της διαβούλευσης επί του νομοσχεδίου. Στις 16 Νοεμβρίου 2020 εξέδωσε δελτίο τύπου, στο οποίο καλούσε τους βουλευτές να απορρίψουν το νομοσχέδιο, λαμβάνοντας υπόψιν την έκθεση του ΟΗΕ και το γεγονός ότι η Γαλλία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της ευρύτερης διεθνούς κοινότητας και οφείλει, επομένως, να συμμορφώνεται με τους όρους και τις διατάξεις των διεθνών συνθηκών. Στη συνέχεια, μέσω του ιστοτόπου της κάλεσε όλους τους πολίτες να υπογράψουν την ανακοίνωσή της σχετικά με τον προβληματικό χαρακτήρα του νομοσχεδίου και να την εμπλουτίσουν εφόσον επιθυμούν.
Σύσσωμες οι ενώσεις των δημοσιογράφων δημοσίευσαν ανακοινώσεις στις οποίες καταδίκαζαν το νομοσχέδιο στο σύνολό του. Η Εθνική Ένωση των Δημοσιογράφων (SNJ) εξέδωσε στις 17 Νοεμβρίου 2020 δελτίο τύπου που υπέγραφαν πάνω από τριάντα επίσημοι φορείς και οργανώσεις, μέσω του οποίου επέκρινε το νομοσχέδιο και καλούσε σε συγκέντρωση διαμαρτυρίας έξω από το κοινοβούλιο την ίδια μέρα, την ώρα της διαβούλευσης, ενώ ταυτόχρονα προσκαλούσε τους πολίτες να λάβουν μέρος στην διαδικτυακή εκστρατεία για την απόρριψη του νομοσχεδίου, κάνοντας δημοσιεύσεις με το hashtag #Stoploisecuriteglobale.
Οι διαδηλώσεις της 17ης Νοεμβρίου
Την Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2020, συγκεντρώθηκαν εκατοντάδες άνθρωποι έξω από την Εθνοσυνέλευση, αλλά και σε πολλά άλλα σημεία της Γαλλίας (Τουλούζη, Λε Μαν, Τρουά, Λυών, Νάντη, Νίκαια, Σαλόν-συρ-Σον) προκειμένου να διαμαρτυρηθούν για το υπό εξέταση νομοσχέδιο, ανταποκρινόμενοι στην έκκληση δημοσιογραφικών σωματείων και ενώσεων υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η συγκέντρωση παρέμεινε ειρηνική μέχρι τις 7 το απόγευμα περίπου, που παρουσιάστηκαν κάποιες μικροεντάσεις και η αστυνομία αποφάσισε να διαλύσει την διαδήλωση χρησιμοποιώντας δακρυγόνα και αύρες. Συγκεκριμένα, αφού διατάχθηκε η διάλυση της συγκέντρωσης και υπήρξε μηδενική ανταπόκριση από το πλήθος, η αστυνομία δημιούργησε κλοιό γύρω από τους διαδηλωτές, με αποτέλεσμα να τους εγκλωβίσει και στη συνέχεια, ενώ η κατάσταση και τα συνθήματα είχαν αγριέψει, επιτέθηκε στους διαδηλωτές με θύελλα δακρυγόνων και αύρες. Ακολούθησαν συγκρούσεις μεταξύ αστυνομικών και διαδηλωτών, κατά τη διάρκεια των οποίων τραυματίστηκαν ελαφρώς 10 άτομα, συμπεριλαμβανομένων και αστυνομικών. Πραγματοποιήθηκαν συνολικά 33 συλλήψεις, με πολλούς δημοσιογράφους να βρίσκονται μεταξύ των συλληφθέντων και να οδηγούνται την επομένη στον εισαγγελέα.
Ορισμένοι δημοσιογράφοι κατήγγειλαν την αστυνομική βία που τους ασκήθηκε (Κλεμάν Λανό, Σιμόν Λουβέ, Αννά Νελσόν-Γκαμπέν), η οποία αποδεικνύεται στα βίντεο των συναδέλφων τους που δημοσιεύτηκαν, καθώς και την αναίτια κράτησή τους, χωρίς να τους παρέχονται σε κάποιες περιπτώσεις πληροφορίες για τον λόγο που έχουν συλληφθεί και κρατούνται.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Γκαμπριέλ Ατάλ δήλωσε σχετικά με τη διάλυση της διαδήλωσης ότι, όταν η αστυνομία κρίνει πως πρέπει να παύσει η διαδήλωση, καλεί τους διαδηλωτές να διασκορπιστούν και να εκκενώσουν τον χώρο. Εφόσον δεν υπακούσουν, είναι υποχρεωμένη να τους διασκορπίσει. Επομένως η πρακτική που ακολουθήθηκε την στη συγκέντρωση της 17ης Νοεμβρίου δεν παρεκκλίνει σε τίποτα από το παραδοσιακό πλαίσιο διατήρησης της τάξης.
