ΑΘΗΝΑ
11:29
|
16.04.2024
Ένα βήμα ακόμη πιο πέρα από την κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου πηγαίνει το σχέδιο νόμου της κυβέρνησης για την τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Κατατέθηκε ήδη στη Βουλή το σχέδιο νόμου της κυβέρνησης “Εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας, αναβάθμιση του ακαδημαϊκού περιβάλλοντος” και, όπως όλα δείχνουν, θα καταστεί τις επόμενες μέρες νόμος του κράτους χωρίς καμία ουσιαστική αλλαγή ή τροποποίηση. Το νομοσχέδιο αυτό είναι ήδη γνωστό και απασχολεί την πανεπιστημιακή κοινότητα και την ευρύτερη κοινή γνώμη, ιδίως λόγω της δημιουργίας ενός νέου ειδικού αστυνομικού σώματος (Ομάδες Προστασίας Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων-ΟΠΠΙ) με σκοπό την προστασία και ασφάλεια των πανεπιστημίων.

Η προοπτική της ίδρυσης πανεπιστημιακής αστυνομίας έχει ήδη προκαλέσει αντιδράσεις, πρώτα-πρώτα επειδή πρόκειται για μια αστυνομική υπηρεσία, η οποία, ενώ θα εδρεύει και θα λειτουργεί αποκλειστικά στο εσωτερικό των πανεπιστημίων, θα υπάγεται στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη και συνεπώς καταργείται κατά το μέρος που αφορά στην ασφάλεια των πανεπιστημιακών χώρων το συνταγματικά κατοχυρωμένο αυτοδιοίκητο των πανεπιστημίων.

Το νομοσχέδιο πηγαίνει ένα βήμα ακόμη πιο πέρα από την κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου, μιας σημαντικής θεσμικής παραμέτρου της οργάνωσης της πανεπιστημιακής ζωής, σύμφωνα με την οποία η παρουσία της αστυνομίας ήταν (θεωρητικά) εξαιρετική και υπό την αίρεση της άδειας των πανεπιστημιακών αρχών στις περισσότερες των περιπτώσεων. Η ίδια αυτή κυβέρνηση είχε καταργήσει το 2019 το πανεπιστημιακό άσυλο όπως το γνωρίζαμε, δίνοντας στην αστυνομία τη δυνατότητα να ασκεί χωρίς άλλη διατύπωση όλες τις αρμοδιότητές της στο χώρο των ΑΕΙ (άρθρο 64 του Ν. 4623/2019).

Εφεξής, με την ίδρυση της νέας υπηρεσίας, η αστυνομία εγκαθίσταται μόνιμα στα πανεπιστήμια, λειτουργώντας μάλιστα ως αρχή μη ελεγχόμενη “οργανικά” από τις πανεπιστημιακές αρχές. Επιπλέον, οι πανεπιστημιακές αρχές θα “υποχρεούνται να διευκολύνουν με κάθε τρόπο το προσωπικό των ΟΠΠΙ στα ΑΕΙ κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους”. Οι ΟΠΠΙ θα έχουν αρμοδιότητες όπως η αποτροπή τέλεσης αδικημάτων εντός των χώρων των ΑΕΙ, η στελέχωση και λειτουργία των κέντρων λήψης σημάτων (δηλαδή των συστημάτων επιτήρησης) “μαζί με το προσωπικό των ΑΕΙ”, η πραγματοποίηση περιπολιών και η αντιμετώπιση της παραβατικότητας . Στο προσωπικό των ΟΠΠΙ θα δοθούν και προανακριτικές αρμοδιότητες, παρά το γεγονός πως, κατά τη γνωστή συνήθεια του συγκεκριμένου υπουργού Προστασίας του Πολίτη να δημιουργεί αστυνομικά σώματα δεύτερης ταχύτητας, το προσωπικό αυτό θα προσληφθεί με τη διαδικασία που ισχύει για τους ειδικούς φρουρούς, οι οποίοι, όπως είναι γνωστό, δεν έχουν ούτε τα προσόντα ούτε την εκπαίδευση του υπόλοιπου προσωπικού της Ελληνικής Αστυνομίας.

Το πρόβλημα με το νομοσχέδιο όμως δεν είναι μόνο ότι “βάζει την αστυνομία στα πανεπιστήμια”, γιατί αυτή έτσι κι αλλιώς είχε στην πράξη πρόσβαση και επενέβαινε, με ή χωρίς πανεπιστημιακό άσυλο. Το νομοσχέδιο “απλώς” εισάγει τη λογική κατάληξη μιας πορείας, η οποία έχει δρομολογηθεί πρακτικά από την εποχή ακόμη κατά την οποία το πανεπιστημιακό άσυλο ήταν κατοχυρωμένο και νομοθετικά. Η ουσία του νομοσχεδίου βρίσκεται στην εισαγωγή μιας νέας αρχιτεκτονικής της ασφάλειας των πανεπιστημιακών χώρων, μιας αστυνομίας με την ευρεία έννοια του όρου, η οποία θα διαπερνά από άκρο σε άκρο τη ζωή στο πανεπιστήμιο και θα καθορίζει το ρυθμό, το χρώμα και το χαρακτήρα της. Οι πιθανές συνέπειες αυτής της εξέλιξης είναι πολύ ευρύτερες από το ζήτημα της αντιμετώπισης της περιβόητης ανομίας, της παραβατικότητας και της ανασφάλειας στους πανεπιστημιακούς χώρους, δηλαδή το ζήτημα που ο συστημικός λόγος προτάσσει ως κύριο, σε πείσμα των αποδείξεων που υπάρχουν, αλλά με εφόδιο μια προπαρασκευαστική προπαγάνδα δεκαετιών, στην όλη συζήτηση για το νομοσχέδιο. Μάλιστα, στον βαθμό που οι συνέπειες αυτές έχουν να κάνουν με (ένα ακόμη, δραστικότατο βήμα προς) την αναδιαμόρφωση της πολιτικής οικονομίας του πανεπιστημίου, μπορεί κάποιος να σκεφτεί πως η έμφαση του κυβερνητικού/συστημικού λόγου στο ζήτημα της “ανομίας” δεν αποτελεί παρά προπέτασμα καπνού, το οποίο κρύβει την πραγματική στόχευση του νομοσχεδίου.

Η νέα αυτή αρχιτεκτονική της ασφάλειας, η νέα και πραγματική αστυνομία του πανεπιστημίου, εντοπίζεται στις διατάξεις του νομοσχεδίου που προβλέπουν την εγκατάσταση και λειτουργία στα πανεπιστήμια μιας σειράς ηλεκτρονικών και άλλων συστημάτων ασφαλείας που θα καλύπτουν μέρος ή το σύνολο των εσωτερικών και εξωτερικών χώρων. Αυτά θα περιλαμβάνουν κάμερες και αισθητήρες, ηχητικά συστήματα συναγερμού, μηχανήματα ανίχνευσης απαγορευμένων αντικειμένων και ουσιών στην είσοδο κτιρίων ή επιμέρους χώρων. Όλα αυτά τα συστήματα θα συνδέονται και θα συγκλίνουν στα νέα κέντρα ελέγχου, τα οποία βάσει του νόμου θα δημιουργηθούν στα ΑΕΙ. Επίσης το νομοσχέδιο προβλέπει την υποχρεωτική εφαρμογή συστήματος ελεγχόμενης πρόσβασης και υποχρεωτική εγκατάσταση περιμετρικής περίφραξης ασφάλειας “κατά παρέκκλιση κάθε άλλης ειδικής ή γενικής διάταξης”.

