Την Τρίτη, 4 Μαΐου, οι απολογιστικές ανακοινώσεις για την πανδημία της Covid-19 στην Ολλανδία είχαν χαρακτήρα “επετειακής” συμπλήρωσης ενός έτους από την ημέρα που οι Κάτω Χώρες άφηναν πίσω τους, κάπως δειλά, το πρώτο λοκντάουν. Η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της χώρας, που είναι συνάμα και ανεξάρτητη αρχή, έκρινε σκόπιμο να δημοσιοποιήσει την έκθεση συμπερασμάτων της σχετικά με τους θανάτους από Covid-19, όπως αυτά προκύπτουν από την αναδρομική καταγραφή τους στο διάστημα μεταξύ του Μαρτίου του 2020 και του Ιανουαρίου του 2021. Οι ανακοινώσεις έκρυβαν ορισμένες πολύ δυσάρεστες εκπλήξεις.
Περισσότεροι νεκροί, χαώδεις καταγραφικές διαφορές
Σύμφωνα με την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία, οι θάνατοι που προέρχονται, σχετίζονται και μπορούν να αποδοθούν στη νόσο Covid-19 για το χρονικό διάστημα αναφοράς είναι συνολικά 24.484 και οι χειρότεροι μήνες της πανδημίας ήταν ο Απρίλιος του 2020 και ο περασμένος Ιανουάριος, όταν κατέληξαν 4.867 και 4.387 ασθενείς, αντίστοιχα. Και οι δύο, σχεδόν παράλληλοι από κάθε άποψη, μήνες ήταν σημαδιακοί, καθώς πέρα από το δριμύ ψύχος που διαδεχόταν μια περίοδος ξαφνικής ηλιοφάνειας και κατακόρυφης ανόδου της θερμοκρασίας θυμίζοντας μικρό καλοκαίρι της ταχέως επελαύνουσας κλιματικής αλλαγής, ήταν και το διπλό διάστημα του θεωρητικά πιο σκληρού πανεθνικού λοκντάουν, που έφερε συν τοις άλλοις τον Ιανουάριο και την πολυθρύλητη απαγόρευση της νυχτερινής κυκλοφορίας σε όλη τη χώρα.
Οι περισσότερες δραστηριότητες στην οικονομία, την εργασία (πλην τηλεργασίας και εμπορίου) την παραγωγή, τις μεταφορές, την εκπαίδευση, τον ελεύθερο χρόνο είχαν ανασταλεί πλήρως πρώτα από τις 26 του Μάρτη και εν συνεχεία από τις 16 του Δεκέμβρη. Τελικά, το λοκντάουν δεν απέδωσε, απέδωσε στο περίπου, θα απέδιδε “αν” είχε γίνει νωρίτερα και πόσο νωρίτερα και άλλες τέτοιες διενέξεις, υποθέσεις και ερωτήσεις ανακυκλώνονται στο διαδίκτυο και τις εφημερίδες σχεδόν διαρκώς και σε μεγάλο βαθμό αποπροσανατολιστικά. Όμως το ζήτημα ξεπερνά μια θεωρητική, στατιστική ή πολιτική και ιδεολογική διαμάχη για την αξία, την αποτελεσματικότητα και τις συνέπειες του λοκντάουν, ως “απόλυτου” τάχα μέσου για την αναχαίτιση της πανδημίας και την καταπολέμηση του κορονοϊού προτού ή παράλληλα με την εφεύρεση, την παραγωγή και τη χρήση των εμβολίων.
Οι αριθμοί της ολλανδικής Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας πυροδοτούν μια συζήτηση για το ποιος, πότε και πώς, με ποια επιστημονική μέθοδο και εξήγηση καταγράφει, δημοσιοποιεί και ανακοινώνει τα δεδομένα της πανδημίας, πολύ περισσότερο μάλιστα τους νεκρούς της, πολύ περισσότερο μάλιστα αν υπενθυμιστεί ότι πάνω σε αυτά τα δεδομένα, τα λεγόμενα “σκληρά”, βασίζεται η χάραξη της πολιτικής υγείας και ασφάλειας μιας χώρας και μιας κυβέρνησης, εν προκειμένω της Ολλανδίας και της κυβέρνησης συνεργασίας της κεντροδεξιάς.
Επίσημος κρατικός φορέας για τη συγκέντρωση, την επεξεργασία και τη δημοσιοποίηση των στοιχείων της πανδημίας στην Ολλανδία, δεν είναι η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία, αλλά το Εθνικό Παρατηρητήριο για τη Δημόσια Υγεία και το Περιβάλλον, ο “ολλανδικός ΕΟΔΥ”, για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης με την Ελλάδα. Το Παρατηρητήριο υπάγεται διοικητικά και οργανωτικά στην αντιπροεδρία της κυβέρνησης αρμόδια για ζητήματα υγείας, κοινωνικής ασφάλισης και περιβάλλοντος, που έχει επικεφαλής τον κεντροδεξιό πολιτικό, Χιούγκο ντε Γιονγκ. Τα στοιχεία του Παρατηρητηρίου είναι και τα κυβερνητικά στοιχεία για τις Κάτω Χώρες πάνω στα οποία βασίστηκαν πρώτα οι εισηγήσεις των επιστημόνων, εμπειρογνωμόνων και ειδικών της ΟΜΤ και κατόπιν οι εκτελεστικές αποφάσεις της κυβέρνησης συνασπισμού του Μαρκ Ρούτε.
Για το ίδιο διάστημα, από τον Μάρτιο του 2020 έως τον περασμένο Ιανουάριο, το Παρατηρητήριο έχει καταγράψει και ανακοινώσει 14.025 θανάτους από Covid-19 (και έως την Τρίτη, 4 του Μάη, 17.189). Η απόκλιση ανάμεσα στα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας και του Εθνικού Παρατηρητηρίου είναι τεράστια (περισσότεροι από 10.000 νεκροί για το χρονικό διάστημα αναφοράς: Μάρτιος 2020 – Ιανουάριος 2021) και αδικαιολόγητη. Πού μπορεί να οφείλεται μια τόσο μεγάλη, χαώδεις διαφορά;
Οι αποκεντρωμένες διοικήσεις παραπληροφορούσαν;
Είναι γνωστή από πέρυσι η καταρχάς επιστημονική αντιπαράθεση για το ποιος (πρέπει να) θεωρείται και να καταγράφεται πρώτα ως ασθενής και κατόπιν ως νεκρός από Covid-19: οι ασυμπτωματικοί, οι ήπιων συμπτωμάτων ή οι πολύ βαριές και προφανείς περιπτώσεις στην πρώτη κατηγορία και οι τελευτήσαντες “από” ή “με” τον κορονοϊό στη δεύτερη; Κάθε χώρα έχει ακολουθήσει εντελώς διαφορετική πολιτική σε αυτό το ζήτημα με μερικές περιπτώσεις να αποτελούν τα άκρα αντίθετα. Για παράδειγμα, στην Κύπρο όσοι ασθενείς της Covid-19 έπασχαν από βαρύτατα υποκείμενα νοσήματα δεν καταγράφονταν ως ούτως ειπείν νεκροί της νόσου, αλλά ως θανόντες “με” τον κορονοϊό που προκάλεσε “απλώς” τις όποιες τελικές επιπλοκές. Αντίστροφα, το Βέλγιο, του οποίου η κυβέρνηση δεν μπήκε καν στη διαδικασία πρώτα να θωρακίσει τα γηροκομεία και κατόπιν να κάνει μαζικά τεστ και ιχνηλατήσεις ανάμεσα στα θύματα και τις μεγάλες μονάδες φιλοξενίας ηλικιωμένων, κατέγραψε ως νεκρούς “από” τον κορονοϊό ακόμη και τελευτήσαντες από εγκεφαλικά ή καρδιακά επεισόδια μέσα σε αυτά τα ιδρύματα, χωρίς να κάνει κάποια εξέταση για τον αν όντως έπασχαν από Covid-19. Ας βγάλει ο κάθε αναγνώστης τα συμπεράσματα του, αν και κατά πόσο μια τέτοια καταρχάς πολιτική επιλογή και τακτική είναι η ενδεδειγμένη και η πρέπουσα, είτε αναφερόμαστε στο παράδειγμα της Κύπρου είτε στο παράδειγμα του Βελγίου.
Το πρόβλημα με τους πραγματικούς θανάτους στην Ολλανδία από Covid-19 δεν φαίνεται να είναι ζήτημα επιστημονικών αντιλήψεων και διαφορετικών μεθόδων καταγραφής, αλλά οργάνωσης, εποπτείας και επικοινωνίας ανάμεσα στις υγειονομικές περιφέρειες, τις περιφερειακές αυτοδιοικήσεις και την κεντρική κυβέρνηση και τους εποπτευόμενους φορείς της. Έτσι, οι υποψίες για αυτήν την, ούτως ή άλλως μεγάλη και τρομακτική, διαφορά και αναντιστοιχία ανάμεσα στους θανάτους που καταγράφει η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία και τους νεκρούς που ανακοινώνει το Εθνικό Παρατηρητήριο Δημόσιας Υγείας και Περιβάλλοντος πέφτουν στο χαλασμένο τηλέφωνο ανάμεσα στις τοπικές υγειονομικές υπηρεσίες και το Εθνικό Παρατηρητήριο. Και αυτό γιατί, όσο απίστευτο και αν φανεί στους Έλληνες αναγνώστες, στην Ολλανδία δεν υπάρχει ρητή, νομοθετικά δεσμευτική υποχρέωση των περιφερειών να ενημερώνουν για τρέχοντα ή έκτακτα ζητήματα δημόσιας υγείας το κεντρικό κράτος καθώς το τεκμήριο αρμοδιοτήτων και διοίκησης για την υγεία (και την πανδημία) ανήκει στην αποκέντρωση, όπου στις πλέον κρίσιμες για την εξάπλωση της νόσου περιφέρειες τα ηνία κρατούν οι κεντροδεξιοί του Λαϊκού Κόμματος.
Με άλλα λόγια, το Εθνικό Παρατηρητήριο διέθετε κάθε μέρα, μόνο όσα στοιχεία ασθενών, νεκρών, διασωληνωμένων ή αποθεραπευμένων ήθελαν ή μπορούσαν να αποστείλουν (προφανώς αποσπασματικά ή μεροληπτικά) οι περιφέρειες. Για την ακρίβεια, οι αυτοδιοικήσεις που ελέγχονται πλειοψηφικά από το Λαϊκό Κόμμα στα νότια και ανατολικά της χώρας, όπου εντοπίζονται και οι μεγαλύτερες αποκλίσεις, είχαν με ελάχιστες εξαιρέσεις πολύ μεγάλες διαφωνίες είτε με τα περιοριστικά μέτρα είτε με την ενίσχυση και την ανάταξη του συστήματος υγείας. Έβαζαν οι δεξιοί αυτοδιοικητικοί πολιτικοί τρικλοποδιά στην κεντρική κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος και των συμμάχων του, παραπλανώντας τους με ψεύτικα, αποσπασματικά ή εξαιρετικά λίγα στοιχεία και δεδομένα προκειμένου είτε να μην κηρυχθεί λοκντάουν είτε για να μην ενισχυθεί υλικοτεχνικά το σύστημα υγείας; Είναι ένα καυτό ερώτημα που χρήζει πειστικών απαντήσεων ειδικά από την ολλανδική κεντροδεξιά στο σύνολο της.
Αντίστροφα, η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία, που διαθέτει τα δικά της τοπικά γραφεία, συγκέντρωσε αντίστοιχα τα δικά της αυτοτελή στοιχεία, αξιοποιώντας όλες τις διαθέσιμες πηγές πληροφόρησης, νοσοκομεία, οικογενειακούς γιατρούς, πιστοποιητικά θανάτων από πνευμονίες που δεν είχε προηγηθεί μοριακό τεστ κορονοϊού και τους παράλληλους δρόμους που έφθαναν έως τις δηλωμένες αιτίες ξαφνικού θανάτου στις ληξιαρχικές πράξεις, παρακάμπτοντας έτσι και τη γραφειοκρατία των υγειονομικών περιφερειών ή την τοπική διοίκηση των Λαϊκών.
Οι Financial Times είχαν προειδοποιήσει
Το ζήτημα όμως για τον πραγματικό αριθμό των νεκρών της πανδημίας στην Ολλανδία δεν είναι καινούργιο. Τον Απρίλιο του 2020, συγκεκριμένα στις 26 του μήνα, δημοσιογραφική έρευνα των Financial Times υποστήριζε ότι ο πραγματικός αριθμός στις Κάτω Χώρες ήταν κατά 42% μεγαλύτερος από αυτόν που ανακοίνωνε η κυβέρνηση Ρούτε. Τρεις μέρες πριν από το δημοσίευμα και ενώ οι φήμες ότι ένα τέτοιο αφιέρωμα θα έβλεπε το φως της δημοσιότητας είχαν φουντώσει, το Εθνικό Παρατηρητήριο είχε σπεύσει να υπογραμμίσει σε έκτακτο Δελτίο Τύπου πως “οι ανακοινωθέντες νεκροί της πανδημίας είναι πολύ λιγότεροι των πραγματικών, καθώς αυτοί δεν μπορούν να καταγραφούν πλήρως. Ως νεκροί της Covid-19 συμπεριλαμβάνονται μόνο όσοι έχουν καταλήξει μέσα σε νοσοκομείο ή κέντρο υγείας και εφόσον έχει γίνει σχετικό τεστ διαπίστωσης της νόσου πριν από τη διακομιδή τους στη μονάδα υγείας”.
Το πόσο “μαύρη τρύπα” αποτέλεσε ο Απρίλιος του 2020 για την Ολλανδία, αποδεικνύεται και από τα στοιχεία που παραθέτει η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία για τον συγκεκριμένο μήνα και από άλλη σκοπιά. Ενώ, όπως ήδη γράψαμε, ο μήνας κατακτάει τη μαύρη πρωτιά σε νεκρούς με 4.867 θύματα της Covid-19, η Υπηρεσία υποστηρίζει πως υπάρχουν “βάσιμες ενδείξεις” ότι ακόμη 1.505 Ολλανδοί πέθαναν από την ίδια νόσο, αν και “ουδέποτε έγινε κάποια σχετική εξέταση ή έγκαιρη παραπομπή των περιστατικών σε γιατρό και κέντρο υγείας, ούτε υπήρξε μια σαφής περιγραφή της αιτίας θανάτου σε κάποιο επίσημο κρατικό έγγραφο, καθώς ειδικά τότε και κυρίως η προσφορά σε μοριακά τεστ ήταν πολύ μικρότερη της ζήτησης και των απαιτήσεων”. Με άλλα λόγια, οι νεκροί του κορονοϊού στην Ολλανδία τον Απρίλιο του 2020, είναι κατά τις καταγραφές και τις “βάσιμες ενδείξεις” της Στατιστικής Υπηρεσίας συνολικά, 6.372, ενώ το Παρατηρητήριο είχε ανακοινώσει μόλις 3.578 εκείνον τον μήνα.
Πανδημία και κυβερνητική λογοδοσία, πέρα από τον μύθο της ατομικής ευθύνης
Τελικά, πόσα είναι πραγματικά τα θύματα της Covid-19 στις Κάτω Χώρες; Ποιος δημοσιοποιεί την αλήθεια και αποτυπώνει την πραγματικότητα της πανδημίας, η Στατιστική Υπηρεσία ή το Παρατηρητήριο; Η ανεξάρτητη διοικητική αρχή ή η κυβέρνηση; Και υπάρχει κάποιος υπεύθυνος που οφείλει να λογοδοτήσει και να τιμωρηθεί για αυτήν την ανοίκεια και προσβλητική για τα θύματα, τις οικογένειές τους και την κοινωνία χαώδη διαφορά ανάμεσα στα συμπεράσματα της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας και τα στοιχεία (ή μήπως, “στοιχεία”;) του Εθνικού Παρατηρητηρίου για τη Δημόσια Υγεία και το Περιβάλλον;
Με τις διαπραγματεύσεις για τη συγκρότηση μιας νέας κυβέρνησης συνασπισμού να βρίσκονται σε τεντωμένο σκοινί και να έχουν περάσει από σαράντα κύματα, η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία έριξε βόμβα μεγατόνων στο πολιτικό σκηνικό και την εικόνα “χρηστής και αποτελεσματικής” διακυβέρνησης από τον Μαρκ Ρούτε και το Λαϊκό Κόμμα που αποτελεί και πάλι την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο μετά τις εκλογές της 17ης Μαρτίου. Από την άλλη, τα διπλά (ή τριπλά και πολλαπλά) βιβλία της πανδημίας δεν είναι όπως φαίνεται ένα αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. Πιθανότατα να είναι ένα ακρο-κεντροδεξιό εργαλείο για να συγκαλύπτεται η αλήθεια, να λαμβάνονται σκόπιμα εσφαλμένες ή αντικρουόμενες αποφάσεις και να μετατίθενται οι όποιες διοικητικές και κυβερνητικές ευθύνες μόνο στις πλάτες των πολιτών.