Ο Υπουργός Εξωτερικών, Ζεράρ Νταρμανέν απάντησε στις καταγγελίες των δημοσιογράφων περί αστυνομικής βίας και αναίτιας κράτησης, ότι υπέστησαν τη μεταχείριση αυτή επειδή δεν είχαν ενημερώσει, ως όφειλαν, το αρχηγείο της Αστυνομίας για την πρόθεσή τους να καλύψουν την συγκεκριμένη διαδήλωση. Τη δήλωση αυτή, που έγινε αντικείμενο κατακραυγής, ανακάλεσε λίγο αργότερα με ένα tweet, στο οποίο ανέφερε πως σύμφωνα με τις διατάξεις του νέου νομοσχεδίου, οι δημοσιογράφοι, χωρίς να είναι υποχρεωμένοι να το πράξουν, έχουν τη δυνατότητα να επικοινωνούν με τις αρμόδιες υπηρεσίες πριν τις διαδηλώσεις τις οποίες ενδιαφέρονται να καλύψουν δημοσιογραφικά.
Η επόμενη ημέρα
Το βράδυ της Παρασκευής 20 Νοεμβρίου υπερψηφίστηκε από το Κοινοβούλιο, με 146 ψήφους υπέρ έναντι 24 κατά, το πλέον αμφισβητούμενο άρθρο του νομοσχεδίου (άρθρο 24), με τροπολογία που ορίζει ότι ο σκοπός υπονόμευσης της σωματικής ή ψυχικής ακεραιότητας του εικονιζόμενου προσώπου πρέπει να είναι καταφανής και ότι το μέτρο αυτό δεν μπορεί να παρακωλύσει το δικαίωμα στην πληροφόρηση. Ο Ζεράρ Νταρμανέν δήλωσε κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης ότι μέσω του νομοσχεδίου αυτού αποκαθίσταται πλέον η ισορροπία μεταξύ της ελευθερίας της πληροφόρησης και της προστασίας των δυνάμεων ασφαλείας.
Με έκκληση της Ένωσης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (LDH) το Σάββατο 21 Νοεμβρίου πραγματοποιήθηκαν πάνω από δεκαπέντε συγκεντρώσεις, σε πολλά σημεία της Γαλλίας (Περιγκέ, Μπωβαί, Νιόρ, Λίλ, Μονπελιέ, Λιμόζ, Ροάν, Μπεζιέ, Ρουέν, Χάβρη, Ανεσί, Πουατιέ, Σαι Κεντέν, Λοριάν, Σαιντ Ετιέν) και στο Τροκαντερό του Παρισιού.
Forte mobilisation contre la #LoiSecuriteGlobale au Trocadero. #StopLoiSecuriteGlobale pic.twitter.com/GBTaq0DXvJ
— Remy Buisine (@RemyBuisine) November 21, 2020
Παρά το γεγονός ότι τα μέλη του κυβερνώντος κόμματος και οι υπερασπιστές του νομοσχεδίου επιμένουν να ισχυρίζονται πως πρόκειται αποκλειστικά για μια νομοθετική προσπάθεια να “προστατεύσουμε εκείνους που μας προστατεύουν”, έχει καταστεί σαφές ότι το Νομοσχέδιο για την Καθολική Ασφάλεια θέτει σοβαρούς περιορισμούς ελευθεριών και καταστρατηγεί θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και ελευθερίες όλων ανεξαιρέτως των πολιτών. Ταυτόχρονα, το νομοσχέδιο παρέχει επί της ουσίας ασυλία στην αστυνομική βία και την καταστολή.
Un policier de la BRAV tacle un journaliste lors de la dispersion au #Trocadéro.
— Anonyme Citoyen (@AnonymeCitoyen) November 21, 2020
#loisecuriteglobal #Paris #StopLoiSecuriteGlobale pic.twitter.com/Sxtzta6uEN
Οι φωνές εκείνων που ισχυρίζονται ότι το νέο νομοσχέδιο συνιστά ευθεία, απροκάλυπτη και καινοφανή επίθεση σε θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και ελευθερίες πληθαίνουν καθημερινά. Αντίστοιχα εντείνεται η αναξιοπιστία της κυβέρνησης, η οποία εν μέσω υγειονομικής κρίσης επεξεργάζεται με διαδικασία κατεπείγοντος ένα νομοσχέδιο βαρύνουσας σημασίας, αυξάνοντας την αίσθηση ότι βαδίζουμε με ταχείς ρυθμούς προς μία κατ’ επίφαση δημοκρατία.