Συνολικά η αρχιτεκτονική της ασφάλειας θα καταστρώνεται σε ένα ειδικό “σχέδιο ασφάλειας και προστασίας”, το οποίο θα εφαρμόζεται υποχρεωτικά στους εσωτερικούς χώρους των ΑΕΙ, όπως κτίρια και υποδομές, και ειδική αιτιολόγηση θα χρειάζεται μόνο σε περίπτωση μη εφαρμογής αυτού του σχεδίου. Το τελευταίο θα εξαιρείται από την υποχρέωση δημοσίευσής του, με την εξαίρεση της δημοσίευσης ενδεχομένως των “απαραίτητων για την ενημέρωση στοιχείων”. Όμως η έκταση της τελευταίας ουσιαστικά τίθεται στη διακριτική ευχέρεια του υπεύθυνου επεξεργασίας του Π.Δ. 75/2020, γιατί συνδυαστικά οι διατάξεις του τελευταίου και του άρθρου 8 του νομοσχέδιο, σύμφωνα με τη δική μου τουλάχιστον ανάγνωση, δεν διευθετούν με καθαρότητα το ζήτημα. Όλα αυτά, τέλος, θα βαρύνουν τους προϋπολογισμούς των ΑΕΙ.

Η μνεία όλων αυτών των ρυθμίσεων έχει μια αυτοτελή αξία, προκειμένου να αναλογιστεί κάποιος τι συνολικά κυοφορείται: η άμεση βεβαίως συνέπεια είναι η συνειδητοποίηση πως έχουμε να κάνουμε με μια νέα υποδομή, η οποία είναι ξένη προς το σκοπό και τη λειτουργία των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, και την οποία με τις σημερινές συνθήκες δεν μπορούν να αναπτύξουν αυτοδύναμα. Ούτε βέβαια μπορεί να υποτεθεί εύλογα πως τα αποδεκατισμένα από την μακρά περίοδο περικοπών και οικονομικής δυσπραγίας πανεπιστήμια θα μπορέσουν να διαθέσουν το αναγκαίο προσωπικό για την λειτουργία μιας τόσο εκτεταμένης υποδομής. Αναπόφευκτα, όλα αυτά θα ανατεθούν σε ιδιωτικές εταιρείες ασφάλειας και φύλαξης, σενάριο το οποίο καλύπτεται κομψά από τις διατάξεις του νομοσχεδίου. Το τελευταίο, επί της ουσίας, δεν οδηγεί μόνο στην αφαίρεση των ζητημάτων ασφάλειας και φύλαξης από το αυτοδιοίκητο, αλλά και στην ιδιωτικοποίηση αυτής της όψης της λειτουργίας του πανεπιστημίου.

Η παράδοση του πανεπιστημίου στο βιομηχανικό σύμπλεγμα ασφάλειας (γιατί δεν πρόκειται μόνο για προσωπικό φύλαξης, αλλά για γενικευμένη νέα επένδυση σε εξοπλισμό και τεχνογνωσία) δεν θα έχει απλά τη συνέπεια ότι τα πανεπιστήμια θα κινδυνεύσουν να μοιάσουν με τους χώρους ελέγχου προσώπων και αποσκευών στα αεροδρόμια. Πρόκειται για μια υποδομή, η οποία δημιουργώντας αλλεπάλληλες ζώνες ελέγχου, από την είσοδο του πανεπιστημίου ως την αίθουσα διδασκαλίας, το εργαστήριο και τη βιβλιοθήκη, θα μετατρέψει τους πανεπιστημιακούς χώρους όχι απλά σε περιφραγμένους, αλλά σε περιφρακτικούς χώρους, στους οποίους η επικοινωνία και η αλληλεπίδραση με το ευρύτερο περιβάλλον και το κοινωνικό γίγνεσθαι θα δυσχεραίνεται σημαντικά ή θα αποκλείεται τελείως.

Η τεχνολογικοποιημένη και ιδιωτικοποιημένη ασφάλεια μάλιστα λειτουργεί εγγενώς αναλογιστικά, δηλαδή διαχειρίζεται αφηρημένες κατηγορίες κινδύνων (και “επικίνδυνων” ατόμων). Οι διατάξεις του νομοσχεδίου για τις πειθαρχικές διαδικασίες, ακόμη και αν κάποιος υποθέσει ότι δεν θα χρησιμοποιηθούν για την επιβεβαίωση των μικροεξουσιών των διευθυντικών στρωμάτων του νέου πανεπιστημίου που οραματίζεται η κυβέρνηση, δεν αποτελούν δικλείδα ασφαλείας. Αν και μιμούνται τη γλώσσα και τη μορφή της παραδοσιακής ποινικής διαδικασίας, με βάση την οποία απευθύνεται προσωπική/ηθική μομφή στον παραβάτη, η αναλογιστική ασφάλεια των σαρωτών, των ανιχνευτών και των μηχανημάτων οπτικοακουστικής επιτήρησης αναγνωρίζει μόνο είτε αυτούς που “έχουν δουλειά να βρίσκονται στο χώρο” είτε “ανεπιθύμητους”, οι οποίοι αποκλείονται παντελώς από την πρόσβαση στο χώρο.

