Όλα όσα έχουν γίνει ως τώρα (καταγγελίες θυμάτων, διώξεις, γενική ευαισθητοποίηση) καλώς έγιναν. Έπρεπε να έχουν γίνει από καιρό, αλλά κάλλιο αργά παρά ποτέ. Μακάρι να γενικευτούν και σε άλλους, λιγότερο προβεβλημένους, εργασιακούς χώρους. Όμως πίσω από τις αποκαλυπτικές καταγγελίες, δύο απωθητικά τέρατα άρχισαν ήδη να σηκώνουν τα απαίσια κεφάλια τους: η Συντηρητικοποίηση και η Πολιτική Ορθότητα.
Ήδη το σκάνδαλο Λιγνάδη δείχνει να υπερκαλύπτει τις άλλες περιπτώσεις που αποκαλύφθηκαν. Λογικό: είναι τέτοια η έκταση και η έντασή του και τόσο απωθητικό το περιεχόμενό του, που είναι επόμενο η προσοχή, αλλά και τα φώτα της δημοσιότητας, να στραφούν εκεί. Όμως αυτό δεν κάνει τη σεξουαλική παρενόχληση ή και κακοποίηση στους όποιους χώρους εργασίας, καθώς και τις λοιπές απαξιωτικές συμπεριφορές, θέματα δευτερεύοντα ή ασήμαντα. Η διαφαινόμενη κάθαρση που ξεκίνησε δεν πρέπει επ’ ουδενί να σταματήσει.
Όμως οι αποκαλύψεις που έχουν λάβει χώρα ξύπνησαν, όπως ήταν επόμενο, και τα ειδεχθέστερα οπισθοδρομικά ένστικτα των αντιδραστικότερων στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας. Έτσι, ήδη άρχισαν να ακούγονται πολλά και διάφορα κατά του αισχρού, βορβορώδους κόσμου των “θεατρίνων” (πόσα χρόνια είχα να ακούσω αυτή τη λέξη!), που διάγουν έκλυτο βίο και παρενοχλούν αλλήλους. Προς Θεού, τέτοια πράγματα ποτέ δεν συμβαίνουν στο δικό τους όμορφο και ηθικό κόσμο: κανείς τους ποτέ δεν εξεβίασε υφιστάμενη ή υπάλληλό του υπονοώντας ή και λέγοντας ξεκάθαρα πως άρνησή της μπορεί να έθετε σε κίνδυνο το νοίκι της, το ψωμί της ή το γάλα του παιδιού της.
Επίσης, σεξουαλική κακοποίηση παιδιών κάνουν οι ομοφυλόφιλοι, επαγγελματίες ή μη, οι οποίοι (άκουσον και φρίξον!) θέλουν να υιοθετούν και παιδιά! Ως γνωστόν, τέτοια φαινόμενα ουδέποτε έχουν συμβεί σε “κανονικές” (τι λέξη!) οικογένειες, ούτε έχουν καταστεί συνένοχες διά της σιωπής τους μικρές ή και μεγαλύτερες κοινωνίες όπου όλοι γνώριζαν και κανείς δεν μιλούσε. Όμως όλα αυτά τα περιστατικά περνούν στη λήθη. Και για να μην πηγαίνουμε σε τόσο ακραίες περιπτώσεις, ας αναλογιστούμε απλά πόσα βαθιά και ανεπούλωτα τραύματα έχει προκαλέσει η ανατροφή όλων μας σε κλασικές οικογένειες – τόσα που να τρέφουν πλουσιοπάροχα επί πολλά χρόνια τις συμπαθείς και απαραίτητες (χωρίς ίχνος ειρωνείας εδώ) ειδικότητες των ψυχολόγων, ψυχιάτρων και ψυχαναλυτών. Παραμένει σοκαριστική η άνεση με την οποία άνθρωποι που ζουν σε γυάλινα σπίτια εννοούν να πετάνε πέτρες…
