Αναδημοσίεση από το Ασσόδυο
Όταν τη νύχτα του Μ. Σαββάτου, μία ώρα πριν από τα μεσάνυχτα, άρχισαν οι καμπάνες να σημαίνουν, αφήσαμε τους κεντρικούς δρόμους της πόλεως, επερνούσαμε το Βοτανικό και επαίρναμε τον ωραίο δρόμο που οδηγεί στη θάλασσα του Σκαραμαγκά. Ο δρόμος αυτός, ο οποίος, μετά τον Άγιο Σάββα, εξελίσσεται μέσα στην ημερωτέρα βλάστηση της Αττικής, ήταν έρημος από κάθε κίνηση. Αραιά και που ένα αυτοκίνητο. Η νύχτα, όμως, είχε όλη τη γλυκύτητα της εαρινής ώρας. Επηγαίναμε στο μικρό εκκλησάκι του Δρομοκαϊτείου, στο Δαφνί, να κάνουμε Ανάσταση με τους αρρώστους του ιδρύματος. Αλλά οι άρρωστοι αυτοί είναι πολλοί. Μια μικρή πόλις, ένας κόσμος που κλείνει μέσα του –όπως κάθε κόσμος άλλωστε- τα σπέρματα των πλέον απίθανων εκκλήσεων. Και κανείς δεν γνωρίζει μέσα στην παράξενη αυτή πόλη, πότε συμβαίνει το απροσδόκητο. Γι’ αυτό στην εκκλησία, δεν έρχονται όλοι. Έρχονται όσοι δεν επιφυλάσσουν εκπλήξεις: οι ισορροπημένοι, αν είναι νοητή η λέξη αυτή σε τούτο το περιβάλλον.
Όταν περάσαμε με τον διευθυντή και τους ιατρούς, στην εκκλησία, η ατμόσφαιρα δεν είχε τίποτα το παράξενο. Ο ιερεύς στο ιερό, ο ιερωμένος ψάλτης με το χορό του στη θέση τους, το εκκλησίασμα ακίνητο, προσεκτικό, με έκδηλη την ευλάβεια στα πρόσωπα.
Δίπλα μου ακριβώς, μια κυρία, κρατά την σύνοψι. Παρακολουθεί την ακολουθία. Είναι δεκαοκτώ σχεδόν χρόνια τρόφιμος του ιδρύματος. Αλλά δεν είναι μόνο αυτή. Ο καλόγερος που ψάλλει τόσο καλά και ο χορός του, είναι και αυτοί ασθενείς. Και όμως, κανείς δεν θα το έλεγε: Όλοι οι άνθρωποι έχουν μιαν ανωμαλία: άλλοι ανοϊκοί, άλλοι σχιζοφρενείς, άλλοι υστερικοί, πολλοί με προϊούσα παράλυση, μερικοί τοξικομανείς. Φυσιογνωμίες με έκδηλα τα σημεία της ανωμαλίας, αλλά και πρόσωπα ήρεμα, βλέμματα που δεν εμπνέουν καμμία ανησυχία, τρόποι ανθρώπων που με πολλή υπομονή αντικρύζουν τα εγκόσμια. Και όμως.
Ο καλόγηρος υπήρξε δικαστής, άλλοτε, στη Ρωσία. Αλλά οι τρομερές ημέρες της επαναστάσεως και ο διωγμός, τάραξαν το νου του. Αν προσέξει κανείς, θ’ αντιληφθεί πράγματα που το πρώτο βλέμμα δεν συλλαμβάνει. Ο καλόγερος ψάλλει ζωηρά και προφέρει τον κάθε λόγο με χρώμα. Έξαφνα όμως, η φωνή και η άρθρωσις ακόμη ατονούν και μηχανικά πλέον, ψάλλει σαν άνθρωπος εξαντλημένος από την κακουχία. Ο νους του πλανάται αλλού. Ευτυχώς, μέσα στο χώρο, υπάρχει κάποιος υγιής, που παρακολουθεί, ώστε να μη διακοπεί έξαφνα η ακολουθία. Θυμάμαι, εδώ και πολλά χρόνια, έναν καλόγερο που καταπληκτικά έμοιαζε με τον ψάλτη του Δρομοκαϊτείου. Ήταν ο δαιμονισμένος Παχώμιος της Αγιορείτικης Σιμωνόπετρας. Αυτός επίστευε, ότι ο σατανάς πατεί το πόδι στην ιερά γη του Άθω και αγρυπνούσε νύχτες ολόκληρες για να τον καταδιώκει. Οι μοναχοί, πάντα για χάρη και προς σωτηρία του, εδιάβαζαν τους εξορκισμούς του Μεγάλου Βασιλείου:
«Ορκίζω σε… φοβήθητι, φύγε, δραπέτευσον, αναχώρησον δαιμόνιον ακάθαρτον, εναγές, καταχθόνιον, βύθιον, απατηλόν, άμορφον, θεατόν δι’ αναίδειαν, αθέατον δια την υπόκρισιν, όπου αν τυγχάνης ή απέρχη ή αυτός ή ο Βεελζεβούλ, ή κατασείων, ή δρακοντοειδής, ή θηριοπρόσωπος, ή ως ατμός, ή ως καπνός φαινόμενον, ή ως άρρεν, ή ως θήλυ, ή ως ερπετόν, ή ως πετεινόν, ή νυκτόλαλον, ή κωφόν, ή άλαλον… εν γέλωτι ρεμβόν, ή δάκρυα φιλήδονα εμποιούν, ή δυσωδές, ή λάγνα, ή ερωτομανές, ή αστρομαγικόν, ή φιλόνεικον, ή τη σελήνη συναλλοιούμενον, ή όρθρινον, ή μεσημβρινόν, ή μεσονύκτιον…».
Και οι μοναχοί εβεβαιώναν ότι μετά τους εξορκισμούς ο Παχώμιος ηρεμούσε.
Ο ιερωμένος ψάλτης τον έφερε στο νου μου, αλλά εδώ δεν άκουσα τους εξορκισμούς του Βασιλείου. Ένας νέος επιστήμων μού ομιλεί για τα αποτελέσματα της πυρετοθεραπείας επί των αρρώστων που έχουν προσβληθεί από προϊούσα παράλυση, ενώ δίπλα μου ο ποιητής Ρώμος Φιλύρας μού παρέδιδε τους νεώτερους καρπούς των εμπνεύσεών του, υπό το φως του κεριού της Αναστάσεως.
Δαντέλα του γυρόγιαλου πετάλου του Φαλήρου
Στασίδι του Κορυδαλλού και του Προφήτη Ηλία
Πάρνη, Πεντέλη κι Υμηττέ του χειμερινού ονείρου
Αη-Γιώργη του Κερατσινιού, καμπαναριού ομιλία
Λιόσια και Λιόπεσι, ναοί, του Παρθενώνα θάμα
Και του Σταδίου ξάστραμα, σαν μαρμαρένιο τάμα
Τα κυπαρίσσια, η δαφνιστές, στον Αρδηττό μυρσίνες
Αθήνα σε δοξάζουνε, στον ήλιο, στις σελήνες!
Είναι ο ύμνος που κάνει ο κλεισμένος ποιητής στο ωραίο πλαίσιο που στεφανώνει την Αθήνα.
Την άκαιρο αυτή συνομιλία διακόπτει το σβήσιμο των φώτων. Είναι μεσάνυκτα και μόνο ο παπάς προβάλει στην ωραία πύλη με αναμμένο κερί. Τότε οι άρρωστοι τρέχουν, σπρώχνονται ν’ ανάψουν τις λαμπάδες τους και όλοι μαζί βγαίνουν στο προαύλιο. Εκεί ακούω το Ευαγγέλιο και ψάλλουν το Χριστός Ανέστη. Ένας μικρός ανάβει ένα βεγγαλικό και η πράσινη φλόγα του φέρνει κάποιο γέλιο στα πρόσωπα των τρελλών. Χαίρονται, και ίσως αναθυμούνται κάποιες καλλίτερες πασχαλιές που τις εώρταζαν αλλού. Αλλά δεν λένε τίποτε. Ξαναμπαίνουν ήσυχοι στο ναό ν’ ακούσουν την λειτουργία της Αναστάσεως.
Κ.ΜΠΑΣΤΙΑΣ
Δημοσιεύτηκε το 1936 στην Εστία