Με το Λεωνίδα Καβάκο είμαστε σχεδόν συνομήλικοι. Υπήρξε το παιδί-θαύμα της γενιάς μου, μαζί με τον πιανίστα Δημήτρη Σγούρο. Όλοι όσοι είχαμε έστω και αμυδρή σχέση (πολλώ μάλλον πιο έντονη) με τον κόσμο της μουσικής, τους θαυμάζαμε ή και τους ζηλεύαμε, με την καλύτερη δυνατή έννοια του όρου. Ίσως αυτός να είναι ο λόγος της βαθιάς ενόχλησης και απογοήτευσης που οδήγησε στη συγγραφή αυτών των γραμμών.
Κατ’ αρχάς, εκπλήσσει η ταχύτητα με την οποία έσπευσε ο σπουδαίος σολίστας να δημοσιεύσει το μήνυμά του μετά τα έκτροπα, όπως τα ονομάζει, της Νέας Σμύρνης, αλλά και των προηγούμενων εβδομάδων. Και μάλιστα με ένα “μήνυμα” που δεν απέχει και πολύ από διάγγελμα. Με πολλά, πολλά κεφαλαία, με πρώτη τη ΝΤΡΟΠΗ. Ακολουθούν η ΠΑΙΔΕΙΑ, ο ΣΕΒΑΣΜΟΣ, οι Μέγιστοι Ήρωες του 1821. Ο παλαιός μου θαυμασμός προς την ερμηνευτική του ιδιοφυία μετά βίας με συγκρατεί από το να θυμηθώ σημειολογικά σε κείμενα ποιών ακριβώς παρατηρείται συνήθως κατάχρηση κεφαλαίων – για να μη μιλήσω για τα τριτόκλιτα εις -ις (“λέξις”). Θέλω ακόμα να πιστεύω πως η σύγκριση θα τον αδικούσε.
Υπάρχουν όμως και δύο ακόμα δυσάρεστες εκπλήξεις σχετικές με το μήνυμα Καβάκου. Πέρα από τη μεγαλοστομία και τον μεγαλοϊδεατισμό του, εμφανίζει δύο σημεία που προκαλούν έντονο προβληματισμό. Το ένα είναι η σχεδόν πολιτικάντικη διάθεση επίρριψης ευθυνών σε πρόσωπα ή ομάδες που δεν κατονομάζονται ποτέ ευθέως – και άρα στερούνται τη δυνατότητα ανταπάντησης. Αν συνδεθούν με παλαιότερες δηλώσεις σε συνέντευξή του (εις ώτα ασμένως ακουόντων) περί της τεράστιας δυστυχίας που του δημιουργούσε η αισθητική του ΣΥΡΙΖΑ, θα ανέμενε κανείς μεγαλύτερη παρρησία στη νέα του παρέμβαση. Αν πάλι η νέα του ενόχληση είναι πιο συμπεριληπτική, μάλλον θα έπρεπε να γίνει σαφέστερος, διαφορετικά επιτρέπει την εργαλειοποίηση των λόγων του από κάθε ενδιαφερόμενο.
Το δεύτερο είναι ένα σύμπτωμα στο οποίο ο Καβάκος ουδόλως πρωτοτυπεί: η αδυναμία κάποιου που εδώ και καιρό δεν είναι πλέον κάτοικος μιας χώρας να κατανοήσει τα τεκταινόμενα σε αυτήν. Από τα περίχωρα της Ζυρίχης, σε ένα περιβάλλον προστατευμένο ποικιλότροπα, με εξασφαλισμένα πλουσιοπάροχα τα προς το ζην (πανάξια, χάρις στις μοναδικές του ικανότητες και τη σκληρότατη δουλειά του από τρυφερότατη ηλικία), ενημερωμένος μέσα από πηγές που αγνοώ, θεώρησε μέσα σε λίγη ώρα πως έβλεπε ξεκάθαρα πώς ακριβώς φτάσαμε στα “έκτροπα στη Νέα Σμύρνη”: επαρκώς ξεκάθαρα, μάλιστα, ώστε να λάβει θέση δημοσία. Προφανέστατα (γιατί δεν τον θεωρώ κακοπροαίρετο) δεν του πέρασε καν από το νου το ενδεχόμενο το γεγονός ότι δεν ζει πλέον στην Ελλάδα να τον εμποδίζει από το να έχει εικόνα για τα έκτροπα αυτά σαφέστερη από αυτή όσων συμμετείχαν, όσων έτυχε να είναι παρόντες, των κατοίκων της περιοχής, οι οποίοι έχουν όλη την πληροφορία των βιωμάτων τους των τελευταίων ημερών, εβδομάδων, ετών διαβίωσης στην Ελλάδα.
Αυτό σε πρώτη ανάγνωση είναι πατερναλιστικό και υποτιμητικό προς τους κατοίκους αυτούς. Σε δεύτερη ανάγνωση είναι επικίνδυνο: υπενθυμίζω πως άνθρωποι όπως ο Λεωνίδας Καβάκος, αλλά και με πολύ πιο μακρά απουσία από τη χώρα μας, ακόμα πιο στρεβλή ή ελλιπή πληροφόρηση, θα μπορούν πλέον να ψηφίζουν ποιος θα μας κυβερνά. Αντιθέτως άνθρωποι γεννημένοι εδώ, σπουδασμένοι σε ελληνικά σχολεία, εργαζόμενοι (ή αναζητούντες εργασία) στην Ελλάδα, δεν μπορούν, διότι έλκουν την καταγωγή τους από μετανάστες και η παρούσα κυβέρνηση πρέπει να ικανοποιήσει τη φασίζουσα και φυρόμυαλη μερίδα του ακροατηρίου της, που ενδεχομένως αποτέλεσε την κρίσιμη μάζα, ώστε να κερδίσει τις περασμένες εκλογές.
Το κείμενο του Καβάκου μού έδωσε την εντύπωση διακήρυξης ανθρώπου που θα επιθυμούσε να διεκδικήσει το υπουργείο Πολιτισμού. Ίσως τον αδικώ. Από την άλλη, ο πήχης στη συγκεκριμένη καρέκλα έχει πέσει τόσο χαμηλά, που εύκολα θα αναρωτιόταν κανείς: γιατί, χειρότερος θα ήταν;
Θα το πάω πιο μακριά: άνθρωπος που το μοναδικό του κατόρθωμα και ικανότητα υπήρξε η μαεστρία με την οποία κλωτσούσε ένα φουσκωμένο πετσί, εστάλη ως εκπρόσωπός μας στην Ευρωβουλή όχι μία, αλλά δύο φορές, και τώρα προλειαίνεται η αναβάθμισή του σε άλλη καρέκλα. Στο ίδιο σώμα εστάλη και ευειδής ζεν πρεμιέ. Για να μη θυμηθώ πόσοι δημοσιογράφοι εξαργύρωσαν την αναγνωρισιμότητά τους από το γυαλί με μια θέση στο Κοινοβούλιο, χωρίς ποτέ να συνειδητοποιήσουν ότι αυτό δεν το οφείλουν ούτε στο λόγο, ούτε στις απόψεις, ούτε στην εγκυρότητά τους, αλλά στο ότι ήταν το μοναδικό όνομα που κάτι θύμιζε στον πολιτικώς αδαή ψηφοφόρο τους την ώρα που έψαχνε μέσα στο παραβάν δίπλα σε ποιο όνομα να βάλει σταυρό.
Δεν ξέρω αν ο Καβάκος θα αποδεικνυόταν καλύτερος ή χειρότερος από αυτούς. Αλλά κάποια στιγμή ας διασαφηνίσουμε μέσα μας για ποιους λόγους αγαπάμε κάποιους ανθρώπους. Τον αξέχαστο Σιμπέλιους (και στις δύο εκδοχές), τους Μπαχ, τους Μπετόβεν και τόσες ακόμα ερμηνείες που μας χάρισε ο ασύγκριτος σολίστας δεν θα τις βγάλω ποτέ από την καρδιά μου. Σίγουρα θα θελήσω να τον ξαναδώ όταν θα έχουμε και πάλι συναυλίες. Αν όμως την αίσθηση της ελληνικής πραγματικότητας και την εικόνα του για το δρόμο που θα έπρεπε να πάρει ο ελληνικός πολιτισμός τις περιγράφει το τελευταίο του κειμενικό ατόπημα, θα αντιμετώπιζα την ενδεχόμενη πολιτική του φιλοδοξία παραφράζοντας την παροιμιώδη αποστροφή του Χάρρυ Κλυνν: Δεν μας χ@ζεις, ρε Καβάκο!