Όσο για την πολιτική ορθότητα, νομίζω πως παραβιάζω ανοιχτές θύρες: το πού οδήγησε η ακραία ποινικοποίηση λέξεων και εκφράσεων και οι συνέπειες που είχε στην καλλιτεχνική ελευθερία ή και γενικότερα στην ελευθερία της έκφρασης, είναι ήδη γνωστό από τις χώρες στις οποίες το φαινόμενο πρωτοπήρε κατακλυσμιαίες διαστάσεις. Από την πρόθεση της αποφυγής της χρήσης ρατσιστικών, σεξιστικών ή γενικότερα μειωτικών λέξεων και εκφράσεων μέχρι τη δικτατορία του μέτριου, ο οποίος ένιωσε ότι του δόθηκε μια μικρή λογοκριτική εξουσία και αυτός τη χρησιμοποίησε κατά πάντων, ο δρόμος διανύθηκε σε χρόνο dt. Θα ήθελα να καταστήσω υποχρεωτικό ανάγνωσμα ή ακρόαμα σε όλους τους υπερασπιστές τέτοιων μεθόδων την ιστορική παρλάτα του Lenny Bruce (φωτογραφία) ναι, του “βρωμόστομου”, όταν κατηγορήθηκε πως χρησιμοποιεί ρατσιστικές εκφράσεις…
Την ανησυχία που εκφράζω πιο πάνω γέννησε η πρόθεση που έχει εκφραστεί από πλευράς Υπουργείου Πολιτισμού, για την κατάρτιση Κώδικα Δεοντολογίας για τον χώρο του θεάτρου. Λυπάμαι που θα φανώ κακόπιστος, αλλά ο μόνος αρμόδιος να θεσπίσει κανόνες για το χώρο, είναι αυτός ο ίδιος. Ουδείς έξω από αυτόν μπορεί να κατανοήσει τι είναι επιτρεπτό να λάβει χώρα κατά τη διάρκεια μιας πρόβας, μιας ακρόασης ή μιας παράστασης, ποια είναι τα όρια, τι είναι σωστό και τι όχι. Και πάλι είναι δύσκολο: ακόμα κι οι συμμετέχοντες δεν μπορούν να ορίσουν κάποιες φορές μέχρι ποιου σημείου είναι απαραίτητη η ένταση και πού υπερβαίνει τα εσκαμμένα. Πολλώ μάλλον ένα υπουργείο που δεν στάθηκε ικανό ούτε καν να γνωρίζει ποιες ειδικότητες είναι ενεργές αυτή τη στιγμή στο χώρο – ξεχνιέται ο ιμπρεσάριος ή ο εφαρμοστής περούκας; Για να μη θυμηθώ την ιστορική δήλωση της (ακόμα αμετακίνητης) υπουργού πως οι καλλιτέχνες πληρώνονται με “μαύρα”…
Και για να γίνω ακόμα πιο σαφής, φοβάμαι πως ένας εξωτερικά επιβεβλημένος Κώδικας Δεοντολογίας καταρτισμένος σε εποχή συντηρητικής στροφής, κινδυνεύει να είναι μια συγκαλυμμένη (ή και όχι) απόπειρα λογοκρισίας. Ο χώρος της Τέχνης είτε θα λειτουργεί ελεύθερα, είτε δεν θα λειτουργεί καθόλου. Και αν ανοίξει η όρεξη για επιβολή τέτοιων κανόνων στην Τέχνη, ποιος χώρος θα είναι ο επόμενος; Αυτός του Τύπου; Του ανεξάρτητου ηλεκτρονικού Τύπου ίσως; Ή μήπως των (τελευταίως εξαιρετικά “ενοχλητικών”) μέσων κοινωνικής δικτύωσης; Θυμίζω πως τις τελευταίες ημέρες, αναρτήσεις που περιέχουν το όνομα Κουφοντίνας επισύρουν εκ προοιμίου διαδικτυακές κυρώσεις…
Το έναυσμα, την προτροπή και την έμπνευση για αυτό το κείμενο έδωσε η Δήμητρα Αλεξοπούλου. Την ευχαριστώ από καρδιάς.