ΑΘΗΝΑ
01:29
|
20.04.2024
Σε τελική ανάλυση η αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν είναι κομμάτι ενός σχεδίου ανασυγκρότησης, όχι άτακτης υποχώρησης.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Η εικόνα της εκκένωσης της αμερικανικής πρεσβείας στο Αφγανιστάν από αμερικανικά ελικόπτερα Black Hawk λίγες ώρες πριν το Προεδρικό Μέγαρο πέσει στα χέρια των Ταλιμπάν δεν μπορούσε παρά να δημιουργήσει συνειρμούς με την εκκένωση της Σαϊγκόν το 1975, όταν ο φωτογραφικός φακός απαθανάτισε το διπλωματικό προσωπικό της  πρεσβείας, υψηλόβαθμους αξιωματούχους της φιλοαμερικανικής δικτατορίας του Νότιου Βιετνάμ και πολίτες που «σχετίζονταν» (για να το θέσουμε κομψά) με την αμερικανική παρουσία στην ασιατική χώρα να επιβιβάζονται σε ελικόπτερο λίγες μόνο ώρες προτού τα βορειοβιετναμέζικα τανκς αφιχθούν στο Προεδρικό Μέγαρο του πλήρως απαξιωμένου στα μάτια των πολιτών του κρατικού μορφώματος.

Πράγματι, θα ήταν ασύμβατο με την πραγματικότητα να μην παρατηρήσει κανείς πως υπάρχουν μια σειρά από ομοιότητες. Όπως και σχεδόν μισό αιώνα πριν η βίαιη και βιαστική υποχώρηση λαμβάνει χώρα εντός μια γενικότερης συνθήκης απόσυρσης των ΗΠΑ από ένα μέτωπο του Ψυχρού Πολέμου. Αν η πρόθεση τότε της Ουάσιγκτον να τερματιστεί ο Πόλεμος του Βιετνάμ με την σταδιακή αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων αποτυπώθηκε στο τελικό προσχέδιο της συμφωνίας ειρήνης του Παρισίου, όπως αυτό διαμορφώθηκε στις 27 Ιανουαρίου του 1973, η τωρινή αποχώρηση έρχεται λίγο-πολύ εντός του πλαισίου της Συμφωνίας της Ντόχα του Φεβρουαρίου, όπως αυτή υπεγράφη μεταξύ ΗΠΑ και Ταλιμπάν, την 29η Φεβρουαρίου του 2020, και η οποία προέβλεπε την αποχώρηση των Αμερικανών εντός 14 μηνών και το κλείσιμο τεσσάρων στρατιωτικών βάσεων εντός 135 ημερών.

Ακόμη μια ομοιότητα συνιστά το γεγονός της υποτίμησης των στρατιωτικών δυνατοτήτων του αντιπάλου. Κατόπιν «εορτής» ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Άντονι Μπλίνκεν, ομολόγησε στον Τζέικ Τάπερ του CNN, ότι η Ουάσιγκτον δεν υπολόγισε την ανικανότητα της κυβέρνησης Γκάνι να αμυνθεί έναντι της εμπειροπόλεμης εξτρεμιστικής ισλαμιστικής οργάνωσης. «Έγινε πιο γρήγορα από ότι περιμέναμε» ομολόγησε ο Μπλίνκεν, ο οποίος ωστόσο υπεραμύνθηκε της αποχώρησης στο όνομα του εθνικού συμφέροντος. Σε αντιστοιχία με την σημερινή συγκυρία ο πρέσβης των ΗΠΑ στην Σαϊγκόν του 1975, Γκράχαμ Μάρτιν, ανέφερε μόλις δύο ημέρες πριν την κατάληψη της Σαϊγκόν από τον Λαϊκό Στρατό του Βιετνάμ στον υπουργό Εξωτερικών, Χένρι Κίσινγκερ, ότι οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να κρατηθούν στη Σαϊγκόν «για ένα χρόνο ακόμη».

Ενώ όμως είναι σχετικά εύκολη η διαπίστωση κοινών τόπων όσον αφορά τη γλαφυρή εικονοποίηση των αμερικανικών κρίσεων, υπάρχει και κάτι που συνειδητά –αν και όχι ασφαλώς κακοπροαίρετα-  αποκρύπτεται από όσους μιλούν και γράφουν για ανεπούλωτο τραύμα στο γόητρο του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, βλέποντας στο γεγονός της εκκένωσης των δυτικών πρεσβειών την επιβεβαίωση της ανάδυσης μιας νέας τάξης πραγμάτων, με την Κίνα σε ρόλο μοναδικής υπερδύναμης να ακολουθεί την παρακμή της «συλλογικής» Δύσης.

Αυτό που φαίνεται να λησμονούν ωστόσο εκείνοι που αρέσκονται σε ιστορικούς παραλληλισμούς είναι πως όποτε οι ΗΠΑ αποφάσισαν την αποχώρηση από ένα πεδίο μάχης αυτή δημιούργησε μακροπρόθεσμα περισσότερα προβλήματα για τους ανταγωνιστές της παρά για τις ίδιες. Μια συνοπτική ανάγνωση της πρόσφατης σχετικά Ιστορίας προσφέρει μια πρώτη γεύση.

Το 1949, το πλήγμα της επικράτησης των κομμουνιστών στον κινεζικό εμφύλιο και της ίδρυσης της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας έδωσε τη σειρά του σε λιγότερο από 10 χρόνια στο μεγάλο ρήγμα μεταξύ Μόσχας και Πεκίνου, για να οδηγήσει στον εναγκαλισμό του τελευταίου με την Ουάσιγκτον το 1972. Παρομοίως, η ανατροπή από την εξουσία του συμμάχου των Αμερικανών, Αυτοκράτορα της Αιθιοπίας, Χαϊλέ Σελασιέ, το 1974, από την στρατιωτική χούντα του «Ντεργκ» και η εγκαθίδρυση ενός σοσιαλιστικού κράτους στα πρότυπα της ΕΣΣΔ δεν απέτρεψε τον πόλεμο με την επίσης σοσιαλιστική Σομαλία, η οποία τελικά αποφάσισε να συνταχθεί με το δυτικό στρατόπεδο, εγκαταλείποντας την προστασία της Μόσχας.

Nixon and Mao' - The New York Times
Αλήθεια, ποιός θα φανταζόταν αυτή τη φωτογραφία το 1949;

Για το ιδιαίτερα ανθεκτικό στις αμερικανικές πιέσεις Ιράν, η αποχώρηση των ΗΠΑ από το Ιράκ το 2011, συνοδεύτηκε  από τον ερχομό στο προσκήνιο της πλέον αντιδραστικής μορφής –αν και ο ανταγωνισμός εδώ είναι σκληρός- του ισλαμιστικού τζιχαντισμού, του διαβόητου ISIS, οργάνωσης θεμελιακά αντιιρανικής και αντισιιτικής, στο πνεύμα των διδαχών του πάλαι ποτέ αρχηγού της Αλ-Κάιντα στο Ιράκ, Αμπού Μουσάμπ Αλ Ζαρκάουι. Ακόμη και το τόσο εμβληματικό για την αμερικανική κοινωνία και πολιτικοστρατιωτική ελίτ τραύμα του Βιετνάμ επουλώθηκε προϊόντος του χρόνου, όταν μετά τη δεκαετούς διάρκειας σύρραξη ανάμεσα στο φιλοσοβιετικό Βιετνάμ και τη φιλοκινεζική Καμπότζη, Ουάσιγκτον και Ανόι αποφάσισαν ότι έχουν να μοιραστούν την κοινή τους ανησυχία για την άνοδο της Κίνας, με αποτέλεσμα σήμερα το Βιετνάμ να θεωρείται αναπόσπαστο στοιχείο του σχεδιασμού της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής για την περιοχή του Ειρηνικού.

Έχοντας ωστόσο επίγνωση πως η ιστορικιστική προσέγγιση κρύβει την παγίδα να βλέπει στο μέλλον μια λίγο-πολύ διαφοροποιημένη αναπαραγωγή του παρελθόντος μην εγγυώμενη έτσι στην περίπτωσή μας την επανάληψη της προαναφερθείσας ακολουθίας, θα ήταν χρήσιμο να επιχειρήσουμε να διαβάσουμε την νίκη των Ταλιμπάν μέσα από τα «μάτια» των αντιπάλων της Ουάσιγκτον. Και αυτό που θα διαπιστώσουμε είναι πως παρότι Πεκίνο, Μόσχα και Τεχεράνη χασκογελούν με την εικόνα της εκκένωσης της αμερικανικής πρεσβείας δεν μπορούν την ίδια στιγμή να κρύψουν την ανησυχία και τον εκνευρισμό τους για την πιθανότητα ένα Εμιράτο του Αφγανιστάν να αποτελέσει εργαστήριο της τζιχαντιστικής τρομοκρατίας.

