*Της Λιάνας Κανέλλη. Αναδημοσίευση από τον Ριζοσπάστη
Του Λαζάρου σήμερα, οπότε έχουμε ευχέρεια επιλογής. Και μάλιστα μεγάλη. Μπορούμε να ασχοληθούμε εθιμικά και κλισεδιάρικα με κάποιον που αναστήθηκε, αλλά Θεός δεν έγινε. Μπορεί όμως και να πρωτοτυπήσουμε. Να μιλήσουμε για το μενού του σεφ Λαζάρου, που δε μαγειρεύει μόνο για μας από την τηλεόραση, αλλά και για αναγνωρίσιμους σύγχρονους πρόσκαιρους σταρ – θεούς, σε μέγαρα και παλάτια.
Να με συγχωρήσουν οι Λάζαροι, αλλά μεσούσης μιας φρικτής πανδημίας, είναι εύκολο να παρασυρθεί κανείς από την ουσιαστικά οργουελική αναπαραγωγή μιας επιδερμικής, και μάλιστα με νοοτροπία παντογνώστη, προσέγγισης όχι μόνο των ονομάτων αλλά και των λέξεων. Λες και η κοινή νοημοσύνη, αυτή που μας επιτρέπει να επιβιώνουμε στις κοινωνίες μας, έχει κυριολεκτικά ενταφιαστεί. Και ψηφιακός να είναι ο τάφος, τάφος είναι. Κι άμα χάσουν οι λέξεις το νόημά τους, ακόμα κι οι πιο καθημερινές συμβατικές, τότε ψαλιδίζονται μέχρις αναπηρίας τα φτερά του νου. Κι έτσι ανοίγεται αναπόφευκτα ο δρόμος στο άλογο, στο παράλογο, στο έστω και ανεπαισθήτως κτηνώδες της ανθρώπινης φύσης.
Θαρρώ ότι χάνεται, χάνουμε, μια ευκαιρία ιστορικής σημασίας, ήδη δυο δεκαετίες μες τον εικοστό πρώτο αιώνα, για ένα ουσιαστικό ξεθόλωμα, μια πραγματική ανάσταση των εννοιών και των λέξεων, που θα μας επιτρέψει να ζήσουμε, να δράσουμε, να αποφασίσουμε, να προοδεύσουμε, σαν άνθρωποι. Ας μην πάμε σε υψιπετείς διακρίσεις ορίων ανάμεσα στη νόηση και στη βούληση, την ανάσταση και την επανάσταση, αλλά σε πιο απλά εκπαιδευτικά και παιδαγωγικά ζητήματα, και μάλιστα υπαγορευμένα από βιωματικές εμπειρίες, όπως η αρρώστια και το φάρμακο, η πανδημία και το εμβόλιο, ο επιστήμονας ως ειδικός για μια πάθηση και ο πάσχων που έχει τις ειδικές του ανάγκες.
Δεν θα έμπαινα σε τέτοιες επίκαιρες δαιδαλώδεις αναζητήσεις, αν μπορούσε να χωρέσει το μυαλό μου τις εξηγήσεις, άγριες ή ήπιες αδιάφορο, που δίνουν οι αρνητές των εμβολίων, ανεξαρτήτως ηλικίας, και διαταξικά και διαστρωματικά και διαφυλικά. Μερικές απ’ αυτές είναι απλή αναπαραγωγή της γνωμολαγνείας των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, που εξελίσσεται σε όγδοη πληγή του διαδικτυακού Φαραώ, ή στο όγδοο θανάσιμο αμάρτημα των δήθεν τολμηρών της εποχής, όπως το δει κανείς. Υπάρχει όμως μία θέση – απάντηση – επιχείρημα των αρνητών του εμβολίου, που συνδέει υποδόρια και διατρέχει όλο το φάσμα των λογικών ή και παλαβών απόψεων. Αυτή νομίζω είναι και η πιο προβληματική: «Να περιμένω να δω!». Τι δηλαδή; Ποιος θα πεθάνει, ποιος θα επιζήσει, σε πόση απόσταση από μένα, τον θεατή ενός δράματος για το οποίο δεν έκοψα εισιτήριο; Είναι η πιο εγωιστική, ιδιοτελής, ψευδαισθησιακή και ύπουλη. Προϋποθέτει τόση αλαζονεία, ώστε να νομίζεις ότι ελέγχεις την ίδια την αθανασία σου. Προϋποθέτει τόση σύγχυση, ώστε να νομίζεις ότι έχεις ελευθερία χρόνου σε μια εποχή που δέχεσαι να δουλεύεις δεκάωρο, ίσα για να φας. Εμπεριέχει την ύβρη, ότι μπορείς ν’ αντέξεις μόνος επιζών εν μέσω πτωμάτων. Δικαιολογεί το θάνατο του άλλου για το καλό των πολλών, ως λόγου χάρη αντίσταση στα συμφέροντα των πολυεθνικών…. Ομως πάνω απ’ όλα, κρύβει την ενσωμάτωση στη βαρβαρότητα. Αυτήν που λόγω επετείου του 1821, ξεβράστηκε στην επιφάνεια της επικαιρότητας και καταργεί το θεόρατο διαζευκτικό «ή» στο δίλημμα: Ελευθερία ή Θάνατος. Το κάνει παύλα. Ευκολάκι. Ελευθερία (μου) – Θάνατος (σου). Μέρα που είναι, ας αναστήσουμε το διαζευκτικό για να μπορούμε να συνδιαλεγόμαστε, να συναποφασίζουμε, να συμβιούμε και κυρίως να συσκεπτόμαστε ως άνθρωποι, πριν το Εγώ κλεισθεί ανεπαισθήτως από τα τείχη του Εμείς, έξω.