Η λογική ασφάλειας, στην οποία η κυβέρνηση παραδίδει τα πανεπιστήμια, στο βαθμό που σε βάθος χρόνου θα καθορίζει ως φυσική υποδομή και καθημερινή πρακτική το ρυθμό της εκπαιδευτικής διαδικασίας και της ζωής στο πανεπιστήμιο, θα οδηγήσει στην κανονικοποίηση και την εσωτερίκευση του ελέγχου από τις ερχόμενες γενιές φοιτητών. Η αποστείρωση του χώρου αναπόφευκτα θα οδηγήσει και στην αποστείρωση του περιεχομένου της πανεπιστημιακής ζωής. Η σύγκριση με άλλους σύγχρονους ελεγχόμενους χώρους κατανάλωσης και θεάματος που δημιουργεί η ασφάλεια (αεροδρόμια, εμπορικά κέντρα, αθλητικά κέντρα) φωτίζει μια μόνο πλευρά αυτού του ζοφερού μέλλοντος. Το νέο περιφρακτικό πανεπιστήμιο θα στερείται το χαρακτηριστικό της ανοιχτής και διαρκούς αλληλεπίδρασης και ζύμωσης με την ευρύτερη κοινωνία, τον χαρακτήρα ενός χώρου στον οποίο η παραγωγή γνώσης θα είναι “θεσμικά” και πρακτικά ελεύθερη να είναι αυτό που θεμελιωδώς είναι, πεδίο πολιτικής και ιδεολογικής πάλης. Δεν θα είναι πλέον πανεπιστήμιο. Ο κίνδυνος ενός τέτοιου μετασχηματισμού είναι πολύ πιο σοβαρός ακόμη και από την περιστασιακή επιδρομή των μονάδων της αστυνομίας, ίσως και από την ίδια τη συγκρότηση των ΟΠΠΙ ως ειδικού αστυνομικού σώματος.

Θα είναι ολέθριο πολιτικό λάθος να επικεντρωθεί η συζήτηση των επόμενων ημερών αποκλειστικά στο ζήτημα των ΟΠΠΙ, και οφείλουν πραγματικά οι δυνάμεις που θα αντιταχθούν στον νόμο και τα νέα “ήθη” που αυτός εγκαινιάζει να πολεμήσουν και την κεκτημένη πολιτική ταχύτητα που θα τους οδηγήσει μοιραία(;) σε μια τέτοια μονόπλευρη αντιπαράθεση, διευκολύνοντας και τις επιδιώξεις της κυβέρνησης. Είναι επιτακτικό η συζήτηση να γίνει με πλήρη συνείδηση του γεγονότος ότι το νομοσχέδιο στο σύνολό του επιδιώκει να εγκαθιδρύσει μια νέα τάξη πραγμάτων στο πανεπιστήμιο, τέτοια, ώστε σε βάθος χρόνου θα έχουμε να κάνουμε όχι με πανεπιστήμια, έτσι όπως τα εννοούμε και τα αντιλαμβανόμαστε ως σήμερα, αλλά με στρατόπεδα εκπαίδευσης στον κυρίαρχο λόγο. Όπως είναι εξίσου αναγκαίο η αντίσταση που θα πρέπει για αυτόν ακριβώς τον λόγο να είναι σφοδρή, να έχει τα μάτια στραμμένα όχι στο παρελθόν αλλά στο μέλλον, και την ποιοτική εξέλιξη των αγώνων της πανεπιστημιακής κοινότητας. 

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα