ΑΘΗΝΑ
08:33
|
19.04.2024
Μια κριτική παρουσίαση του βιβλίου του Παναγιώτη Σωτήρη.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Η κάπως απομακρυσμένη από το ιμπεριαλιστικό κέντρο χώρα μας έχει κάποιες φορές παραδόξως παίξει το ρόλο του πολιτικού εργαστηρίου για την Ευρώπη, όπως με τη λαϊκή έκρηξη της περασμένης δεκαετίας. Σύμφωνα με την εισαγωγή του, το βιβλίο “Ηγεμονία, Στρατηγική, Οργάνωση: Διαβάζοντας Γκράμσι σήμερα” (εκδόσεις Τόπος) γράφτηκε υπό το βάρος ακριβώς αυτής της έκρηξης, του τελευταίου (ως τώρα) κρίκου σε μια μακριά αλυσίδα επεισοδίων δυσανεξίας του λαού μας στις από την άρχουσα τάξη καθοδηγούμενες “παθητικές επαναστάσεις” (για να χρησιμοποιήσουμε γκραμσιανή ορολογία) που χαρακτηρίζουν τη σύγχρονη ιστορία μας.

Η λαϊκή αυτή εξέγερση του μνημονίου, με τις πολιτικές ανατροπές που προκάλεσε, ήταν ένα κίνημα που η οργανωμένη αριστερά ποτέ δεν το κατάλαβε, δεν απόκτησε οργανικούς δεσμούς και δεν διδάχτηκε από αυτό – με την περίπτωση της “κυβερνώσας αριστεράς” του ΣΥΡΙΖΑ, που το εκμεταλλεύτηκε απλώς για να καταλάβει την κυβέρνηση και να συνθηκολογήσει αμέσως μετά, να είναι η τραγική κατάληξη: η ήττα του κινήματος είχε δυσμενείς συνέπειες όχι μόνο για εμάς αλλά και για ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο (για την οποία αποτελέσαμε το φόβητρο και παράδειγμα προς αποφυγή). Και ακριβώς η μελέτη της σχέσης που θα έπρεπε να έχει (αλλά δεν είχε) η οργανωμένη αριστερά με το κίνημα και η ουσιαστική αδυναμία συγκρότησης πρωτότυπων πολιτικών πρακτικών σε συνάφεια με αυτό είναι το θέμα του βιβλίου.

Το “τοπίο ήττας στην ελληνική αριστερά, ιδίως μετά την αποτυχία να διαμορφωθεί μέσα στη συνθήκη της ηγεμονικής κρίσης και της λαϊκής εξέγερσης ένα νέο ιστορικό μπλοκ, που ήρθε ως αποτέλεσμα ακριβώς συσσωρευμένων αντιφάσεων και καθυστερήσεων, αλλά και μιας ιδιότυπης οκνηρίας της σκέψης” (σελ. 334), θα περιμέναμε να έχει οδηγήσει ως τώρα σε ένα κύμα αυτοκριτικής στους κόλπους της (ομολογουμένως σε κρίση) αριστεράς, ή τουλάχιστον στην διατύπωση των “γιατί” και των “πώς” οδηγηθήκαμε ως εδώ, σε μια συζήτηση που να πιάνει ξανά το νήμα της θεωρίας ψηλαφώντας για αρχή τα κρίσιμα ερωτήματα που για την ώρα λείπουν. Η ιστορία θα έπρεπε να μας διδάσκει: σε ασύγκριτα πιο δύσκολες συνθήκες μετά τις καταστροφικές ήττες των επαναστατικών κινημάτων στις δυτικές χώρες του μεσοπολέμου και ειδικά στην Ιταλία, μια χώρα που είχε φτάσει στα πρόθυρα της επανάστασης, μέσα στη φυλακή του φασιστικού καθεστώτος ο Γκράμσι αυτό επιχείρησε να κάνει, να διατυπώσει τα σωστά ερωτήματα.

Το αποτέλεσμα, τα τετράδιά του της φυλακής ήταν οι σημειώσεις του για τις θεωρητικές και πολιτικές προϋποθέσεις της κοινωνικής χειραφέτησης. Τα Τετράδια της Φυλακής, είναι ένα μνημείο πολιτικού στοχασμού σε συνθήκες κάθειρξης (lockdown, σύμφωνα με τον σημερινό όρο του συρμού), ένα πειραματικό εργαστήριο πολιτικής θεωρίας και φιλοσοφίας. Ως πειραματικό εργαστήριο είναι επίσης ένα μωσαϊκό από σχόλια, παρατηρήσεις, αποσπάσματα κειμένων που, οφείλουν να ξεκαθαριστούν, πρέπει να μπουν το ένα δίπλα στο άλλο με τη σωστή σειρά, κάπως σαν παζλ.

