Ας το πούμε αμέσως: η υποστήριξη της ιδέας ότι, αν αυστηροποιηθούν οι ποινές θα μειωθεί η εγκληματικότητα, είναι επικίνδυνος τσαρλατανισμός. Την επόμενη μέρα ενός φρικτού εγκλήματος, είναι πολύ εύκολο να διεκδικήσει κάποιος το μερίδιο της δημοσιότητας που του αναλογεί, εκτοξεύοντας από τα τηλεοπτικά και άλλα μέσα ενημέρωσης ιαχές υπέρ της επαναφοράς της θανατικής ποινής, της αύξησης των χρονικών ορίων του εγκλεισμού, της τροποποίησης της ποινικής νομοθεσίας και διαδικασίας σε βάρος των δικαιωμάτων των κατηγορουμένων, της ενίσχυσης των αρμοδιοτήτων και των ευχερειών της αστυνομίας και τα παρόμοια. Η εκμετάλλευση όμως του σοκ και της διάχυτης ανησυχίας της κοινής γνώμης είναι ο πιο σίγουρος δρόμος για κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές καταστροφές.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ιδέα της αυστηροποίησης των ποινών φαντάζει θελκτική, ίσως πλέον και σε ένα διαισθητικό επίπεδο, αφού οι πολίτες σε ολόκληρο το δυτικό κόσμο τα τελευταία πενήντα χρόνια βομβαρδίζονται ακατάπαυστα με αυτή. Το θεώρημα ότι, αν οι συνέπειες της διάπραξης μιας εγκληματικής πράξης (για την ακρίβεια: μιας πράξης την οποία καθορίζει ο νόμος ως έγκλημα) φαντάζουν δυσανάλογα μεγάλες στη σκέψη του δράστη σε σχέση με το όφελος, στο οποίο ο τελευταίος προσβλέπει από την εγκληματική του πράξη, αυτός δεν θα τη διαπράξει, ξαναβρέθηκε στο επίκεντρο της αντεγκληματικής πολιτικής από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και μετά. Ήταν η εποχή που η εγκληματικότητα κινούνταν ανοδικά και η Δεξιά χρειαζόταν μια απάντηση, καθώς βρισκόταν και μπροστά σε ευρύτερες εξελίξεις, οι οποίες αναστάτωναν τη συντηρητική κοσμοαντίληψη: την άνοδο των κινημάτων, την κλιμάκωση της κοινωνικής και πολιτικής διαμαρτυρίας, το ξέσπασμα των εξεγέρσεων. Η απάντηση είχε ορίζοντα την οικονομική και πολιτική ανασύνταξη του κατεστημένου, όπως τη ζούμε από τη δεκαετία του 1970 και μετά.
Το θεώρημα είχε τις καλύτερες συστάσεις: η ιδέα ότι η πρόληψη του εγκλήματος πρέπει να είναι ο σκοπός της ποινής, της νομοθετικής πρόβλεψης για την τιμωρία ενός εγκλήματος, βρίσκεται στην καρδιά του φιλελεύθερου ποινικού δικαίου, το γέννημα των φιλοσόφων του Διαφωτισμού που εξεγείρονταν μπροστά στις φρικαλεότητες τις οποίες επεφύλασσε το παλαιό καθεστώς στον ελεύθερο και λογικά σκεπτόμενο άνθρωπο. Η ευχαρίστηση και ο πόνος είναι οι δύο αφέντες της ανθρωπότητας, έλεγε ο Μπένθαμ. Ο άλλος μεγάλος διανοητής της ποινικής μεταρρύθμισης του Διαφωτισμού, ο Τσέζαρε Μπεκαρία, είχε επίσης προσδιορίσει τα στοιχεία της αποτρεπτικής επίδρασης της ποινής: να είναι βέβαιη, ταχεία και επαρκώς αυστηρή, ώστε να μπορεί να συνδεθεί στη σκέψη του δράστη ο πόνος με το έγκλημα.
Από τότε, έχουμε κάνει κάποια παραπάνω βήματα, λίγο παραπέρα από τη “φιλοσοφία της πολυθρόνας”, η οποία πάντως υπήρξε επαρκής για να μας δώσει το όραμα του κόσμου που θεωρούμε “σύγχρονο” και “πολιτισμένο” τα τελευταία διακόσια χρόνια. Εντωμεταξύ, αναγνωρίζουμε ότι η πρόληψη έχει και την ειδικότερη όψη να βοηθηθεί ο δράστης ενός εγκλήματος να μην διαπράξει στο μέλλον και άλλα (με θεραπεία, μόρφωση, επανένταξη). Η απονομή της ποινικής δικαιοσύνης και ο σωφρονισμός είναι αντικείμενο της δραστηριότητας αναπτυγμένων και οργανωμένων ειδικών υπηρεσιών. Επίσης, έχουμε τις έννοιες και τις μεθόδους για να εξετάζουμε με επιστημονικό τρόπο ποιές από όλες αυτές τις ιδέες είναι αποτελεσματικές και ποιες όχι.
Από τα πορίσματα της σχετικής επιστημονικής έρευνας τον τελευταίο μισό αιώνα, προκύπτει ότι το προληπτικό αποτέλεσμα της ποινικής καταστολής μάλλον δεν είναι μύθος, με την επιφύλαξη ωστόσο ότι οι άτυπες κυρώσεις, η διαδικασία της κοινωνικοποίησης και τα ηθικά διλήμματα μπορεί να έχουν περισσότερη σημασία από την επίσημη κύρωση, την οποία προβλέπει η ποινική νομοθεσία. Σημασία όμως δεν έχουν τα στοιχεία της κύρωσης με αντικειμενικό τρόπο, αλλά, όπως άλλωστε το εννοούσαν και οι Διαφωτιστές δημιουργοί της θεωρίας της πρόληψης, το πώς τα προσλαμβάνει κάποιος που σκέφτεται να παραβιάσει ένα κανόνα (και να διαπράξει ένα ποινικό αδίκημα). Οι ίδιοι οι κανόνες έχουν και αυτοί σημασία: είναι πολύ πιθανότερο να διαπράξει κάποιος κάτι το οποίο μόνο ο νόμος ποινικοποιεί, ενώ είναι λιγότερο πιθανό κάποιος να παραβιάσει μια απαγόρευση, η οποία υποστηρίζεται και από μια ηθική μομφή, η οποία είναι γενικότερα αποδεκτή κοινωνικά.
Η εικόνα γίνεται πιο σύνθετη όταν μπαίνουν στο μικροσκόπιο ερευνητικά τα τρία συνθετικά στοιχεία της πρόληψης: βεβαιότητα, ταχύτητα, αυστηρότητα. Για την επίδραση της ταχύτητας δεν γνωρίζουμε πάρα πολλά, ούτε θεωρητικά, ούτε εμπειρικά: υπάρχει και ένα πρόβλημα στην ενσωμάτωση του στοιχείου αυτού στα ερευνητικά μοντέλα, επειδή ποινές όπως ο εγκλεισμός βιώνονται σε μακρότερο χρόνο. Ο ίδιος ο Μπεκαρία βάσιζε την αντίληψή του για τη σημασία της ταχύτητας σε γενικές ιδέες, παρα σε εκτιμήσεις για την αποτελεσματικότητα της ταχείας τιμωρίας. Μάλιστα σημείωνε ότι είναι πιο δίκαιο να μην καθυστερεί η τιμωρία, για να μην ταλαιπωρείται ο δράστης από την άσκοπη και απάνθρωπη παράταση της εκκρεμότητας.
Αυτό που η έρευνα δείχνει πολύ πιο καθαρά είναι πως το αποτρεπτικό αποτέλεσμα της ποινής επιτυγχάνεται αποτελεσματικότερα ανάλογα με το πώς προσλαμβάνει ο επίδοξος παραβάτης τη βεβαιότητα της κύρωσης. Για την ακρίβεια, η βεβαιότητα έχει να κάνει όχι με την αφηρημένη ύπαρξη της κύρωσης, είτε νομικά, είτε ως γενικό γεγονός (“οι δράστες του χ εγκλήματος συνήθως συλλαμβάνονται και τιμωρούνται”), αλλά με τη βεβαιότητα της σύλληψης. Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθούμε γιατί. Η βεβαιότητα της τιμωρίας είναι στην πραγματικότητα αποτέλεσμα μιας σειράς πιθανοτήτων: της πιθανότητας να συλληφθώ αν διαπράξω το έγκλημα, μετά, της πιθανότητας να καταδικαστώ αν συλληφθώ, και τέλος, της πιθανότητας να μου επιβληθεί μια ορισμένη ποινή, αν καταδικαστώ. Τα ερευνητικά στοιχεία για το αποτρεπτικό αποτέλεσμα της βεβαιότητας της κύρωσης έχουν σχεδόν αποκλειστικά να κάνουν με την αντίληψη της βεβαιότητας της σύλληψης. Με άλλα λόγια, η αυστηρότητα της τιμωρίας δεν έχει ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στο ζήτημα της πρόληψης. Οι ενδείξεις που έχουμε από τη σχετική έρευνα δείχνουν πολύ πιο πειστικά και με περισσότερη συνέπεια ότι είναι η βεβαιότητα της σύλληψης εκείνη που αποτρέπει την τέλεση μιας αξιόποινης πράξης, και όχι η αυστηρότητα της απειλούμενης κύρωσης. Πρακτικά μιλώντας: η αυστηρότητα και η αυστηροποίηση των ποινών δεν έχει ιδιαίτερη σημασία για το αποτρεπτικό αποτέλεσμα.
Ένα σημαντικό ερευνητικό κενό και πάντως δύσκολο θεωρητικό θέμα παραμένει η σημασία του συνολικού καθεστώτος των κυρώσεων, δηλαδή το πως το σύστημα της ποινικής δικαιοσύνης διαχειρίζεται το σύστημα των νομικά διαθέσιμων ποινών και ο τρόπος με τον οποίο τις επιβάλλει. Είναι φανερό ότι θεσμικά ζητήματα, όπως η συχνότητα των νομοθετικών μεταβολών, η ποιότητα της απονομής της δικαιοσύνης και η συνέπεια στην απονομή της επηρεάζουν την υποκειμενική (από τους υποψήφιους παραβάτες) πρόσληψη των αποτρεπτικών στοιχείων της πρόληψης. Η σημασία του καθεστώτος των κυρώσεων όμως είναι ένα ειδικότερο ζήτημα, το οποίο δεν ανατρέπει την παραπάνω γενική εικόνα της πρόληψης.
Στη δημόσια συζήτηση γίνεται συχνότερα λόγος για την επαναφορά της θανατικής ποινής, και αυτή η πρόταση φαίνεται να είναι ελκυστική και σε μερίδα της κοινής γνώμης. Ωστόσο, η μακρά σειρά ερευνών από το 1980 και μετά δεν προσφέρει καμία ένδειξη για το αν η θανατική ποινή έχει οποιαδήποτε επίδραση στον αριθμό των διαπραττόμενων ανθρωποκτονιών. Σε σχέση με τις ποινές εγκλεισμού, το πρόσθετο μεθοδολογικό πρόβλημα είναι ο διαχωρισμός του αποτρεπτικού αποτελέσματος από την επίδραση του εγκλεισμού καθ’αυτού, αφού δράστες οι οποίοι θα μπορούσαν να διαπράξουν νέα εγκλήματα παραμένουν έγκλειστοι για μακρά χρονικά διαστήματα. Οι ενδείξεις για την αποτελεσματικότητα πολιτικών βασισμένων στην ιδέα της “αχρήστευσης” (incapacitation), όπως η υποχρεωτική επιβολή ποινής εγκλεισμού ή τα περιβόητα “τρία χτυπήματα [εγκλήματα] και βγαίνεις έξω”) είναι ασαφείς. Το ισχυρότερο συμπέρασμα είναι πως το αποτρεπτικό αποτέλεσμα της αύξησης των ποινών εγκλεισμού, οι οποίες είναι ήδη υψηλές, είναι ελάχιστο, αν όχι μηδαμινό. Αξίζει τον κόπο να σημειωθεί πως παραμένει εντελώς αμφίβολο εάν η πτωτική τάση της εγκληματικότητας από τη δεκαετία του 1990 και μετά, η οποία σημειώθηκε στις ΗΠΑ, την πατρίδα των εν λόγω πολιτικών, μπορεί να αποδοθεί σε αυτές.
Το ζητούμενο, βέβαια, από την σκοπιά της πολιτείας δεν είναι το αποτρεπτικό αποτέλεσμα καθ’αυτό, αλλά η μείωση της εγκληματικότητας. Από την άλλη όμως, μια τέτοια προσέγγιση έχει συνέπεια την αύξηση του πληθυσμού των φυλακών. Είναι πασίγνωστο το παράδειγμα των ΗΠΑ, στις οποίες ο πληθυσμός των έγκλειστων ξεπερνάει τα 2 εκατ. ανθρώπους. Εξίσου γνωστά είναι και το οικονομικό και το κοινωνικό κόστος μιας τέτοιας πολιτικής, αλλά και τα καταστροφικά αποτελέσματα της ίδιας της φυλακής ως τιμωρητικής πρακτικής και εγκληματογόνου ανθρώπινης εμπειρίας. Η φυλακή είναι ένας τραγικά αποτυχημένος θεσμός, και, όπως δείχνει και η πρόσφατη έκθεση της επιτροπής του Συμβουλίου της Ευρώπης, οι ελληνικές φυλακές προσφέρουν άλλη μια επιβεβαίωση αυτής της αλήθειας.
Προσφέρουν λοιπόν κάκιστη υπηρεσία οι πολιτικοί, μιντιακοί και λοιποί ευαγγελιστές της αυστηροποίησης των ποινών. Βέβαια, η παθιασμένη τιμωρητικότητα σε μια χώρα που αγοραιοποιούνται τα πάντα μπορεί να υποκρύπτει και άλλες προθέσεις, όπως, για παράδειγμα, την επιδίωξη της ιδιωτικοποίησης των φυλακών: γνωρίζουμε πλέον πολύ καλά, με βάση την αμερικανική εμπειρία, ότι η πριμοδότηση των πολιτικών υπέρ του εγκλεισμού ήταν και προϊόν πιέσεων επιχειρηματικών συμφερόντων. Στον τρομακτικό αριθμό των ανθρώπων που στοιβάζονται στις φυλακές αντιστοιχούν πλέον και παχυλά κέρδη για τους εργολάβους της τιμωρίας.
Όλοι οι υπόλοιποι όμως θα βγούμε χαμένοι από μια τέτοια εξέλιξη, η οποία μόνο τον εκβαρβαρισμό της κοινωνίας θα επιταχύνει. Μια λύση, αν σώνει και καλά πρέπει να πιστέψουμε ότι ζούμε στον καλύτερο δυνατό κόσμο, μπορεί να βρίσκεται στο αποτρεπτικό αποτέλεσμα της βεβαιότητας της σύλληψης, δηλαδή τελικά στην ενίσχυση της ικανότητας της αστυνομίας να ανακαλύπτει και να συλλαμβάνει τον δράστη ενός εγκλήματος. Εκεί, η έρευνα δείχνει ότι η στοχευμένη κινητοποίηση της αστυνομίας μπορεί να συμβάλει θετικά στην πρόληψη του εγκλήματος. Αυτό όμως απαιτεί αστυνομία επαγγελματιών αστυνομικών, και όχι στρατό μεταμφιεσμένο σε αστυνομία, όπως εξίσου απαιτεί και καλές σχέσεις εμπιστοσύνης και συνεργασίας μεταξύ πολιτών, ιδίως των πιο ευάλωτων ομάδων, και αστυνομίας.