Οι πρόσφατες εικόνες της κακοποίησης του φοιτητή στο χώρο του πανεπιστημίου στη Θεσσαλονίκη ή της ακαριαίας διάλυσης των συγκεντρώσεων αλληλεγγύης στο κέντρο της Αθήνας πρέπει να εντυπωθούν στη σκέψη κάθε πολίτη, όχι ως υπενθύμιση ενός αυταρχισμού από το παρελθόν, αλλά ως μερική προεικόνιση της αστυνόμευσης στο μέλλον. Υπάρχει μια “μεγαλύτερη εικόνα”, η οποία δεν εξαντλείται στα δραματικά περιστατικά που καταλαμβάνουν το επίκεντρο της επικαιρότητας, αλλά συντίθεται από μια σειρά εξελίξεων, τις οποίες προκαλούν ο τρόπος με τον οποίο πολιτεύεται και οι αλλαγές τις οποίες προωθεί και εφαρμόζει η κυβέρνηση. Στη χώρα μας συντελείται ένας αποφασιστικός μετασχηματισμός της αστυνομίας και συνολικά του πεδίου της δημόσιας τάξης και της ασφάλειας, ο οποίος πρέπει να γίνει αντικείμενο ανάλυσης, πολιτικού προβληματισμού και ευρύτατης δημόσιας συζήτησης.
Η Νέα Δημοκρατία ως κυβέρνηση κεφαλαιοποιεί το τεράστιο πολιτικό πλεονέκτημα που δημιούργησε ως αντιπολίτευση με την επένδυση στο δόγμα “νόμος και τάξη”. Ιδίως από το 2016 και έπειτα, η επικοινωνιακή στρατηγική της εστίαζε συστηματικά στα ζητήματα της εγκληματικότητας, της «ανομίας» και του αισθήματος ανασφάλειας των πολιτών. «Οι Έλληνες πολίτες σήμερα αισθάνονται απροστάτευτοι» δήλωνε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, αναδεικνύοντας επανειλημμένα ως τις εκλογές μεμονωμένα περιστατικά εγκληματικότητας ως απόδειξη της γενικευμένης ανασφάλειας και του φόβου του εγκλήματος. Το πρόβλημα είναι ότι στη χώρα μας οι πολίτες είναι αδύνατο να αξιολογήσουν τις γενικές τάσεις και τα χαρακτηριστικά της εγκληματικότητας, αφού ακόμη και εάν κάποιος υπέθετε (γενναιόδωρα) ότι υπάρχει αξιόπιστη καταγραφή των σχετικών μεγεθών, δεν υπάρχει πάντως ακώλυτη, ευρεία και έγκυρη δημόσια ενημέρωση σχετικά με τα θέματα αυτά.
Η παρουσίαση του προβλήματος ήταν επίσης επιλεκτική, με έμφαση σε ζητήματα, όπως οι μορφές συλλογικής διαμαρτυρίας και η δράση των κινημάτων, αφού έτσι αφενός μεν η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν δυνατόν να κατηγορηθεί για αναποφασιστικότητα και ανοχή στο έγκλημα και την “ανομία”, αφετέρου δε τα μέσα ενημέρωσης μπορούσαν να επιδοθούν στην υπερδιόγκωση της σημασίας των σχετικών περιστατικών – τέχνη τους γνωστή από τη δεκαετία του 1990.
Στη βάση μιας στρεβλωμένης αναπαράστασης της πραγματικότητας, η επένδυση στο τρίπτυχο “ανομία-ανασφάλεια-φόβος του εγκλήματος” αποτελούσε πολιτικό στοίχημα που ήταν αδύνατο να χαθεί. Ο λόγος είναι πως σε συνθήκες οικονομικής κρίσης και γενικευμένης κοινωνικής ανασφάλειας, ο φόβος του εγκλήματος είναι το πρόσφορο κανάλι στο οποίο διοχετεύεται το διάχυτο άγχος που βιώνει ένα άτομο, δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο εξατομικεύονται οι συλλογικές αβεβαιότητες σε σχέση με την οικονομική και κοινωνική θέση, τις κοινωνικές σχέσεις, την υγεία. Σε αντίθεση με τις τελευταίες, που έχουν περίπλοκες εξηγήσεις και προκαλούν αίσθημα ανημποριάς, ο φόβος του εγκλήματος αναφέρεται σε κάποιον άλλο, ο οποίος μπορεί να αναγνωρισθεί, να αντιμετωπιστεί, να ελεγχθεί. Για αυτό τον λόγο οι τιμωρητικές στάσεις της κοινής γνώμης μεγεθύνονται υπό τις ίδιες συνθήκες.
Τα παραπάνω προκύπτουν από την εξελισσόμενη εγκληματολογική έρευνα σε σχέση με το φαινόμενο του φόβου του εγκλήματος, το οποίο έχει ρίζες ευρύτερες από την πραγματική κίνηση της εγκληματικότητας, τις πραγματικές πιθανότητες θυματοποίησης ή ακόμη και την αποτελεσματικότητα των αντεγκληματικών μηχανισμών. Είναι επίσης το έδαφος, στο οποίο επενδύουν τα συντηρητικά κόμματα στις “αναπτυγμένες φιλελεύθερες δημοκρατίες” της Δύσης από τη δεκαετία του 1970 και έπειτα. Αυτά ιδίως τα κόμματα δεν έχουν και καμμία πρόθεση να αντιμετωπίσουν τις συστημικές αιτίες που τροφοδοτούν τη συλλογική ανασφάλεια, μπορούν όμως να υποσχεθούν περισσότερη αστυνομία, αυστηρότερες ποινές, περισσότερες φυλακές, απευθυνόμενα έτσι και σε εκλογικά ακροατήρια πέρα από τους παραδοσιακούς συντηρητικούς. Αυτό έκανε και η Νέα Δημοκρατία, επενδύοντας σε ένα φαινόμενο, το οποίο είναι πραγματικό, αλλά το οποίο μπορεί να αποδοθεί στις συνθήκες, τις οποίες βίωναν οι πολίτες κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας τουλάχιστον.
Σήμερα λοιπόν η κυβέρνηση υλοποιεί τις υποσχέσεις της υπό συνθήκες ολοκληρωτικής κυριαρχίας του δόγματος “νόμος και τάξη” στη δημόσια πολιτική αλλά και στις αναπαραστάσεις της εγκληματικότητας και της “ανομίας” στα μέσα ενημέρωσης. Το μεγαλύτερο μέρος κρίσιμων εκλογικά ακροατηρίων (η περιβόητη “μεσαία τάξη”) φαίνεται να αποδέχεται το δόγμα και τις θεσμικές ή πρακτικές εφαρμογές του. Οι αντίθετες ιδέες, αλλά και οι φορείς, οι οποίοι αρθρώνουν λόγο αντιθετικό προς τις παραδοχές και την πρακτική του δόγματος “νόμος και τάξη” περιθωριοποιούνται, συκοφαντούνται, στοχοποιούνται και διώκονται ακόμη από κυβέρνηση και μέσα ενημέρωσης, τα οποία στην συντριπτική τους πλειοψηφία μηρυκάζουν τα αξιώματα της νέας πολιτικής ορθοδοξίας.
Διαμορφώνεται ήδη ένα θεσμικό πλαίσιο, το οποίο όχι απλά διευκολύνει αλλά παγιώνει την κυριαρχία του ιδεολογήματος αυτού στη λειτουργία των κατασταλτικών μηχανισμών. Τα νομοθετήματα και οι υπόλοιπες ενέργειες της κυβέρνησης εγγράφουν με υλικό τρόπο το δόγμα “νόμος και τάξη” στη λειτουργία της αστυνομίας και των άλλων κατασταλτικών μηχανισμών. Το 2019 στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη μεταφέρθηκαν οι αρμοδιότητες και οι υπηρεσίες του σωφρονιστικού συστήματος (από το Υπουργείο Δικαιοσύνης) και του Υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής στο σύνολό τους. Με την εξέλιξη αυτή, οι σχετικές υπηρεσίες ενοποιούνται θεσμικά και λειτουργικά υπό την ηγεμονία του αστυνομικού μηχανισμού. Εξίσου ομογενοποιούνται ως προς την κοινωνική και ιδεολογική σημασία τους, αφού, σύμφωνα με τις επιταγές του ιδεολογήματος της “ανομίας”, διαμαρτυρόμενοι πολίτες, εγκληματίες, κρατούμενοι, μετανάστες, “όλοι αυτοί” είναι μέρος του ίδιου προβλήματος. Πλέον θα αποτελούν συμβολική ιδιοκτησία της αστυνομίας με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται. Αναδεικνύεται όμως και η σημασία των μηχανισμών αυτών ως ενιαίου οικονομικού κυκλώματος, και διευκολύνεται έτσι η συγκρότηση ενός εγχώριου ποινικού βιομηχανικού συμπλέγματος.
Η κυβέρνηση προσμετρά στο ενεργητικό της δύο νομοθετήματα, τον νόμο για τις συναθροίσεις και τον νόμο για την υποδομή της ασφάλειας και την παρουσία της αστυνομίας στα δημόσια πανεπιστήμια. Πέρα από την υψηλή συμβολική τους σημασία, αλλάζουν ριζικά τους όρους διαφύλαξης και επιβολής της δημόσιας τάξης και της ασφάλειας στην καθημερινή ζωή. Σε αυτά βεβαίως πρέπει να προστεθεί και το πλαίσιο της αντιμετώπισης της πανδημίας, το οποίο, με τις γνωστές απαγορεύσεις των συναθροίσεων δι’ απόφασης του αρχηγού της αστυνομίας, αλλά και τους διεθνώς πρωτότυπους όρους του περιορισμού της κίνησης των πολιτών (το SMS των έξι κωδικών) και τις απαγορεύσεις κυκλοφορίας, πρακτικά έχει αποτελέσει το πλαίσιο της επιχειρησιακής πρόβας των περιορισμών τους οποίους εισήγαγαν τα παραπάνω νομοθετήματα.
Οι αλλαγές πάνε βαθύτερα. Η Νέα Δημοκρατία προχώρησε άμεσα το 2019 στην υλοποίηση της προεκλογικής της υπόσχεσης για πρόσληψη 1500 ειδικών φρουρών, και με τη δημιουργία της πανεπιστημιακής αστυνομίας θα προσληφθούν και άλλοι χίλιοι. Αυτοί προστίθενται στους χιλιάδες που ήδη υπηρετούν από το 1999 και μετά. Οι ειδικοί φρουροί δεν εντάσσονται στην Αστυνομία με τη διαδικασία των πανελληνίων εξετάσεων και τη φοίτηση σε αστυνομικές σχολές. Εκπαιδεύονται με ταχύρρυθμες διαδικασίες και τα κριτήρια πρόσληψής τους περιλαμβάνουν, πέρα από το Απολυτήριο του Λυκείου, την εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων – κατά προτίμηση ως έφεδροι αξιωματικοί ή σε ειδικές δυνάμεις των ενόπλων δυνάμεων ή στη Προεδρική Φρουρά ή ως εθελοντές πενταετούς υποχρέωσης ή ως επαγγελματίες οπλίτες. Εντάσσεται δηλαδή στην αστυνομία προσωπικό διαμορφωμένο με στρατιωτικού τύπου εκπαίδευση και νοοτροπία, για να διατεθεί κατά προτεραιότητα σε μονάδες πρώτης γραμμής, όπως είναι η ομάδα ΔΙΑΣ αλλά και τα ΜΑΤ.
Παγιώνεται έτσι το καθεστώς μιας αστυνομίας με προσωπικό πολλών ταχυτήτων, κάτι το οποίο έχει ήδη σοβαρότατες συνέπειες τόσο για το ύφος και την ποιότητα της καθημερινής αστυνόμευσης, όσο και για την προοπτική μιας αστυνομίας με επαγγελματικά χαρακτηριστικά απαλλαγμένα από τον παραδοσιακό στρατοκρατισμό των σωμάτων ασφαλείας στη χώρα μας. Υπονομεύεται έτσι σε διαρκή βάση η προώθηση αιτημάτων για τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας των αστυνομικών, και των εργασιακών σχέσεων στο εσωτερικό της αστυνομίας. Από την άλλη, διαιωνίζεται και το πρόσφορο έδαφος για την επιβίωση και τη διάδοση αντιδραστικών ιδεών, αλλά και πρακτικών, οι οποίες, όπως γνωρίζουμε από την εποχή που αλώνιζε η Χρυσή Αυγή, μπορούν να αλλοιώνουν δραστικά το ύφος και τη στόχευση της καθημερινής αστυνόμευσης.
Το πρόβλημα είσαι σοβαρό, γιατί η κυβέρνηση έχει ήδη δείξει την προτίμησή της προς τη δημιουργία μιας ποικιλίας ειδικών μονάδων της αστυνομίας. Αυτό δείχνει η ανασύσταση με νέο όνομα (“Δράση”) της ομάδας “Δέλτα”, γνωστής για την επίδειξη συμπεριφορών αυθαιρεσίας αλόγιστης βίας, η επέκταση των ΟΠΚΕ, οι οποίες φαίνεται πως πλέον ασχολούνται με την κατά κυβέρνηση “ανομία” (π.χ η εκκένωση καταλήψεων) παρά με την βαριά εγκληματικότητα, η σύσταση καινούργιων μονάδων “πρώτης γραμμής”, όπως οι νέες ομάδες Εμφανούς Αστυνόμευσης και Άμεσης Ανταπόκρισης (οι λεγόμενοι “Πάνθηρες”). Μιλιταρισμός και εξειδίκευση όμως απομειώνουν τις δεξιότητες γενικής αστυνόμευσης, οι οποίες είναι απαραίτητες για μια αστυνομία που υπηρετεί την ευρυθμία της καθημερινής ζωής και δεν είναι η σιδερένια γροθιά της καταστολής.
Η κυβέρνηση προσβλέπει σε αυτόν τον αδιαπραγμάτευτα κατασταλτικό ρόλο της αστυνομίας. Αυτό φανερώνουν οι εξοπλιστικές προτεραιότητες για αλεξίσφαιρα γιλέκα, περιπολικά́ οχήματα, κράνη, φακούς, μπότες και γάντια, θερμικές κάμερες και φορητούς ασυρμάτους, για τα οποία διατέθηκαν, όπως αναφέρθηκε στον τύπο, 31 εκατομμύρια ευρώ. Πέρα όμως από αυτά, οι επενδύσεις σε εξοπλισμό περιλαμβάνουν και συστήματα αναγνώρισης προσώπου, αλλά και συστήματα για την παρακολούθηση των διαδικτυακών τηλεφωνικών κλήσεων, τα οποία θα προστεθούν στα άλλα σταθερά, φορητά και εναέρια μέσα με τα οποία η αστυνομία θα μπορεί να καταγράφει εικόνες και ήχους. Η κυβέρνηση ήδη “τακτοποίησε” με πρόσφατο προεδρικό διάταγμα (75/2020) τη λειτουργία των μέσων αυτών, και ανακοινώνει σιγά σιγά την επιχειρησιακή τους χρήση, όταν το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης είναι στραμμένο αλλού: για παράδειγμα, η χρήση φορητής κάμερας στη στολή των αστυνομικών έγινε γνωστή την ημέρα μνήμης για τον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο τον περασμένο Δεκέμβριο (νωρίτερα είχε εξαγγελθεί μόνο η πρόθεση της χρήσης).
Λέγεται συχνά ότι η σύγχρονη αστυνομία διακρίνεται από την τάση το ένα μέρος της να μοιάζει ολοένα περισσότερο με το στρατό, και το άλλο με τις μυστικές υπηρεσίες. Ωστόσο ο συνδυασμός των στρατοκρατικών χαρακτηριστικών των μονάδων πρώτης γραμμής σε συνδυασμό με τα εξελιγμένα τεχνολογικά μέσα γύρω από τη συλλογή πληροφορίας στην πρώτη γραμμή αφήνει να διαφαίνεται ένα πολύ πιο δυσοίωνο μέλλον. Οι εξελίξεις αυτές πλέον αφορούν και τη χώρα μας, συντελούνται όμως σε ένα θεσμικό και πολιτικό περιβάλλον, το οποίο μόνο συμφορές για τις ελευθερίες μπορεί να γεννήσει.
Σε πρόσφατη ομιλία του στη Βουλή ο αρμόδιος Υπουργός αναφέρθηκε σε μια σειρά κειμένων, στα οποία (θα έπρεπε να) αποτυπώνεται το συνολικό σχέδιο των αλλαγών που προωθεί η κυβέρνηση, όπως το σχέδιο του “Δόγματος Εσωτερικής Ασφάλειας”, το Πρόγραμμα Αντεγκληματικής Πολιτικής 2020-2024 και η “Λευκή Βίβλος” για την εσωτερική ασφάλεια, η οποία υποτίθεται ότι θα παρουσιάζει τη νέα φιλοσοφία της Ελληνικής Αστυνομίας και τις βασικές αρχές μεταρρύθμισης και του εκσυγχρονισμού του μοντέλου αστυνόμευσης της χώρας. Ο υπουργός ανέφερε ότι τα κείμενα προετοιμάζονται, παρότι βέβαια, όπως όλοι βλέπουμε, οι αλλαγές υλοποιούνται ήδη.
Στην Ελλάδα ασφαλώς δεν είναι πρωτότυπο να διαμορφώνονται οι πολιτικές ερήμην της κοινωνίας. Το νέο στοιχείο είναι πως ουδέποτε, ούτε καν οι γενικές ιδέες, οι οποίες (θα) περιλαμβάνονται σε αυτά, δεν έχουν απασχολήσει τα υπόλοιπα κέντρα θεσμικού ελέγχου της αστυνομικής εξουσίας (τη Βουλή, για παράδειγμα), πόσο μάλλον την ευρύτερη δημόσια συζήτηση.
Η ανένδοτη υλοποίηση όλων αυτών των αλλαγών δεν είναι προϊόν (νεο-)δεξιάς ιδεοληψίας, αλλά νεοφιλελεύθερης αυτογνωσίας. Η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών υφίσταται ήδη για παραπάνω από δεκαετία τη συστημική βία της δημοσιονομικής προσαρμογής και τώρα υποβάλλεται χωρίς να πάρει ανάσα στις ασκήσεις εγκλεισμού της πανδημίας. Η κυβέρνηση γνωρίζει πολύ καλά ότι, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της “κοινωνικής αστυνομίας” (των τραπεζών, των ασφαλιστικών εταιριών, των μηχανισμών πιστοληπτικής επιτήρησης και αξιολόγησης, του θεσμικού και πρακτικού καθεστώτος των εργασιακών σχέσεων, ακόμη και του φορολογικού συστήματος), τις οποίες με παρόμοιο ζήλο στηρίζει, η ειρήνευση και εξημέρωση της κοινωνίας είναι πιθανόν τελικά να απαιτήσει τις περιποιήσεις της πραγματικής αστυνομίας.
Η αντιπολίτευση οφείλει να αναλάβει τις ευθύνες της (ο ΣΥΡΙΖΑ μάλιστα έχει βαρύτατες ευθύνες και από τις δύο προηγούμενες κυβερνητικές του θητείες), και να αναγνωρίσει πως από την πραγματικότητα που αναδύεται δεν θα υπάρξει διέξοδος με φτηνά επικοινωνιακά τρικ, ή με τη μηχανιστική, ιεροτελεστική και αδιέξοδη επανάληψη των πρακτικών των προηγούμενων κύκλων της μεταπολιτευτικής περιόδου. Η αναστροφή αυτής της πραγματικότητας θα πρέπει να γίνει με τις αποφάσεις ενός πολιτικού σώματος ενημερωμένου με σαφήνεια και διεξοδικότητα για τους υπαρκτούς και αυξημένους κινδύνους για τις ελευθερίες και τη δημοκρατία.