Βέβαια, η σειρά των κομματιών δεν είναι τυχαία, υπάρχουν στα Τετράδια τα εννοιολογικά νήματα που συνέχουν τα αποσπάσματα αυτά, υπάρχουν οι έννοιες-τομές που πρότεινε ο Γκράμσι και οι οποίες εξακολουθούν να διατηρούν την επικαιρότητά τους. Και ότι ο Γκράμσι εξακολουθεί να είναι επίκαιρος γίνεται σαφές από το ανανεωμένο διεθνές ενδιαφέρον για το έργο του τα τελευταία χρόνια· είναι πλέον πολλά τα εγχειρήματα ανάγνωσης εκ νέου του ίδιου του Γκράμσι, και όχι των πολλών (παρ)ερμηνειών του από ρεύματα της αριστεράς που προσπάθησαν να δικαιολογήσουν τα λάθη τους αναδρομικά χρεώνοντάς τα σε αυτόν. Μια σειρά από εξαιρετικές μελέτες έχουν κυκλοφορήσει οι οποίες επανεξετάζουν και αξιολογούν πλευρές των γραφτών του· ο διάλογος με την πρόσφατη αυτή ερευνητική παραγωγή είναι τμήμα του ανά χείρας βιβλίου. Σημαντικό αποτέλεσμα αυτού του διαλόγου το ξεκαθάρισμα από μια σειρά “παρεξηγήσεις” σχετικά με τον χαρακτήρα του έργου του, το ότι λ.χ. “ο Γκράμσι δεν είναι ο θεωρητικός της συναίνεσης σε αντιδιαστολή προς την κυριαρχία. Δεν είναι κάποιος που στοχάστηκε τον ειρηνικό δρόμο. Δεν είναι κάποιος που ασχολήθηκε γενικά με τον πολιτισμό ή το εποικοδόμημα και όχι την οικονομία” (σελ. 14).

Παρενθετικά να αναφέρουμε ότι ένα εκπληκτικό δείγμα της επικαιρότητας του Γκράμσι είναι η (εξαρθρωμένη φυσικά) αναφορά της σύγχρονης ακροδεξιάς (ξεκινώντας από την γαλλική “Νέα Δεξιά” μέχρι την αμερικάνική “alt-right”) στην κομβική έννοια της Ηγεμονίας, αναφορά που τσίμπησε και επαναλαμβάνει εδώ και χρόνια και ο πάντα ενημερωμένος για τα της διεθνούς μαύρης αντίδρασης Βορίδης, που λ.χ. εδώ, σε μια σκηνή σταντ-απ κωμωδίας από την κόλαση, «αναλύει» (με την λεπτότητα ενός ξυλοκόπου) την έννοια και, μεταφορικά μιλώντας (κυριολεκτικά δεν μπορεί πλέον), υποβάλλει σε βασανιστήρια τον Γκράμσι, υποστηρίζοντας ότι υπάρχει μια “Ηγεμονία” της αριστεράς σε πανεπιστήμια και μέσα ενημέρωσης. Θα ήταν αστείο, αν η “ανάλυση” αυτή δεν ήταν πλέον η κυρίαρχη και επικίνδυνη άποψη της δεξιάς στη χώρα μας.

Ξαναγυρνώντας όμως στο βιβλίο, ο Σωτήρης επιχειρεί να ξαναδιαβάσει τη σημερινή ιστορική συγκυρία στη χώρα μας (και όχι μόνο) υπό το φως των αναλύσεων του Γκράμσι, βάζοντας ταυτόχρονα στη σειρά τα κομμάτια του παζλ. Επομένως, η ανάλυση του συγγραφέα δεν είναι στο επίπεδο της ακαδημαϊκής και αφηρημένης θεωρίας, αλλά στο επίπεδο της πολιτικής πρακτικής. Σκοπός της είναι η αναζήτηση εναλλακτικών για τη (επανα)συγκρότηση πολιτικών υποκειμένων σήμερα, οριακά του “σύγχρονου Ηγεμόνα” (σχηματικά: της οργάνωσης του λαού) και άρα η ανάγνωση του Γκράμσι που προτείνει γίνεται υπό το φως της παρούσας δυσμενούς ιστορικής συγκυρίας και των προτεραιοτήτων που αυτή θέτει. Δεν είναι επομένως ένα ακαδημαϊκό βιβλίο, ένα εγχειρίδιο γκραμσιανής σκέψης, για όποιον ενδιαφέρεται να μάθει τι είπε ο Σάρδος συνιδρυτής και ηγέτης του κάποτε μεγαλύτερου και επιδραστικότερου δυτικοευρωπαϊκού Κομμουνιστικού Κόμματος, του PCI. Αντίθετα, το βιβλίο επιχειρεί να αποτελέσει μια μάχιμη παρέμβαση στο πεδίο της θεωρίας, ένα είδος (αυτο)κριτικής ανάλυσης των βαθύτερων λόγων της πρόσφατης ήττας και προτάσεων για το προχώρημα παρακάτω, με συμπεράσματα όμως που δεν περιορίζονται αποκλειστικά στο ειδικό αλλά έχουν γενικότερες συνέπειες.

Έτσι το βιβλίο, αφού θέσει κομβικά τα ερωτήματα μιας επαναστατικής πολιτικής όπως είχαν μέχρι τον Γκράμσι στο εισαγωγικό πρώτο κεφάλαιο, προχωρά σε μια σειρά ερευνητικών πολιτικών ερωτημάτων σε διαρκή διάλογο και με το κείμενο του Γκράμσι και μερικών από τους σημαντικότερους σχολιαστές του. Η Ηγεμονία είναι το πρώτο από αυτά τα ερωτήματα. Ξεκινώντας από την “αρχαιολογία” αυτής της έννοιας (τη χρήση της από την Ρώσικη Επανάσταση), η ανάλυση προχωράει στις επάλληλες επεξεργασίες του ίδιου του Γκράμσι. Η διεξοδική συζήτηση δείχνει ότι η γκραμσιανή έννοια, εκτός από το ότι δεν έχει να κάνει με κάποια γενική αστική ηγεμονία ως ένα υποτιθέμενο πολιτικό σχέδιο “από τα πάνω” παραχωρήσεων της άρχουσας τάξης προκειμένου να διατηρήσει την εξουσία, είναι μια περίπλοκη, πειραματική και μαθησιακή διαδικασία που παράγεται από την εργασία (“η ηγεμονία γεννιέται στο εργοστάσιο” σελ. 104) για να καταλήξει δυνάμει πολιτική πρακτική. Πρόκειται για μια διαλεκτική ενότητα οικονομικών και πολιτικών ιδεολογικών μορφών, όχι «απλώς το αποτέλεσμα μιας αντικειμενικής τάσης αλλά το δυνητικό αποτέλεσμα ενός πολιτικού σχεδίου και πρωτοβουλίας μέσα στο αντιφατικό και ανταγωνιστικό πεδίο της πάλης των τάξεων», που αναδύεται στο πλαίσιο συγκεκριμένων συσχετισμών δύναμης (rapporti di forza). “Ως τέτοια ασκείται, είναι μια ‘λειτουργία’ και εξαρτάται πάντα από οργανώσεις, μηχανισμούς, πρακτικές και διανοουμένους που την εγγυώνται και την οργανώνουν”. “Όλα αυτά έχουν μια ευρύτερη σημασία για την πολιτική πρακτική των σύγχρονων ριζοσπαστικών αριστερών κινημάτων. Δείχνουν την ανάγκη για εκ βαθέων αναστοχασμό της ίδιας της πρακτικής της Πολιτικής. Το σημαντικό είναι ότι η ηγεμονία (και κατά συνέπεια οποιαδήποτε πάλη για την ηγεμονία) δεν είναι απλώς ένα πολιτικό σχέδιο, ή μια εκλογική εκστρατεία ή μια επικοινωνιακή στρατηγική [..]” (σελ. 116).

Ακολουθεί η διαπραγμάτευση της σημαντικής αλλά όχι ιδιαίτερα συχνής στο λεξιλόγιο της αριστεράς έννοιας του Ιστορικού Μπλοκ, το οποίο δεν είναι απλώς μια ταξική συμμαχία αρθρωμένη γύρω από κοινά τακτικά συμφέροντα, αλλά μια ευρύτερη διαδικασία σε βάθος ιστορικού χρόνου, συνδεδεμένη και με τα ερωτήματα που αφορούν τη συγκρότηση της τριάδας Δήμος (ως το πολιτικό σώμα) – Έθνος – Λαός. Η στρατηγική και μετασχηματιστική σύλληψη του Γκράμσι συνδέει τον “λαό-έθνος” (popolo-nazione) με ένα δυνητικό ιστορικό μπλοκ. Μια πολιτική (που αυτή τη στιγμή, εννοείται, δεν υπάρχει ακόμα) “για την παραγωγή του λαού ως ενός νέου ιστορικού μπλοκ έχει περισσότερο να κάνει με μια χειραφετητική πρακτική, εγγενώς ανταγωνιστική στον κυρίαρχο τρόπο παραγωγής.” Και, αυτό είναι το ενδιαφέρον στην τρέχουσα μακρά περίοδο, οι αντιφάσεις της καπιταλιστικής συσσώρευσης δημιουργούν “αντικειμενικές υλικές συνθήκες που φέρνουν κοντά τα στρώματα της εργατικής τάξης με τα στρώματα της νέας μικροαστικής τάξης, τους κρατικούς υπαλλήλους και ακόμη και τμήματα των παραδοσιακών μικροαστικών στρωμάτων ως αποτέλεσμα της αδυναμίας των σύγχρονων νεοφιλελεύθερων πολιτικών να επιτείνουν ένα διαρκές ιστορικό μπλοκ γύρω από το χρηματοπιστωτικό και πολυεθνικό κεφάλαιο” (σελ. 268), όπως δηλαδή συνέβαινε λ.χ. τη δεκαετία του ’90. Ευκαιρίες επομένως άσκησης εναλλακτικών πολιτικών, ρήγματα στον κυρίαρχο λόγο συνεχίζουν να υπάρχουν, αλλά δεν υπάρχουν και νομοτέλειες, σιδερένιοι ιστορικοί νόμοι που να οδηγούν σε αυτές τις πολιτικές. Το διακύβευμα είναι συνεχές.

Η ακριβής μορφή και το βάθος των συγκρούσεων έχουν να κάνουν και με τις έννοιες του “πόλεμου θέσεων” και του «πόλεμου ελιγμών» και της δυαδικής εξουσίας που αναλύονται σε επόμενα κεφάλαια, αλλά και τον συγκεκριμένο τρόπο συνάρθρωσης μαζών και οργάνωσης στον τόπο της πολιτικής. Έτσι εξετάζεται διεξοδικά και γίνεται κριτική στο δημοφιλές ερμηνευτικό σχήμα του “αριστερού λαϊκισμού” (Ερνέστο Λακλάου – Σαντάλ Μουφ), σχήμα που διεκδικεί για τον εαυτό του καταγωγή από τον Γκράμσι και που χρησιμοποιείται για την ερμηνεία και δικαιολόγηση του φαινομένου ΣΥΡΙΖΑ.

Στην πραγματικότητα βέβαια και μετά το τέλος των όποιων προσδοκιών θα μπορούσαν οι αριστεροί λαϊκιστές να έχουν από τον τελευταίο, “το ερώτημα που καλούμαστε να απαντήσουμε είναι εάν και σε ποιο βαθμό θα αρθρώσουμε το αίτημα της ανάκτησης της κυριαρχίας ως νήμα ενός δημοκρατικού και χειραφετητικού σχεδίου από τη μεριά των υποτελών τάξεων, το οποίο θα μπορεί να λαμβάνει υπόψη την πραγματικότητα της μαζικής μετανάστευσης και των μεγάλων προσφυγικών κυμάτων, χωρίς να πέφτει στους κινδύνους των παραλλαγών του εθνικισμού, του αποκλεισμού ή ακόμη και του κρατικά ενορχηστρωμένου ρατσισμού” (σελ. 250). Σε αυτή την κατεύθυνση γίνεται επείγουσα μια σύγχρονη θεωρία του “λαού”, μια γκραμσιανού τύπου «πολιτική και συνάμα βαθιά ταξική αντίληψη του λαού και -για να χρησιμοποιήσουμε γκραμσιανή ορολογία- του λαού έθνους, που να πατάει πάνω στην ταξική ανάλυση των σύγχρονων καπιταλιστικών κοινωνιών και τις πολιτικές δυναμικές που μπορούν να αναπτυχθούν. Δεν έχουμε να κάνουμε πια με τη ‘φαντασιακή κοινότητα’ του ‘κοινού αίματος’, αλλά με την ενότητα στον αγώνα των υποτελών τάξεων, την ενότητα όλων εκείνων που μοιράζονται τα ίδια προβλήματα, την ίδια εξαθλίωση, την ίδια ελπίδα, τις ίδιες αντιστάσεις. Ο λαός δεν είναι μια κοινή καταγωγή, αλλά μια κοινή συνθήκη και προοπτική» (σελ. 265). Χωρίς να υποτιμούμε άλλα πεδία συγκρουσιακότητας όπως είναι οι αγώνες γύρω από την πατριαρχία και τον ρατσισμό, μια τέτοια σύλληψη μας επιτρέπει να στοχαστούμε εκ νέου ένα δυνητικό ηγεμονικό σχέδιο των υποτελών τάξεων.

“Η κατάκτηση της ηγεμονίας είναι ένας κοινωνικός αγώνας που αποσκοπεί στο να αλλάξει τον συσχετισμό δύναμης σε μια δοσμένη κατάσταση. Ενα ιστορικο-πολιτικό μπλοκ πρέπει να διαλυθεί και ένα νέο να κατασκευαστεί έτσι που να επιτρέψει τον μετασχηματισμό των σχέσεων παραγωγής” (σελ. 288). Συνεπώς, η διαμόρφωση ενός νέου ιστορικού μπλοκ, ως μιας νέας συνάρθρωσης οικονομίας, πολιτικής και ιδεολογίας είναι το διακύβευμα στον πολιτικό αγώνα για την ηγεμονία.

Τα εργαλεία προς αυτή την κατεύθυνση οφείλουμε να τα “κατασκευάζουμε” διαρκώς, είναι ένα είδος μαθησιακής διαδικασίας (η ηγεμονία είναι ένα είδος μαθησιακής διαδικασίας), όπου οι διανοούμενοι είναι οι μαθητές. Το βιβλίο αυτό σε αυτήν την κατεύθυνση λειτουργεί, της διαρκούς αυτομόρφωσης. Αν κάτι τέτοιο φαίνεται δύσκολο, αν φαίνεται ότι είναι δουλειά μόνο για “διανοούμενους” που ασχολούνται ακαδημαϊκά με τέτοια ζητήματα, ο Γκράμσι έλεγε σωστά ότι “Όλοι οι άνθρωποι είναι φιλόσοφοι”, αρκεί φυσικά να επιχειρήσουν να φιλοσοφήσουν, να μην επιδείξουν οκνηρία σκέψης: η πολιτική θεωρία και η πολιτική πρακτική πάνε αναγκαστικά μαζί, το ένα προέρχεται από το άλλο και το ένα έχει αποτέλεσμα το άλλο.

Έχουμε την ατυχία (ή την τύχη;) να ζούμε σε μια εποχή που οι μακροπρόθεσμες κρισιακές δυναμικές που συνεχίζουν να είναι ενεργές επιβαρύνονται από την επιδημία, η οποία με τη σειρά της εργαλειοποιείται και χρησιμοποιείται από το κράτος όχι ως μια υγειονομική κρίση αλλά ως ταυτόχρονα πρόσχημα για την καταστολή κάθε αντίδρασης και κουρτίνα που κρύβει από την κοινή θέα την πολυεπίπεδη κρίση. Όπως είχε προβλέψει ο Γκράμσι, “αυτό που κάνει χειρότερη την κατάσταση είναι ότι […] αυτοί που κυριαρχούν δεν μπορούν να επιλύσουν την κρίση, αλλά έχουν την εξουσία [να εμποδίσουν] άλλους να την επιλύσουν, δηλαδή έχουν μόνο την εξουσία να παρατείνουν την ίδια την κρίση». Ή, σε ένα ακόμα πιο γνωστό απόσπασμα με μια περίεργα εύστοχη επιλογή λέξεων, κρίση έχουμε όταν «το παλιό πεθαίνει και το νέο δεν μπορεί να γεννηθεί· σε αυτή τη μεσοβασιλεία εμφανίζεται μια μεγάλη ποικιλία από νοσηρά φαινόμενα (fenomeni morbosi)”.

Ακριβώς τώρα είναι η εποχή που χρειάζεται όλοι και όλες να γίνουμε φιλόσοφοι. Φιλόσοφοι που δεν φοβούνται τα “νοσηρά φαινόμενα”, φιλόσοφοι που παλεύουν όχι να εξηγήσουν, αλλά να αλλάξουν τον κόσμο… 

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Ο καιρός σήμερα: Βροχές και καταιγίδες ξανά

Πώς τοποθετείται στα διεθνή θέματα η «Εναλλακτική για τη Γερμανία»

Το WFP έστειλε στη Γάζα κονσέρβες με… σκουλήκια

Βρέθηκε η 16χρονη Χριστίνα που είχε χαθεί στη Θεσσαλονίκη

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα