Για όσους συνδέουν την περίοδο των Χριστουγέννων με κάλαντα, ηλεκτροφόρους και μη στολισμούς, επισκέψεις αγαπημένων ή μισητών συγγενών και ποικιλία εδεσμάτων, οι εορτασμοί έρχονται να επιβεβαιώσουν την ύπαρξη μιας κάποιας κανονικότητας στον ορίζοντα του βίου τους. Τα Χριστούγεννα μοιάζουν να είναι πάντα εκεί, σημείο αναφοράς για πιστούς και άπιστους, πασπαλισμένα με την συνήθη επίπλαστη καταναλωτική ευημερία, τα φιλανθρωπικά γκαλά των ημερών και τους βαρετούς απολογισμούς που κανείς δεν μπορεί να αποφύγει, αλλά και με πράξεις πραγματικής αλληλεγγύης να σπάνε τα ψεύτικα κοσμικά χαμόγελα.
Υπό αυτή την έννοια, η πανδημική συνθήκη εκτός των άλλων φαντάζει μια πραγματική βόμβα στον καθιερωμένο εορταστικό προγραμματισμό, μια ανατινακτική εξαίρεση που επιβεβαιώνει την sui generis κατάσταση που βιώνουμε. Και όμως: διατρέχοντας κανείς την παγκόσμια ιστορία θα μπορούσε να ισχυριστεί πως τα φετινά Χριστούγεννα δεν είναι παρά μια από τις από εκείνες τις περιστάσεις που ο κανόνας του εορτασμού της γέννησης του Θεανθρώπου των Χριστιανών αναιρέθηκε, ένεκα περιστάσεων πλήρως αλλότριων προς την σημερινή.
Οι Πουριτανοί ποινικοποιούν τα Χριστούγεννα
Η πρώτη περίπτωση όχι απλού περιορισμού των εορταστικών εκδηλώσεων, αλλά πλήρους απαγόρευσής τους τοποθετείται στην Αγγλία του 17ου αιώνα. Με νομοθετική πράξη του κυριαρχούμενου από τους Πουριτανούς Κοινοβουλίου το 1644 όλοι οι χριστουγεννιάτικοι εορτασμοί τέθηκαν εκτός νόμου. Και όταν εννοούμε όλοι κυριολεκτούμε! Η απαγόρευση, που ανέτρεπε ένα δωδεκαήμερο εορταστικών εκδηλώσεων, περιλάμβανε από τα κάλαντα και τον στολισμό των σπιτιών έως τις μουσικοχορευτικές εκδηλώσεις και τις έκτακτες εκκλησιαστικές λειτουργίες. Το κύριο επιχείρημα για την απαγόρευση που κράτησε 16 ολόκληρα χρόνια ήταν-όσο παράδοξο κι αν ακούγεται- θρησκευτικό.
Οι Πουριτανοί εστίαζαν στις υπερβολές και τις καταχρήσεις των ημερών τις οποίες θεωρούσαν πως είχαν γίνει ο κανόνας και κινδύνευαν με την έκταση που είχαν πάρει πια να αλλοιώσουν βασικά χριστιανικά πιστεύω. Είναι χαρακτηριστική της πουριτανικής οπτικής η αναφορά του Φίλιπ Σταμπς στο βιβλίο του «Ανατομία των Καταχρήσεων»: «Περισσότερο ζημιά είναι ο χρόνος που σπαταλιέται σε όλα εκτός… Ζάρια και χαρτιά, φαί και πιοτό, γλέντι και γιορτές… ατιμάζοντας τον Θεό και φτωχαίνοντας το βασίλειο». Την έκδηλη κατ’ αυτούς ανηθικότητα απέδιδαν στο ότι τα έθιμα που ακολουθούνταν είχαν σχέση με την ισχυρή ακόμη παρουσία του λειτουργικού ημερολογίου της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, γεγονός που ήταν αποφασισμένοι να αλλάξουν, απαγορεύοντας κάθε ειδική λατρευτική η εορταστική εκδήλωση για Χριστούγεννα και Πάσχα, με βάση και την απουσία βιβλικής αναφοράς στην ανάγκη ειδικού εορτασμού για τις άλλες ημέρες πλην της Κυριακής. Προτιμώντας να ονομάζουν την περίοδο Christ-tide, και αφαιρώντας έτσι το καθολικό στοιχείο της λειτουργίας , οι Πουριτανοί πίστευαν ότι θα έπρεπε να παραμείνει μόνο ως ημέρα νηστείας και προσευχής.
Δεν είναι φυσικά δύσκολο να καταλάβει κανείς πως το μέτρο δεν σημείωσε μεγάλη επιτυχία, αφού η πλειοψηφία των πιστών συνέχισε να γιορτάζει έστω και κρυφά την χριστιανική γιορτή. Την αποτυχία άλλωστε της πουριτανικής επέμβασης μαρτυρά η ανά τακτά χρονικά διαστήματα νομοθέτηση περί του θέματος. Έτσι, αν και το 1645 καθιερώθηκε ο Νέος Κατάλογος Δημόσιας Λατρείας που υποστήριζε πως δεν υφίστανται ιερές ημέρες εκτός της Κυριακής, το Κοινοβούλιο με διάταγμά του τον Ιούνιο του 1647 επιβεβαίωσε επίσημα την κατάργηση Χριστουγέννων, Πάσχα και Πεντηκοστής και καθ’ όλη τη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας (την σύντομη περίοδο της Κοινοπολιτείας) σειρά νομοθετημάτων συγκεκριμενοποιούσε τις ποινές για όσους παρευρίσκονταν σε εκκλησιαστικές συγκεντρώσεις ή έκλειναν τα καταστήματά τους (προφανώς γιατί τέτοια φαινόμενα δεν ήταν περιστασιακά).
Ημέρα του Σκύλου;
Το 1793 κι ενώ η Γαλλική Επανάσταση έμπαινε στην τελική και πλέον ριζοσπαστική φάση της, ο αντικληρικαλισμός έφτασε κι αυτός στην κορύφωσή του. Τον Νοέμβρη του έτους συγκεκριμένα μια αντιχριστιανική κοσμογονία λάμβανε χώρα. Την ίδια στιγμή που όλοι οι χριστιανικοί ναοί μετονομάζονταν σε Ναοί της Λογικής, τα κέικ του βασιλιά σε κέικ της λιτότητας, 400 ιερείς συλλαμβάνονταν και η πολιορκία της Λυόν έβαινε προς τη λήξη της χάρη στο σιδερένιο χέρι των Φουσέ και Κολό Ντ’ Ερμπουά θα ήταν παράδοξο να περιμένει κανείς να εορτάζονται ως συνήθως τα Χριστούγεννα.
Εντός αυτού πλαισίου μάλιστα η ελεγχόμενη από τους Ιακωβίνους Συμβατική Εθνοσυνέλευση αντικατέστησε το γρηγοριανό ημερολόγιο με το δημοκρατικό ημερολόγιο, όπου κάθε ημέρα έπαιρνε την ονομασίας της από φυτά, ζώα ή αντικείμενα. Το όνομα που πήρε η 25η Δεκεμβρίου –Μέρα του Σκύλου- φανέρωσε και την μηδαμινή υπόληψη της επαναστατικής αρχής για τα χριστιανικά έθιμα.
Η κατάσταση ποινικοποίησης συνεχίστηκε ως τον Φλεβάρη του 1795 όταν νέος νόμος επέτρεπε την δημόσια λατρεία και συνεπώς και τα Χριστούγεννα με όλα τα παρελκόμενά τους, αν και παρέμεναν αρκετοί περιορισμοί ως προς το τελετουργικό που θα αρθούν μετά το Κονκορδάτο του 1801.
Αντι-Χριστούγεννα
Την επόμενη της λήξης του Εμφυλίου Πολέμου στη Ρωσία, η σοβιετική ηγεσία καταπιάστηκε με το χτίσιμο της νέας σοσιαλιστικής κοινωνίας και το ξερίζωμα κάθε αντιδραστικής αντίληψης και δεισιδαιμονίας ήταν ένα από τα πρώτιστα καθήκοντα που έπρεπε να φέρει εις πέρας κάθε Μπολσεβίκος σε συμφωνία και με την γραμμή του κρατικού αθεϊσμού. Στην κορυφή της λίστας τέθηκαν φυσικά τα χριστιανικά έθιμα και κατά συνέπεια ο εορτασμός των Χριστουγέννων.
Έτσι, από την αρχή της δεκαετίας του ’20 τα Χριστούγεννα βρέθηκαν στο επίκεντρο των αντιχριστιανικών εκστρατειών που έγιναν τόσο από τις επίσημες κρατικές και τοπικές αρχές όσο και από την από το 1925 σχηματισμένη Λίγκα των Μαχητών της Αθεΐας. Κατά τη διάρκεια της πρώτης φάσης της αντιθρησκευτικής καμπάνιας (1921-28) αφαιρέθηκε από εκκλησίες και δημόσια κτήρια κάθε είδους διακόσμηση, η 25η Δεκεμβρίου μετατράπηκε σε ακόμη μια εργάσιμη ημέρα, ενώ το 1923 κατόπιν πρότασης του κομισάριου Οικονομικών της Σοβιετικής Ρωσίας Ιβάν Σκορτσόφ-Στεπάνοφ η οργάνωση νεολαίας του ΚΚΣΕ, γνωστότερη ως Κομσομόλ, αντέστρεψε πλήρως το νόημα της ημέρας, διοργανώνοντας τα Αντι-Χριστούγεννα σε 400 μεγάλες και μικρές πόλεις της χώρας.
Το ρεπερτόριο των αντιεπετειακών εκδηλώσεων περιλάμβανε παρελάσεις μαθητών, μελών γυναικείων οργανώσεων και μελών της κομματικής νεολαίας με τη συνοδεία πανό με αντιθρησκευτικά συνθήματα, χιουμοριστικά σκετς και κλόουν που διακωμωδούσαν όχι μόνος ιερούς και μοναχούς –φιγούρες ταυτισμένες με την απληστία της Ρωσικής Εκκλησίας επί τσαρισμού- αλλά και τον ίδιο τον χριστιανικό Θεό. Οι παρελάσεις κατέληγαν σε πυρπόληση των εικόνων του Ιησού, του Βούδα, του Μωάμεθ, σε ορισμένες περιπτώσεις και του Μωυσή και του Όσιρις. Κατά τη διάρκεια της δεύτερης αντιθρησκευτικής καμπάνιας (1928-41) η 25η και η 26η Δεκέμβρη κηρύχθηκαν «Ημέρες Εκβιομηχάνισης» και η παρουσία στους χώρους εργασίας κρίθηκε υποχρεωτική. Η προσπάθεια να μειωθεί η σημασία των Χριστουγέννων αντισταθμίστηκε από την αναβίβαση της Πρωτοχρονιάς σε κύρια γιορτή της χρονιάς, με την από τον 19ο αιώνα δημοφιλή φιγούρα του Ντεντ Μορόζ να επανεισάγεται ως το σύμβολο της.
Η εισαγωγή της φιγούρας του Ντεντ Μορόζ συμπίπτει και με την χαλάρωση του αντιθρησκευτικού μένους όπως αποτυπώθηκε και από αναφορές όπως του Σοβιετικού ιστορικού Γκρεκούλοφ, του οποίου το άρθρο για την σύνδεση της επικράτησης του Χριστιανισμού με τον αλφαβητισμό στη μεσαιωνική Ρωσία έγινε η επίσημη θέση της πολιτείας έως την πτώση της ΕΣΣΔ. Ωστόσο, παρότι έμπαινε σε φάση ύφεσης, ο πόλεμος του σοβιετικού κράτους απέναντι στην πιο αναγνωρίσιμη χριστιανική γιορτή δεν θα έληγε παρά το 1991, με την διάλυση της ΕΣΣΔ.
Και ο Ντόναλντ Ντακ ρίχνει το σήμα!
Αν στις προηγούμενες περιπτώσεις η επαναστατική συνθήκη και οι παρακαταθήκες της απείλησαν την χριστουγεννιάτικη κανονικότητα αξίζει και μια αναφορά σε μια παράδοση που αν και σίγουρα δεν είναι επαναστατική θα μπορούσε να χαρακτηριστεί τουλάχιστον αξιοπερίεργη.
Κάθε χρόνο τo μεσημέρι της παραμονής των Χριστουγέννων η Σουηδία υποκύπτει στην αγαπημένη της συνήθεια: την παρακολούθηση του τηλεοπτικού προγράμματος με τίτλο “Ο Ντόναλντ Ντακ και οι φίλοι του σας εύχονται Καλά Χριστούγεννα” (Kalle Anka och hans vänner önskar God Jul). Ναι, καλά διαβάσατε! Ο Ντόναλντ Ντακ ήταν και είναι κυρίαρχος τηλεοπτικά από το 1959, από όταν ένας από τους δύο τότε τηλεοπτικούς σταθμούς αποφάσισε να προβάλει για πρώτη φορά το επετειακό φιλμ κινουμένων σχεδίων.
Είναι τέτοια η αγάπη που έχουν οι Σουηδοί για τον απείθαρχο και γκαφατζή ανιψιό του Σκρουτζ Μακ Ντακ, που το 2016 την ώρα προβολής του προγράμματος η χρήση δεδομένων των κινητών τηλεφώνων έπεσε κατά 28%. Το πρόγραμμα, σταθερά ένα από τα τρία πιο δημοφιλή εδώ και έξι δεκαετίες, εκτός από το να ξεκολλήσει τους Σουηδούς από τα κινητά τους έχει δώσει το όνομά του σε ένα φαινόμενο που ονομάζεται “επίδραση Ντόναλντ Ντακ”, και το οποίο περιγράφει την θετική σε ψυχολογικό επίπεδο επίδραση της συγηκεκριμένης ηλεοπτικής μετάδοσης, γεγονός που το μαρτυρά ότι οι κλήσεις προς τις υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης μειώνονται κατά περίπου 20 τοις εκατό ενώ το πρόγραμμα βρίσκεται στην οθόνη.
Όσο για την προσπάθεια ερμηνείας του φαινομένου, πέρα από την αρτιότητα του καλλιτεχνικού προϊόντος, επικρατέστερη δείχνει η εξήγηση που θέλει το πρόγραμμα να είναι τμήμα αυτού που συνηθίζουμε να αποκαλούμε pop culture. Όπως διευκρίνιζε πριν λίγα χρόνια με αφοπλιστικά απλό τρόπο και η καθηγήτρια εθνολογίας στο Πανεπιστήμιο του Λουντ, Σαρλότ Χάγκστρομ “Είναι περισσότερο σαν τελετουργικό να κάθεσαι με την οικογένειά σου κάθε χρόνο παρακολουθώντας τις ίδιες ταινίες”.