  • Για την Κίνα, η οποία διαθέτει κοινά σύνορα 76 χιλιομέτρων  με το Αφγανιστάν μέσω του στενού διαδρόμου του Ουακάν, η πρόσφατη δήλωση της εκπροσώπου του κινεζικού Υπουργείου Εξωτερικών πως η χώρα της επιδιώκει «φιλικές σχέσεις» με το φονταμενταλιστικό ισλαμιστικό κίνημα –είχε προηγηθεί συνάντηση του Κινέζου υπουργού Εξωτερικών με αντιπροσωπεία τους– αποτυπώνει τη διάθεση να προληφθούν εξελίξεις μέσω της άσκησης στη realpolitik, στο όνομα αφενός της διασφάλισης των κινεζικών επενδύσεων στο Αφγανιστάν και αφετέρου της αποτροπής της εξαγωγής του τζιχαντιστικού φαινομένου εντός της κινεζικής επικράτειας. Αλλά πέραν του ότι η ηγετική ομάδα των Ταλιμπάν εμφανίζεται πρόθυμη για συναινέσεις ικανές να μετατρέψουν τους «ιεροσπουδαστές» από παρίες της διεθνούς κοινότητας σε ισότιμα μέλη της, είναι εξαιρετικά αμφίβολο πως το ασφαλές καταφύγιο που θεωρείται βέβαιο πως θα παρέχει η νέα ισλαμιστική κυβέρνηση της Καμπούλ στους ομοιδεάτες της δεν θα «χτυπήσει» την πόρτα της Σιντζιάνγκ, όπου ήδη δραστηριοποιείται η Αλ-Κάιντα, μέσω του Ισλαμικού Στρατού του Τουρκεστάν (TIP).
  • Ο ίδιος φόβος διακατέχει τη Ρωσία, που κι αυτή έχει να φοβάται μια αναζοπύρωση του τζιχαντιστικού αντάρτικου, από το οποίο ποτέ δεν ξεμπέρδεψε οριστικά ως σήμερα. Η Μόσχα έχει χρόνια τώρα εμπλακεί σε συζητήσεις και επαφές με τους Ταλιμπάν, σε μια προσπάθεια να θέσει τους δικούς της όρους, καθιστώντας σαφές πως είναι πρόθυμη να μην ενοχλήσει καμία κυβέρνηση με την προϋπόθεση να μην υπονομεύονται τα δικά της συμφέροντα. Πρόκειται όμως για μια δύσκολη ισορροπία, εξαρτημένη από την υπόθεση ότι οι επιμέρους ομάδες των ισλαμιστών που θα έχουν ως βάση το νεότευκτο κράτος δεν θα μπουν στον πειρασμό της πολεμικής αναμέτρησης με τα κοσμικά κράτη της Κεντρικής Ασίας που βρίσκονται στη σφαίρα επιρροής της Μόσχας.
  • Όσο για το Ιράν, τρέμει και μόνο στην ιδέα ενός απόλυτα εχθρικού προς τον σιϊτισμό σουνιτικού-σαλαφιστικού κράτους, που θα ενισχύει κάθε λογής ένοπλης θρησκευτικής αντιπολίτευσης, με χαρακτηριστικότερη την περίπτωση του Βαλουχιστάν.
  • Ακόμη και για την γενέτειρα και χώρα-σπόνσορα του σαλαφιστικού κινήματος, το Πακιστάν, τα νέα δεν δείχνουν τόσο ευχάριστα, δεδομένης της είδησης πως η Ινδία βρίσκεται κι αυτή σε επαφές με την ηγεσία της ισλαμιστικής οργάνωσης, σε μια προσπάθεια να ασκηθεί έμμεσα πίεση σε φιλικές προς τους Ταλιμπάν ισλαμιστικές οργανώσεις του Κασμίρ ώστε να κάτσουν κι αυτές στο τραπέζι του διαλόγου. Και η προοπτική της μεταφοράς του πεδίου δράσης στο Πακιστάν από τζιχαντιστικά στοιχεία που θα έχουν ως βάση το αφγανικό έδαφος, δημιουργεί πονοκέφαλο στην πακιστανική ηγεσία σχετικά με την ασφάλεια του ζωτικού για την ευημερία της πρώτης ισλαμικής «δημοκρατίας» εγχειρήματος του Οικονομικού Διαδρόμου Κίνας-Πακιστάν.
Belt and Road Forum: Is the China-Pakistan Economic Corridor failing? |  Asia | An in-depth look at news from across the continent | DW | 25.04.2019
Ο Οικονομικός Διάδρομος Κίνας-Πακιστάν

«Περισσότερο ρίσκο, παρά ευκαιρία» λοιπόν, να πως χαρακτηρίζει ο ειδικός στη μελέτη της Κίνας, Άντριου Σμολ, τον τρόπο που η Κίνα βλέπει την επάνοδο των Ταλιμπάν στην εξουσία. Τον ίδιο τρόπο σκέψης δείχνουν να μοιράζονται και οι ηγεσίες των υπόλοιπων σημαντικών κρατικών δρώντων της περιοχής που έχουν το μειονέκτημα να συνορεύουν με το κράτος-αίνιγμα.

Όσο για τις ΗΠΑ; Παρά τα «πυρά» των Ρεπουμπλικάνων και των συστημικών ΜΜΕ –φιλελεύθερων και δεξιών– κατά της κυβέρνησης Μπάιντεν, δεν θα πρέπει να ξεχνιέται πως η αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων -η οποία ξεκίνησε άλλωστε επί Τραμπ- από την χώρα που έχει δικαίως ονομαστεί «νεκροταφείο αυτοκρατοριών», αποτελεί μια εξαιρετικά δημοφιλή επιλογή. Μετά από μια εικοσαετία πολεμικών περιπετειών και δύο οικονομικών κρίσεων -της διεθνούς χρηματοπιστωτικής του 2007-8 και αυτής του 2020 ως απότοκο της πανδημίας- οι Αμερικανοί πολίτες προτιμούν τα λεφτά τους να πηγαίνουν στο Κάνσας, όχι στην Κανταχάρ.

Πρόκειται για μια επιλογή εξάλλου, που εντάσσεται στην λογική της ανασυγκρότησης των Ηνωμένων Πολιτειών και της μεταφοράς πόρων από το εξωτερικό στο εσωτερικό, σε μια προσπάθεια που αποσκοπεί πρωτίστως στην τόνωση της αμερικανικής οικονομίας μέσα από επενδύσεις σε υποδομές, μεταφορές, «πράσινες» μορφές ενέργειας και ψηφιακή τεχνολογία και δευτερευόντως στην μετάθεση του χάους που έχουν άφησαν πίσω τους οι στρατιωτικές περιπέτειες των ΗΠΑ στους ώμους των ανταγωνιστών τους.

Ως προς το πρώτο σκέλος, οι ΗΠΑ του Μπάιντεν έχουν ξεκάθαρα υιοθετήσει λογική big spender. Πριν λίγες ημέρες ψηφίστηκε το πακέτο επενδύσεων σε υποδομές, ύψους 1,2 τρισεκατομμυρίων (τρισεκ.) δολαρίων, ενώ τις επόμενες εβδομάδες θα έρθει προς συζήτηση στη Βουλή ένα σχέδιο δαπανών ύψους 3,5 τρισεκ. δολαρίων που θα αφορά την ενίσχυση του κράτους κοινωνικών παροχών (προσχολική παιδεία, στέγαση, φροντίδα ηλικιωμένων κτλ.).

Ως προς το δεύτερο, η Ουάσιγκτον έχει αποφασίσει να έρθει αντιμέτωπη με τις αποτυχίες της Μέσης Ανατολής, αγνοώντας τις αντεγκλήσεις για το ποιός έφταιξε λιγότερο ή περισσότερο και προσπαθώντας να περάσει τον «μουτζούρη» στον επόμενο που θέλει να λύσει το πρόβλημα.

Υπό αυτό το πρίσμα, η πιθανότητα μιας σύγκρουσης μεταξύ των Ταλιμπάν και των αντιπάλων των ΗΠΑ ανοίγει ένα ευρύ πεδίο δυνατοτήτων το οποίο μπορούν να εκμεταλλευτούν οι Ηνωμένες Πολιτείες σε δεύτερο χρόνο. Αλλά αυτό το σενάριο μπορεί να γίνει πραγματικότητα μόνο αν δοκιμαστεί στην πραγματική ζωή, φέρνοντας τον ενδιαφερόμενο σε επαφή τόσο με τις ευκαιρίες όσο και με τους κινδύνους που προκύπτουν από αυτή την πιθανότητα. «Ένα βήμα πίσω για να κάνεις δύο μπρος» όπως έλεγε μια σοφή παροιμία. Είναι η εφαρμογή αυτού του σκεπτικού που βλέπουμε να ξεδιπλώνεται μπροστά μας στο Αφγανιστάν σήμερα, πέρα και πάνω από εντυπωσιακά φωτογραφικά ντοκουμέντα.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Στο Ντονιέτσκ βρέθηκε νεκρός ο Ράσελ Μπέντλεϊ

Άδεια για την ιδιωτική σχολή ιατρικής στην Αθήνα από την Επιτροπή Ανταγωνισμού

Νεαρός αυτοπυρπολύθηκε έξω από το δικαστήριο που δικάζει τον Τραμπ

Εργασιακό Γολγοθά αντιμετωπίζουν οι νέοι εργαζόμενοι λέει έρευνα του Eteron

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα