ΑΘΗΝΑ
06:25
|
26.04.2024
Με αφορμή τον θάνατο του μεγάλου Αργεντινού ποδοσφαιριστή ανατρέχουμε σε ορισμένα γνωστά και άγνωστα στοιχεία για το ποδόσφαιρο και το παρασκήνιο του.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Ο θάνατος του Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα δίχασε όπως και η ζωή του. Άλλοι εστίασαν στην κορυφαία ποδοσφαιρική κλάση του, άλλοι στην πολυτάραχη ζωή του έξω από τα γήπεδα, άλλοι στην πολιτική του στράτευση, όποια κι αν ήταν αυτή κατά καιρούς, άλλοι στις περιπέτειες του με τα ναρκωτικά και το αλκοόλ, τα πάθη και τα λάθη του.

Η περίπτωση Μαραντόνα επαναφέρει επομένως στο προσκήνιο το ποδόσφαιρο ως κοινωνικό φαινόμενο που διαπερνά κάθετα σχεδόν όλους τους τομείς της υπόλοιπης ζωής: την πολιτική, την οικονομία, το lifestyle, τον Τύπο, τα ήθη και τα έθιμα κάθε χώρας, τους συμβατικούς κανόνες και την αντισυμβατική στάση ζωής που ο κάθε ποδοσφαιριστής επιλέγει.

Ας ξεκινήσουμε από το τελευταίο. Όλοι οι πραγματικά κορυφαίοι ποδοσφαιριστές του 20ου αιώνα είχαν ενδώσει σε μεγάλα πάθη και λάθη. Το ποδόσφαιρο ήταν η ζωή τους, όχι η εξωγηπεδική καθημερινότητα των συμβάσεων ή της εργασίας και της οικογένειας στην οποία ανήκουμε ενδεχομένως όλοι οι υπόλοιποι. Και όσο φτωχότερο και στερημένο από μόρφωση, ευκαιρίες, δυνατότητες και αναγνώριση ήταν το κοινωνικό και οικογενειακό περιβάλλον από το οποίο προέρχονταν, τόσο μεγαλύτερες και οι αναποδιές και οι δυσκολίες που αντιμετώπισαν μετέπειτα στη ζωή τους εν μέρει και εξαιτίας των δικών τους αποφάσεων και επιλογών. Αλλά κυρίως λόγω του συστήματος, πολιτικού, κοινωνικού και οικονομικού που προσπάθησε άλλοτε να τους εκμεταλλευτεί, άλλοτε να τους χειραγωγήσει και άλλοτε να τους εξοντώσει.

Ο Βραζιλιάνος Γκαρίντσα είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα. Θεόφτωχος, με σχεδόν ανάπηρα πόδια και προβληματικές επιγονατίδες εκ γενετής, έγινε το απόλυτο ποδοσφαιρικό ίνδαλμα της βραζιλιάνικης φτωχολογιάς ως κορυφαίος ντριμπλαδόρος στη Μποταφόγκο, στην Εθνική Βραζιλίας και στο Μουντιάλ του 1962 στη Χιλή το οποίο πήρε στην κυριολεξία σχεδόν μόνος του. Σε ένα βαθμό, ο Γκαρίντσα φέρνει πολύ σε Μαραντόνα πριν τον Μαραντόνα σε ό,τι αφορά και την εξωγηπεδική του ζωή. Γυναικάς και καλοπερασάκιας, αλκοολικός και μονήρης, άλλοτε χαζοχαρούμενος και άλλοτε βίαιος, είχε γίνει αντικείμενο στυγνής εκμετάλλευσης από τη Μποταφόγκο που τον έβαζε να υπογράψει σχεδόν μηδενικά συμβόλαια και του έδινε γλίσχρες αμοιβές, καθώς ο Γκαρίντσα ήταν αναλφάβητος και δεν καταλάβαινε πολλά από γράμματα και από χρήματα.

Μόνο στο φυσικό ταλέντο του στην μπάλα πίστευε ο ίδιος και δεν έχανε ευκαιρία να το επιδεικνύει στην κυριολεξία για ψίχουλα. Πίστευε και στις δεισιδαιμονίες του βραζιλιάνικου περιθωρίου, στη μαύρη μαγεία και τα ξόρκια ή τα πνεύματα, προκαταλήψεις που εντέλει τον οδήγησαν στον τάφο, από αλκοολισμό, προσωπική αδιαφορία, κοινωνική εγκατάλειψη και ιατρική αμέλεια. Αλλά όλοι οι Βραζιλιάνοι ακόμη και σήμερα, τον Γκαρίντσα έχουν στην καρδιά τους, όχι τον Πελέ. Ο πρώτος ήταν η χαρά του ποδοσφαίρου, του jogo bonito, όπως το περιγράφουν στη χώρα του καφέ και της σάμπας.

Ο Βορειοϊρλανδός Τζωρτζ Μπεστ έδωσε στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ το πρώτο κύπελλο Πρωταθλητριών και στον Ματ Μπάσμπι τη μεγάλη ευτυχία μετά την ανείπωτη τραγωδία του Μονάχου. Ο Μπεστ προερχόταν από ένα προβληματικό οικογενειακό περιβάλλον και είχε εύθραυστη ψυχολογία και προσωπικότητα. Η μάνα του ήταν μανιοκαταθλιπτική και αλκοολική και μπαινόβγαινε στα νοσοκομεία και τις κλινικές. Ο γιος της, ό,τι καλύτερο, θεαματικότερο και ομορφότερο έβγαλε το ποδόσφαιρο στα βρετανικά νησιά, την ακολούθησε κατά πόδας στον δρόμο της αυτοκαταστροφής. Στο αλκοόλ, την άστατη προσωπική ζωή, στην ανάγκη να αναπληρώσει τα κενά μιας βαθιά τραυματισμένης και αγχώδους οικογενειακής ζωής από γυναίκα σε γυναίκα και από κρεβάτι σε κρεβάτι. Ο Μπεστ έπνιξε το ταλέντο του στις σαμπάνιες, το ουίσκι και τα κοκτέιλ καταστρέφοντας δυο και τρεις φορές το συκώτι και την καριέρα του, μέχρι τον πρόωρο θάνατο του από κίρρωση στο δεύτερο μεταμοσχευμένο ήπαρ. Αλλά μιλάμε για τον Μπεστ, ή όπως λένε οι φανατικοί οπαδοί του ακόμη και σήμερα, Maradona good, Pele better, George Best. Ο άνθρωπος ήξερε καντάρια μπάλα και αυτό έχει πρυτανεύσει στις συνειδήσεις των φίλων του όχι απλώς καλού αλλά του αριστουργηματικού ποδοσφαίρου.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, στον μεγάλο Άγιαξ του ολοκληρωτικού ποδοσφαίρου, τα αποδυτήρια ήταν μονίμως ντουμανιασμένα από καπνό. Όλοι οι ποδοσφαιριστές με πρώτον τον μέγιστο Γιόχαν Κρόιφ κάπνιζαν σαν φουγάρα και αργότερα ο φοβερός Ιπτάμενος Ολλανδός του ποδοσφαίρου πέθανε από καρκίνο στους πνεύμονες, αν και είχε κόψει το κάπνισμα πάνω από 20 χρόνια έπειτα και από μια εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς. Υπήρχε περίοδος που ο καθένας από τους ποδοσφαιριστές του Αίαντα κατανάλωνε τρία και τέσσερα πακέτα την ημέρα και κατόπιν όλοι μαζί έμπαιναν στο γήπεδο και σάρωναν τη μισητή Φέγενορντ ή την Ίντερ στον τελικό του κυπέλλου Πρωταθλητριών του 1972.

Το 1974, η εθνική ομάδα της Ολλανδίας που βασιζόταν σχεδόν εξολοκλήρου στον Άγιαξ της εποχής κατέφτασε για το Μουντιάλ στη Δυτική Γερμανία. Όλοι οι παίκτες συνοδεύονταν από τις συζύγους ή τις ερωμένες τους. Οι συντηρητικοί κύκλοι της FIFA και της δυτικογερμανικής ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας έφριξαν. Η σεξουαλική επανάσταση της δεκαετίας του ’60 δεν είχε ακόμη εμπεδωθεί στις συνειδήσεις και ο προπονητής Ρίνους Μίχελς επιβλήθηκε προσωπικά, ώστε να κοπούν μαχαίρι οι σκέψεις περί απέλασης των γυναικών συντρόφων, επειδή τάχα η συμπεριφορά των ποδοσφαιριστών διέφθειρε τα χρηστά ήθη και την πάγια τακτική των ομάδων να απέχουν οι ποδοσφαιριστές από το σεξ κατά τη διάρκεια των αγωνιστικών υποχρεώσεων.

Ήταν ένα πρωτοφανές για την εποχή (σεξουαλικό) “σκάνδαλο” που έφτιαξαν οι ταγοί της FIFA και οι μεμψίμοιροι των μέσων ενημέρωσης. Όταν οι Ολλανδοί έχασαν τον τελικό από τη Δυτική Γερμανία, με την υπεροψία ότι το ένα και μοναδικό γκολ με πέναλτι έπειτα από 14 πάσες μπορούσε να τους δώσει το τρόπαιο, μια συντηρητική δυτικογερμανική φυλλάδα λαϊκής κατανάλωσης είχε κυκλοφορήσει με τον υπότιτλο “Νικήσαμε το πορνείο!” – διπλής ανάγνωσης στο χυδαίο υπονοούμενο. Για τέτοια κατάσταση μιλάμε. Για τέτοια έλλειψη ανοχής και κατανόησης στις νέες κοινωνικές συνθήκες που διαμορφώνονταν γύρω και μέσα στο ποδόσφαιρο και τον μικρόκοσμο του.

Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Φραντς Μπεκενμπάουερ είχε μόνιμο προσωπικό πόλεμο με τον Γκίντερ Νέτσερ, που ξεπερνούσε τη διαμάχη ανάμεσα στις δυο κορυφαίες ομάδες, την Μπάγερν Μονάχου και την Μπορούσια Μεντχενγκλάντμπαχ, στις οποίες αγωνίζονταν αντίστοιχα και μεσουρανούσαν στη Δυτική Γερμανία της εποχής. Ήταν μάχη νοοτροπιών και αντιλήψεων.

Ο Μπεκενμπάουερ ήταν το “καλό” παιδί, ο “σωστός” ποδοσφαιριστής, ο άνθρωπος που ως λίμπερο επανακαθόρισε τον ρόλο και έδωσε ένα Μουντιάλ στη Δυτική Γερμανία. Ο Νέτσερ ήταν τηρουμένων των αναλογιών, ο “Τζωρτζ Μπεστ” της Δυτικής Γερμανίας. “Αληταράς”, μακρυμάλλης, γυναικάς, απροσάρμοστος, πούλαγε μεγάλη μούρη. Ο ένας σιχαινόταν τον άλλο και ο Μπεκενμπάουερ επικράτησε στον άτυπο πόλεμο, εμφανίζοντας στη δημόσια σφαίρα το πρόσωπο του ανθρώπου που έχει ηθικές αρχές και άμεμπτη συμπεριφορά και προσωπικότητα.

Όλα αυτά κατέρρευσαν μετά το 1998 με τον τρόπο που ο Μπεκενμπάουερ μεθόδευσε για να πάρει η ενωμένη πια Γερμανία τη διοργάνωση του Μουντιάλ του 2006: με δωροδοκίες, εκβιασμούς, δωράκια κάτω από το τραπέζι στους αξιωματούχους της FIFA, μία ούτως ή άλλως μόνιμη κατάσταση όταν διακυβεύονται τόσα λεφτά και τόσες επενδύσεις και κέρδη μέσω και διά της ανάθεσης ενός Μουντιάλ σε κάποια διοργανώτρια χώρα. Το 2014, ο πάλαι ποτέ Κάιζερ του γερμανικού ποδοσφαίρου είδε την κατάκτηση του Μουντιάλ από τη Νατσιονάλμανσαφτ στη Βραζιλία φορώντας τις παντόφλες του και στον καναπέ του σπιτιού του – ούτε η Μέρκελ δεν είχε τολμήσει να τον πάρει τηλέφωνο για τη συνοδεύσει στον θρίαμβο. Οι Γερμανοί τον έχουν εξοστρακίσει από τα κοινά του ποδοσφαίρου ως υποκριτή, “μουλωχτό” και διπρόσωπο, ένα καμένο χαρτί που χρησιμοποίησε και τον χρησιμοποίησαν και μετά, τέλος.

Το ζήτημα της πολιτικής στράτευσης των ποδοσφαιριστών και γενικά των αθλητών παραμένει ταμπού. Οι πραγματικά μεγάλοι ποδοσφαιριστές όμως ουδέποτε κρύφτηκαν την ώρα που η πολιτική σκηνή μιας χώρας και μιας κοινωνίας έπαιρνε φωτιά.

Ο μεγάλος προπολεμικός Αυστριακός μπαλαδόρος, Ματίας Ζίντελαρ δολοφονήθηκε από τη Γκεστάπο στη Βιέννη, επειδή ήταν αντιφασίστας, είχε αρνηθεί να αναγνωρίσει το Άνσλους με τη ναζιστική Γερμανία και είχε φιλοδωρήσει τους χιτλερικούς με τέσσερα γκολάκια σε φιλικό αγώνα, διατρανώνοντας με τις τάπες των παπουτσιών του την πίστη του στη δημοκρατία και την ανεξαρτησία της Αυστρίας. Στη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου όλοι μα όλοι οι ποδοσφαιριστές ακόμη και των θεωρούμενων “συστημικών” ομάδων είχαν συνταχθεί με τους Δημοκρατικούς και όλοι μα όλοι οι ταυρομάχοι με τον Φράνκο και τους φασίστες: ήταν η φύση τους αθλήματος που έπαιζε ρόλο, η ομαδικότητα κόντρα στον επιδειξιμανή εγωισμό.

Ο Βραζιλιάνος Σόκρατες πρωτοστάτησε στο περίφημο πείραμα της “Δημοκρατίας της Κορίνθιανς” μέσα στη χειρότερη περίοδο της βραζιλιάνικης χούντας. Οι στρατιωτικοί ουσιαστικά τον εξώθησαν να φύγει στην Ιταλία και τη Φιορεντίνα μετά το νοθευμένο δημοψήφισμα για δημοκρατικές αλλαγές του 1984 στο οποίο οι χουντικοί επικράτησαν οριακά αλλά σύντομα αναγκάστηκαν να παραχωρήσουν την εξουσία σε πολιτική κυβέρνηση. Ο επίσης Βραζιλιάνος Ρομάριο, το “παιδί της φαβέλας” ποτέ δεν έπαψε να μιλά και να καταγγέλλει τόσο τις βρώμικες πρακτικές στην πανίσχυρη ποδοσφαιρική ομοσπονδία της χώρας του, τη διαβόητη CBF όσο και τις συνθήκες εργασίας των ποδοσφαιριστών στη Λατινική Αμερική και την Ευρώπη. Το πλήρωσε με διώξεις και απειλές και μια πρόωρα χαντακωμένη ποδοσφαιρική καριέρα που διαλύθηκε με άνωθεν εντολές.

Σήμερα, πολλοί ποδοσφαιριστές από τους πιο γνωστούς, δημοφιλείς και κερδοφόρους πλαισιώνονται από ένα ολόκληρο επιτελείο επικοινωνιολόγων, ατζέντηδων, λογιστών, προσωπικών γυμναστών, δικηγόρων, διαιτολόγων και δημοσιογράφων που φροντίζουν την υγεία, την εμφάνιση, τη δημόσια εικόνα τους, το πρεστίζ τους, έτσι ώστε τα κακώς κείμενα του αθλητικού, προσωπικού ή επιχειρηματικού βίου τους να μην γίνονται δημόσιο κτήμα και αντικείμενο ενημέρωσης, κουτσομπολιού ή και χλεύης, όπως σε μεγάλο βαθμό έχει συμβεί με τον βίο και την πολιτεία του Ντιέγκο Μαραντόνα, που σε αυτό το επίπεδο υπήρξε εντελώς απροστάτευτος ακόμη και από τον ίδιο τον εαυτό του ειδικά την εποχή που μεσουράνησε στην Ιταλία και τη Νάπολι. Αλλά, ο Μαραντόνα δεν είναι ο μόνος που έχει στους ώμους του, σημαντικές ακόμη και ποινικές παρασπονδίες σε σχέση με την εικόνα που καλλιεργείται στον δημόσιο χώρο.

Για παράδειγμα, πόσοι (θέλουν να) θυμούνται ότι ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής για το 2018, βραβευμένος μάλιστα και από τη FIFA για τη συγκλονιστική κατά τα άλλα παρουσία του ίδιου και της εθνικής Κροατίας στο Μουντιάλ της Ρωσίας, Λούκα Μόντριτς είναι καταδικασμένος φοροφυγάς στο περιφερειακό δικαστήριο της Μαδρίτης; Και γλίτωσε με έναν εξευτελιστικό συμβιβασμό τις ποινές φυλάκισης και διακοπής επιχειρηματικών δραστηριοτήτων που θα του τερμάτιζαν και την ποδοσφαιρική καριέρα;

Πόσοι άραγε έχουν το κουράγιο να επισημάνουν ότι για παράδειγμα τα “καλά παιδιά” της Μπαρτσελόνα, Λιονέλ Μέσι και Αντρές Ινιέστα έχουν πάρει αποφάσεις για το ποδοσφαιρικό τους μέλλον με γνώμονα τα μακροπρόθεσμα επιχειρηματικά τους συμφέροντα, στις εταιρείες real estate που διατηρεί ο πρώτος στη Βαρκελώνη και την οινοποιία που διαθέτει ο δεύτερος σε αμπελώνες της Καταλονίας; Αν και μάλλον μια τέτοια παραδοχή, δεν θα αποτελούσε αντικείμενο σχολιασμού από πλευράς των απολογητών του επιχειρείν και των επενδύσεων στην εποχή του κρισιακού καπιταλισμού. Όλους τους υπόλοιπους όμως μας αφορά αυτή η στάση ζωής και αντιλήψεων.

Πόσοι (θέλουν να) υπογραμμίζουν τη συστηματική υποκρισία των μέσων ενημέρωσης και των ποδοσφαιρικών εταιριών που κατασκευάζουν ποδοσφαιρικά είδωλα μέσω τηλεόρασης, διαδικτύου και παχυλών συμβολαίων με γνωστές εταιρείες αθλητικών ειδών, όταν στο παρελθόν έβγαζαν στη σέντρα, π.χ. τον Ντέιβιντ Μπέκαμ για την ‘’ανήθικη’’ προσωπική του ζωή, ενώ κατά τα άλλα τον είχαν καθιερώσει στη συνείδηση, ειδικά των νεαρών ηλικιών ανεξαρτήτως φύλου και σεξουαλικού προσανατολισμού, ως ποδοσφαιριστή sex symbol; Και sex symbol και σιδηροδέσμιος από τις εταιρείες δημόσιων σχέσεων, τα μέσα ενημέρωσης, τους παπαράτσι και τις κουτσομπολίστικες στήλες που ελέγχουν και το παραμικρό βλέμμα και το ελάχιστο χαμόγελο για να μην “ξεφύγει” ερωτικά η κατάσταση; Δεν γίνεται. Είναι σκέτος παραλογισμός.

Πόσοι μπορούν και θέλουν να στηλιτεύσουν για παράδειγμα τη συμπεριφορά του ποδοσφαιριστή της Λίβερπουλ, Μοχάμεντ Σαλάχ που έχει κατά καιρούς εκφραστεί με κολακευτικά σχόλια για τον στρατηγό Σίσι και τη δικτατορία που έχει επιβάλει στην Αίγυπτο; Κατά τα άλλα, βέβαια, πάρα πολύ σύγχρονοι ποδοσφαιριστές αρνούνται πεισματικά να πάρουν θέση στα πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα. Αλλά, το No Politica στο ποδόσφαιρο συνήθως υποκρύπτει την αθώωση ή την υποστήριξη των πιο συστημικών και αντιδραστικών δυνάμεων στην κοινωνία και τον αθλητισμό.

Στο ίδιο πλαίσιο, ελάχιστα έχουν υποστηριχτεί ή αναδειχτεί απόψεις και κρίσεις, όπως πρόσφατα εκείνες του προπονητή πάλι της Λίβερπουλ, Γιούργκεν Κλοπ που έθιξε έστω και κάπως “αμυντικά” το ηλίου φαεινότερο των τελευταίων πολλών ετών: ότι οι ποδοσφαιριστές ξεζουμίζονται αγωνιστικά, ψυχικά και σωματικά με το να παίζουν μπάλα πλέον σχεδόν κάθε δεύτερη μέρα σε μία σειρά εθνικών, διακρατικών, περιφερειακών ή παγκόσμιων διοργανώσεων, προκειμένου να αυξάνονται τα κέρδη των ανώνυμων ποδοσφαιρικών εταιρειών από τα τηλεοπτικά δικαιώματα και τα εισιτήρια, να εξαπλώνεται η επιρροή και η πελατεία των ίδιων ή άλλων παρασιτικών εταιρικών σχημάτων στο διαδίκτυο και τον παράνομο ή νόμιμο στοιχηματισμό καθώς και για να εκτοξεύονται τα φουσκωμένα έσοδα διεθνών ομοσπονδιών και σκοτεινών παραγόντων του αθλήματος που έχουν ελάχιστη πραγματική σχέση με το ποδόσφαιρο εκτός από την κερδοσκοπική.

Το ποδόσφαιρο, όπως και η κοινωνία, δεν είναι ένας “αγγελικά” πλασμένος χώρος, ειδικά στον καπιταλισμό και σε συνθήκες εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Για να παραφράσουμε και τον ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη, ας μην ψάχνουμε για (πολλούς) λεκέδες στη φωλιά για παράδειγμα του Ντιέγκο όταν για παράδειγμα η FIFA που πολέμησε τον Μαραντόνα σε όλη τη ζωή του, με όλα τα θεμιτά και κυρίως αθέμιτα μέσα, έχει (ανεξίτηλα και διαρκώς) καταλερωμένη τη δική της.

Την ώρα που όψιμοι νεκροπομποί “μαραντονολόγοι” έχουν σηκώσει τον λίθο και βαράνε αλύπητα τη σορό του Ντιέγκο στον άλλο κόσμο και την αθάνατη μνήμη του στον δικό μας κόσμο, ας σκεφτούν αν ανήκουν οι ίδιοι στους αναμάρτητους του ποδοσφαίρου, της επικοινωνίας, της δημοσιογραφίας, της πολιτικής και της δημόσιας ζωής.

Ειδικά οι δημόσιοι και ενσωματωμένοι απολογητές της FIFA θα έπρεπε να είναι δύο φορές προσεκτικοί και ίσως και σιωπηλοί. Στο μέγαρο της διαφθοράς, της εξαπάτησης, της ξετσιπωσιάς, των παρασκηνιακών διασυνδέσεων με τις μαφίες και τις καμόρες του πλανήτη, της εμπορευματοποίησης και της στοιχηματοποίησης του ποδοσφαίρου, ορισμένοι δεν θα έπρεπε να μιλάνε για τα ανομήματα, πραγματικά, φανταστικά ή υπαρξιακά, μιας τόσο θνητής, γήινης και δύστροπης ζωής γεμάτης από πάθη και λάθη που όμως σημάδεψε το ποδόσφαιρο και τον αθλητισμό όσο καμία άλλη στη διάρκεια του συναρπαστικού 20ου αιώνα.

Εξάλλου, αν και δεν θα το παραδεχτούν, πολλοί από τους σημερινούς ποδοσφαιριστές, παράγοντες και προπονητές του ποδοσφαίρου που βγάζουν δισεκατομμύρια από τον καπιταλισμό του αθλήματος χρωστάνε και τις καριέρες και τα λεφτά τους, στην παγκόσμια ακτινοβολία του άστρου του Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα.

Ο Ντιέγκο θεμελίωσε τη σύγχρονη διεθνή επιτυχία και λαοφιλία του σπορ που πήρε εκρηκτικές και πλανητικές διαστάσεις και εξαιτίας της διάδοσης των ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης και κυρίως της τηλεόρασης. Απλώς κάποιοι ήταν αρκετά “ξύπνιοι” για να βγάλουν και πολλά λεφτά από αυτήν την εμπέδωση στις συνειδήσεις εκατομμυρίων οπαδών και καταναλωτών του ποδοσφαιρικού θεάματος, στην τηλεόραση, το διαδίκτυο, τον στοιχηματισμό, τα εταιρικά συμβόλαια και την επιχειρηματική επεκτασιμότητα. Και εξίσου “ξύπνιοι” και προετοιμασμένοι για να αποκρύψουν τις πραγματικές πηγές και προελεύσεις πολλών από αυτά τα δισεκατομμύρια δολαρίων και ευρώ, κάπου μεταξύ τραπεζικών λογαριασμών στην Ελβετία και offshore εταιρειών στα νησιά Κέιμαν της Καραϊβικής.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα